ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Ο ΛΟΓΟΣ» ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 415/2003, 6 Οκτωβρίου, 2004 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Ο ΛΟΓΟΣ» ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 415/2003, 6 Οκτωβρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 415/2003)

6 Οκτωβρίου, 2004

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 19 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Ο ΛΟΓΟΣ»,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -

Κ. Μιχαηλίδης, για την Αιτήτρια.

Μ. Καλλιγέρου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή), ημερομηνίας 12.2.2003, αρ. υπ. 18/2002, στην οποία ενσωματώθηκε προηγούμενη απόφαση της Αρχής, ημερομηνίας 15.1.2003, με την οποία η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη παράβασης των Κανονισμών 21(4), 21(6), 22(1)(β), 22(1)(γ) και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ10/2000 – οι Κανονισμοί) και της επιβλήθηκε συνολικό διοικητικό πρόστιμο εκ ΛΚ3.000.

Προβάλλονται, ουσιαστικά, δύο λόγοι ακυρώσεως. Ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν νομικής πλάνης και δη εσφαλμένης ερμηνείας και/ή εφαρμογής αριθμού Κανονισμών, στους οποίους θα αναφερθώ στη συνέχεια και, επίσης, ότι είναι προϊόν πραγματικής πλάνης λόγω μη δέουσας έρευνας ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η δε επιβολή προστίμου εκ ΛΚ3.000 “συνιστά κακήν άσκηση και κατάχρησιν εξουσίας”

Οι ισχυρισμοί περί σειράς παραβάσεων του Κανονισμού 42.

Επειδή προβάλλεται σειρά ισχυρισμών για παράβαση αριθμού παραγράφων του Κανονισμού 42, προτού προχωρήσω στην εξέτασή τους, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τον Κανονισμό 42 αυτούσιο. Έχει ως εξής:

“42.-(1) Η Αρχή δύναται να διορίζει εκάστοτε επιτροπή ή επιτροπές αποτελούμενες τουλάχιστον από τέσσερα (4) μέλη για εξέταση παραπόνων ή παραβάσεων, όπως καθορίζεται πιο κάτω.

(2) Χωρίς επηρεασμό της εξουσίας της Αρχής που της παρέχει ο Νόμος για μεταβίβαση εξουσιών, η Αρχή μπορεί να μεταβιβάσει οποιεσδήποτε από τις δυνάμει του παρόντος Μέρους εξουσίες της σε επιτροπή αποτελούμενη από υπαλλήλους της Αρχής.

(3) Όταν υποβληθεί παράπονο ή υποπέσουν στην αντίληψη της Αρχής παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών, η Αρχή για κάθε παράπονο ή παράβαση ορίζει λειτουργό για τη διερεύνησή του.

(4) Ο λειτουργός έχει αρμοδιότητα να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες και να πάρει γραπτές καταθέσεις από εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποία οφείλουν να δώσουν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχεία.

(5) Μετά το πέρας της έρευνας ο λειτουργός εκθέτει το πόρισμά του στην Αρχή, πλήρως αιτιολογημένο, συνυποβάλλοντας όλα τα σχετικά στοιχεία.

(6) Η διαδικασία ενώπιον της Αρχής διεξάγεται όπως καθορίζεται πιο κάτω:

(α) Αποστέλλεται αντίγραφο της πιθανής παράβασης ή του παραπόνου στο σταθμό εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία˙

(β) καλείται ο καθ΄ου η καταγγελία να υποβάλει τις παραστάσεις του είτε προσωπικώς είτε εγγράφως˙

(γ) η Αρχή έχει εξουσία-

(i) Να καλέσει μάρτυρες και να απαιτήσει την προσέλευσή τους, όπως και την προσέλευση του καθ΄ου η καταγγελία, καθώς και του παραπονουμένου˙

(ii) να αποδεχτεί οποιαδήποτε μαρτυρία γραπτή ή προφορική, έστω κι αν αυτή δε θα γινόταν δεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία˙

(iii) να απαιτήσει προσαγωγή κάθε εγγράφου ή άλλου τεκμηρίου που σχετίζεται με την υπόθεση.

(7) Ο καθ΄ου η καταγγελία έχει την υποχρέωση, αν αυτό απαιτηθεί από την Αρχή –

(α) Να υποβάλλει προς την Αρχή ή/και τον παραπονούμενο γραπτή δήλωση σε απάντηση του παραπόνου˙

(β) να προμηθεύσει την Αρχή με οπτική ή ηχητική μαγνητοσκόπηση του υπό κατηγορία προγράμματος ή οποιουδήποτε συγκεκριμένου μέρους του˙

(γ) να προβεί σε κατάλληλες διευθετήσεις, για να δοθεί η δυνατότητα στον παραπονούμενο να δει ή να ακούσει το υπό κατηγορία πρόγραμμα ή οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέρος του˙

(δ) να προμηθεύσει την Αρχή και τον παραπονούμενο με το κατά λέξη κείμενο (transcript) του υπό κατηγορία προγράμματος ή οποιουδήποτε συγκεκριμένου μέρους του˙

(ε) να προμηθεύσει την Αρχή και τον παραπονούμενο με αντίγραφα οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή του, είτε τα πρωτότυπα είτε πιστοποιημένα για την αυθεντικότητά τους αντίγραφα, και οποιαδήποτε αλληλογραφία τυχόν υπήρξε ανάμεσα στον κατηγορούμενο και τον παραπονούμενο αναφορικά με το συγκεκριμένο παράπονο˙

(στ) σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι σταθμός, να διευθετήσει μαζί με ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή με μέλη του προσωπικού του να συνεργαστεί με την Αρχή, για να βοηθήσουν τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου˙ και

(ζ) σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι ιδιωτική εταιρεία παραγωγής ή διανομής, να βοηθήσει έτσι ώστε ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού της να συνεργαστούν, για να βοηθήσουν τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου.

(8) Κάθε απόφαση της Αρχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να υπογράφεται από τον πρόεδρό της και να διαβιβάζεται γραπτώς στον καθ΄ου η καταγγελία και σε περίπτωση παραπόνου και στον παραπονούμενο.

(9) Τα αναφερόμενα στην υποπαράγραφο (ε) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 41 παράπονα υποβάλλονται γραπτώς προς την Αρχή και δίνονται στοιχεία αναφορικά με το είδος και την τοποθεσία των παρεμβολών. Όταν το παράπονο γίνεται από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, επισυνάπτεται και βεβαίωση ότι τα συστήματα μετάδοσης σήματος του σταθμού είναι σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές της άδειάς του. Η Αρχή αποστέλλει τα σχετικά έγγραφα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων για αξιολόγηση και υποβολή έκθεσης προς την Αρχή.

(10) Η Αρχή μπορεί με την απόφασή της να βρει τον καθ΄ου η καταγγελία ένοχο και να του επιβάλει οποιεσδήποτε από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο Νόμο είτε να τον απαλλάξει από την κατηγορία.

(11) Η Αρχή δύναται να υποχρεώσει τον καθ΄ου η καταγγελία να ανακοινώσει ή να μεταδώσει την απόφασή της, όπως η ίδια ήθελε αποφασίσει.”

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Αρχή ήταν παράνομη για το λόγο ότι δε διορίστηκε Επιτροπή ή Επιτροπές για την εξέταση του παραπόνου της κας Μάντζαλου κατά παράβαση του Κανονισμού 42(1).

Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Ο διορισμός Επιτροπής ή Επιτροπών δεν είναι υποχρεωτικός για την Αρχή. Ο Κανονισμός 42(1) προβλέπει ότι η Αρχή “δύναται” να διορίσει Επιτροπή ή Επιτροπές για εξέταση κάποιου παραπόνου. Έχει, επομένως, η Αρχή διακριτική ευχέρεια να διορίσει ή να μη διορίσει Επιτροπή ή Επιτροπές και όχι νομική υποχρέωση. Αναφορικά με το συναφές ερώτημα κατά πόσο έγινε οποιαδήποτε νόμιμη εκχώρηση εξουσιών, σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(2), από την Αρχή σε Επιτροπή αποτελούμενη από υπαλλήλους της, η απάντηση περιέχεται στην απόφαση της Αρχής της 4.7.2001, με την οποία μεταβιβάστηκε στο Διευθυντή η εξουσία να ορίζει Λειτουργό της Αρχής για τη διερεύνηση οποιουδήποτε παραπόνου δυνάμει του άρθρου 9(8) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(I)/1998 – ο Νόμος) και σε σχέση με τον Κανονισμό 42 (επισύναψη 1 στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Αρχής). Αναφορικά με τον επίσης συναφή ισχυρισμό, ότι δεν εδόθη εντολή στην κα Γιαννικκούρη να επιληφθεί και διερευνήσει το παράπονο, παρατηρώ ότι αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με σημείωμα του Διευθυντή προς την κα Γιαννικκούρη, που περιέχεται στο φάκελο ΠΡ53/2002(2), ημερομηνίας 15.3.2002, ο Διευθυντής αναθέτει στην κα Γιαννικκούρη τη διερεύνηση του παραπόνου της κας Μάντζαλου “λόγω ανακατανομής καθηκόντων της Συμβούλου κας Μαρίας Ψαρά, στην οποία είχε αρχικά ανατεθεί” (επισύναψη 2 στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Αρχής).

Προβάλλεται, επίσης, ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 42(4) διότι η κα Γιαννικκούρη όφειλε να ακούσει την κα Μάντζαλου, να της πάρει γραπτή κατάθεση και να εξετάσει για ποια συγκεκριμένη εκπομπή και για ποιες λέξεις ή σκηνές υποβαλλόταν παράπονο.

Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Η έννοια της “γραπτής κατάθεσης” στο άρθρο 42(4) συμπεριλαμβάνει και την ενέργεια του ερευνώντα να καταγράψει, όπως έπραξε η κα Γιαννικκούρη, το σχετικό παράπονο με τις σχετικές παρατηρήσεις που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ότι, ενώ η εκπομπή είχε οπτική ένδειξη 12, προβαλλόταν εντός της οικογενειακής ζώνης και είχε σκηνές και περιεχόμενο ακατάλληλο για ανηλίκους από 12 έως 17 χρόνων.

Άλλος ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι το πόρισμα της Λειτουργού που εξέτασε το παράπονο της κας Μάντζαλου δεν ήταν “πλήρως αιτιολογημένο”, κατά παράβαση του Κανονισμού 42(5). Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, η κα Γιαννικκούρη δεν συνέταξε πόρισμα αλλά “πολυσέλιδο κατηγορητήριο”, το οποίο και “αντιγράφει την απόφαση της Αρχής της 15.1.2003”. Δεν ήταν, κατά την ίδια εισήγηση, έργο της κας Γιαννικκούρη να αποφανθεί αν όσα εξακρίβωσε συνιστούν παράβαση οποιουδήποτε Κανονισμού. Η κα Γιαννικκούρη έπρεπε να παραθέσει απλώς τα γεγονότα και ο νομικός σύμβουλος της Αρχής να αποφανθεί αν αυτά συνιστούσαν παράβαση.

Και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Το πόρισμα της κας Γιαννικκούρη ήταν πλήρως αιτιολογημένο, παρέθετε ευκρινώς το περιεχόμενο της κάθε παράβασης και παρέπεμπε συγκεκριμένα στις νομικές διατάξεις που είχαν παραβιασθεί. Παρόμοιος ισχυρισμός προβλήθηκε και στη Sigma v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Προσφυγή 1096/2001, 7.1.2003 και απορρίφθηκε. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

“Με άλλο λόγο ακύρωσης ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Αρχή δεν έχει εφαρμόσει τον Κανονισμό 42 της ΚΔΠ 10/2002. Ο Κανονισμός 42 απαιτεί πόρισμα πλήρως αιτιολογημένο, ενώ το επίδικο πόρισμα ούτε πόρισμα είναι ούτε αιτιολογημένο.

Πράγματι ο Καν. 42(5) απαιτεί πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα. Ανάγνωση του πορίσματος αποκαλύπτει ότι περιέχει τα εξής στοιχεία σε σχέση με κάθε μια από τις επίδικες παραβάσεις: ημερομηνία, ώρα και διάρκεια της παράβασης. Δίνει, επίσης τις λεπτομέρειες της νομοθετικής διάταξης που έχει παραβιασθεί. Έχω την άποψη ότι τα πιο πάνω στοιχεία ικανοποιούν πλήρως την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολογία....”

(Βλ., επίσης, Sigma v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή 1073/1999, 21.11.2001).

Όσον αφορά τον άλλο ισχυρισμό, ότι η Αρχή, με την ενσωμάτωση του πορίσματος της κας Γιαννικκούρη στην απόφασή του της 15.1.2003 το υιοθέτησε, χωρίς να ασκήσει η ίδια ουσιαστική κρίση, παρατηρώ ότι, αφενός, η ουσιαστική κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου δεν ελέγχεται στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, παρά μόνο αν υπάρχει πλάνη ή υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, αφετέρου δε, ότι η ενσωμάτωση πορίσματος μιας έρευνας σε επακόλουθη διοικητική απόφαση και, συνακόλουθα, η υιοθέτησή του, δεν απαγορεύεται. Αντίθετα καθίσταται μέρος της αιτιολογίας της απόφασης. (Βλ. σχετικά Λ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 91, όπου απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κρίθηκε επαρκώς αιτιολογημένη με το να υιοθετεί απλώς την πρόταση του αρμόδιου Υπουργείου).

Προβάλλεται, επίσης, ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 42(6), ήτοι η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης audi alterum partem, όπως και η άλλη αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ότι nemo judex in causa sua.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, με την εκ μέρους της Αρχής κοινοποίηση προς την αιτήτρια των διερευνόμενων παραβάσεων και τη λήψη των απόψεων της πριν την επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης, δε μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι παραχωρήθηκε στην αιτήτρια “το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης”. Η Αρχή, με επιστολή της ημερομηνίας 29.3.2002, έθεσε υπόψη της αιτήτριας τις διερευνόμενες παραβάσεις και κάλεσε τους εκπροσώπους της να δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούν να παρευρεθούν κατά την εξέταση της υπόθεσης.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού περί παραβάσεως της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, ότι ουδείς δύναται να είναι δικαστής της δικής του υπόθεσης, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Sigma ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Προσφυγή 810/2000, 27.11.2001 (Ηλιάδης, Δ.), με το οποίο συμφωνώ:

“Προβλήθηκε τέλος, ο ισχυρισμός ότι η Αρχή ενεργώντας στην προκείμενη περίπτωση ως “κατήγορος και δικαστής” παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο Νόμο (Άρθρο 3(2)(ζ) του Ν. 7/98) και στον Κανονισμό 41(2) της ΚΔΠ 10/2000, με την οποία παρέχεται η εξουσία προς την Αρχή για τη διερεύνηση παραβάσεων και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης της ύπαρξής τους. Η θεμελίωση των συναφών εξουσιών αναλύθηκε εκτενώς πιο πάνω. Εδώ αρκεί να σημειωθεί ότι τηρήθηκε ο κανόνας της προηγούμενης ακρόασης των ενδιαφερομένων, με την εκ μέρους της αρχής κοινοποίηση προς τους αιτητές των διερευνώμενων παραβάσεων και τη λήψη των απόψεών τους πριν την επιβολή της κύρωσης. Το ίδιο θέμα τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 90/2000 και 321/2000 1. Πληροφοριακής και Πολιτιστικής Εταιρείας “Ο ΛΟΓΟΣ” ΟΕ, 2. Τηλεοπτικός Σταθμός “Ο ΛΟΓΟΣ” v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 24/7/2001 όπου ο αδελφός Δικαστής Καλλής τόνισε τα εξής (σελ. 19-21 της απόφασης):

“Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι η Αρχή ενήργησε και εσυνέχισε να ενεργεί ως δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε εκ πρώτης όψεως σχηματίσει ήδη άποψη εναντίον των αιτητών ως κατήγορος.

.................................. .................................................. .....................

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι η αυτεπάγγελτη εξουσία της Αρχής για εξέταση παραβάσεων του Νόμου και των Κανονισμών αν υποπέσουν στην αντίληψή της τέτοιες παραβάσεις προϋποθέτει μια προκαταρκτική διερεύνηση γεγονότων και συναγωγή εκ πρώτης όψεως συμπερασμάτων για πιθανή παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών.

Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση και την υιοθετώ. Περαιτέρω: Είναι σαφές από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής της Αρχής ημερ. 20.9.99 ότι η τελευταία δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε εκ πρώτης όψεως διαπίστωση. Δεν είχε καταλήξει σε οποιαδήποτε απόφαση έστω εκ πρώτης όψεως. Ανέφερε ότι διερευνά “την εκ πρώτης όψεως παράβαση”. Σε τέτοια περίπτωση δεν εγείρεται καθόλου θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Στο δικό μας σύστημα δικαίου ακόμη και η εκ πρώτης όψεως κατάληξη δεν εγείρει αφ΄ εαυτής θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων μετά από μονομερή αίτηση. Παρόλο που θα μπορούσε να λεχθεί ότι η χορήγησή τους συνιστά εκ πρώτης όψεως κατάληξη απαιτούνται για τη χορήγησή τους εν τούτοις στη διαδικασία οριστικοποίησής τους που ακολουθεί δεν έχει τεθεί ποτέ θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Τέλος, είναι πρόδηλο από την όλη διαδικασία που ακολούθησε την πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.9.99 ότι στη συνέχεια η Αρχή διευκρίνισε επαρκώς ότι σκοπός της διαδικασίας ήταν η διερεύνηση συγκεκριμένων παραβάσεων του Νόμου. Η έκταση και ο τρόπος της έρευνας και η ευκαιρία που δόθηκε στους αιτητές να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους οδηγούν, χωρίς αμφιβολία, στην άρση οιασδήποτε υποψίας ότι η Αρχή εσυνέχισε να ενεργεί ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε σχηματίσει ήδη άποψη.”

“Επικροτώ και υιοθετώ τα πιο πάνω και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί............”

(Βλ. επίσης, Sigma v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Προσφυγή 1073/1999, 21.11.2001 και Sigma ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Προσφυγή 1096/2001, 7.1.2003).

Άλλος ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι λόγω “επανέναρξης της διαδικασίας” παραβιάστηκε ο Κανονισμός 42(6) και (7) αναφορικά με την ακολουθητέα διαδικασία ενώπιον της Αρχής και τις υποχρεώσεις και δικαιώματα του καθ΄ου η καταγγελία.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Δε βλέπω πως το εσωτερικό σημείωμα της κας Γιαννικκούρη έβλαψε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα της αιτήτριας, εφόσον αυτό έγινε στα πλαίσια των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων της. Όσον αφορά τις προηγούμενες παραβάσεις και καταδίκες του ίδιου Σταθμού, το ζήτημα ήταν οπωσδήποτε άμεσα σχετικό με την υπόθεση.

Προβάλλεται, επίσης, ο ισχυρισμός ότι υπήρξε παραβίαση του Κανονισμού 21(4) ο οποίος έχει ως εξής:

“(4) Οι σταθμοί λαμβάνουν μέτρα για τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων της ευπρέπειας και της καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και το πλαίσιο της εκάστοτε εκπομπής. Ιδιαίτερη μέριμνα επιβάλλεται στα προγράμματα που μεταδίδονται σε χρόνο κατά τον οποίο ενδεχομένως να παρακολουθούν ανήλικοι.”

Είναι η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι με τη σχετική εκπομπή δεν υπήρξε παρέκκλιση από την υποχρέωση του Σταθμού “για τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων της ευπρέπειας και της καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση σε αυτή του αρμόδιου οργάνου, εν προκειμένω της καθ΄ης η αίτηση. Αυτό που εξετάζει το Δικαστήριο είναι αν, βάσει της αιτιολογίας που περιέχεται στην καταδικαστική απόφαση, αλλά και από το περιεχόμενο του φακέλου, προκύπτει ότι η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου λήφθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια της διακριτικής του εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρίση της καθ΄ης η αίτηση ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 21(4) ήταν, κατά την άποψή μου, εύλογα επιτρεπτή.

Οι τελευταίοι ισχυρισμοί που προβάλλονται αναφέρονται σε έλλειψη δέουσας έρευνας και, συνακόλουθα, επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αιτήτρια είναι δυσανάλογο με την παραβίαση ώστε η επιβολή του να συνιστά “κακή άσκηση και κατάχρηση εξουσίας”.

Και αυτοί οι λόγοι είναι αβάσιμοι. Η καθ΄ης η αίτηση ενήργησε στα πλαίσια των εξουσιών της και καταδίκασε την αιτήτρια για τις παραβάσεις των σχετικών Κανονισμών μέσα στα επιτρεπτά, κατά την άποψή μου, πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.

Ρ. Γαβριηλίδης,

/ΧΤΘ Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο