ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 642/2003, 12 Οκτωβρίου, 2004 ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 642/2003, 12 Οκτωβρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 642/2003

12 Οκτωβρίου, 2004

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ

Αιτητής,

- ν. -

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθών η αίτηση

----------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για τον αιτητή

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα) για τους καθών η αίτηση

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η αίτηση η οποία του κοινοποιήθηκε στις 13/5/03 και με την οποία αποφάσισαν όπως μη προάξουν τον αιτητή και/ή επικυρώσουν την εισήγηση της Συγκλήτου για τη μη ανέλιξη του αιτητή από τη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή στη θέση Καθηγητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Παρατίθενται στην αίτηση σωρεία νομικών λόγων οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, ενάντια των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και λήφθηκε αυθαίρετα και υπό συνθήκες που αποτελούν υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

(β) Λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που δεν έπρεπε να ληφθούν και δεν λήφθηκαν υπόψη τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και υπηρεσία του αιτητή.

(γ) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε κατά δέσμιο τρόπο και όχι ως αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Λήφθηκε επίσης χωρίς τη δέουσα έρευνα.

(δ) Η απόφαση είναι αντίθετη προς τη χρηστή διοίκηση, τη φυσική δικαιοσύνη και τα κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή. Επίσης λήφθηκε από όργανο του οποίου η σύνθεση πάσχει.

Στα γεγονότα, όπως αυτά παρατίθενται στην αίτηση, ο αιτητής ουσιαστικά επαναλαμβάνει αρκετούς από τους πιο πάνω νομικούς ισχυρισμούς. Όμως στην ένσταση φαίνονται με περισσότερη λεπτομέρεια τα γεγονότα και έχουν ως ακολούθως:

(1) Σε συνεδρία της Συγκλήτου ημερ. 5/7/02 αποφασίστηκε ο διορισμός Ειδικής Επιτροπής, για την αξιολόγηση του αιτητή αναφορικά με την ανέλιξη του από τη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή στη θέση του Καθηγητή στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ενώπιον της εν λόγω επιτροπής υπήρχαν το βιογραφικό σημείωμα που είχε αποστείλει ο αιτητής καθώς επίσης και σχετικές συστατικές επιστολές.

(2) Η Ειδική Επιτροπή αφού εξέτασε όλα τα πιο πάνω στοιχεία συμπεριλαμβανομένης και προφορικής συνέντευξης, ετοίμασε σχετική έκθεση ημερ. 10/2/03 με την οποία αποφάσισε την μη ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα Καθηγητή.

(3) Ο αιτητής με έγγραφο που φέρει τίτλο «Σχόλια στην Έκθεση της Ειδικής επιτροπής» χωρίς όμως ημερομηνία, σχολιάζει τις αρνητικές απόψεις που διατυπώνονται στην έκθεση της ειδικής επιτροπής.

(4) Το Εκλεκτορικό Σώμα Τμήματος Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών σε συνεδρία του ημερ. 6/3/03 αφού εξέτασε το θέμα, ομόφωνα υιοθέτησε την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής για τη μη ανέλιξη του αιτητή στη θέση του Καθηγητή.

(5) Η Σύγκλητος σε σχετική συνεδρία της ημερ. 9/4/03 επικύρωσε (με 7 ψήφους υπέρ, 5 εναντίον και 6 αποχές), την προαναφερθείσα απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος.

(6) Κατά τη συνεδρία του ημερ. 16/4/03 το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου επικύρωσε ομόφωνα την εισήγηση της Συγκλήτου για τη μη ανέλιξη του αιτητή.

Με την αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει τους ακόλουθους λόγους γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

(α) Πάσχει η Σύνθεση και λειτουργία της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης

(β) Πάσχει η Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής λόγω πλάνης περί το νόμο και διότι έλαβε υπόψη εξωγενή στοιχεία κρίσεως.

(γ) Οι εκθέσεις του Εκλεκτορικού Σώματος ημερ. 6/3/03, της Συγκλήτου ημερ. 9/4/03 και του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου ημερ. 16/4/03, πάσχουν από έλλειψη της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

(δ) Δεν υπάρχει κανονική και νόμιμη απόφαση πλειοψηφίας.

(ε) Πάσχει η σύνθεση της Συγκλήτου κατά τις συνεδρίες της 5/7/02 και 9/4/03.

(στ) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι εφαρμόστηκε ο Καν. 10(1) τότε αυτός είναι ultra vires του αρθρου 22 του Νόμου.

Προχωρώ να εξετάσω την υπόθεση με την ίδια σειρά που ακολούθησαν οι συνήγοροι του αιτητή.

Σύνθεση Ειδικής Επιτροπής

Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών ήταν ότι στην παρούσα υπόθεση ετύγχανε εφαρμογής ο Καν. 4(2)(3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996-2001 (Κ.Δ.Π. 36/96 ως έχει τροποποιηθεί) οπότε έπρεπε η σύνθεση της Επιτροπής να αποτελείτο από 3 εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και 2 εσωτερικούς εισηγητές ο ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο ως ο Πρόεδρος της Επιτροπής και όχι 5 εξωτερικούς.

Η πλευρά των καθών η αίτηση υποστήριξε ότι εδώ εφαρμόστηκε ο Καν. 10(1) ο οποίος ισχύει όπου δεν υπάρχουν αρκετοί εισηγητές για να εφαρμοστούν οι καν. 4(2)(3).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, τόσο στην αρχική όσο και στην απαντητική του αγόρευση, διατείνει ότι εφόσον κανονικά έπρεπε η σύνθεση να είναι όπως προβλέπει ο καν. 4 και ότι ο καν. 10 εφαρμόζεται μόνο όταν τα γεγονότα είναι τέτοια που δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο πρώτος, τότε έπρεπε να υπάρχει αιτιολογία γιατί εφαρμόστηκε ο καν. 10. Εν πάση περιπτώσει στο σχετικό πρακτικό δε φαίνεται ότι εφαρμόστηκε ο καν. 10 και γιατί.

Ο καν. 4 βρίσκεται κάτω από το ΜΕΡΟΣ ΙΙ – ΕΚΛΟΓΗ ΜΟΝΙΜΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ και έχει ως εξής:

«4.(1) Για κάθε εκλογή του μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.

(2) Η Επιτροπή αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής.

(3) Η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα έξι εν ενεργεία ή τουλάχιστον ομότιμων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα τεσσάρων μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής.»

Ο καν. 10(1) βρίσκεται κάτω από το ΜΕΡΟΣ V- ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ και όπως διορθώθηκε από την Κ.Δ.Π. 99/96 έχει ως ακολούθως:

«10.(1) Μέχρις ότου ο αριθμός των διορισθέντων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου καθηγητών καταστεί επαρκής, ώστε να τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων (2) και (3) των Κανονισμών 4 και 7 και των παραγράφων (1) και (2) του Κανονισμού 9 των παρόντων Κανονισμών, η Σύγκλητος δύναται να ορίσει τον Πρόεδρο και τα μέλη των Ειδικών Επιτροπών από εξωτερικούς εισηγητές.»

Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις. Τελικά κατέληξα να δεχθώ τις θέσεις της πλευράς του αιτητή ότι εφόσον ο καν. 4 διέπει την σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής κάτω από κανονικές συνθήκες ενώ ο καν. 10 την εξαίρεση, όταν δηλαδή δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο καν. 4, έπρεπε να υπάρχει αιτιολόγηση γιατί η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής έγινε με βάση τον καν. 10. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το αν μπορούσε ή όχι να εφαρμοστεί ο καν. 4 είναι θέμα γεγονότων. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι μπορούσε. Χωρίς βέβαια να δέχομαι αυτόν τον ισχυρισμό, ότι δηλαδή υπήρχαν διαθέσιμοι εισηγητές όπως προνοούνται από τον καν. 4, καταλήγω ότι ο τρόπος εφαρμογής του καν. 10 έχει γίνει χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία ούτως ώστε να ήταν δυνατή η αναθεώρηση της απόφασης της Ειδικής Επιτροπής από το δικαστήριο. Στο σχετικό πρακτικό της 5/7/02 (παράρτημα Α στην ένσταση) δε φαίνεται να ασχολήθηκε η Σύγκλητος με το κατά πόσο μπορούσε ή όχι να εφαρμοστεί ο καν. 4 και να καταλήξει στον καν. 10. Με την αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των καθών η αίτηση λέγουν ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμοι εσωτερικοί εισηγητές όπως απαιτεί ο καν. 4. Όμως αυτό αφορά γεγονός που πρώτα έπρεπε να φαινόταν ότι το έλαβε υπόψη η Σύγκλητος και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε αυτό το πραγματικό γεγονός με την αγόρευση των δικηγόρων. (Βλέπε μεταξύ άλλων Metalloc v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351, Μαρούλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Ανδρέας Γεωργίου ν. Δήμος Λεμεσού, Υποθ. αρ. 505/2003 ημερ. 30/9/04, Καλλής Δ.). Επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για ακύρωση της απόφασης.

Παρά το ότι με τα πιο πάνω η υπόθεση αποπερατώνεται, προτιμώ να εξετάσω και το δεύτερο λόγο όπως αυτός αναπτύχθηκε με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή, υποθέτοντας πάντοτε ότι η απόφαση μου στον πρώτο λόγο είναι εσφαλμένη.

Αποτελεί κοινό έδαφος από τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων και των δύο πλευρών ότι τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση του Καθηγητή προβλέπονται από το άρθρο 23 (4) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμων του 1989-2001 και είναι τα ακόλουθα:

«4. Για τη θέση του Καθηγητή απαιτούνται τα προσόντα για τη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή και επιπλέον τα ακόλουθα προσόντα:

(α) Έντεκα τουλάχιστον χρόνια συνολικής πανεπιστημιακής ή ισοδύναμης εργασίας μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, από τα οποία τουλάχιστον τα τέσσερα να είναι χρόνια πανεπιστημιακής εργασίας, ή κατοχή θέσης στη βαθμίδα του Καθηγητή σε αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο.

(β) Διεθνής αναγνώριση επιστημονικού έργου.

(γ) Σημαντική συμβολή στο διδακτικό και διοικητικό έργο του Πανεπιστημίου.

(δ) Επίβλεψη και επιτυχής ολοκλήρωση ερευνητικών προγραμμάτων ή διδακτορικών διατριβών.»

Η πλευρά των καθών ισχυρίστηκε ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής (παράρτημα Δ στην ένσταση), κατά την αξιολόγηση του αιτητή, η Ειδική Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνο δύο από τα προβλεπόμενα κριτήρια, (α) την εντεκάχρονη τουλάχιστον Πανεπιστημιακή ή ισοδύναμη εργασία και (β) τη διεθνή αναγνώριση του επιστημονικού έργου. Πέραν του ισχυρισμού ότι λήφθηκαν υπόψη μόνο δυο κριτήρια, ο συνήγορος των αιτητών προβάλλει και τον ισχυρισμό ότι αναφορικά με το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή της διεθνούς αναγνώρισης επιστημονικού έργου, η Ειδική Επιτροπή εφάρμοσε εξωγενή από το νόμο κριτήρια.

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των καθών η αίτηση ισχυρίζονται ότι λήφθηκαν υπόψη και τα 4 κριτήρια. απλώς τούτα δεν τέθηκαν σε ξεχωριστές παραγράφους. Υποστηρίζουν επίσης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια.

Αρχίζω από τον ισχυρισμό ότι η Ειδική Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνο δυο από τα τέσσερα προαναφερθέντα κριτήρια. Έχω καταλήξει στην απόφαση να δεχθώ τη θέση της πλευράς των καθών η αίτηση. Παρά την ατυχή διατύπωση, δηλαδή που δεν γίνεται ρητή και ξεχωριστή αναφορά στο κάθε ένα από τα εν λόγω κριτήρια (εκτός από τα δυο πρώτα), από το κείμενο της απόφασης φαίνεται να εξετάστηκαν και τα υπόλοιπα δυο. Επομένως αυτό που παραμένει για εξέταση είναι κατά πόσο ο τρόπος που αξιολογήθηκε το δεύτερο από τα πιο πάνω κριτήρια (στο πρώτο η απόφαση της Ειδικής Επιτροπής ήταν υπέρ του αιτητή), ήταν τέτοιος που ξέφευγε από τα κριτήρια του νόμου.

Το προβλεπόμενο από το νόμο ως δεύτερο κριτήριο είναι η «διεθνής αναγνώριση επιστημονικού έργου» (international recognition of scientific work). Από τον όλο τρόπο που ενήργησε η Ειδική Επιτροπή φαίνεται να εφάρμοσε άλλο από το πιο πάνω κριτήριο. Προέβη σε σύγκριση του αιτητή με άλλες προσωπικότητες στον διεθνή χώρο όπου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανελίξιμοι στα δικά τους ιδρύματα Καθηγητών. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το προβλεπόμενο στο νόμο κριτήριο, δηλαδή κατά πόσον υπάρχει διεθνής αναγνώριση του επιστημονικού έργου του αιτητή κάτι που εδώ δεν αποφασίστηκε. Μάλιστα στο κριτήριο «συγκρισιμότητας», όπως το διαμόρφωσαν, έδωσαν και πολύ μεγάλη βαρύτητα παρόλο που ο νόμος [άρθρο 23(4)] δεν προβλέπει για διαφοροποίηση του βαθμού βαρύτητας για το καθένα από τα τέσσερα κριτήρια.

Τα πιο κάτω μικρά αποσπάσματα από τη σχετική απόφαση (παράρτημα Δ στην ένσταση) είναι χαρακτηριστικά του τρόπου που ενήργησε η Ειδική Επιτροπή. Ειδικότερα για την αξιολόγηση του έργου του αιτητή (που είναι το δεύτερο κριτήριο) η Επιτροπή αναφέρει τα ακόλουθα:

«External reviews were solicited from three linguists suggested by the candidate and three others independent referees. Dr Papapavlou has published papers in the areas of speech perception and production, bidialectal issues in education, and language attitudes. A number of these papers have appeared in international refereed journals and others in selected proceedings of conferences. In addition, he has written one extended research paper in the form of a monograph (1994), and he has been an editor of conference proceedings. All of this bears witness to a great deal of academic dedication, enthusiasm, and hard work. The committee particularly noted the importance of this work to Cyprus both within the university and to the community at large. This achievement is especially to be commended given the major administrative duties he has carried out both at the time of the formation of the university and subsequently. Clear, Professor Papapavlou has made a very considerable and highly important contribution to the work of his department.

…………………………………………………………………………….

However, in the light of the main criterion we were asked to treat as first priority, namely international scholarly comparability with other figures in the field who would be considered promotable in our own institutions, we were unanimous in concluding that his case would not be successful in the institutions with which we are familiar………………………………...

We note that some of the referees judged his publications positively,

…………………………………………………………..

(Oι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Ενώ ο τόνος της πρώτης παραγράφου των πιο πάνω αποσπασμάτων είναι τέτοιος που αναμένει ένας ότι η κατάληξη θα ήταν ότι ο αιτητής ικανοποιεί το κριτήριο της διεθνούς αναγνώρισης επιστημονικού έργου, στη συνέχεια η Eιδική Επιτροπή έρχεται και εφαρμόζει, εσφαλμένα, άλλο κριτήριο, αυτό της συγκρισιμότητας, όπως το εξήγησα πιο πάνω, στο οποίο μάλιστα δίνει και μεγάλη βαρύτητα, για να καταλήξει ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί το εν λόγω κριτήριο.

Στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή κάνει και εκτενή αναφορά στην έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως όπου μεταξύ άλλων καταλήγει (α) ότι μόνο δύο κριτήρια έλαβε υπόψη η Ειδική Επιτροπή και (β) ότι στην αξιολόγηση του δεύτερου κριτηρίου λήφθηκαν υπόψη εξωγενή από το Νόμο κριτήρια. Σημειώνω εδώ ότι η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο τούτο. Όμως στην έκταση που έχει καταλήξει ότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια, συμφωνώ με το σκεπτικό της Επιτρόπου Διοικήσεως και καταλήγω και εγώ στο ίδιο συμπέρασμα χωρίς την ανάγκη να επεκταθώ με λεπτομέρεια στο θέμα αυτό. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο.

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή γίνεται αποδεκτή.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος με έξοδα εναντίον των καθών η αίτηση όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Μ. Φωτίου, Δ.

ΚΑς.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο