ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 837/2003)
29 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΩΡΑ ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης,
Γ. Τριανταφυλλίδης μαζί με Ν. Παρτασίδου(κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Κ. Βελάρης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να διορίσουν την 1.7.2003 το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Υποδιευθυντή. Είχε προηγηθεί ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο προηγούμενου διορισμού και πάλι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Κατά την έναρξη της συνεδρίας του το Διαχειριστικό Συμβούλιο της Σχολής (στο εξής «το Συμβούλιο») έθεσε ως βάση της απόφασης που θα ελάμβανε (α) τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, (β) τις αιτήσεις τους μαζί με τις συστάσεις, (γ) την έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας (SMT) για κάθε υποψήφιο και (δ) τα συμφωνηθέντα «κριτήρια για προαγωγή των μελών της Διευθυντικής Ομάδας».
΄Υστερα από την αξιολόγηση των υποψηφίων, στην οποία θα επανέλθουμε αργότερα, το Συμβούλιο κατέληξε ότι κατά το χρόνο σύνταξης της έκθεσης της Διευθυντικής Ομάδας τα μέλη της ήταν προκατειλημμένα εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους. Αξιοσημείωτο είναι, αναφέρεται στο πρακτικό, ότι τα μέλη της Διευθυντικής Ομάδας (των υποδιευθυντών δηλαδή της Σχολής), Δρ. Μαυρομμάτης, κ. Ταβιτιάν και κ. Παναγιώτου ήταν όλοι υποψήφιοι για τη θέση του Υποδιευθυντή το 1998, όταν το προηγούμενο Διαχειριστικό Συμβούλιο αποφάσισε να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση. Ο διορισμός της ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κατά την επανεξέταση το Συμβούλιο επέλεξε τον κ. Ταβιτιάν.
Σημειώνεται ακόμα στο πρακτικό ότι ο άλλος υποδιευθυντής, ο κ. Αντωνίου, ήταν Πρόεδρος της Οργάνωσης Προσωπικού της Αγγλικής Σχολής κατά το χρόνο κατά τον οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποβληθεί από την Οργάνωση.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τα πιο πάνω, καθώς και τα κριτήρια για προαγωγή στο βαθμό του Υποδιευθυντή, αξιολογεί το μεν ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετη» (excellent) και την αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή» (extremely good).
Στην επί μέρους αξιολόγηση για την μεν αιτήτρια αναφέρεται ότι η έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας δεν είναι πλήρως σύμφωνη με το περιεχόμενο του προσωπικού της φακέλου, αφού παραλείπει να αναφέρει τα αρνητικά ή αδύνατα σημεία αναφορικά με τις διοικητικές της δυνατότητες, την προηγούμενη επίδοση και τη γενική της συμμετοχή και δέσμευση στο σχολείο.
Προβάλλεται από το Συμβούλιο ότι σε αριθμό περιπτώσεων κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της στη Σχολή, η αιτήτρια παραπονέθηκε ότι της έχει ανατεθεί περισσότερη δουλειά από άλλους καθηγητές, ενώ σε μια περίπτωση, στα πρώτα χρόνια του διορισμού της, αρνήθηκε να δώσει βοήθεια σε άλλους συναδέλφους.
Σημειώνεται ακόμα ότι στην αίτησή της για τη θέση δεν περιλαμβάνει οποιεσδήποτε εισηγήσεις για την ανάπτυξη του σχολείου, αλλά μόνο του Τμήματος Ελληνικών.
Τονίστηκε ιδιαίτερα κάποιο σημείωμά της προς το Διευθυντή της Σχολής, το Σεπτέμβρη του 1997, αναφορικά με τη διοργάνωση των δύο εθνικών εορτών της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου.
Σημειώνεται από το Συμβούλιο ότι η αιτήτρια, άνκαι υπεύθυνη του Τμήματος Ελληνικών, προσπάθησε να απαλλαγεί της ευθύνης της διοργάνωσης, υποστηρίζοντας ότι ο συντονισμός θα έπρεπε να ανατεθεί σε Υποδιευθυντή και οι πρόβες να γίνονται κατά τη διάρκεια των πρωϊνών μαθημάτων. Απειλούσε, μάλιστα, σύμφωνα πάντα με το Συμβούλιο, ότι αν δεν υιοθετηθούν οι εισηγήσεις της, οι καθηγητές του Τμήματος δεν θα είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και η διεύθυνση του σχολείου θα πρέπει να προβεί σε άλλες διευθετήσεις για συνέχιση των εορτών.
Τα πιο πάνω θεωρήθηκαν ως ενδεικτικά της έλλειψης κατανόησής της ως προς το τι απαιτείται από ένα διευθυντικό στέλεχος, ενώ ταυτόχρονα δεικνύουν την απροθυμία της να αναλάβει οποιανδήποτε περαιτέρω ευθύνη ή καθήκοντα ή να αφιερώσει, αν χρειαζόταν, περισσότερο χρόνο.
Εξέταση του φακέλου της αιτήτριας δείχνει ότι τα σχόλια αυτά είναι και λανθασμένα και αυθαίρετα. Για παράδειγμα, το Συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι σε αριθμό περιπτώσεων κατά τη διάρκεια της καριέρας της στο σχολείο, η αιτήτρια παραπονέθηκε ότι της είχε δοθεί περισσότερη εργασία από άλλους καθηγητές. Η μόνη σχετική αναφορά που βρίσκεται στο φάκελο της είναι χειρόγραφη ανυπόγραφη σημείωση, προφανώς από τον τότε Διευθυντή, ημερ. 22.6.1984, 20 χρόνια πριν, στην οποία αναφέρεται ότι η αιτήτρια παραπονέθηκε ότι της δόθηκαν περισσότεροι από τους άλλους καθηγητές έλεγχοι μαθητών για συμπλήρωση. Το αξιοσημείωτο του σημειώματος ήταν ότι, σύμφωνα πάντα με το συντάκτη του, η ίδια η αιτήτρια επέμενε όπως γίνει έγγραφη σημείωση του παραπόνου της στο φάκελό της.
Το σημείωμα για τον τρόπο διοργάνωσης των εθνικών εορτών, στο οποίο, όπως φαίνεται, δόθηκε μεγάλη σημασία από το Συμβούλιο, περιλαμβάνει εισηγήσεις του Τμήματος Ελληνικών και όχι της αιτήτριας προσωπικά. Δεν μου διαφεύγει βέβαια ότι η αιτήτρια, ως υπεύθυνη του τμήματος, θα πρέπει να είχε βαρύνουσα άποψη.
Δεν θα συμφωνήσω με το πνεύμα που αποδίδεται σ΄ αυτό από το Συμβούλιο. Πρόκειται περί εισηγήσεων, που όπως μάλιστα θα δούμε στη συνέχεια, αποτελούσαν την ανταπόκριση του τμήματος σε σχετικό ερέθισμα από τον τότε Διευθυντή. Στο σημείωμα επισημαίνεται ότι, άνκαι η γνώση και η εξειδίκευση των καθηγητών των Ελληνικών είναι ουσιώδες συστατικό στοιχείο της επιτυχίας των εκδηλώσεων αυτών, αναμένεται ότι θα έπρεπε να βοηθούν και καθηγητές από άλλα τμήματα, γιατί οι εκδηλώσεις περιλαμβάνουν απαγγελία, κείμενα, μουσική, χορό και σκηνικά. Βοήθεια επίσης χρειάζεται στην ετοιμασία του χώρου των εκδηλώσεων ως προς το φωτισμό, τα μικρόφωνα, τα καθίσματα, προσκλήσεις, σημαίες κλπ. Προβάλλεται επίσης η εισήγηση όπως το ρόλο του συντονιστή των εκδηλώσεων αναλάβει Υποδιευθυντής (Senior Master), γιατί κάτι τέτοιο είναι καθαρά διοικητικό καθήκον.
΄Οσον δε αφορά το απόσπασμα που χαρακτηρίστηκε ως απειλή, ότι οι καθηγητές του Τμήματος Ελληνικών θα σταματήσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους αν τα προβλήματα αυτά δεν λυθούν, από ό,τι αντιλαμβάνομαι κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να υλοποιήθηκε ποτέ, αφού το Τμήμα Ελληνικών συνέχισε να διοργανώνει τις εορτές και η αιτήτρια να λαμβάνει συγχαρητήριες επιστολές από το Διευθυντή για την άρτια οργάνωσή τους.
Το κυριότερο όμως που θα πρέπει να λεχθεί για το σημείωμα που τόση καταλυτική σημασία είχε εναντίον της αιτήτριας, είναι ότι πρόκειται για αντίδραση του Τμήματος Ελληνικών σε αντίστοιχο σημείωμα του Διευθυντή ημερ. 12.1.1996, που στάληκε στην αιτήτρια για τα σχόλιά της. Στο σημείωμα του Διευθυντή επισημαίνεται ότι λόγω της διστακτικότητας των περισσότερων καθηγητών του σχολείου να ενδιαφερτούν για τις εορτές για πάνω από 30 χρόνια, το βάρος, το οποίο χαρακτηρίζεται ως συνεχώς ογκούμενο, έπεσε στους ώμους των μελών του Τμήματος Ελληνικών.
Οι εκδηλώσεις χαρακτηρίζονται ως ουχί απλή ανάγνωση ενός πανηγυρικού, αλλά μια μοντέρνα παρουσίαση που περιλαμβάνει λόγους, μουσική, χορό, δράμα και έκθεση. Γίνεται μάλιστα αναφορά στα δημόσια σχολεία, στα οποία, οι φιλόλογοι υποστηρίζονται από καθηγητές άλλων ειδικοτήτων, ενώ σημειώνεται ότι όλες οι πρόβες γίνονται κατά τη διάρκεια των πρωϊνών μαθημάτων, σε αντίθεση με την Αγγλική Σχολή, όπου, όπως τονίζεται στο σημείωμα του Διευθυντή, γίνονται εκτός ωρών εργασίας.
Επισημαίνεται ακόμα από το Διευθυντή η επιβάρυνση των μελών του Τμήματος Ελληνικών και με άλλες δραστηριότητες, όπως η έκδοση περιοδικού, η βιβλιοθήκη και η διοργάνωση και λειτουργία τουλάχιστον τεσσάρων ομίλων. Τονίζεται τέλος ότι μόνο έξι καθηγητές ασχολούνται με τις δραστηριότητες αυτές.
Η σχεδόν απόλυτη αντιστοιχία των σημείων που εγείρει ο τότε Διευθυντής, με τα σημεία του «ενοχοποιητικού» σημειώματος, είναι σημαντική. Αφαιρεί κάθε σοβαρότητα από την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου για τη φυγοπονία και έλλειψη ενθουσιασμού, για τις οποίες κατηγορείται η αιτήτρια.
Κάτι άλλο ακόμα. Οι καθ΄ ων η αίτηση, κατηγορούν την αιτήτρια ότι είναι φυγόπονη και αποφεύγει να αναλάβει περισσότερες ευθύνες εκεί που μπορεί, ενώ στο φάκελο της υπάρχει επιστολή υπογραμμένη από τον τότε Διευθυντή και τον τότε Πρόεδρο του Διαχειριστικού Συμβουλίου, ημερ. 19.11.1997, με την οποία ευχαριστούν αυτή και όλα τα μέλη του τμήματός της, για τις διευθετήσεις που έγιναν για επιπλέον διδαχή, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι μαθητές της Αγγλικής Σχολής δεν θα είχαν απώλειες λόγω των προσωπικών προβλημάτων που οι συντάκτες της επιστολής παραδέχονται ότι είχαν εκείνη τη χρονική περίοδο.
Η σημασία η οποία δόθηκε από το Συμβούλιο στην παράλειψη της αιτήτριας να περιλάβει στην αίτησή της και εισηγήσεις για τη βελτίωση του σχολείου, δεν αντέχει πολλή συζήτηση.
Η δοθείσα αιτιολογία δεν πείθει ότι το συμπέρασμα του Συμβουλίου πως η έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας δεν ήταν πλήρως σύμφωνη με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων της αιτήτριας, είναι ορθό.
Η αξιολόγηση όμως του Συμβουλίου νοσεί και σε ένα άλλο σημείο. Ενώ αποφασίζεται αρχικά ότι ένα από τα κριτήρια που θα ληφθούν υπ΄ όψιν είναι και η έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας, τελικά αυτή δεν λαμβάνεται καθόλου υπ΄ όψιν, γιατί, κατ΄ ισχυρισμόν, τέσσερα από τα πέντε μέλη της είχαν προσωπικούς λόγους να παρουσιάσουν δυσμενή εικόνα για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Οι προσωπικοί λόγοι ήταν η στο παρελθόν διεκδίκηση από τους τρεις υποδιευθυντές της ίδιας θέσης με το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και επελέγη. Η προαγωγή της ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, για να προτιμηθεί στην επανεξέταση ο κ. Ταβιτιάν. Στη θέση υποδιευθυντή φαίνεται ότι στη συνέχεια προβιβάστηκαν και οι άλλοι δύο, ο Δρ. Μαυρομμάτης και ο κ. Παναγιώτου.
Το επιχείρημα του Συμβουλίου δεν ευσταθεί. ΄Εχει αποφασιστεί ότι η όποια δικαστική αντιδικία ή ακόμα και η άσκηση προσφυγής κατά της προαγωγής του λειτουργού του οποίου αμφισβητείται η αμεροληψία δεν θεμελιώνει προκατάληψη (Δημοκρατία ν. Χ”Χάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554. Βλέπε ακόμα Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Δ.Δ. 769). Η εγγύηση αμερόληπτης κρίσης κρίνεται αντικειμενικά.
Το τέταρτο μέλος της Διευθυντικής Ομάδας θεωρήθηκε ότι μερολήπτησε γιατί ήταν ο Πρόεδρος της Οργάνωσης Προσωπικού της Αγγλικής Σχολής, όταν το ενδιαφερόμενο μέρος αποβλήθηκε. Χωρίς να απασχολήσουν οι λόγοι αποβολής της, χωρίς να γίνει σχετική έρευνα, το γεγονός της αποβολής της από τη συντεχνία, από μόνο του, κρίθηκε αρκετό για να θεωρηθεί ο πρώην πρόεδρος της Οργάνωσης ως μεροληπτών.
Πέραν τούτου, δεν σχολιάζεται το ότι ο Διευθυντής, το πέμπτο μέλος της Διευθυντικής Ομάδας που συνέταξε την έκθεση, ο οποίος δεν φαίνεται να είχε κανένα προσωπικό λόγο να αντιπαθεί το ενδιαφερόμενο μέρος, υπέγραψε την έκθεση, υιοθετώντας τις απόψεις των Υποδιευθυντών.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται. Στην παρούσα υπόθεση όχι μόνο δεν αποδεικνύεται, αλλά ο σχετικός ισχυρισμός εξαντλείται σε εντελώς αστήρικτες εικασίες, εν πολλοίς προσβλητικές για όλους τους Υποδιευθυντές της Σχολής.
Πραγματικά κάνει εντύπωση η ευκολία με την οποία το Συμβούλιο θεώρησε μεροληπτική και μάλιστα για τόσο προσωπικούς λόγους, αλλά και χωρίς καμιά τεκμηρίωση, ολόκληρη την ηγεσία του σχολείου.
Στο φάκελο υπάρχει ένα διάγραμμα το οποίο προσπαθεί να δείξει τα σημεία στα οποία η έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας αντιφάσκει με τα στοιχεία των φακέλων. Δεν υπάρχει ένδειξη ούτε από ποιον ετοιμάστηκε, ούτε πότε. Στο πρακτικό που τηρήθηκε, δεν φαίνεται ούτε αν συντάκτηκε επί τόπου, ούτε αν ήταν έτοιμο και καταχωρήθηκε κατά τη συνεδρία ή αν ετοιμάστηκε και καταχωρήθηκε στο φάκελο μεταγενεστέρως.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι, η έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας δεν απορρίφθηκε γιατί ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αλλά γιατί ήταν μεροληπτική. Το διάγραμμα θα ήταν χρήσιμο μόνο για στοιχειοθέτηση του συμπεράσματος της ασυμφωνίας της έκθεσης με το φάκελο. ΄Ομως, έστω κι΄ αν η έκθεση ήταν πράγματι ανακριβής, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν, γι΄αυτό το λόγο, και μεροληπτική.
Καταλήγω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν σοβαρά υπ΄ όψιν τις εισηγήσεις στην έκθεση της Διευθυντικής Ομάδας και να προχωρήσουν στην επιλογή του καταλληλότερου, αιτιολογώντας την επιλογή τους αυτή. Δεν εννοώ βέβαια ότι το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να αποδεχτεί τις εισηγήσεις της Διευθυντικής Ομάδας. Θα έπρεπε όμως να εξηγήσει με πειστικότητα την απόφασή του. Αντίθετα, η μεροληψία της Διευθυντικής Ομάδας δεν αποδεικνύεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και οι λόγοι που δίδονται για την παράβλεψη της εισήγησής της δεν μπορούν να θεωρηθούν βάσιμοι.
Πέραν όμως αυτών, η απόφαση νοσεί και για ένα ακόμα λόγο. Δεν καταγράφεται ο λόγος που το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως «εξαίρετη», έναντι της αιτήτριας που κρίθηκε ως «πάρα πολύ καλή». Ακόμα κι΄ αν η έκθεση ήταν πράγματι τρωτή και δεν έπρεπε να ληφθεί υπ΄ όψιν, ουδόλως αιτιολογείται η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Στη γραπτή αγόρευσή τους οι καθ΄ων η αίτηση, για να δείξουν ότι η απόφαση του Συμβουλίου ήταν αιτιολογημένη κάνουν αναφορά στις συστατικές επιστολές που εξασφάλισε το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αναφορά δεν προωθεί την υπόθεσή τους. Η αιτιολογία της πράξης θα πρέπει να προκύπτει από το κείμενο της απόφασης και όχι από τις αγορεύσεις.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο