ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 765/2002, 24 Νοεμβρίου, 2004 ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 765/2002, 24 Νοεμβρίου, 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπóθεση Αρ. 765/2002)

24 Νοεμβρίου, 2004

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ,

ΑΙΤΗΤΗΣ,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ.

 

Κ. Χ’Ιωάννου με Α. Αγρότου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Δ. Κούσιου (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Ι. Νικολάου με Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2.8.2002 (αρ. φύλλου 3627, σελ. 221) Παράρτημα 1 για διορισμό της κας Στάλως Παπαϊωάννου ως Αναπληρωτή Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη από 15.7.2002 είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.»

Κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε Σπύρος Κόκκινος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 166/2002, ημερ. 11.7.2002) μετά από επιτυχή προσφυγή του αιτητή εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους (Ε/Μ) στη θέση του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) προχώρησε, συμμορφούμενη, στην επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή επανέφερε το Ε/Μ στην προηγούμενη θέση, αυτή του Βοηθού Εφόρου.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, με επιστολή του, ημερ. 15.7.2002 στην ΕΔΥ, υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 1/90 και τον Κανονισμό 10 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991, σύσταση για αναπληρωματικό διορισμό του Ε/Μ στην επίδικη θέση, επιπρόσθετα προς τα καθήκοντα της στη θέση Βοηθού Εφόρου.

Ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους ακύρωσης με κυριότερο ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του Ε/Μ προβάλλουν στη γραπτή τους αγόρευση προδικαστική ένσταση. Ισχυρίζονται ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την επίδικη πράξη.

Είναι η θέση των δικηγόρων του Ε/Μ ότι από το λεκτικό του αιτητικού της προσφυγής προκύπτει ότι ο αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε παράπονο, ούτε διεκδικεί ο ίδιος διορισμό αντί του Ε/Μ. Λόγω της φύσης του αναπληρωματικού διορισμού δεν προκύπτει ούτε υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός από τον αιτητή, ότι ο τελευταίος υπέστη οποιαδήποτε βλάβη. Υπέβαλαν επίσης ότι βασική προϋπόθεση για την προσβολή πράξης της διοίκησης είναι η επέλευση βλάβης ή αποθετικά η επέλευση ωφέλειας από την ακύρωσή της. Τότε και μόνο θεωρείται ότι υπάρχει προσωπικό έννομο συμφέρον, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του αιτητή απαντούν ότι ο τελευταίος έχει προσωπικό έννομο συμφέρον γιατί κατά τη διαδικασία του διορισμού που ακυρώθηκε ήταν υποψήφιος και ο ίδιος και επίσης ότι προκαλείται οικονομική ζημιά γιατί αν εδιορίζετο ο ίδιος ως αναπληρωτής θα απολάμβανε τα ωφελήματα της επίδικης θέσης.

Κατά τη διαδικασία της προφορικής ακρόασης ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προέβη στην ακόλουθη δήλωση:-

«Χ’Ιωάννου: Εγκαταλείπουμε την επιχειρηματολογία με την οποία ο αιτητής διεκδικεί αναπληρωματικό διορισμό στη θέση. Περιορίζεται στο ότι ήταν παράνομος και αναιτιολόγητος ο αναπληρωματικός διορισμός. Ο Κανονισμός απαιτεί η αρμόδια Αρχή όταν ζητεί τον αναπληρωματικό διορισμό να αναφέρει και τους λόγους για τους οποίους ζητείται και στην επιστολή με την οποία ζητείτο ο αναπληρωματικός διορισμός δεν αναφέροντο οποιοιδήποτε λόγοι.»

Το έννομο συμφέρον έχει προσδιοριστεί στην υπόθεση Λοχίας 4549 Α. Γεωργίου κ.ά. ν. Μ. Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1977) 3 ΑΑΔ 81. Στη σελίδα 88 αναφέρονται τα εξής:-

«Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, «action popularis», όπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι «ενεστώς». Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεχτή. Όμως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1425 – 29.2.1996, Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Δεύτερη Έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545).»

Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος.

Η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε βλάβη στο συμφέρον του αιτητή είναι ορθή. Η ΕΔΥ, με την ανάθεση στο Ε/Μ πρόσθετων καθηκόντων πέραν της θέσης που κατείχε, δεν εξέτασε την αξία οποιουδήποτε υπαλλήλου που κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα, ούτε και το γεγονός αυτό θα έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις κατά την πλήρωση της θέσης. Τούτο τονίζεται ιδιαίτερα στην επίδικη απόφαση της ΕΔΥ, αποτελεί εξάλλου και δόγμα της νομολογίας μας.

Παρατηρώ επίσης ότι τυχόν επιτυχία της προσφυγής του αιτητή δεν έχει να ωφεληθεί οτιδήποτε. Οι αναπληρωματικοί διορισμοί δεν γίνονται στη βάση διαδικασίας επιλογής μεταξύ υποψηφίων και ως εκ τούτου ο αιτητής δεν έχει κανένα κεκτημένο ή νόμιμο δικαίωμα να διοριστεί ως αναπληρωτής ή να ασκήσει καθήκοντα ανώτερης θέσης. Σύμφωνα με τη νομολογία ο υπάλληλος έχει δικαίωμα στην άσκηση των καθηκόντων της θέσης του. Δεν έχει όμως δικαίωμα στην άσκηση καθηκόντων ανώτερης θέσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για αναπληρωματικό διορισμό είναι η σχετική σύσταση της αρμοδίας αρχής για συγκεκριμένο υπάλληλο. Ο αιτητής δεν είχε τέτοια σύσταση.

Έχω καταλήξει ότι η προδικαστική ένσταση του Ε/Μ ευσταθεί. Ο αιτητής δεν υπέστη οποιαδήποτε βλάβη από την επίδικη πράξη, ούτε επίσης θα έχει οποιαδήποτε ωφέλεια από τυχόν ακύρωση της. Με τα δεδομένα αυτά ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής του.

Η προσφυγή ως εκ τούτου απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

&# 9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο