ΕΤΚΟ ΛΤΔ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 7

(2004) 4 ΑΑΔ 7

[*7]9 Ιανουαρίου, 2004

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23(5), 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΤΚΟ ΛΤΔ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 260/2002)

 

��Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Σκοπός της απαλλοτρίωσης ― Εξειδικεύεται στην Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και δεσμεύει την Απαλλοτριούσα Αρχή ― Αν ο σκοπός καταστεί ανέφικτος ή εγκαταλειφθεί, η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία οφείλει να επιστραφεί στο δικαιούχο της ― Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62) ― Παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Δικαίωμα ιδιοκτησίας ― Η αρχή της αναλογικότητας που διέπει την οποιαδήποτε προβλεπόμενη από το δίκαιο προσβολή του δικαιώματος ― Η περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

Ο αιτητής προσέβαλε την άρνηση επιστροφής στον ίδιο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, μετά από 35 περίπου έτη που παρέμεινε αυτό αναξιοποίητο για τον σκοπό προς τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  H βασική εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι ο ρητός και εξειδικευθείς σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, όπως αναφέρθηκε στην ίδια την Γνωστοποίηση [*8]Απαλλοτρίωσης, ήταν “διά την κατασκευήν Λιμένος εις Λεμεσόν”.  Ο λιμένας όμως κατασκευάστηκε προ πολλού, χωρίς να χρησιμοποιηθεί το κτήμα του Αιτητή για το σκοπό εκείνο, το δε κτήμα κρατείται για άλλο σκοπό, δηλαδή την κατασκευή δρόμου προσπέλασης.

     Το Δικαστήριο κρίνει, ότι έτσι έχουν τα πράγματα.  Κατ’ αρχήν, το ίδιο το Άρθρο 23(2) του Συντάγματος απαιτεί την εξειδίκευση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, τονίζοντας έτσι την ακρίβεια της εμβέλειας που πρέπει να παρέχεται στον περιορισμό του θεμελιακού δικαιώματος της ιδιοκτησίας  και την υποχρέωση τοποθέτησης της απαλλοτρίωσης στα αυστηρά πλαίσια που καθορίζουν την ανάγκη για αυτή.  Αυτό αντανακλάται και στο Άρθρο 4 του Νόμου, το οποίο προσδιορίζει ότι η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης “καθορίζει σαφώς το σκοπό και τους λόγους της απαλλοτριώσεως”. Και όχι μόνο τούτο. Το Άρθρο 23(5) απαιτεί όπως η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία χρησιμοποιηθεί  αποκλειστικώς για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.  Αυτό αντανακλάται και στο Άρθρο 14 του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι “Ιδιοκτησία απαλλοτριωθείσα δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να χρησιμοποιηθή μόνον διά το σκοπόν δι ον εγένετο η απαλλοτρίωσις.”  Δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ότι σαν θέμα γλώσσας, έννοιας ή σκοπού του Νόμου, η κατασκευή δρόμου προσπέλασης, ο οποίος μάλιστα καλύπτει μια πολύ ευρεία περιοχή, μπορεί να ταυτιστεί ή να περιέχεται στην έννοια του “Λιμένος”, όπως ουσιαστικά είναι η θέση της Δημοκρατίας.  Τοσούτο μάλλον αφού η ίδια η διοίκηση, ενώ αρχικά είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να απαλλοτριώσει μια μεγάλη  και συμπαγή έκταση,  τελικά περιόρισε τα σχέδιά της σε τόση γη όση ήταν αναγκαία για την κατασκευή όχι του λιμανιού αλλά του δρόμου προσπέλασης. Εξ ου μάλιστα και στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης 621 ο αναφερόμενος σκοπός για τον οποίο εγίνετο η απαλλοτρίωση των σε αυτή περιλαμβανομένων κτημάτων δεν ήταν πλέον η κατασκευή λιμένος αλλά η κατασκευή “οδού προσπελάσεως για τον νέον λιμένα Λεμεσού”, σαφώς διαχωρίζοντας δηλαδή τους δύο σκοπούς, όπως ήταν και αρμόζον.  Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραπομπή που κάνει στους φακέλους η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή, δεν υπήρχε πρόνοια ή σχέδιο για την κατασκευή οποιουδήποτε δρόμου και ο μοναδικός σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή του λιμανιού.  Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η επιστολή του Κτηματολογίου ημερ. 27.6.1969 και η επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών ημερ. 13.6.1980.  

[*9]  Δεν είναι τυχαίο δε, λαμβανομένων υπ’ όψη των πιο πάνω γενικών παραμέτρων, που το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 23.5 αλλά και ο Νόμος στο Άρθρο 15(1) στοιχειοθετούν πολύ συγκεκριμένα την υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής να προσφέρει πίσω στον ιδιοκτήτη την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία αν εντός της συγκεκριμένης περιόδου των τριών ετών, που έτσι τάσσεται απαρακκλίτως ως εύλογη, δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, όπως τίθεται στο Άρθρο 23.5, ή δεν επετεύχθη ή εγκαταλείφθη ο εν λόγω σκοπός, όπως τίθεται στο Άρθρο 15(1), ώστε να χρησιμοποιηθεί προς τούτο η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία. Το Άρθρο 15 μάλιστα καλύπτει και την περίπτωση που η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία “υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής.”

     Υπό αυτό το νομικό πρίσμα, όπως και να ιδωθή το πράγμα, ενεργοποιούντο οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 και του Άρθρου 15(1). Καθ’ όσον ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή λιμένος και ο λιμένας κατεσκευάστη χωρίς να χρησιμοποιηθεί το προς τούτο απαλλοτριωθέν κτήμα του Αιτητή, προκύπτει ότι το κτήμα του Αιτητή υπερέβαινε τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης. Εξ ου και η τοποθέτηση της Δημοκρατίας, ότι δεν μπορεί να επιστραφεί διότι απαιτείται για τη συμπλήρωση του οδικού δικτύου πρόσβασης στη Λεμεσό στα πλαίσια του Τοπικού Σχεδίου, αποκαλύπτει σκοπό άλλο εκείνου για τον οποίο το κτήμα απαλλοτριώθηκε, τοσούτον μάλλον αφού το Τοπικό Σχέδιο, στα πλαίσια του οδικού δικτύου του οποίου εντάσσεται η αναγκαιότητα μη επιστροφής του κτήματος, δεν υφίστατο τότε ως περιλαμβάνον το εν λόγω κτήμα για το εν λόγω οδικό δίκτυο διότι, όπως παρατηρεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή, το πρώτο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού δημοσιεύθηκε το 1994.  Η χρήση όμως του ακινήτου για σκοπό άλλο εκείνου της απαλλοτρίωσης  απαγορεύεται από το Άρθρο 23.5 όσο και το Άρθρο 14.  Στο βαθμό δε που το κτήμα του Αιτητή δεν χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή λιμένος, προκύπτει επίσης και ότι ο σκοπός εκείνος  κατέστη ανέφικτος ή δεν επετεύχθη ή εγκατελείφθη ως προς το εν λόγω κτήμα. 

2.  Και αν όμως ακόμα είχε γίνει δεκτή η θέση της Δημοκρατίας ότι η κατασκευή λιμένος θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την κατασκευή οδικού δικτύου ως υποδομής αυτού, το Δικαστήριο θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα.  Ο δρόμος προσπέλασης  έχει κατασκευαστεί μόνο εν μέρει και τούτο προ πάρα πολλών ετών.  Δεν έχει ασφαλώς κατασκευαστεί το τμήμα, και πρόκειται για μεγάλο τμήμα, που επηρεάζει το κτήμα του Αιτητή, και συσχετί[*10]ζεται από τη διοίκηση με τις ευρύτερες οδικές ανάγκες της περιοχής, παρά την πάροδο 34 ετών. Δεν μπορεί να γίνει δεχτό ότι, μετά από τόσα χρόνια, χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο, κατ’ ισχυρισμό, απαλλοτριώθηκε, ο σκοπός εκείνος μπορεί να θεωρείται ακόμα ως εφικτός ή επιτευχθείς ή μη εγκαταλειφθείς. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε, καταστρατήγηση των διατάξεων του Συντάγματος και του Νόμου αλλά, και της αρχής της αναλογικότητας που εμπεριέχεται στα διέποντα την απαλλοτρίωση ως προς την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της δημόσιας ωφέλειας.  

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παχίτας ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 945,

Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2732,

Μουρουζίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 886/95, ημερ. 18.6.1998,

Motais de Narbonne v. France, Υπόθ. Αρ. 48169/99, ημερ. 2.7.2002,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1159.

Προσφυγή.

Κ. Κακουλλή (κα), για τον Αιτητή.

Ρ. Μαππουρίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Πριν τριανταπέντε χρόνια δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης Αριθμός 470 ημερομηνίας 9.7.1968 με την οποία γνωστοποιείτο ότι το κτήμα τεμάχιο 147 Φ/Σ LIΧ.1.6.III στο Ζακάκι Λεμεσού, ιδιοκτησία του Αιτητή, μεταξύ πολλών άλλων κτημάτων, ήταν αναγκαίο “διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι διά τη Λιμενικήν Ανάπτυξιν της Επαρχίας Λεμεσού και ή απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την κατασκευήν Λιμένος εις Λε[*11]μεσόν.”  Το επόμενο έτος δημοσιεύθηκε Διάταγμα Ανάκλησης της εν λόγω Γνωστοποίησης (Αριθμός 546, ημερ. 27.6.1969) ως προς μέρος του εν λόγω κτήματος όπως και πολλά άλλα κτήματα ή μέρος αυτών που περιλαμβάνοντο στη Γνωστοποίηση. Το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που ακολούθησε, Αριθμός 551, ημερομηνίας 30.6.1969, εκάλυπτε λοιπόν μόνο το εναπομείναν ως περιλαμβανόμενο στη Γνωστοποίηση μέρος του κτήματος.  Η εναπομείνασα στην απαλλοτρίωση γη προορίζετο τώρα μόνο για τη δημιουργία δρόμου προσπέλασης, η δε ανάκληση αποσκοπούσε στο να περιορίσει την αρχικά δεσμευθείσα γη σε τόση όση ήταν αναγκαία για τη δημιουργία του εν λόγω δρόμου. Να σημειωθεί συναφώς ότι, παράλληλα με την ανάκληση, υπήρξε και άλλη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, Αριθμός 621, ημερ. 25.7.1969, με την οποία εγνωστοποιείτο ότι άλλη γη ήταν “αναγκαία διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι διά την λιμενικήν  ανάπτυξιν της Επαρχίας Λεμεσού και η απαλλοτρίωσης αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την κατασκευήν οδού προσπελάσεως διά τον νέον λιμένα Λεμεσού.”  Η γη αυτή απαλλοτριώθηκε με το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης Αριθμός 629, ημερ. 22.7.1970.  Τέλος, να αναφέρω ότι η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση, ανερχόμενη σε £200, καταβλήθηκε στον Αιτητή και η απαλλοτριωθείσα γη ενεγράφη επ’ ονόματι της Δημοκρατίας.

Είναι η θέση του Αιτητή ότι η Δημοκρατία, ως απαλλοτριούσα αρχή, δεν χρησιμοποίησε το απαλλοτριωθέν μέρος του εν λόγω κτήματος του για το σκοπό για τον οποίο αυτό απαλλοτριώθηκε, δηλαδή για την κατασκευή λιμένα, αλλά ούτε καν για την κατασκευή του δρόμου προσπέλασης προς το λιμένα. Ως εκ τούτου, στις 11.2.2002 ο δικηγόρος του Αιτητή απέστειλε επιστολή προς τη Δημοκρατία στην οποία, αφού αναφέρετο στο ιστορικό της απαλλοτρίωσης, υπεδείκνυε ότι η κατασκευή του νέου λιμανιού είχε ολοκληρωθεί από πολλών ετών χωρίς να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό το κτήμα του Αιτητή, η απαλλοτρίωση του οποίου απέληγε έτσι να υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης. Υπεδεικνύετο επίσης ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του κτήματος δεν ήταν η κατασκευή οδού προσπέλασης, που και αυτός ο σκοπός εν πάση περιπτώσει δεν είχε επιτευχθεί. Ως εκ τούτο εζητείτο η προσφορά του κτήματος πίσω στον Αιτητή στα πλαίσια του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 15 των περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμων.

Η Δημοκρατία παρέλειψε να ανταποκριθεί. Είναι η θέση της ότι το κτήμα του Αιτητή είναι αναγκαίο για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε, που αναφέρεται ως η λιμενική ανάπτυξη της Επαρχίας [*12]Λεμεσού, και συγκεκριμένα για τη συμπλήρωση του οδικού δικτύου πρόσβασης στη Λεμεσό στα πλαίσια του Τοπικού Σχεδίου.

Με την προσφυγή προσβάλλεται η παράλειψη της Δημοκρατίας να προσφέρει πίσω στον Αιτητή το εν λόγω κτήμα. Κεντρική εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν15/62) τα οποία προνοούν:

Άρθρο 23.5

“Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτος ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ’ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν.” 

Άρθρο 15(1)

“Όσάκις ακίνητος ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ’ ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι ον εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοριούσης αρχής, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις, ήτοι-  

(α)  η απαλλοτριούσα αρχή δι΄εγγράφου αυτής γνωστοποιήσεως προσφέρει την ιδιοκτησίαν εις ην τιμήν απέκτησεν ταύτης, εις το πρόσωπον εις ο αύτη ανήκε προ της απαλλοτριώσεως...”

Στα πλαίσια του εγειρόμενου θέματος, η βασική εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι ο ρητός και εξειδικευθείς  σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, όπως αναφέρθηκε στην ίδια την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, ήταν “διά την κατασκευήν Λιμένος εις Λεμεσόν”. Ο λιμένας όμως κατασκευάστηκε προ πολλού χωρίς να χρησιμοποιηθεί το κτήμα του Αιτητή για το σκοπό εκείνο, το δε κτήμα κρατείται για άλλο σκοπό, δηλαδή την κατασκευή δρόμου προσπέλασης.

[*13]Φρονώ ότι έτσι έχουν τα πράγματα.  Κατ’ αρχήν, το ίδιο το Άρθρο 23(2) του Συντάγματος απαιτεί την εξειδίκευση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, τονίζοντας έτσι την ακρίβεια της εμβέλειας που πρέπει να παρέχεται στον περιορισμό του θεμελιακού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και την υποχρέωση τοποθέτησης της απαλλοτρίωσης στα αυστηρά πλαίσια που καθορίζουν την ανάγκη για αυτή. Αυτό αντανακλάται και στο Άρθρο 4 του Νόμου το οποίο προσδιορίζει ότι η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης “καθορίζει σαφώς το σκοπό και τους λόγους της απαλλοτριώσεως”.  Και όχι μόνο τούτο. Το Άρθρο 23(5) απαιτεί όπως η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Αυτό αντανακλάται και στο Άρθρο 14 του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι “Ιδιοκτησία απαλλοτριωθείσα δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να χρησιμοποιηθή μόνον διά το σκοπόν δι ον εγένετο η απαλλοτρίωσις.”  Δεν μπορώ να δεχθώ ότι σαν θέμα γλώσσας, έννοιας ή σκοπού του Νόμου, η κατασκευή δρόμου προσπέλασης, ο οποίος μάλιστα καλύπτει μια πολύ ευρεία περιοχή, μπορεί να ταυτιστεί ή να περιέχεται στην έννοια του “Λιμένος”, όπως ουσιαστικά είναι η θέση της Δημοκρατίας.  Τοσούτο μάλλον αφού η ίδια η διοίκηση, ενώ αρχικά είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να απαλλοτριώσει μια μεγάλη  και συμπαγή έκταση,  τελικά περιόρισε τα σχέδιά της σε τόση γη όση ήταν αναγκαία για την κατασκευή όχι του λιμανιού αλλά του δρόμου προσπέλασης.  Εξ ου μάλιστα και στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης 621 ο αναφερόμενος σκοπός για τον οποίο εγίνετο η απαλλοτρίωση των σε αυτή περιλαμβανομένων κτημάτων δεν ήταν πλέον η κατασκευή λιμένος αλλά η κατασκευή “οδού προσπελάσεως για τον νέον λιμένα Λεμεσού”, σαφώς διαχωρίζοντας δηλαδή τους δύο σκοπούς, όπως ήταν και αρμόζον.  Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραπομπή που κάνει στους φακέλους η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή, δεν υπήρχε πρόνοια ή σχέδιο για την κατασκευή οποιουδήποτε δρόμου και ο μοναδικός σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή του λιμανιού.  Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η επιστολή του Κτηματολογίου ημερ. 27.6.1969 και η επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών ημερ. 13.6.1980.  

Δεν είναι τυχαίο δε, λαμβανομένων υπ’ όψη των πιο πάνω γενικών παραμέτρων, που το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 23.5 αλλά και ο Νόμος στο Άρθρο 15(1) στοιχειοθετούν πολύ συγκεκριμένα την υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής να προσφέρει πίσω στον ιδιοκτήτη την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία αν εντός της συγκεκριμένης περιόδου των τριών ετών, που έτσι τάσσεται απαρακκλίτως ως εύλογη, δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, όπως τίθεται στο Άρθρο 23.5, ή δεν επε[*14]τεύχθη ή εγκαταλείφθη ο εν λόγω σκοπός, όπως τίθεται στο Άρθρο 15(1), ώστε να χρησιμοποιηθεί προς τούτο η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία.  Το Άρθρο 15 μάλιστα καλύπτει και την περίπτωση που η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία “υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής.”

Υπό αυτό το νομικό πρίσμα, όπως και να ιδωθή το πράγμα, ενεργοποιούντο οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 και του Άρθρου 15(1).  Καθ’ όσον ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή λιμένος και ο λιμένας κατεσκευάστη χωρίς να χρησιμοποιηθεί το προς τούτο απαλλοτριωθέν κτήμα του Αιτητή, προκύπτει ότι το κτήμα του Αιτητή υπερέβαινε τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτρίωσης. Εξ ου και η τοποθέτηση της Δημοκρατίας, ότι δεν μπορεί να επιστραφεί διότι απαιτείται για τη συμπλήρωση του οδικού δικτύου πρόσβασης στη Λεμεσό στα πλαίσια του Τοπικού Σχεδίου, αποκαλύπτει σκοπό άλλο εκείνου για τον οποίο το κτήμα απαλλοτριώθηκε, τοσούτον μάλλον αφού το Τοπικό Σχέδιο, στα πλαίσια του οδικού δικτύου του οποίου εντάσσεται η αναγκαιότητα μη επιστροφής του κτήματος, δεν υφίστατο τότε ως περιλαμβάνον το εν λόγω κτήμα για το εν λόγω οδικό δίκτυο διότι, όπως παρατηρεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή, το πρώτο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού δημοσιεύθηκε το 1994.  Η χρήση όμως του ακινήτου για σκοπό άλλο εκείνου της απαλλοτρίωσης  απαγορεύεται από το Άρθρο 23.5 όσο και το Άρθρο 14.  Στο βαθμό δε που το κτήμα του Αιτητή δεν χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή λιμένος, προκύπτει επίσης και ότι ο σκοπός εκείνος  κατέστη ανέφικτος ή δεν επετεύχθη ή εγκατελείφθη ως προς το εν λόγω κτήμα. 

Και αν όμως ακόμα είχα δεχθεί τη θέση της Δημοκρατίας ότι η κατασκευή λιμένος θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την κατασκευή οδικού δικτύου ως υποδομής αυτού, και δεν είχα θεωρήσει ότι ο σκοπός για τον οποίο κρατείται το κτήμα - η συμπλήρωση του οδικού δικτύου της περιοχής είναι και ο ίδιος διάφορος του σκοπού της κατασκευής οδικού δικτύου ως υποδομής του λιμένος, θα κατέληγα στο ίδιο αποτέλεσμα.  Ο δρόμος προσπέλασης  έχει κατασκευαστεί μόνο εν μέρει και τούτο προ  πάρα πολλών ετών.   Δεν έχει ασφαλώς κατασκευαστεί το τμήμα, και πρόκειται για μεγάλο τμήμα, που επηρεάζει το κτήμα του Αιτητή, και συσχετίζεται από τη διοίκηση με τις ευρύτερες οδικές ανάγκες της περιοχής, παρά την πάροδο 34 ετών. Δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι, μετά από τόσα χρόνια χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο, κατ’ ισχυρισμό, απαλλοτριώθηκε ο σκοπός εκείνος μπορεί να θεωρείται ακόμα ως εφικτός ή επιτευχθείς ή μη εγκαταλειφθείς.  Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε, στη δική μου αντίληψη των [*15]πραγμάτων, καταστρατήγηση των διατάξεων του Συντάγματος και του Νόμου αλλά, όπως επιχειρηματολογεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή, και της αρχής της αναλογικότητας που εμπεριέχεται στα διέποντα την απαλλοτρίωση ως προς την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της δημόσιας ωφέλειας.  

Συμφωνώ με την προσέγγιση του αδελφού μου Γαβριηλίδη, Δ., στην υπόθεση Παχίτας ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 945, όσο και με εκείνη του αδελφού μου Δικαστή Νικολαϊδη, Δ., στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824,, στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Ο Νικολαΐδης, Δ., ανασκόπησε την Κυπριακή όσο και την Ευρωπαϊκή νομολογία, στην οποία με έχει παραπέμψει και η κα Κακουλή με ιδιαίτερη αναφορά στις υποθέσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2732, Μουρουζίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 886/95, ημερ. 18.6.1998, και Motais de Narbonne v. France, Υπόθεση Αρ. 48169/99, ημερ. 2.7.2002, όπου τονίζεται ιδιαιτέρως η ανάγκη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.  Την ίδια προσέγγιση έχω πάρει και στην πρόσφατη απόφασή μου στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1159, η οποία ουσιαστικά ήταν πανομοιότυπη με την προκειμένη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη παράλειψη της Δημοκρατίας κηρύσσεται άκυρη και η Δημοκρατία οφείλει να επιστρέψει στον Αιτητή το εν λόγω κτήμα του σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 15(1) των περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμων.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει στον Αιτητή £500 έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο