Ευρυβιάδης Ευριπίδης Λ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 136

(2004) 4 ΑΑΔ 136

[*136]1 Μαρτίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Πρόεδρος]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Λ. ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 375/2002)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Αιτιολογία των εντυπώσεων ― Κρίθηκε επαρκής στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Ο αιτητής θεωρεί τη διαδικασία πλημμελή, γιατί η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν αιτιολογείται. 

Από τον έλεγχο των πρακτικών τα πράγματα δεν εμφανίζονται όπως εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή. Υπάρχει αιτιολόγηση, συνοπτική μεν αλλά επαρκής, π.χ. για τον αιτητή αναφέρεται πως «οι απαντήσεις του δεν ήταν αρκούντως ακριβείς και πλήρεις και η ανάπτυξη των απόψεών του εστερείτο ικανοποιητικής τεκμηρίωσης. Επέδειξε μερική γνώση των θεμάτων και περιορισμένη εκφραστική και κριτική ικανότητα».  Σε αντίθεση για το ενδιαφερόμενο μέρος καταγράφονται τα εξής:  «Έδωσε αρκούντως σαφείς απαντήσεις, επέδειξε ικανότητα κριτικής ανάλυσης και λογικής επιχειρηματολογίας και ανέπτυξε με πειστικότητα τις θέσεις και [*137]απόψεις της.»

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας , για την Καθ’ ης η αίτηση.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε με απόφαση της ΕΔΥ, και με ισχύ από 1.3.02, στη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες.  Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 8.3.02.  Ο αιτητής, που ήταν επίσης υποψήφιος για τη θέση, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση.  Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, και για την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90.  Συνεστήθη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία αποφάσισε να υποβληθούν οι υποψήφιοι σε προφορική εξέταση, αυτοί που προηγουμένως είχαν κριθεί ως προσοντούχοι σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας.  Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσαν αυτά τα προσόντα.  Στο τέλος της διαδικασίας η Συμβουλευτική Επιτροπή κατάρτισε κατάλογο από 4 υποψήφιους, σ΄αυτόν περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος, όχι όμως ο αιτητής.  Στο επόμενο στάδιο η ΕΔΥ, αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε και κάλεσε σε προφορική εξέταση τους 4 υποψήφιους.  Μετά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από την ίδια την Επιτροπή και το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, η Επιτροπή συνεκτιμώντας τα στοιχεία αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, που είχε κριθεί ως εξαίρετη στην προφορική εξέταση τόσο από το Γενικό Διευθυντή όσο και από την Επιτροπή.  Αναφορικά με τα αξιολογικά στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογούνται «εξαίρετος» τα προηγούμενα της ουσιώδους ημερομηνίας έτη, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά 4 χρόνια στην προηγούμενη θέση.

Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, ρώτησα στις διευκρινίσεις το δι[*138]κηγόρο του αιτητή σε ποιό στοιχείο βασίζεται η εισήγηση του πως θα ´πρεπε αυτός να επιλεγεί αντί του ενδιαφερομένου μέρους.  Ο συνήγορος ανέφερε πως θεωρεί τη διαδικασία πλημμελή, γιατί η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν αιτιολογείται.  Καταγράφεται είπε, στο πρακτικό μόνο η αξιολόγηση με την απλή φράση «καλός», «πολύ καλός», εξαίρετος» κ.λπ. 

Από τον έλεγχο των πρακτικών τα πράγματα δεν εμφανίζονται όπως εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή. Υπάρχει αιτιολόγηση, συνοπτική μεν αλλά επαρκής, π.χ. για τον αιτητή αναφέρεται πως «οι απαντήσεις του δεν ήταν αρκούντως ακριβείς και πλήρεις και η ανάπτυξη των απόψεών του εστερείτο ικανοποιητικής τεκμηρίωσης. Επέδειξε μερική γνώση των θεμάτων και περιορισμένη εκφραστική και κριτική ικανότητα».  Σε αντίθεση για το ενδιαφερόμενο μέρος καταγράφονται τα εξής:  «Έδωσε αρκούντως σαφείς απαντήσεις, επέδειξε ικανότητα κριτικής ανάλυσης και λογικής επιχειρηματολογίας και ανέπτυξε με πειστικότητα τις θέσεις και απόψεις της.»

Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα, που θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο