Μουσιούττα Μαρίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 182

(2004) 4 ΑΑΔ 182

[*182]24 Μαρτίου, 2004

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΝΟΣ ΜΟΥΣΙΟΥΤΤΑ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 339/2003)

 

Έννομο Συμφέρον ― Προβολής συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως ως προς ζήτημα που έχει ωφελήσει αυτόν που τον επικαλείται.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Αιτιολογία εντυπώσεων ― Κρίθηκε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Εξετάσεις που διενεργεί το διορίζον όργανο για διαπίστωση των γλωσσικών γνώσεων των υποψηφίων ― Δεν ισχύουν, ως προς την εξουσία αυτή του διορίζοντος οργάνου, οι αρχές του ουσιώδους χρόνου για την κατοχή του προσόντος της γνώσης μιας γλώσσας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Δύναται να είναι κατά νόμον αναιτιολόγητη ― Εφαρμογή της δεσμευτικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Περιστάσεις νομιμότητας της επίδικης προαγωγής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Η διαπίστωση της κατοχής τους ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ― Καθορισμός από το διορίζον όργανο χρονικής διάρκειας της απαιτούμενης στο σχέδιο υπηρεσίας ευδόκιμης πείρας [*183]― Όροι νομιμότητας ― Επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για την πλήρωση της πρώτου διορισμού και προαγωγής υπεράριθμης θέσης Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο αιτητής υπέβαλε ότι ενώ «ήταν μόνο  μια η κενή θέση, τελικά σύστησαν 8 υποψηφίους».  Ουδείς – συνέχισε – «μπορεί να υποθέσει εάν με 4 συστηθέντες θα περιλαμβάνετο το Ε.Μ..  Η  πλάνη αυτή – συμπλήρωσε – με την οποία λειτούργησε η Συμβουλευτική οδηγεί σε ακύρωση γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Νόμου (μια θέση μέχρι 4 συστηθέντες).

     Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.  Οι λόγοι είναι οι εξής:

     Εξέταση του περιεχομένου της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής,  αποκαλύπτει ότι η σύσταση έγινε στη βάση της γενικής αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Σύμφωνα με την αξιολόγηση το Ε.Μ. και ένας άλλος υποψήφιος αξιολογήθηκαν με το βαθμό «Εξαίρετος».  Ο αιτητής και δύο άλλοι υποψήφιοι με το βαθμό «Πάρα πολύ καλός», δύο υποψήφιοι με το βαθμό «Πολύ καλός» και ένας υποψήφιος με το βαθμό «Σχεδόν πολύ καλός».  Ούτως εχούσης της αξιολόγησης το Ε.Μ. θα περιλαμβανόταν οπωσδήποτε ανάμεσα στους συστηθέντες, έστω και αν επρόκειτο για την πλήρωση μιας μόνο θέσης.  Αυτός που έχει ευεργετηθεί από την αύξηση των συστηθέντων από 4 σε 8 ήταν ο αιτητής. Αυτό εν όψει της βαθμολογίας του.  Επομένως ο αιτητής δεν έχει ζημιωθεί, αλλά ωφεληθεί από την κατ’ ισχυρισμό μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο.  Δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο έχουν επηρεασθεί δυσμενώς τα συμφέροντα του.  Σε τέτοια περίπτωση ο σχετικός λόγος ακύρωσης θεωρείται απαράδεκτος.

2.  Ο αιτητής περαιτέρω υπέβαλε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε αναιτιολόγητα την απόδοση του αιτητή ως «Πάρα πολύ καλή» και του Ε.Μ. ως «Εξαίρετη» κατά την προφορική ενώπιον της εξέταση.

[*184]Σύμφωνα με τη νομολογία, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης και να μη είναι ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο.

Εξέταση της αιτιολογίας της επίδικη αξιολόγησης αποκαλύπτει ότι αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει δώσει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην επίδικη αξιολόγηση. Οι λόγοι που έδωσε καθιστούν απόλυτα εφικτό το δικαστικό έλεγχο.  Συνεπώς η επίδικη αξιολόγηση τυγχάνει επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

3.  Ο αιτητής υπέβαλε ότι το Ε.Μ. κλήθηκε μετά την υποβολή της αίτησης, έξω δηλαδή από τον ουσιώδη χρόνο, να παρακαθίσει σε γραπτή εξέταση αναφορικά με την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Με βάση το αρ. 34(15) (α) του Νόμου 1/90 τα απαιτούμενα προσόντα θα  πρέπει να κατέχονται και να αποδεικνύεται αυτό μέχρι τη λήξη υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.

Ο  πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Δεν βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία.  Η τελευταία έχει αναγνωρίσει στο διορίζον όργανο την εξουσία να υποβάλλει τους υποψηφίους σε γραπτή εξέταση για να διαπιστώσει τις γλωσσικές γνώσεις τους. Εν όψει αυτής της εξουσίας, οι αρχές του ουσιώδους χρόνου για την κατοχή του προσόντος της γνώσης μιας γλώσσας δεν ισχύουν.

4.  Ο Διευθυντής μπορεί να αξιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη χωρίς να την αιτιολογήσει και να προβεί σε σύσταση χωρίς αιτιολογία.  Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και το αρ. 34(9) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση από το Διευθυντή.

5.  Η νομολογία υπαγορεύει όπως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας των υποψηφίων, αλλά πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες αξιολογήσεις.  Σε σχέση με το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων (1993-2001) ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί με 69 «εξαίρετα» και 3 «πολύ ικανοποιητικά», το δε Ε.Μ. με 64 «εξαίρετα» και 8 «πολύ ικανοποιητικά».

     Έχει νομολογηθεί ότι κατά την κρίση της αξίας λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψή[*185]φιοι και όχι η επί  μέρους βαθμολογία.  Εδώ οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 4 ετών.  Θεωρώ ότι η γενική εικόνα της αξίας που παρουσιάζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων είναι περίπου η ίδια.  Η δε διαφορά των 5 «εξαίρετα» σε σύνολο υπηρεσίας 9 ετών δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε υπεροχή στον αιτητή δεδομένης της ισοβαθμίας τους στις πλέον πρόσφατες αξιολογήσεις.

     Αναφορικά με την αρχαιότητα αυτή προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι και δεν αποδεικνύει  από μόνη της έκδηλη υπεροχή.  Έχει δε νομολογηθεί ότι οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων αποφασίζονται βάσει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.  Τα δε τρία αυτά κριτήρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, να συνεκτιμούνται και να συσταθμίζονται.

     Αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή έχει νομολογηθεί ότι αυτή αποτελεί πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης και ουσιώδες στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων.

     Στην παρούσα υπόθεση οι δυο υποψήφιοι είναι περίπου στην ίδια θέση στο στοιχείο της αξίας, έχουν τα ίδια προσόντα και ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα.  Πλην όμως το Ε.Μ. έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσθέτει στην αξία του και έχει αξιολογηθεί με ψηλότερη βαθμολογία στις προφορικές συνεντεύξεις.  Επομένως οι δύο υποψήφιοι δεν είναι κατά τα άλλα ίσοι.  Κατά συνέπεια η αρχαιότητα δεν μπορεί να δώσει οποιοδήποτε προβάδισμα στον αιτητή.  Ισχύουν οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο προαγωγών.

     Ο αιτητής δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή, ούτε καν απλή υπεροχή.

6.  Η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου. Στις περιπτώσεις όπου ένα σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πείρα ή υπηρεσία χωρίς να καθορίζει τη διάρκεια της είναι επιτρεπτό για το διορίζον όργανο να καθορίζει μια λογική χρονική διάρκεια. Πλην όμως ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται. Στην παρούσα υπόθεση ανάγνωση της σχετικής απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καταδείχνει ότι αυτή είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη.  Αναφορικά με την αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη συνεδρία της ημερ. 17.9.2002 η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε την έκθεση και τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε ότι αφορά την κατοχή των προσό[*186]ντων που προβλέπονται από τις παραγ. 3(2) και 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Αυτό σημαίνει ότι άσκησε διακριτική εξουσία επί του θέματος και ότι ερεύνησε και το θέμα της κατοχής των επιδίκων προσόντων.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τσεριώτης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 83/2003, ημερ. 11.11.2003,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 602,

Κυριάκου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 821,

Παπασωζόμενου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 377/2003, ημερ. 30.1.2004,

Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 221,

Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756,

Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112,

Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Παπαντωνίου ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 462,

Theodosiou v. Republic 2 R.S.C.C. 44,

Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,

Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 922/97, ημερ. 14.10.1998,

Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702,

Φέττας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

[*187]Λ. Ουστά, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής της Αγάθης Γεωργίου-Τρύφωνος (το Ε.Μ.) στην  υπεράριθμη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (η επίδικη θέση) από τις 15.1.2003.

Η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.  Ως εκ τούτου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Υπέβαλαν αίτηση 37 υποψήφιοι.  Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή. Η τελευταία ασχολήθηκε με το κατά πόσο οι υποψήφιοι, οι οποίοι θα κριθούν ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, θα υποβληθούν σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δύο, σύμφωνα με το αρ. 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90).  Αποφάσισε όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε προφορική εξέταση μόνο.

Η παραγ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης απαιτεί:  «Πενταετής τουλάχιστον ευδόκιμη διοικητική πείρα από την οποία επαρκής πείρα σε θέματα διοίκησης προσωπικού κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία».  Περαιτέρω, σύμφωνα με την παραγ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας «ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό θα αποτελεί πλεονέκτημα».

Στη συνεδρία της ημερ. 6.9.2001 η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με τις πιο πάνω δύο πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Παραθέτω το σχετικό μέρος του πρακτικού:

«Σχετικά με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη το επίπεδο και τη φύση των καθηκόντων της θέσης που θα κληθεί να ασκήσει ο κάτοχός της, καθηκόντων που ουσιαστικά άπτονται του συνόλου της πολυσχιδούς και περίπλοκης δραστηριότητας της δημόσιας διοίκησης και διοίκησης προσωπικού, αποφάσισε ως εξής:

α.  Η χρονική διάρκεια της πείρας σε θέματα διοίκησης προσωπικού, από το σύνολο της απαιτούμενης στην παράγραφο 3(2) [*188]‘πενταετούς τουλάχιστο ευδόκιμης διοικητικής πείρας’, να είναι, για να θεωρείται ‘επαρκής’, τουλάχιστον τριετής.

β.  Η ‘ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό’ για να αποτελεί πλεονέκτημα (παράγραφος 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης) να είναι τουλάχιστον δύο έτη πέραν της απαιτούμενης στην παράγραφο 3(2) πενταετούς ευδόκιμης διοικητικής πείρας.»

Η προφορική εξέταση των υποψηφίων έλαβε χώραν στις συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 25.4.2002 και 2.5.2002.  Κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε σε όλους τους υποψήφιους ερωτήσεις του ιδίου επιπέδου, προκειμένου να διαπιστωθούν οι γνώσεις και οι ικανότητες τους πάνω σε θέματα που αφορούν τα καθήκοντα της θέσης και τα απαιτούμενα γι’ αυτήν προσόντα, όπως καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Υποβλήθηκαν, ακόμη, ερωτήσεις που θα υποβοηθούσαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην κρίση της για τη συγκριτική αξία και πείρα καθώς και στην αξιολόγηση της προσωπικότητας, των διοικητικών, των οργανωτικών και των άλλων ικανοτήτων των υποψηφίων.  Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για ένα έκαστο των υποψηφίων όσον αφορά την απόδοση τους κατά την προφορική εξέταση καταγράφηκε και αιτιολογήθηκε.  Παραθέτω την γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση του αιτητή και του Ε.Μ.:

«Μουσιούττας Μαρίνος (αιτητής):  ‘Πάρα Πολύ Καλός

Έχει πάρα πολύ καλή γνώση της λειτουργίας καθώς και των γενικότερων προβλημάτων και επιδιώξεων της δημόσιας υπηρεσίας.  Διαθέτει χρήσιμες εμπειρίες αναφορικά με τα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης.  Έχει ευχέρεια λόγου και προβαίνει σε σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων και στις πλείστες των ερωτήσεων που του τέθηκαν αιτιολόγησε τις απόψεις του με πειστικά επιχειρήματα.  Υποβάλλει ορθολογικές και λειτουργικά εφαρμόσιμες εισηγήσεις, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τείνει να γενικολογεί.  Διαθέτει πειστικότητα και έχει αυτοπεποίθηση.

Τρύφωνος Αγάθη (Ε.Μ.):  ‘Εξαίρετη’

Έχει υψηλού επιπέδου επιστημονική συγκρότηση και γνωρίζει σε βάθος τα θέματα της δημόσιας διοίκησης για τα οποία είναι πλήρως ενημερωμένη.  Διαθέτει πλατειές εμπειρίες πάνω στα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η δημόσια υπηρεσία.  Τεκμηριώνει τις θέσεις της με ορθολογικά επιχειρή[*189]ματα και διατυπώνει τις απόψεις της με σαφήνεια και άνεση χρησιμοποιώντας εύστοχα επιχειρήματα, τα οποία πλαισιώνει με λειτουργικές εισηγήσεις για την επίλυση προβλημάτων.  Προσέγγισε με μεθοδικό και αναλυτικό τρόπο τα διάφορα θέματα και έδειξε ότι είναι άτομο με καθαρό και πρακτικό μυαλό.  Έχει αυτοπεποίθηση και είναι άτομο ψύχραιμο με ψηλού επιπέδου αυτοκυριαρχία.»

Σε ότι αφορά «στο πλεονέκτημα (παραγ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης) της διετούς – πρόσθετης της πενταετούς απαιτούμενης όπως καθορίστηκε – ευδόκιμης πείρας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι το κατέχουν ο αιτητής και το Ε.Μ. καθώς και 6 άλλοι υποψήφιοι.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να συστήσει για επιλογή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.), το Ε.Μ., τον αιτητή και  6 άλλους υποψηφίους.  Έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της ενώπιον της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, το πλεονέκτημα, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων.  Παραθέτω την γενική αξιολόγηση του αιτητή και του Ε.Μ.:

«Μουσιούττας Μαρίνος (Αιτητής):  ‘Πάρα πολύ καλός’

Αξιολογήθηκε ως ‘Πάρα Πολύ Καλός’ για την απόδοσή του στην προφορική εξέταση.  Από 15.5.91 κατέχει τη θέση του Διοικητικού Λειτουργού στο Γ.Δ.Π.. Έχει εξαίρετες Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τα τελευταία έτη. Έχει BSc in Business Administration, καθώς και άλλα προσόντα που αναφέρονται στην αίτησή του ή ευρίσκονται στον Προσωπικό του Φάκελο.  Διαθέτει το πλεονέκτημα.

Τρύφωνος Αγάθη (Ε.Μ.):  ‘Εξαίρετη’

Αξιολογήθηκε ως ‘Εξαίρετη’ για την απόδοσή της στην προφορική εξέταση. Από 1.9.92 κατέχει τη θέση του Διοικητικού Λειτουργού στο Γ.Δ.Π.. Έχει εξαιρετικές Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τα τελευταία έτη.  Έχει πτυχίο Νομικής, καθώς και άλλα προσόντα που αναφέρονται στην αίτησή της ή ευρίσκονται στον Προσωπικό της Φάκελο.  Διαθέτει το πλεονέκτημα.»

 

[*190]Τα προσόντα και η σταδιοδρομία των δύο υποψηφίων.

Ο αιτητής είναι κάτοχος του τίτλου “BSc in Business Administration State University of NY at Albany 1986”.  Βρίσκεται στη θέση του Διοικητικού Λειτουργού από τις 15.5.1991.  Διετέλεσε υπάλληλος της Lombart Natwest από τον Ιούνιο του 1990 μέχρι το Μάιο του 1991. 

Το Ε.Μ.  κατέχει «Πτυχίο Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών 1983» και είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου από το Μάρτιο του 1984 μέχρι τον Αύγουστο του 1987.  Διετέλεσε εξεταστής στο Τμήμα του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών από τον Αύγουστο του 1987 μέχρι τον Αύγουστο του 1992.  Κατέχει τη θέση του Διοικητικού Λειτουργού από την 1.9.92.

Η διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ..

Η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους υποψηφίους στη συνεδρία της ημερ. 16.12.2002, στην παρουσία του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ο Διευθυντής).

Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Διευθυντής όσο και η Ε.Δ.Υ. υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, πειστικότητας, και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.

Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση όλων των υποψηφίων σ’ αυτήν ως εξής:

Μουσιούττας Μαρίνος (Αιτητής):  «Σχεδόν πάρα πολύ καλός»

Τρύφωνος Αγάθη (Ε.Μ.):  «Πάρα πολύ καλή»

Ακολούθως ο Διευθυντής προχώρησε σε σύσταση, αναφέροντας τα εξής:

«Για τη μία μόνιμη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού συστήνω την Αζίνα-Οικονομίδου Έλενα και για τη θέση που θα πληρωθεί πάνω σε υπεράριθμη βάση συστήνω [*191]την Τρύφωνος Αγάθη.»

Στο σημείο αυτό ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αποχώρησε από τη συνεδρία.

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, η οποία έχει ως εξής:

«ΜΟΥΣΙΟΥΤΤΑΣ Μαρίνος (Αιτητής):  Σχεδόν πάρα πολύ καλός. Έχει πολύ καλή γνώση του αντικειμένου και εμπειρίες σχετικές με τις ευθύνες της θέσης. Προσδιορίζει προβλήματα της δημόσιας υπηρεσίας, τα ιεραρχεί σε ικανοποιητικό βαθμό, δεν ακριβολογεί, όμως, κατά τη διατύπωση των θέσεών του ούτε και ολοκληρώνει σε όλες τις απαντήσεις του.  Έχει αυτοπεποίθηση.

ΤΡΥΦΩΝΟΣ Αγάθη (Ε.Μ.):  Πάρα πολύ καλή.  Είναι πολύ καλά καταρτισμένη στο γνωστικό αντικείμενο και διαθέτει εμπειρίες σχετικές με τις ευθύνες της θέσης.  Προσεγγίζει τα θέματα κατά τρόπο διαλεκτικό, εκφράζεται με άνεση και πειστικότητα, επιχειρηματολογεί με εύστοχα επιχειρήματα, ενίοτε, όμως, παρακάμπτει την ουσία των θεμάτων. Έχει ευελιξία σκέψεως και αυτοπεποίθηση.»

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Διευθυντή.  Έλαβε, επίσης, υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.  Περαιτέρω έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητα τους.  Έκρινε ότι «οι ΑΖΙΝΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ Έλενα και ΤΡΥΦΩΝΟΣ Αγάθη (Ε.Μ.) υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τις επέλεξε ως τις πιο κατάλληλες και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτές προαγωγή σ’ ό,τι αφορά την Αζίνα-Οικονομίδου στη μόνιμη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσω[*192]πικού Α΄, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, και σ’ ό,τι αφορά την Τρύφωνος στην υπεράριθμη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού».

Όσον αφορά την Τρύφωνος Αγάθη (Ε.Μ.) σημείωσε ότι αυτή έχει ψηλότερη αξιολόγηση από τους μη επιλεγέντες τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (Εξαίρετη) όσο και την ίδια την Ε.Δ.Υ. (Πάρα πολύ καλή) για την απόδοσή της στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.  Από πλευράς αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, έχει περίπου την ίδια με τους άλλους υποψηφίους αξία, αξιολογηθείσα κατά τα τέσσερα τελευταία έτη ως καθόλα εξαίρετη, διαθέτει το πλεονέκτημα, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι, και, επιπλέον διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή.

Σ’ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγείσες υστερούν η μεν Αζίνα-Οικονομίδου έναντι του Μουσιούττα (ως προς την ημερομηνία γέννησης) η δε Τρύφωνος έναντι των Μουσιούττα και Παναγιώτου (ως προς την παρούσα τους θέση), στο στοιχείο όμως της αρχαιότητας, δεν απέδωσε καθοριστική σημασία, καθότι η υπό πλήρωση θέση είναι αφενός εξειδικευμένη και αφετέρου πρώτου διορισμού και  προαγωγής.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής περί τον ακριβή αριθμό των κενών θέσεων.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:

Αρχικά είχε ζητηθεί από την Αρμόδια Αρχή η  πλήρωση δύο θέσεων (βλ. επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 12.4.2001).  Στις 2.10.2001 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή της Χρύσως Κολοκοτρώνη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.  Ως εκ τούτου η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να επαναφέρει την Χρύσω Κολοκοτρώνη στη θέση που κατείχε παλαιότερα, δηλαδή στη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α.  Για το λόγο αυτό η μια από τις δύο κενές θέσεις καταλήφθηκε από την πιο πάνω υπάλληλο.  Με επιστολή της ημερ. 13.12.2002 η Αρμόδια Αρχή ζήτησε όπως η Ε.Δ.Υ. προχωρήσει στην υπεράριθμη πλήρωση, με βάση το αρ. 43 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, μιας θέσης Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α. Ανέ[*193]φερε ότι «στο στάδιο αυτό υπάρχουν κενές θέσεις σε ανώτερο επίπεδο οι οποίες δεν μπορούν να πληρωθούν».

Η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω αποφάσισε όπως «η εν λόγω θέση πληρωθεί μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας που βρίσκεται σήμερα ενώπιον της για την πλήρωση μιας  μόνιμης θέσης Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α (βλ. πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερ. 16.12.2002).

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι ενώ «ήταν μόνο  μια η κενή θέση τελικά σύστησαν 8 υποψηφίους».  Ουδείς – συνέχισε – «μπορεί να υποθέσει εάν με 4 συστηθέντες θα περιλαμβάνετο το Ε.Μ..  Η  πλάνη αυτή – συμπλήρωσε – με την οποία λειτούργησε η Συμβουλευτική οδηγεί σε ακύρωση γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Νόμου (μια θέση μέχρι 4 συστηθέντες).

Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.  Οι λόγοι είναι οι εξής:

Εξέταση του περιεχομένου της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. Παράρτημα 5 στην ένσταση) αποκαλύπτει ότι η σύσταση έγινε στη βάση της γενικής αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Σύμφωνα με την αξιολόγηση το Ε.Μ. και ένας άλλος υποψήφιος αξιολογήθηκαν με το βαθμό «Εξαίρετος». Ο αιτητής και δύο άλλοι υποψήφιοι με το βαθμό «Πάρα πολύ καλός», δύο υποψήφιοι με το βαθμό «Πολύ καλός» και ένας υποψήφιος με το βαθμό «Σχεδόν πολύ καλός». Ούτως εχούσης της αξιολόγησης το Ε.Μ. θα περιλαμβανόταν οπωσδήποτε ανάμεσα στους συστηθέντες έστω και αν επρόκειτο για την πλήρωση μιας μόνο θέσης.  Αυτός που έχει ευεργετηθεί από την αύξηση των συστηθέντων από 4 σε 8 ήταν ο αιτητής.  Αυτό εν όψει της βαθμολογίας του.  Επομένως ο αιτητής δεν έχει ζημιωθεί αλλά ωφεληθεί από την κατ’ ισχυρισμό μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο. Δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο έχουν επηρεασθεί δυσμενώς τα συμφέροντα του.  Σε τέτοια περίπτωση ο σχετικός λόγος ακύρωσης θεωρείται απαράδεκτος (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 260: «Κατά μείζονα λόγον εθεωρήθη απαράδεκτος αίτησις στρεφόμενη κατά πράξεως ωφελούσης ή ικανοποιούσης τον αιτούντα». Βλ. και Τσεριώτης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 83/2003, ημερ. 11.11.2003).

 

[*194]Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Μη επαρκής ή νόμιμη αιτιολογία για την κρίση της συνέντευξης.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε αναιτιολόγητα την απόδοση του αιτητή ως «Πάρα πολύ καλή» και του Ε.Μ. ως «Εξαίρετη» κατά την προφορική ενώπιον της εξέταση.

Σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης και να μη είναι ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 273).

Εξέταση της αιτιολογίας της επίδικη αξιολόγησης (έχει παρατεθεί πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει δώσει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην επίδικη αξιολόγηση.  Οι λόγοι που έδωσε καθιστούν απόλυτα εφικτό το δικαστικό έλεγχο.  Συνεπώς η επίδικη αξιολόγηση τυγχάνει επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Τρίτος λόγος ακύρωσης – Η Συμβουλευτική Επιτροπή αυθαίρετα αποφάσισε όπως καλέσει το Ε.Μ. στην ενώπιον της προφορική εξέταση με την αίρεση ότι θα παρακαθίσει στις εξετάσεις για διαπίστωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στην επόμενη εξεταστική την 11.4.2002.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:

Το Ε.Μ. παρακάθισε στις 15.11.2001 στην  γραπτή εξέταση για διαπίστωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Ωστόσο, σύμφωνα με επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, λιποθύμησε αμέσως μετά την έναρξη της εξέτασης,  μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο και – ως εκ τούτου – η περαιτέρω συμμετοχή της κατέστη αδύνατη.  Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, η αδυναμία της αιτήτριας να ολοκληρώσει τη συμμετοχή της στην εξέταση οφειλόταν στην λιποθυμία της, η Συμβουλευτική έκρινε σκόπιμο να την καλέσει σε προφορική εξέταση με την προϋπόθεση ότι αυτή θα παρακαθίσει εκ νέου και θα πετύχει στη γραπτή εξέταση που διοργά[*195]νωνε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και ήταν προγραμματισμένη για τις 11.4.2002.  Το Ε.Μ. παρακάθισε στις 11.4.2002 και πέτυχε στη γραπτή εξέταση στην Αγγλική γλώσσα.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι το Ε.Μ. κλήθηκε μετά την υποβολή της αίτησης, έξω δηλαδή από τον ουσιώδη χρόνο, να παρακαθίσει σε γραπτή εξέταση (στις 15.11.2001) αναφορικά με την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Με βάση το αρ. 34(15) (α) του Νόμου 1/90 – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – τα απαιτούμενα προσόντα θα  πρέπει να κατέχονται και να αποδεικνύεται αυτό μέχρι τη λήξη υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.

Ο  πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Δεν βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία.  Η τελευταία έχει αναγνωρίσει στο διορίζον όργανο την εξουσία να υποβάλλει τους υποψηφίους σε γραπτή εξέταση για να διαπιστώσει τις γλωσσικές γνώσεις τους (Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 602).  Εν όψει αυτής της εξουσίας οι αρχές του ουσιώδους χρόνου για την κατοχή του προσόντος της γνώσης μιας γλώσσας δεν ισχύουν.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης – Παράνομη η συμμετοχή μέλους της Ε.Δ.Υ. στη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι το μέλος της Ε.Δ.Υ. κ. Σ. Δημητρίου δεν έλαβε μέρος στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 17.9.2002 «λόγω συγγένειας με έναν υποψήφιο».  Πλην όμως στη συνέχεια έλαβε μέρος στη διαδικασία των συνεντεύξεων και της επιλογής.

Από την άλλη η κα. Ουστά, εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., εξήγησε ότι το μέλος της Ε.Δ.Υ. κ. Δημητρίου δεν έλαβε μέρος στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. λόγω συγγένειας με ένα υποψήφιο – τη Νότα Δημητρίου.  Η αυτοεξαίρεση του κ. Δημητρίου – συνέχισε η κα. Ουστά – ήταν προϊόν παρεξήγησης και/ή παρανόησης ότι ήταν συγγενής της υποψήφιας Νότας Δημητρίου πράγμα που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.  Η κα. Ουστά διευκρίνισε ότι η υποψήφια Νότα Δημητρίου ουδέποτε κατέστη μέρος της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης γιατί δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

Οι πιο πάνω θέσεις της κας Ουστά δεν έχουν αντικρουσθεί.  Παρέμειναν αναντίλεκτες.  Συνεπώς η συμμετοχή του κ. Δημητρίου στις σχετικές συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. ήταν νόμιμη.

[*196]Πέμπτος λόγος ακύρωσης – Πάσχει η σύσταση του Διευθυντή.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη.  Υπέβαλε επίσης ότι ο Νόμος δεν παρέχει εξουσία στο Διευθυντή «για κρίση της επίδοσης στη συνέντευξη πολύ δε περισσότερο σε κρίση της επίδοσης αναιτιολόγητη». Στην υπό εξέταση υπόθεση – συμπλήρωσε ο κ. Αγγελίδης – ο Διευθυντής σύστησε το Ε.Μ. «χωρίς οποιοδήποτε λόγο και/ή σύγκριση, τόσο γιατί τους έκρινε στην προφορική εξέταση με διαφορετική κρίση και/ή γιατί τελικά σύστησε όπως καταγράφηκε».  Είναι φανερό – κατέληξε ο κ. Αγγελίδης – ότι ο Διευθυντής σύστησε τους δύο υποψηφίους αναιτιολόγητα.

Οι απαντήσεις στα ζητήματα που εγείρονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν δοθεί στην πρόσφατη απόφαση στης Ολομέλειας στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83.

Έχει αποφασισθεί ότι ο Διευθυντής μπορεί να αξιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη χωρίς να την αιτιολογήσει και να προβεί σε σύσταση χωρίς αιτιολογία.  Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και το αρ. 34(9) δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση από το Διευθυντή (Βλ. και Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 821.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Είναι αλήθεια ότι στην Παπασωζόμενου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 377/2003, ημερ. 30.1.2004 το θέμα της αξιολόγησης της απόδοσης στη συνέντευξη από το Διευθυντή το έκρινα διαφορετικά.  Αυτό γιατί δεν είχα υπόψη μου την απόφαση της Ολομέλειας στην Κυριάκου (πιο πάνω) η οποία εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία (30.1.2004) και η οποία τώρα με δεσμεύει.

Έκτος λόγος ακύρωσης – Η συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς και νόμιμα.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Από το κείμενο της αιτιολόγησης της συνέντευξης (έχει παρατεθεί πιο πάνω) προκύπτει ότι περιέχει όλα τα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της και για τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου.  Ακολουθεί πως η επίδικη αξιολόγηση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Έβδομος λόγος ακύρωσης – Νομικά πάσχουσα η απόφαση της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τη συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων (αξίας, προσόντων, αρχαιότητας) αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου και αναιτιολόγητη.

[*197]Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι οι δύο υποψήφιοι είναι ίσοι σε προσόντα αλλά ο αιτητής υπερέχει σε αξία έναντι του Ε.Μ. και σε αρχαιότητα κατά 1 χρόνο και 3½ μήνες.

Σε σχέση με το κριτήριο της αξίας η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το Ε.Μ. «έχει περίπου την ίδια με άλλους υποψηφίους αξία, αξιολογηθείσα κατά τα 4 τελευταία έτη ως καθόλα εξαίρετη».  Εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων των τελευταίων 4 ετών (1998-2001) αποκαλύπτει ότι και οι δυο υποψήφιοι έχουν αξιολογηθεί με την ίδια βαθμολογία – «εξαίρετα» - σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης. Επομένως η επί του προκειμένου διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. είναι ορθή.

Η νομολογία υπαγορεύει όπως λαμβάνεται υπόψη το σύνολό της σταδιοδρομίας των υποψηφίων αλλά πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες αξιολογήσεις.  Σε σχέση με το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων (1993-2001) ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί με 69 «εξαίρετα» και 3 «πολύ ικανοποιητικά», το δε Ε.Μ. με 64 «εξαίρετα» και 8 «πολύ ικανοποιητικά».

Έχει νομολογηθεί ότι κατά την κρίση της αξίας λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι η επί μέρους βαθμολογία (βλ. Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 221).  Εδώ οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 4 ετών.  Θεωρώ ότι η γενική εικόνα της αξίας που παρουσιάζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων είναι περίπου η ίδια.  Η δε διαφορά των 5 «εξαίρετα» σε σύνολο υπηρεσίας 9 ετών δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε υπεροχή στον αιτητή δεδομένης της ισοβαθμίας τους στις πλέον πρόσφατες αξιολογήσεις.

Αναφορικά με την αρχαιότητα αυτή προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 και δεν αποδεικνύει  από μόνη της έκδηλη υπεροχή (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).  Έχει δε νομολογηθεί ότι οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων αποφασίζονται βάσει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.  Τα δε τρία αυτά κριτήρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, να συνεκτιμούνται και να συσταθμίζονται (Μιχαηλίδου, πιο πάνω).

Αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή έχει νομολογηθεί ότι αυτή αποτελεί πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422, Παπαντωνίου ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 462) και ουσιώδες στοιχείο προσδιορισμού [*198]της αξίας των υποψηφίων (Theodosiou v. Republic 2 R.S.C.C. 44 και Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, 75).

Στην παρούσα υπόθεση οι δυο υποψήφιοι είναι περίπου στην ίδια θέση στο στοιχείο της αξίας, έχουν τα ίδια προσόντα και ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα.  Πλην όμως το Ε.Μ. έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή η οποία προσθέτει στην αξία του και έχει αξιολογηθεί με ψηλότερη βαθμολογία στις προφορικές συνεντεύξεις. Επομένως οι δύο υποψήφιοι δεν είναι κατά τα άλλα ίσοι.  Κατά συνέπεια η αρχαιότητα δεν μπορεί να δώσει οποιοδήποτε προβάδισμα στον αιτητή.  Ισχύουν οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο προαγωγών σε σχέση με τις οποίες στην Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 922/97, ημερ. 4.10.98 έθεσα το θέμα ως εξής:

«Τελικά το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών.  Το διορίζον όργανο για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί.  Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου”, σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια.  Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou and Others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ”Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360).  Ο τελευταίος δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή όπως αυτή έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία (βλ. Χ”Σάββας ν. Δημοκρατίας [*199](1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).  Δεν έχει καν αποδείξει απλή υπεροχή.»

Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που συνθέτουν την καταλληλότητα των δύο υποψηφίων θεωρώ ότι ο αιτητής δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή, ούτε καν απλή υπεροχή.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρέπει ν’ απορριφθεί.

Όγδοος λόγος ακύρωσης – Η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε αναρμόδια και αναιτιολόγητα τη χρονική διάρκεια της επαρκούς ευδόκιμης διοικητικής πείρας (βλ. παραγ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας πιο πάνω) και εκείνη της ευδόκιμης πείρας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό (βλ. παραγ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας πιο πάνω).

Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:

Οι απαιτήσεις των πιο πάνω δύο παραγράφων αποτελούν μέρος των απαιτούμενων προσόντων. Η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 602). Στις περιπτώσεις όπου ένα σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πείρα ή υπηρεσία χωρίς να καθορίζει τη διάρκεια της είναι επιτρεπτό για το διορίζον όργανο να καθορίζει μια λογική χρονική διάρκεια. Πλην όμως ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται (Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702). Στην παρούσα υπόθεση ανάγνωση της σχετικής απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (έχει παρατεθεί πιο πάνω) καταδείχνει ότι αυτή είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Αναφορικά με την αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη συνεδρία της ημερ. 17.9.2002 η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε την έκθεση και τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε ότι αφορά την κατοχή των προσόντων που προβλέπονται από τις πιο πάνω παραγ. 3(2) και 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Αυτό σημαίνει ότι άσκησε διακριτική εξουσία επί του θέματος και ότι ερεύνησε και το θέμα της κατοχής των επιδίκων προσόντων (Φέττας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394). Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρέπει ν’ απορριφθεί.  

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Ε.Δ.Υ. και του Ε.Μ..

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο