Expresstock Securities Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 307

(2004) 4 ΑΑΔ 307

[*307]23 Απριλίου, 2004

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146, 28, 12, 30 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

EXPRESSTOCK SECURITIES LTD,

Αιτήτρια,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 742/2002)

 

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Άρθρο 38(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν.64(Ι)/01) ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο η αναφορά στο άρθρο σε «κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή» περιλαμβάνει και το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς ― Κρίθηκε ορθή η αρνητική απάντηση ― Διοικητικό πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για παράβαση του Καν.21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002, ακυρώθηκε.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της σε βάρος της επιβολής διοικητικού προστίμου ύψους Λ.Κ.20.000 για παράβαση του Καν. 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002.  Το πρόστιμο επιβλήθηκε στην αιτήτρια από την καθ’ ης αίτηση, με βάση την εξουσία που παρέχεται στην τελευταία από το Άρθρο 38 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν.64(Ι)/01).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενήργησε αναρμόδια και ότι αρμόδιο για την περίπτωση πειθαρχικό όργανο ήταν το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, βάσει του Άρθρου 10(3) των περί Αξιών και Χρημα[*308]τιστηρίων Αξιών Νόμων του 1993 (Ν.14(Ι)/93).

Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τον Κανονισμό 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002.

Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή” περιλαμβάνει και το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς. Ορθή είναι η αρνητική απάντηση. Ο Νόμος του Χρηματιστηρίου και οι σχετικοί Κανονισμοί δεν είναι νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.  Αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι, ως εκ της αναφοράς στο Άρθρο 38 στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή”, υπάρχει αμφιβολία κατά πόσο ο Νόμος του Χρηματιστηρίου και οι σχετικοί Κανονισμοί αποτελούν τέτοια νομοθεσία, τότε θα έπρεπε να προκριθεί η ευνοϊκότερη για την αιτήτρια ερμηνεία, ήτοι η συσταλτική και όχι η διασταλτική ούτε, βέβαια, η αναλογική. Ερμηνεία που οδηγεί και πάλι στην κατάληξη ότι η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή” δεν επεκτείνεται στο Νόμο του Χρηματιστηρίου, ούτε στους σχετικούς Κανονισμούς. Πέραν τούτου, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή” όντως περιλαμβάνει και το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς, προκύπτει αμέσως ζήτημα πρόσκρουσης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου βάσει του Άρθρου 10(3) του Νόμου του Χρηματιστηρίου. Και, συνακόλουθα, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο εκδόθηκαν Κανονισμοί, δυνάμει της πρόνοιας στο Άρθρο 26(α) του Νόμου της Επιτροπής, με τους οποίους να “εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου”. Είναι κοινό έδαφος ότι τέτοιοι Κανονισμοί δεν έχουν εκδοθεί.

Από οποιαδήποτε ερμηνευτική σκοπιά και αν προσεγγιστεί η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή”, η κατάληξη είναι η ίδια. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς λήφθηκε αναρμόδια. Και είναι, επομένως, ακυρωτέα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

[*309]Προσφυγή.

Θ. Κορφιώτης, για την Αιτήτρια.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι χρηματιστηριακή εταιρεία, μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου. Με την προσφυγή προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία, όπως εξηγείται στην επιστολή της προς την αιτήτρια ημερομηνίας 6.6.2002, με βάση την εξουσία που της παρέχει το Άρθρο 38 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(Ι)/2001) (ο Νόμος της Επιτροπής), και αφού έλαβε υπόψη τις θέσεις της αιτήτριας, όπως αυτές διατυπώθηκαν σε επιστολή της ημερομηνίας 12.5.2002, αποφάσισε να της επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους £20.000 για παράβαση του Κανονισμού 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002, ήτοι για τη μη τήρηση ιδιαίτερου τραπεζικού λογαριασμού ή λογαριασμών για χρήματα εντολέων.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενήργησε αναρμόδια και ότι αρμόδιο για την περίπτωση πειθαρχικό όργανο ήταν το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, βάσει του Άρθρου 10(3) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Νόμων του 1993 (Ν.14(Ι)/93) (ο Νόμος του Χρηματιστηρίου).

Το Άρθρο 26(α) και 26(ια) του Νόμου της Επιτροπής έχει ως εξής:

“26. Η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α)       Να εποπτεύει και ελέγχει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου και τις καταρτιζόμενες στο Χρηματιστήριο συναλλαγές, να καθορίζει μετά από εισήγηση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου άλλα πράγματα ή άλλες κινητές αξίες ως χρηματιστηριακά πράγματα, να εποπτεύει και ελέγχει τους εκδότες των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο τίτλων και τα Μέλη του Χρηματιστηρίου, να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών περιλαμβανομένων συμβούλων επενδύσεων, χρηματιστηριακών γραφείων και χρηματιστών, η οποία στην πε[*310]ρίπτωση χρηματιστηριακών γραφείων και χρηματιστών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για εγγραφή τους, ως Μελών του Χρηματιστηρίου, να ανακαλεί τις άδειες αυτές για ειδικούς λόγους όπως ειδικότερα καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές εναντίον χρηματιστών, χρηματιστηριακών εταιρειών και συμβούλων επενδύσεων κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι όπου στην παρούσα παράγραφο προβλέπεται η ανάθεση αρμοδιότητας στην Επιτροπή ανάλογης με αρμοδιότητα που ασκείται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου με βάση τις διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών από την Επιτροπή κατά τρόπον που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου.

...............................................................................................................

(ια) να επιβάλλει τις κατά νόμο προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές.”

�(Υπογράμμιση δική μου).

Το Άρθρο 38(1) του ίδιου Νόμου έχει ως εξής:

     “Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.”

(Υπογράμμιση δική μου).

Το Άρθρο 2 του Νόμου του Χρηματιστηρίου προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «“Μέλος του Χρηματιστηρίου” ή συνοπτικά “Μέλος” σημαίνει χρηματιστή, χρηματιστηριακή εταιρεία, ή [*311]ομόρρυθμη εταιρεία χρηματιστών.»

Το Άρθρο 10(3)(α)(β) του Νόμου του Χρηματιστηρίου έχει ως εξής:

“(α) Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετική καταγγελία της Επιτροπής, και να αποφασίζει με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, για περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης από Μέλη του Χρηματιστηρίου, από εισηγμένους εκδότες και από οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προς οποιαδήποτε υποχρέωσή του που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή τους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς ή τους Κανόνες που διέπουν τη διαπραγμάτευση, την κατάρτιση και την ανακοίνωση προς το Χρηματιστήριο των συναλλαγών ή οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου η οποία έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στις περιπτώσεις διαπιστούμενων παραβάσεων το Συμβούλιο έχει εξουσία να επιβάλλει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης:

Νοείται ότι η πιο πάνω εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή.

(β) Η πληρωμή του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν εδάφιο θα συνεπάγεται απαλλαγή του προσώπου στο οποίο έχει επιβληθεί, από οποιαδήποτε άλλη πειθαρχική ευθύνη που προβλέπεται συνέπεια της παράβασης για την οποία επιβλήθηκε, εκτός εάν το Συμβούλιο εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία πληρωμής του διοικητικού προστίμου αποφασίσει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, την πειθαρχική δίωξη του προσώπου στο οποίο έχει επιβληθεί το πρόστιμο.”

Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τον Κανονισμό 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002 (“οι Κανονισμοί”) ο οποίος ορίζει:

“21(2) Τα Μέλη οφείλουν να τηρούν τους απαιτούμενους από [*312]τους ελεγκτές και τους κατά καιρούς καθορισμένους με εγκύκλιο του Συμβουλίου λογαριασμούς ιδιαίτερα δε τους ακόλουθους:

(β)   ιδιαίτερο τραπεζικό λογαριασμό ή λογαριασμούς για χρήματα εντολέων, που θα καλούνται “λογαριασμοί εντολέων”.

Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή” περιλαμβάνει και το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς. Κατά την άποψή μου, ορθή είναι η αρνητική απάντηση. Ο Νόμος του Χρηματιστηρίου και οι σχετικοί Κανονισμοί δεν είναι νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή. Είναι, όπως προβλέπεται στο προοίμιο, “Νόμος που προνοεί για την ανάπτυξη της αγοράς αξιών στη Δημοκρατία, την ίδρυση και λειτουργία Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, τη σύσταση Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και για άλλα συναφή θέματα.”  Αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι, ως εκ της αναφοράς στο Άρθρο 38 στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή”, υπάρχει αμφιβολία κατά πόσο ο Νόμος του Χρηματιστηρίου και οι σχετικοί Κανονισμοί αποτελούν τέτοια νομοθεσία, τότε θάπρεπε να προκριθεί η ευνοϊκότερη για την αιτήτρια ερμηνεία, ήτοι η συσταλτική και όχι η διασταλτική ούτε, βέβαια, η αναλογική. Ερμηνεία που οδηγεί και πάλι στην κατάληξη ότι η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή” δεν επεκτείνεται στο Νόμο του Χρηματιστηρίου ούτε στους σχετικούς Κανονισμούς. Πέραν τούτου, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή” όντως περιλαμβάνει και το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς, προκύπτει αμέσως ζήτημα πρόσκρουσης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου βάσει του Άρθρου 10(3) του Νόμου του Χρηματιστηρίου. Και, συνακόλουθα, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο εκδόθηκαν Κανονισμοί, δυνάμει της πρόνοιας στο Άρθρο 26(α) του Νόμου της Επιτροπής, με τους οποίους να “εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου”. Είναι κοινό έδαφος ότι τέτοιοι Κανονισμοί δεν έχουν εκδοθεί.

Ενόψει των ανωτέρω, είναι, κατά την άποψή μου, πρόδηλο ότι, από οποιαδήποτε ερμηνευτική σκοπιά και αν προσεγγιστεί η αναφορά στην “κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και [*313]την Επιτροπή”, η κατάληξη είναι η ίδια. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς λήφθηκε αναρμόδια. Και είναι, επομένως, ακυρωτέα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο