Andrau Eusebiu ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 352

(2004) 4 ΑΑΔ 352

[*352]30 Απριλίου, 2004

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

EUSEBIU ANDRAU,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 295/2002)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάργηση δίκης ― Κατάργηση δίκης λόγω του ότι η προσφυγή απομένει άνευ αντικειμένου ― Η δίκη δεν καταργήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Αλλοδαποί ― Άδεια παραμονής και εργασίας ― Άρνηση παράτασής της ― Κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη ― Τρόπος προβολής του λόγου και βάρος αποδείξεως ― Υποβλήθηκε γενικά και αόριστα και δεν αποδείχθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε την άρνηση παράτασης της άδειας παραμονής και εργασίας του στη Δημοκρατία καθώς και το διάταγμα απέλασής του.  Την προσβολή του διατάγματος απέλασης ο αιτητής εγκατέλειψε στο στάδιο της γραπτής εκ μέρους του αγόρευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ως προδικαστική ένσταση τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου μετά την απόφασή τους που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή στις 22.8.2002 (μήνες μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής) και με την οποία παραχωρήθηκε στον αιτητή προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι την [*353]31.12.2002.

     Η προδικαστική αυτή  ένσταση θα μπορούσε να ευσταθήσει μόνο για το δεύτερο αίτημα της προσφυγής το οποίο εν πάση περιπτώσει έχει αποσυρθεί και απορριφθεί.  Η προδικαστική ένσταση ως προς το πρώτο αιτητικό δεν μπορεί να ευσταθεί αφού η παράταση που δόθηκε είναι μόνο «επισκέπτου» και όχι «παραμονής και εργασίας».

2.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση.  Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί μια απόφαση, η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης.

     Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή εντοπίζει την ισχυριζόμενη πλάνη περί τα πράγματα των καθ’ ων η αίτηση στο γεγονός ότι η αρμόδια αρχή δεν έλαβε υπόψη τις ανάγκες σε εργάτες του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα και επίσης ότι ο αιτητής ήταν στην Κύπρο από το 1994 και πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου για να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος.  Οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Οι καθ’ ων η αίτηση ήταν πλήρως ενημερωμένοι για τα πιο πάνω και ορθά τα συνεκτίμησαν για να καταλήξουν στην απόφαση τους.  Καμιά πλάνη δεν αποδείχθηκε από τον αιτητή που είχε και το βάρος της απόδειξης της.

3.  Ο περαιτέρω ισχυρισμός του αιτητή ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν δέουσα έρευνα, κρίνεται επίσης ως ανεδαφικός.  Όλα τα γεγονότα ήταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και η έρευνα ήταν πλήρης. Ο αιτητής δεν αναφέρει οτιδήποτε το οποίο δεν ερεύνησαν οι καθ’ ων η αίτηση.  Ο συναφής ισχυρισμός ότι η απόφαση αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης δεν ευσταθεί, αφού βασίζεται μόνο στους ισχυρισμούς για μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα, ισχυρισμοί που έχουν ήδη απορριφθεί.

4.  Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή ότι υπήρχε προκατάληψη εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση εναντίον του.  Ο ισχυρισμός αυτός εδράζεται στην πεποίθησή του ότι ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις για να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος.  Αλλά αυτό είναι το πιθανό ζητούμενο αν και όταν υποβληθεί εκ μέρους του τέτοια αίτηση, η οποία μέχρι την έκδοση της επίδικης απόφασης δεν υποβλήθηκε.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία ζήτημα προκατάληψης πρέπει να προβάλλεται με συγκεκριμένα στοιχεία [*354]και το βάρος της απόδειξης το έχει εκείνος που το επικαλείται.  Στην παρούσα υπόθεση εντελώς γενικά και αόριστα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δήθεν επιδιώχθηκε η παρεμπόδιση του αιτητή να υποβάλει τέτοια αίτηση πολιτογράφησης.  Ο λόγος αυτός ακυρότητας κρίνεται ανεδαφικός ως αναπόδεικτος.

5.  Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.  Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μεν συνοπτική  αλλά η αιτιολογία της συμπληρώνεται από το φάκελο της υπόθεσης όπου φαίνονται όλα τα στοιχεία και γεγονότα στα οποία στηρίχθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση της επίδικης απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401,

Republic v. Georgiades (1972) 3 C.L.R. 594.

Προσφυγή.

Aιμ. Λεμονάρης, για τον Αιτητή.

Γ. Γεωργαλλής, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:-

«(Α)  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να αρνηθεί παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του αιτητή στην Κύπρο η οποία κοινοποιήθηκε προς τον αιτητή με επιστολές του καθ’ ου η αίτηση προς τον αιτητή και προς τον εργοδότη του αιτητή με ημερομηνία 15.3.2002 είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα και

(Β)  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να διατάξει την απέλαση και/ή την αναχώρηση του αιτητή από την Κύπρο η οποία κοινοποιήθηκε προς τον αιτητή με επιστολές του καθ’ ου η αίτηση προς τον αιτητή και [*355]προς τον εργοδότη του αιτητή με ημερομηνία 15.3.2002 είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»

Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εγκατέλειψε το πιο πάνω αιτητικό Β και ως εκ τούτου τούτο απορρίπτεται.

Ο αιτητής είναι Ρουμανικής καταγωγής και υπηκοότητας και για πρώτη φορά ήρθε στην Κύπρο στις 30.1.94 και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 29.1.1995, με σκοπό να εργαστεί ως εργάτης στη φάρμα αγελάδων των αδελφών Γεώργιου και Σπύρου Σπύρου, στην Αθηαίνου.

Προηγήθηκε, στις 25.6.1993, η άφιξη της συζύγου του αιτητή Maricica Balint, και αυτή Ρουμανικής καταγωγής και υπηκοότητας, στην οποία είχε παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας ως εργάτριας μέχρι τις 25.4.1994. Στην σύζυγο του αιτητή μετά την λήξη της άδειας εργασίας της, παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτριας μέχρι τις 15.11.1996 ώστε να παραμείνει με το σύζυγο της.

Στη συνέχεια και συγκεκριμένα η αλλοδαπή σύζυγος του αιτητή, μέσω της οικογένειας κάποιας κας Αντρούλλας Έλληνα υπέβαλε αίτημα για να της παραχωρηθεί άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός. Το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή ημερ. 22.7.1997 και η οποία είχε αποσταλεί στην υποψήφια εργοδότρια.

Εν τω μεταξύ οι εργοδότες του αιτητή με επιστολή τους στον καθ’ ου η αίτηση ζήτησαν από αυτόν να του παραχωρηθεί άδεια εργοδότησης του για ακόμη ένα χρόνο. Το αίτημα τους έγινε αποδεκτό και έτσι δόθηκε στον μεν αιτητή άδεια εργασίας, στη δε σύζυγο του άδεια παραμονής μέχρι τις 4.12.1998. Ενώ στη συνέχεια οι εν λόγω άδειες ανανεώθηκαν με νέα τελική πια παράταση μέχρι τις 2.10.99.

Με τη λήξη των αδειών ήτοι στις 2.10.1999 ο ένας εκ των εργοδοτών του αιτητή με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών τον πληροφόρησε ότι λόγω το ότι είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική στήλη δεν μπορούσε να εργαστεί για τους προσεχείς έξι μήνες, ζητώντας του όπως του παραχωρηθεί άδεια εργοδότησης του αιτητή για ακόμη ένα έτος.

Η απάντηση στο πιο πάνω αίτημα ήταν θετική και έτσι τόσο η άδεια εργοδότησης του αιτητή όσο και η άδεια παραμονής της συ[*356]ζύγου του ανανεώθηκαν τελικά μέχρι τις 23.9.2000.

Στις 21.9.2000, δύο μέρες πριν από την λήξη των αδειών του αιτητή και της συζύγου του, τα δύο αδέρφια εργοδότες του αιτητή απευθυνόμενοι με επιστολή τους προς τον Υπουργό Εσωτερικών τον πληροφόρησαν ότι ο υποβληθείς σε εγχείρηση αδερφός έχει καταστεί σχεδόν ανίκανος προς εργασία, ζητώντας του όπως τους παραχωρηθεί άδεια για εργοδότηση του αιτητή για ακόμη ένα χρόνο ώστε να βοηθήσει τον νέο εργάτη που θα προσλάβουν να προσαρμοσθεί πιο εύκολα στην εκτροφή αγελάδων.

Με νέα δε επιστολή του, ημερ. 28.9.2000, προς τον Υπουργό Εσωτερικών ο κ. Σπύρος Σπύρου τον ενημέρωσε ότι η αίτηση του για πρόσληψη νέου εργάτη έχει εγκριθεί, ζητώντας επίσης όπως του παραχωρηθεί άδεια εργοδότησης του αιτητή για ακόμη ένα έτος ή τουλάχιστον για έξι μήνες για να διδάξει τον νέο εργάτη αφού ο ίδιος λόγω της εγχείρισης δεν μπορεί να το πράξει. 

Ο καθ’ ου η αίτηση και πάλι συναίνεσε προχωρώντας στην παραχώρηση της αιτούμενης άδειας εργασίας μέχρι την 23.6.2001, ανανεώνοντας παράλληλα μέχρι τότε και την άδεια παραμονής της συζύγου του αιτητή ως επισκέπτριας.

Με την πάροδο πέραν του ενός έτους από την τελευταία επιστολή του, και αφού ήδη είχε εκπνεύσει και η τελευταία παράταση, ο εργοδότης κ. Σπύρου επανήλθε πάλι και με επιστολή του ημερ. 21.12.2001 επανέλαβε το αίτημα του για παραχώρηση άδειας εργοδότησης του αιτητή για ακόμη ένα χρόνο προβάλλοντας και πάλι ως λόγο την ανάγκη διδαχής της φύσης της εργασίας στο νέο υπάλληλο.

Μετά δε περίπου τρεις μήνες από την υποβολή του πιο πάνω αιτήματος, και συγκεκριμένα την 1.3.2002, ο αιτητής, αυτή τη φορά,  με επιστολή του προς τον καθ’ ου η αίτηση υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση νέας άδειας παραμονής για χρονικό διάστημα 2-3 μήνες για να μπορέσει έτσι να υποβάλει αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής Ιθαγένειας.

Η απάντηση του καθ’ ου η αίτηση αυτή την φορά, τόσο για το αίτημα του εργοδότη του αιτητή όσο και για αυτό του ιδίου ήταν αρνητική, πληροφορώντας τους σχετικά με επιστολές του ημερ.15.3.2002 και συμβουλεύοντας τον αιτητή όπως αμέσως αναχωρήσει, μαζί με την σύζυγο του, από την Κύπρο.

[*357]Η τελευταία αυτή απόφαση είναι και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Ως λόγους ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, πλάνη περί τα πράγματα, παραβίαση της χρηστής διοίκησης, προκατάληψη και έλλειψη αιτιολογίας.

Ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ως προδικαστική ένσταση τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου μετά την απόφαση τους που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή στις 22.8.2002 (μήνες μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής) και με την οποία παραχωρήθηκε στον αιτητή προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι την 31.12.2002.

Η προδικαστική αυτή ένσταση θα μπορούσε να ευσταθήσει μόνο για το δεύτερο αίτημα της προσφυγής το οποίο εν πάση περιπτώσει έχει αποσυρθεί και απορριφθεί.  Η προδικαστική ένσταση ως προς το πρώτο αιτητικό δεν μπορεί να ευσταθεί αφού η παράταση που δόθηκε είναι μόνο «επισκέπτου» και όχι «παραμονής και εργασίας».

Οι αρχές οι οποίες διέπουν τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων της διοίκησης που σχετίζονται με αλλοδαπούς έχουν τεθεί και εξετασθεί από τον Καλλή, Δ. στην υπόθεση Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401 και αναφέρει τα εξής:-

«Το Άρθρο 32 του Συντάγματος ρητά αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.  Το δικαίωμα μιας χώρας να αρνείται είσοδο των αλλοδαπών αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας μιας χώρας.  Αποτελεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί εκτός με δεσμευτική σύμβαση. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει ωσαύτως, και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.  Ο καθηγητής Jacobs στο σύγγραμμα του πάνω στην ερμηνεία και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατηρεί ότι ούτε η Σύμβαση ούτε τα Πρωτόκολλα της επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς πάνω στο δικαίωμα ενός κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1208 – απόφαση της Ολομέλειας).

[*358]Δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείσει αλλοδαπούς είναι πολύ ευρεία, αλλά όχι απόλυτη. Υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το δικαστήριο δεν αμφισβητεί περαιτέρω την απόφαση. Ένας αλλοδαπός, τηρουμένων οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια σύμβαση ή διμερή συνθήκη, δεν έχει δικαίωμα εισόδου στη χώρα.  Το μόνο του δικαίωμα είναι η καλόπιστη εξέταση της αίτησης του για είσοδο στη χώρα. Αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρέωσης εκ μέρους του κράτους θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς (Βλ. Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587, Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 226, Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479, Levantis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2483, Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701 και Sarkissian και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 35).

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Moyo (πιο πάνω) (1988) 3 Α.Α.Δ. 976, 984, 985:-

“Έχει με σταθερότητα νομολογηθεί ότι το δικαίωμα ενός αλλοδαπού για διαμονή σε μια χώρα δε διασφαλίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.  Αντιθέτως σαφώς εξυπακούεται από το Άρθρο 5(1)(στ) της Σύμβασης και το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος ότι οι Υψηλοί Συμβαλλόμενοι και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν πρόθεση να επιφυλάξουν για τους εαυτούς τους την εξουσία απελάσεως αλλοδαπών από το έδαφος τους.  Ένα κράτος έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα απελάσει ένα αλλοδαπό που βρίσκεται στο έδαφος του, αλλά αυτό το δικαίωμα πρέπει να ασκείται με τρόπο που δεν παραβιάζει τα δικαιώματα του αλλοδαπού δυνάμει Διεθνών Συμβάσεων.”

Σύμφωνα με τον Starke’s International Law, 11η έκδοση, 1994:

“Πολλά κράτη διεκδικούν το απεριόριστο δικαίωμα να αποκλείουν όλους τους αλλοδαπούς. Επιβεβαιώνουν ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αποτελεί απαραίτητο γνώρισμα της κυριαρχίας τους.  Τα δικαστήρια της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν διατυπώσει την αρχή ότι το δικαίωμα αποκλεισμού αλλοδαπών χωρίς περιορισμό αποτελεί γνώρισμα της εδαφικής κυριαρχίας, εκτός εάν δεσμεύονται με Διεθνή Συνθήκη περί του αντιθέτου.  Τα κράτη δεν υπόκεινται στην υποχρέ[*359]ωση δυνάμει του διεθνούς δικαίου να δεχθούν αλλοδαπούς ή στην υποχρέωση να μην τους απελάσουν. Ούτε το διεθνές δίκαιο επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση αναφορικά με την περίοδο παραμονής ενός αλλοδαπού στον οποίο έχει επιτραπεί η είσοδος.”

(Βλ. και Oppenheim’s International Law, 8η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 675, 676, παράγ. 314)

Αναφορικά με το κατά πόσο η διοίκηση ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια καλόπιστα υπάρχει τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της το οποίο παραμένει έγκυρο εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο (Βλ. Suleiman (πιο πάνω), σελ. 227).”

Οι λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την κρινόμενη περίπτωση. Έχει νομολογηθεί ότι η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων ανήκει στη διακριτική εξουσία της διοίκησης η οποία δεν ελέγχεται από το ακυρωτικό Δικαστήριο (Βλέπε: Republic v. Georgiades (1972) 3 C.L.R. 594).

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση.  Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί μια απόφαση, η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης.

Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή εντοπίζει την ισχυριζόμενη πλάνη περί τα πράγματα των καθ’ ων η αίτηση στο γεγονός ότι η αρμόδια αρχή δεν έλαβε υπόψη τις ανάγκες σε εργάτες του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα και επίσης ότι ο αιτητής ήταν στην Κύπρο από το 1994 και πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου για να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος.  Δεν συμφωνώ με τα πιο πάνω.  Οι καθ’ ων η αίτηση ήταν πλήρως ενημερωμένοι για τα πιο πάνω και ορθά τα συνεκτίμησαν για να καταλήξουν στην απόφαση τους.  Καμιά πλάνη δεν αποδείχθηκε από τον αιτητή που είχε και το βάρος της απόδειξης της.

Ο περαιτέρω ισχυρισμός του αιτητή ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν δέουσα έρευνα κρίνεται επίσης ως ανεδαφικός.  Όλα τα γεγονότα ήταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και η έρευνα ήταν πλήρης.  Ο αιτητής δεν αναφέρει οτιδήποτε το οποίο δεν ερεύνησαν οι καθ’ ων η αίτηση.  Ο συναφής ισχυρισμός ότι η απόφαση αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης δεν ευσταθεί, αφού [*360]βασίζεται μόνο στους ισχυρισμούς για μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα, ισχυρισμοί που έχουν ήδη απορριφθεί.

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή ότι υπήρχε προκατάληψη εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση εναντίον του.  Ο ισχυρισμός αυτός εδράζεται στην πεποίθηση του ότι ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις για να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος.  Αλλά αυτό είναι το πιθανό ζητούμενο αν και όταν υποβληθεί εκ μέρους του τέτοια αίτηση, η οποία μέχρι την έκδοση της επίδικης απόφασης δεν υποβλήθηκε.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία ζήτημα προκατάληψης πρέπει να προβάλλεται με συγκεκριμένα στοιχεία και το βάρος της απόδειξης το έχει εκείνος που το επικαλείται. Στην παρούσα υπόθεση εντελώς γενικά και αόριστα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δήθεν επιδιώχθηκε η παρεμπόδιση του αιτητή να υποβάλει τέτοια αίτηση πολιτογράφησης.  Ο λόγος αυτός ακυρότητας κρίνεται ανεδαφικός ως αναπόδεικτος.

Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.  Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μεν συνοπτική  αλλά η αιτιολογία της συμπληρώνεται από το φάκελο της υπόθεσης όπου φαίνονται όλα τα στοιχεία και γεγονότα στα  οποία στηρίχθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση της επίδικης απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο