Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2004) 4 ΑΑΔ 411

(2004) 4 ΑΑΔ 411

[*411]21 Μαΐου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

(ΟΠΩΣ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΤΗΝ 21/9/2001),

Αιτητές,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1105/2002)

 

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Μυστική μαγνητοφώνηση καθηγητή λυκείου κατά την ώρα του μαθήματος και μετάδοση της ηχογράφησης από τηλεοπτικό σταθμό ― Κρίθηκε από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ότι συνιστούσε παράβαση του Άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98) και των Καν. 24(1)(α) και 27(1)(α), (γ) και (δ) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ― Η κρίση περί συνδρομής των παραβάσεων επικυρώθηκε όχι όμως και η επιβληθείσα ποινή ― Περιστάσεις.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της σε βάρος τους επιβολής προστίμου Λ.Κ. 6.000.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Με την προσφυγή τους οι αιτητές προώθησαν προς εξέταση επτά σημεία.  Το ένα αφορά στο κατά πόσο το πόρισμα της λειτουργού ραδιοτηλεόρασης παρείχε έρεισμα για την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης.  Οι αιτητές προβάλλουν ότι δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο.  Στις υποθέσεις Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, η Πλήρης Ολομέλεια εξέτασε πολλά παρόμοια πορίσματα και τα θεώρησε επαρκώς αιτιολογημένα.

[*412]2.      Με άλλα πέντε σημεία οι αιτητές αμφισβητούν ότι στοιχειοθετήθηκε οποιαδήποτε παράβαση.  Τα τέσσερα αφορούν στα συστατικά των απαγορεύσεων που τίθενται με τις παραγράφους (α), (γ) και (δ) του Καν. 27(Ι) της Κ.Δ.Π. 10/2000 και συνδέονται άμεσα με τις περιστάσεις της ηχογράφησης, αλλά εκτείνονται και στη μετάδοση.  Το πέμπτο σημείο αφορά στο Άρθρο 26(2) του Ν. 7(Ι)/98 και τον συναφή Καν. 24(1)(α), όπου τίθενται διάφοροι όροι ως προς το τι θα πρέπει να χαρακτηρίζει – αντικειμενικότητα κ.α. – τα δελτία ειδήσεων και τα επικαιρικά προγράμματα.  Πάντως η εξέταση για παράβαση όλων αυτών των διατάξεων, έχει ως κοινή βάση τα ίδια ακριβώς γεγονότα.

     Πιο άμεσα αφορά τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης ο Καν. 27(Ι).

3.  Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι η μαγνητοφώνηση του καθηγητή στην τάξη έγινε εν αγνοία του και μεταδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή του.  Το αν η ηχογράφηση έγινε από τον εμπλεκόμενο μαθητή ή από άλλο πρόσωπο δεν έχει σημασία, όπως το ίδιο δεν έχει σημασία το αν ο εν λόγω μαθητής γνώριζε ότι γινόταν ηχογράφηση.  Σημασία έχει το ότι επρόκειτο για μυστική ηχογράφηση του καθηγητή, αφού ο ίδιος δεν είχε πληροφορηθεί σχετικά.  Είναι δε προφανές ότι ως προς τον καθηγητή η ηχογράφηση έγινε με τη χρήση κρυμμένου ή καλυμμένου μαγνητοφώνου αφού αυτό δεν περιέπεσε στην αντίληψή του.  Το αν το μαγνητόφωνο ήταν τοποθετημένο σε σημείο όπου το έβλεπαν άλλοι στην τάξη – οι μαθητές – δεν έχει σημασία.  Για τον καθηγητή ήταν κρυμμένο ή καλυμμένο αν ο ίδιος δεν το έβλεπε.  Ούτε έχει σημασία το ότι δεν ήταν ο σταθμός που προέβη στη μαγνητοφώνηση.  Παράβαση βάσει των παραγράφων (α), (γ) και (δ) του Καν. 27 υπάρχει και όταν η ηχογράφηση δεν γίνεται από τον σταθμό αλλά μεταδίδεται από αυτόν.

4.  Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσιάζει στην παρούσα περίπτωση η έννοια του ιδιωτικού χώρου στην πραράγραφο (δ) του Καν.27(1).  Δεν σημαίνει ότι χώρος δεν μπορεί να είναι ιδιωτικός αν εντάσσεται στη λειτουργία δημόσιου σχολείου ή αν βρίσκεται σε δημόσιο κτίριο.  Εξαρτάται πάντοτε από τα όσα συνθέτουν τη φυσιογνωμία και τις ανάγκες της περίπτωσης. Η τάξη Λυκείου είναι χώρος, ιδιωτικός.  Πρόκειται για χώρο ο οποίος κατά την ώρα της διδασκαλίας είναι αφιερωμένος σε σκοπό από τον οποίο αποκλείονται όσοι είτε δεν ανήκουν στην τάξη είτε δεν έχουν θεσμικά πρόσβαση, με κύριο δε γνώρισμα αυτού του σκοπού τη σχέση εμπιστευτικότητας μεταξύ καθηγητή και μαθητών μια σχέση που για την ολοκλήρωσή της, χρειάζεται την ιδιωτικότητα του χώρου.

[*413]         Ως προς το δημόσιο συμφέρον που μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (α) του Καν.27(1), εδώ υπερίσχυε η εκπαιδευτική διαδικασία.

5.  Απομένει, τέλος, σε ό,τι γενικότερα αφορά τον Καν. 27(1), το κατά πόσο οι περιστάσεις της υπόθεσης την ενέτασσαν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Το ότι η ηχογράφηση έγινε στη διάρκεια και στο χώρο της επαγγελματικής δραστηριότητας του καθηγητή και το ότι απέβλεπε να στιγματίσει μια απαράδεκτη εκ μέρους του συμπεριφορά δεν σήμαινε πως η ηχογράφηση δεν συνδεόταν και με την ιδιωτική του ζωή.  Η ηχογράφηση δεν ανήκε στο πλαίσιο επαγγελματικής λειτουργίας. Και έπληττε την προσωπικότητα του καθηγητή ως μέρος της ιδιωτικής του ζωής, προστατευμένης από το Άρθρο 15 του Συντάγματος.

6.  Ο σταθμός, που χρησιμοποίησε την ηχογράφηση, δεν μπορεί να έχει μικρότερη ευθύνη από το άτομο ή τα άτομα που προέβησαν στην ηχογράφηση, αφού με τη χρήση της την επιδοκίμασε και με τη διάδοση του περιεχομένου επέτεινε την προσβολή του δικαιώματος προσωπικότητας του καθηγητή.

     Το Άρθρο 26(2) και ο Καν. 24(1) έχουν εδώ σχέση περισσότερο με τις περιστάσεις μετάδοσης και η σημασία τους υποχωρεί ενόψει της κατάληξης ότι ένεκα των περιστάσεων της ηχογράφησης καθίστατο απαράδεκτη η μετάδοση του περιεχομένου της ηχογράφησης.  Το να είχε δοθεί από τον σταθμό στον καθηγητή η ευκαιρία για απόψεις ή εξηγήσεις ίσως να μην είχε εν προκειμένω ουσιαστική αξία.

     Κατά συνέπεια, ήταν δικαιολογημένες οι καταλήξεις της Αρχής ότι υπήρξε παράβαση από τους αιτητές του Καν. 27(1)(α), (γ) και (δ) όπως και του Άρθρου 26(2) μαζί και του Καν. 24(1), όσο και αν μπορεί κανείς να υποδείξει αδυναμίες σε κάποιους από τους συλλογισμούς που η Αρχή διατύπωσε.

7.  Απομένει για εξέταση το έβδομο σημείο των αιτητών, εκείνο που αφορά στην επιβολή διοικητικού προστίμου Λ.Κ.6.000.

     Οι αιτητές επισημαίνουν ότι η σχετική απόφαση της Αρχής δεν αποκαλύπτει το κατά πόσο το διοικητικό πρόστιμο καθορίστηκε με βάση τις τρεις περιπτώσεις μετάδοσης – δύο στις 13 Φεβρουαρίου 2002 και μία την επόμενη – ή με βάση τις δύο ημέρες μετάδοσης.

     Οι αιτητές έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν, με διατύπωση αιτιολο[*414]γίας, το πως η αρμόδια Αρχή αντικρύζει το ζήτημα.  Η Αρχή οφείλει επίσης να διευκρινίζει το κατά πόσο ο αριθμός των διατάξεων στις οποίες διαπιστώθηκε παράβαση επέδρασε σωρευτικά στον καθορισμό του προστίμου, αφού όταν η παράβαση θεμελιώνεται στα ίδια γεγονότα δεν είναι επιτρεπτός ο πολλαπλασιασμός με αναφορά στις διατάξει.  Επί της επιβολής επομένως του προστίμου των Λ.Κ. 6.000 η απόφαση της Αρχής δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

8.  Η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται κατά το μέρος που αφορά στις καταλογισθείσες παραβάσεις και ακυρώνεται κατά το μέρος που αφορά στην επιβληθείσα διοικητική ποινή.  Επιδικάζεται υπέρ των αιτητών το ένα τρίτο των εξόδων.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134,

Campbell ν. MGN Limited [2004] UKHL 22,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2002) 4 Α.Α.Δ. 1077,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 121.

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές.

Μ. Καλλιγέρου, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 13 Φεβρουαρίου 2002 ο τηλεοπτικός σταθμός «ΑΝΤΕΝΝΑ» μετέδωσε, στο πλαίσιο του κεντρικού δελτίου ειδήσεων, ρεπορτάζ που περιλάμβανε ηχογραφημένο διαπληκτισμό μεταξύ καθηγητή και μαθητή, κατά την ώρα διδασκαλίας σε τάξη λυκείου αστικής περιοχής. Το ρεπορτάζ αναμεταδόθηκε και στο νυκτερινό δελτίο ειδήσεων της ίδιας ημερομηνίας και επαναλήφθηκε την επομένη, 14 Φεβρουαρίου 2002, στην ενημερωτική εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι».  Η ηχογράφηση είχε γίνει εν αγνοία του καθη[*415]γητή, προφανώς από μαθητή ή μαθητές που βρίσκονταν στην τάξη κατά την ώρα του διαπληκτισμού και η κασέτα παραδόθηκε σε δημοσιογράφο του σταθμού. Ο σταθμός δεν επικοινώνησε με τον καθηγητή πριν από τη μετάδοση του ρεπορτάζ και δεν πήρε τη συγκατάθεση του για την αποκάλυψη του περιεχομένου της κασέτας.

Η Αρχή επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα της υπόθεσης την οποία, στις 14 Φεβρουαρίου 2002, ανέθεσε σε λειτουργό ραδιοτηλεόρασης για διερεύνηση. Στην πορεία, στις 4 Μαρτίου 2002, υποβλήθηκε και παράπονο από τον καθηγητή. Στις 8 Μαρτίου 2002 η λειτουργός υπέβαλε προς την Αρχή έκθεση με όλα τα σχετικά στοιχεία, σύμφωνα με τον Καν. 42(5) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, (Κ.Δ.Π. 10/2000), ο οποίος προβλέπει  αιτιολόγηση του πορίσματος.  Περιλάμβανε εισήγηση ότι ο σταθμός παρέβη το Άρθρο 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών  Νόμου του 1998, Ν. 7(Ι)/98, (όπως έχει τροποποιηθεί) και, στην ίδια γραμμή, τον Καν. 24(1)(α)· τον Καν. 27(1)(α), (γ) και (δ)· την παράγραφο 7(1) του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. τον Καν. 21(3)· τον Καν. 28(1)· τον Καν. 28(2)· και την παράγραφο 1(1) του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.

Η Αρχή καθόρισε την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης με βάση το πόρισμα της λειτουργού και στις  2 Απριλίου 2002 πληροφόρησε τους αιτητές για την εξέταση πιθανών παραβάσεων, παρέχοντας τους πλήρη στοιχεία.  Οι αιτητές απάντησαν με επιστολή ημερ. 4 Απριλίου 2002.  Αρνήθηκαν παράβαση των υπό αναφορά διατάξεων.  Δήλωσαν ότι θα καλούσαν μάρτυρες για τη δημοσιογραφική πτυχή και για το καθήκον ενημέρωσης του κοινού.  Ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η κασέτα περιήλθε στην κατοχή τους, επισύναψαν την ακόλουθη έκθεση του δημοσιογράφου προς τον διευθυντή ειδήσεων του σταθμού:

«Τα γεγονότα με το ηχητικό ντοκουμέντο που παρουσίασε ο Σταθμός την Τετάρτη 13/2/2002 έχουν ως ακολούθως:

Τη Δευτέρα 11/2/2002 το πρωί, μαθητής του Λυκείου Κύκκου Α΄ τηλεφώνησε από το κινητό του στη διάρκεια διαλείμματος, στο Σταθμό.  Μίλησα εγώ μαζί του και μου ανέφερε ότι συγκεκριμένος καθηγητής συμπεριφέρεται σ’ αυτόν και τους συμμαθητές του άσχημα (βρίζει και κτυπά). Τα παράπονα τους, όπως μου είπε, τα είχαν κάνει και στη διεύθυνση του σχολείου.

Μου είπε μάλιστα ότι έχει και στοιχεία που αποδεικνύουν τα [*416]όσα μου προανέφερε. Εγώ του είπα ότι θα επικοινωνήσω μαζί του αργότερα. Ήθελα προηγουμένως να διερευνήσω το όλο θέμα.

Επικοινώνησα αμέσως τηλεφωνικώς με τη διευθύντρια του σχολείου η οποία αρνήθηκε ότι γνωρίζει οτιδήποτε.

Στην συνέχεια επικοινώνησα με το μαθητή και του είπα τι μου ανέφερε η διευθύντρια του σχολείου.  Αυτός μου απάντησε ότι θα ξαναεπικοινωνήσει μαζί μου.

Δύο μέρες αργότερα την Τετάρτη 13/2/2002 γύρω στις 9 το πρωί ο μαθητής τηλεφώνησε ξανά.

Μου είπε γύρω στις 10.00 π.μ. να τον συναντήσω σε περίπτερο κοντά στο σχολείο, για να μου δώσει μια κασέττα με την οποία θα επιβεβαιώνονται οι ισχυρισμοί του. 

Μαζί με το συνάδελφο Ν. Κέττηρο πήγαμε στην συνάντηση και βρήκαμε ομάδα μαθητών να μας περιμένει για να μας δώσει την κασέττα.

Παραδίδοντας μου, την κασέττα, έκαναν εκ νέου τα παράπονα τους, ενώ μου ανέφεραν ότι έχουν και άλλες παρόμοιες κασέττες.

Πήραμε την κασέττα και επιστρέψαμε στο Σταθμό, και ενημέρωσα τόσο εσάς όσο και τον Αρχισυντάκτη.»

Αργότερα, στις 29 Απριλίου 2002, οι αιτητές απέστειλαν στην Αρχή αντίγραφο επιστολής ημερ. 26 Απριλίου 2002 την οποία τους είχε απευθύνει ο διευθυντής ειδήσεων.  Εξηγούσε την  προσέγγιση του σταθμού με αναφορά σε προσφάτως παρουσιασθέντα προβλήματα σχολικής πειθαρχίας όπως και συμπεριφοράς καθηγητών αλλά και με αναφορά σε διάφορες διατάξεις και αρχές  που έχουν σχέση με την ελευθερία του λόγου, την  ιδιωτική ζωή και τη διάκριση της από τη δημόσια και, τέλος, με τα δικαιώματα των παιδιών.  Υποστήριζε, με αναφορά στις διατάξεις επί των οποίων στηρίζονταν οι κατηγορίες όπως και στα γεγονότα της περίπτωσης, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση. 

Σε σχέση με το περιεχόμενο της ηχογράφησης, ο καθηγητής παραπονέθηκε προς την Αρχή πως σε ορισμένα σημεία υπήρξε αλλοίωση σε ό,τι κατά το επεισόδιο είχε πει στον μαθητή.  Κατά την [*417]εκδοχή του, προστέθηκαν και του αποδόθηκαν δύο φράσεις ή λέξεις που δεν είχε πει.  Δεν χρειάζεται εδώ να εξεταστεί αυτή η διάσταση αφού και με όσα δεν αμφισβητήθηκαν η συμπεριφορά του καθηγητή και πάλι δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί ολωσδιόλου απαράδεκτη.

Η Αρχή εξέτασε την περίπτωση για τη λήψη απόφασης  σε συνεδρία ημερ. 19 Ιουνίου 2002.  Κατά την ακρόαση παρέστησαν και κατέθεσαν ο δημοσιογράφος και ο διευθυντής ειδήσεων του σταθμού.  Ο πρώτος επανέλαβε συνοπτικά τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες του παραδόθηκε η κασέτα. Ο δεύτερος επεσήμανε τα  αντίστοιχα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών και τα συσχέτισε με τις περιστάσεις της υπόθεσης για να εισηγηθεί εκ μέρους των αιτητών ότι δεν στοιχειοθετείτο παράβαση.  Ανέφερε τα εξής:

«Καταρχήν, όσον αφορά το Άρθρο 26(2) και τον κανονισμό 24(1)(α) έχω να δηλώσω τα εξής:

Το παράπονο του κ. Πέτρου έγινε ένα μήνα μετά την προβολή του ρεπορτάζ σε αντίθεση με το τι συμβαίνει συνήθως όταν προκύπτουν θέματα προσβολής της προσωπικότητας και πιστεύω ότι το γεγονός ότι ο κ. Πέτρου αντέδρασε βραδυφλεγώς οφείλεται αποκλειστικά σε συνδικαλιστικούς λόγους και κακή τη πίστη και συνδυάζεται αυτό το επιχείρημά μου με το γεγονός ότι ο κ. Πέτρου δεν άσκησε το δικαίωμα απαντήσεως.  Είναι σαφές ότι ο πολίτης ο οποίος θίγεται αντιδρά αμέσως και ζητά την επανόρθωση, έτσι υποστηρίζω ότι ο κ. Πέτρου δεν έχει θιγεί και η όλη υπόθεση είναι επιχείρηση εναντίον του σταθμού.  Όσον αφορά τώρα τους κανονισμούς για την πληρότητα και την πολυφωνία, είναι γεγονός ότι εκτός από το δικαίωμα απαντήσεως που είχε ο παραπονούμενος και δεν το άσκησε, ο σταθμός επικοινώνησε πριν το ρεπορτάζ με τη Διευθύντρια του σχολείου για δηλώσεις, η οποία με τη σειρά της επικοινώνησε με τον καθηγητή και η απάντηση από τους δύο ήταν ότι δεν τρέχει τίποτα.  Ο δημοσιογράφος επί τόπου διαμορφώνει μια άποψη, για το συγκεκριμένο θέμα ο δημοσιογράφος του ρεπορτάζ είχε την άποψη ότι ο καθηγητής δεν θα δεχόταν να μιλήσει.  Επίσης ο σταθμός την επόμενη μέρα είχε καλεσμένους στο δελτίο ειδήσεων εκπροσώπους όλων των πλευρών για να εκφράσουν τις θέσεις και απόψεις τους.

Όσον αφορά τους κανονισμούς 27(1)(α), 27(1)(γ) και 27(1)(δ), και τις παραγράφους 1(1) και 7(1) του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ο σταθμός πρώτον δεν προέβη σε μυστική [*418]ηχογράφηση, ενώ η συμπεριφορά του καθηγητή εντός του σχολείου δεν συνιστά προστατευόμενο αγαθό κατά την έννοια της ιδιωτικής ζωής.  Επίσης παρόλο που ο καθηγητής δεν ήξερε ότι υπήρχε συσκευή που τον ηχογραφούσε, όφειλε πιστεύω να ήταν προσεκτικός και να είχε άλλη συμπεριφορά.  Εξάλλου, το ρεπορτάζ αφορούσε την ελευθερία έκφρασης των μαθητών και ο τρόπος μετάδοσης δεν έθιγε ούτε αποκάλυπτε κανένα.  Η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν εξαιρετική και οι στόχοι του ρεπορτάζ ήταν υψηλοί.  Ήρθα σε δίλημμά κατά πόσο έπρεπε να μεταδοθεί το ηχητικό ντοκουμέντο, αλλά η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.  Πιστεύω ότι εάν οι πληροφορίες μεταδίδονταν χωρίς το ηχητικό ντοκουμέντο το ρεπορτάζ δεν θα εκπληρούσε το στόχο του.  Επίσης δεν καλέσαμε τους μαθητές σε εκπομπή γιατί τα παιδιά φοβόντουσαν τις συνέπειες και είχαν δίκαιο αφού δεν τους κυνήγησαν τώρα που έχουμε και το υλικό;

Όσον αφορά τους κανονισμούς 21(3), 28(1) και 28(2) πρώτον ο καθηγητής δεν αναφέρθηκε πότε ονομαστικά ούτε δόθηκε κανένα στοιχείο που να οδηγεί στην αναγνώριση της ταυτότητάς του και δεν υπήρξε καμία αλλοίωση του περιεχομένου του ηχητικού ντοκουμέντου.»

Με την απόφαση, ημερ. 19 Ιουνίου 2002, η Αρχή έκρινε ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 26(2) του Νόμου και του Καν. 24(1)(α) επειδή το ρεπορτάζ δεν χαρακτηριζόταν από «αντικειμενικότητα, πολυφωνία, πολυμέρεια και τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα»· ότι υπήρξε παράβαση του Καν. 27(1)(α) επειδή το ρεπορτάζ βασίστηκε σε μυστική ηχογράφηση χωρίς τη συγκατάθεση του καθηγητή· ότι υπήρξε παράβαση του Καν. 27(1)(γ) επειδή το ρεπορτάζ αφορούσε μυστική ηχογράφηση που έγινε με τη χρήση κρυμμένων ή καλυμμένων μηχανών λήψεως· και ότι υπήρξε παράβαση του Καν. 27(1)(δ) επειδή το ρεπορτάζ μεταδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του καθηγητή.  Επεκτάθηκε δε σε λεπτομέρειες των λόγων για αυτές τις καταλήξεις.  Έκρινε συνάμα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε παράβαση των Καν. 21(3), 28(1), 28(2) και των παραγράφων 1(1) και 7(1) του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.  Το σκεπτικό της απόφασης συνίστατο στα εξής:

«Το ρεπορτάζ (υπό στοιχεία 4, 13, 22), που ο σταθμός μετέδωσε στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του στις 13.2.2002 και στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων καθώς και στις 14.2.2002 στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι», με θέμα την αντιπαράθεση καθηγητή με μαθητές σε λύκειο αστικής περιοχής, το [*419]οποίο βασίστηκε σε μυστική ηχογράφηση του διαλόγου του καθηγητή και των μαθητών την ώρα της διδασκαλίας, δεν χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα, πολυφωνία, πολυμέρεια και τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα κατά παράβαση του Άρθρου 26(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(1) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), βάσει του οποίου «τα δελτία ειδήσεων και τα επικαιρικά προγράμματα πρέπει να χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και πολυφωνία ιδιαίτερα αναφορικά με πολιτικά θέματα αλλά και οποιαδήποτε κοινωνικά θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη.» και του κανονισμού 24(1)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ο οποίος αναφέρει «Τα δελτία ειδήσεων προπαρασκευάζονται και μεταδίδονται με ακρίβεια, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, πολυμέρεια και τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα.»  Η παράβαση στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται στο ότι παρόλο που ακούμε μαθητή να κατηγορεί τον καθηγητή του, ο σταθμός δεν μετέδωσε την πλευρά του καθηγητή ούτε έθεσε ενώπιον των ενδιαφερομένων την ύπαρξη στοιχείων – κασέτας και την πρόθεση για παρουσίασή τους σε ειδική εκπομπή.  Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα ένα ρεπορτάζ το οποίο προβάλλει προϊόν μαγνητοφώνησης κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας εκ των αναφερομένων (στην περίπτωση αυτή ο μαθητής) γνωρίζει ότι γίνεται μαγνητοφώνηση, άρα δεν εκθέτει την συμπεριφορά του υπό πραγματικές συνθήκες, ενώ ο άλλος (ο καθηγητής) προκαλείται χωρίς να γνωρίζει ότι μαγνητοφωνείται.

Το ρεπορτάζ (υπό στοιχεία 1, 10, 19) που ο σταθμός μετέδωσε στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του στις 13.2.2002 και στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων καθώς και στις 14.2.2002 στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι», με θέμα την αντιπαράθεση καθηγητή με μαθητές σε λύκειο αστικής περιοχής, βασίστηκε σε μυστική ηχογράφηση του διαλόγου του καθηγητή και των μαθητών την ώρα της διδασκαλίας, και το υλικό μεταδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του εμπλεκόμενου καθηγητή, όπως ο ίδιος δηλώνει, κατά παράβαση του κανονισμού 27(1)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ο οποίος αναφέρει «Όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, απαγορεύεται – Η μυστική βιντεογράφηση, η ηχογράφηση και η φωτογράφιση προσώπων σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, καθώς και η μετάδοση του υλικού σε οποιαδήποτε εκπομπή χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων. Η μετάδοση δικαιολογείται μόνο σε περιπτώσεις που αφο[*420]ρούν το δημόσιο συμφέρον».  Ο σταθμός δεν κατηγορείται για μυστική ηχογράφηση – ως η απολογία των ενδιαφερομένων – αλλά για το γεγονός ότι μετέδωσε το υλικό χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων.

Στο ρεπορτάζ (υπό στοιχεία 2, 11, 20), που ο σταθμός μετέδωσε στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του στις 13.2.2002 και στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων καθώς και στις 14.2.2002 στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι», με θέμα την αντιπαράθεση καθηγητή με μαθητές σε λύκειο αστικής περιοχής, μεταδόθηκε και το υλικό από τη μυστική ηχογράφηση του διαλόγου του καθηγητή και των μαθητών την ώρα της διδασκαλίας, η οποία έγινε με χρήση κρυμμένων ή καλυμμένων μηχανών λήψεως, κατά παράβαση του κανονισμού 27(1)(γ) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ο οποίος αναφέρει «Όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, απαγορεύεται η χρήση  κρυμμένων ή καλυμμένων μηχανών λήψεως, είτε φωτογραφικών είτε βιντεοκάμερων, ή μαγνητοφώνων σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο για κατασκοπία προσώπων, καθώς και η μετάδοση του ηχητικού ή οπτικοακουστικού υλικού που λήφθηκε με τέτοια μέσα από τηλεοπτικούς ή ραδιοφωνικούς σταθμούς.»  Τονίζουμε ότι ο Κανονισμός αναφέρεται σε ‘κατασκοπία προσώπων σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο’ και επομένως τα επιχειρήματα των καθ΄ ων η καταγγελία, περί του τι είναι ‘προστατευόμενο αγαθό κατά την έννοια της ιδιωτικής ζωής’ ουδόλως δικαιολογούν τη μετάδοση υλικού που λήφθηκε με μυστική ηχογράφηση.

Το ρεπορτάζ (υπό στοιχεία 3, 12, 21), που ο σταθμός μετέδωσε στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του στις 13.2.2002 και στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων καθώς και στις 14.2.2002 στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι», με θέμα την αντιπαράθεση καθηγητή με μαθητές σε λύκειο αστικής περιοχής, βασίστηκε σε μυστική ηχογράφηση του διαλόγου του καθηγητή και των μαθητών την ώρα της διδασκαλίας στην τάξη και το υλικό μεταδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του εμπλεκόμενου καθηγητή, όπως ο ίδιος δηλώνει κατά παράβαση του κανονισμού 27(1)(δ) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ο οποίος αναφέρει «Όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, απαγορεύεται η βιντεογράφηση, η ηχογράφηση και η φωτογράφιση σε ιδιωτικό χώρο χωρίς της συγκατάθεση των εμπλεκόμενων μερών, καθώς και η μετάδοση του υλικού από σταθμούς.»

[*421]Το ρεπορτάζ, που ο σταθμός μετέδωσε στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του στις 13.2.2002 και στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων καθώς και στις 14.2.2002 στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι», με θέμα την αντιπαράθεση καθηγητή με μαθητές σε λύκειο αστικής περιοχής το οποίο βασίστηκε σε μυστική ηχογράφηση του διαλόγου του καθηγητή και των μαθητών την ώρα της διδασκαλίας, δεν φαίνεται να διαλαμβάνει οποιαδήποτε επαρκή στοιχεία που να στοιχειοθετούν τις παραβάσεις που αναφέρονται στους κανονισμούς 21(3), 28(1) και 28(2)  των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), και στις παραγράφους 1(1) και 7.1 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα ΜΜΕ (Παράρτημα VIII) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Το γεγονός ότι ο παραπονούμενος κ. Πέτρου δεν άσκησε το δικαίωμα απαντήσεως που έχει ή ότι αντέδρασε βραδυφλεγώς δεν απαλλάσσει το σταθμό από την υποχρέωση ότι θα έπρεπε να φροντίσει έτσι ώστε να εξασφαλίσει και να προβάλει και τις απόψεις του ίδιου του καθηγητή.  Μόνο τότε το ρεπορτάζ θα χαρακτηριζόταν από την αντικειμενικότητα, την πολυφωνία και τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα.

Επίσης, το γεγονός ότι το ηχητικό ντοκουμέντο μεταδόθηκε από το σταθμό χωρίς τη συγκατάθεση του καθηγητή αποτελεί παράβαση και προσβάλλει τα δικαιώματα του καθηγητή.  Επίσης το ντοκουμέντο ήταν μονομερές αφού η ηχογράφηση ήταν μυστική και ενώ οι μαθητές ήξεραν ότι ό,τι έλεγαν τυγχάνει ηχογράφησης, ο καθηγητής όχι.  Η δικαιολογία του σταθμού ότι το ηχητικό ντοκουμέντο έπρεπε να προβληθεί για να διαφυλαχθεί η εκπαιδευτική διαδικασία έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής του καθηγητή.  Το συνταγματικό δικαίωμα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από τη νομοθεσία με την απαγόρευση της μυστικής βιντεογράφησης, ηχογράφησης και φωτογράφισης προσώπων καθώς και της μετάδοσης του υλικού χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων.  Ο σταθμός θα μπορούσε να κάνει το ρεπορτάζ και να θίξει τα κακώς έχοντα στην εκπαίδευση και χωρίς να  προβάλει το ηχητικό ντοκουμέντο.

Όσο για το επιχείρημα για τα συμφέροντα των παιδιών και την κατοχύρωση δικαιώματος έκφρασης δεν ευσταθεί, μια και η εν[*422]θάρρυνση – διά της προβολής από σταθμό – της μυστικής ηχογράφησης από το ένα μέρος των εμπλεκομένων – τα παιδιά – αποτελεί κακήν υπηρεσία στα καλώς νοούμενα συμφέροντα των παιδιών.

Εν όψει των ανωτέρω, ή Αρχή κρίνει και αποφασίζει ότι υπάρχουν παραβάσεις του Άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και των κανονισμών 24(1)(α), 27(1)(α), 27(1)(γ)  και 27(1)(δ) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).»

Με την προσφυγή τους οι αιτητές προώθησαν προς εξέταση επτά σημεία. Το ένα αφορά στο κατά πόσο το πόρισμα της λειτουργού ραδιοτηλεόρασης παρείχε έρεισμα για την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης.  Οι αιτητές προβάλλουν ότι δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο. Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Επισημαίνω ότι στις υποθέσεις Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, η Πλήρης Ολομέλεια εξέτασε πολλά παρόμοια πορίσματα και τα θεώρησε επαρκώς αιτιολογημένα.

Με άλλα πέντε σημεία οι αιτητές αμφισβητούν ότι στοιχειοθετήθηκε οποιαδήποτε παράβαση.  Τα τέσσερα αφορούν στα συστατικά των απαγορεύσεων που τίθενται με τις παραγράφους (α), (γ) και (δ) του Καν. 27(1) και συνδέονται άμεσα με τις περιστάσεις της ηχογράφησης, αλλά εκτείνονται και στη μετάδοση.  Το πέμπτο  σημείο αφορά στο Άρθρο 26(2) και τον συναφή Καν. 24(1)(α), όπου τίθενται διάφοροι όροι ως προς το τί θα πρέπει να χαρακτηρίζει – αντικειμενικότητα κ.α. – τα δελτία ειδήσεων και τα επικαιρικά προγράμματα.  Πάντως η εξέταση για παράβαση όλων αυτών των διατάξεων έχει ως κοινή βάση τα ίδια ακριβώς γεγονότα.

Πιο άμεσα αφορά τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης ο Καν. 27(1), στο σχετικό μέρος του οποίου προβλέπεται ότι:

Ιδιωτική ζωή 27. – (1)  Όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, απαγορεύεται-

(α)   Η μυστική βιντεογράφηση, η ηχογράφηση και η φωτογράφιση προσώπων σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, καθώς και η μετάδοση του υλικού σε οποιαδήποτε εκπομπή χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων.  Η μετάδοση του δικαιολογείται μόνο σε περιπτώσεις [*423]που αφορούν το δημόσιο συμφέρον·

     .............................................................................

(γ)   η χρήση κρυμμένων ή καλυμμένων μηχανών λήψεως, είτε φωτογραφικών είτε βιντεοκάμερων, ή μαγνητοφώνων σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο για κατασκοπία προσώπων, καθώς και η μετάδοση του ηχητικού ή οπτικοακουστικού υλικού που λήφθηκε με τέτοια μέσα από τηλεοπτικούς ή ραδιοφωνικούς σταθμούς·

(δ)   η βιντεογράφηση, η ηχογράφηση και η φωτογράφιση σε ιδιωτικό χώρο χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων μερών, καθώς και η μετάδοση του υλικού από σταθμούς.

     ............................................................................»

Οι αιτητές εισηγούνται ότι ο Καν. 27(1) δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή αφού παρέχει προστασία μόνο στην ιδιωτική ζωή, όχι και στη δημόσια, επαγγελματική ή κοινωνική ζωή και «το μεταδοθέν ρεπορτάζ αφορούσε στην επαγγελματική συμπεριφορά και δραστηριότητα του παραπονούμενου καθηγητή εντός του σχολείου και έναντι των μαθητών του σε ώρα μαθήματος ....».  Ως προς τα επιμέρους του Καν. 27(1) οι αιτητές εισηγούνται, σε σχέση πρώτα με την παράγραφο (δ), ότι η τάξη δημόσιου σχολείου εν ώρα διδασκαλίας δεν μπορεί να είναι ιδιωτικός χώρος ενώ η απαγόρευση βάσει της εν λόγω διάταξης αφορά σε μόνο ιδιωτικό χώρο.  Σε σχέση έπειτα με την παράγραφο (α) –  μυστική ηχογράφηση και μετάδοση χωρίς συγκατάθεση – η απαγόρευση της οποίας εκτείνεται και σε δημόσιο χώρο, οι αιτητές προβάλλουν ότι καλύπτονται από την επιφύλαξη της παραγράφου, σύμφωνα με την οποία δικαιολογείται η μετάδοση σε περιπτώσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον.  Έγινε ως προς αυτό αναφορά στην επιστολή του διευθυντή ειδήσεων του σταθμού και της δήλωσης του ενώπιον της Αρχής.  Υπογραμμίστηκε η σημασία του μεταδοθέντος θέματος, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης όπως και το αντίστοιχο καθήκον του σταθμού να  ενημερώσει το κοινό και να παράσχει βήμα για δημόσια συζήτηση.  Τα ακόλουθα αποσπάσματα  από την εν λόγω επιστολή είναι σχετικά:

«Η δημοσιογραφική εκτίμηση και αξιολόγηση που οδήγησε στη [*424]συμπερίληψη του εν λόγω θέματος στο δελτίο ειδήσεων στηρίχθηκε στους βασικούς κανόνες της δημοσιογραφικής εργασίας που είναι η μετάδοση επίκαιρων γεγονότων και γεγονότων που απασχολούν την κοινή γνώμη.  Σημειώνω ότι την περίοδο εκείνη είχαν συμβεί και μεταδοθεί διάφορα επεισοδιακά περιστατικά σε σχολεία και γενικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης.  Την ίδια εξάλλου μέρα φοιτητές είχαν καταλάβει το γραφείο του Υπουργού Παιδείας.

...............................................................................................................

Δεν ήταν από την άλλη πρόθεσή μας να ασχοληθούμε ή να εκθέσουμε το συγκεκριμένο καθηγητή αλλά να θέσουμε δημοσίως το πρόβλημα των προβληματικών καθηγητών γενικότερα, ένα πρόβλημα που συζητείται στην κοινή γνώμη και απασχολεί Υπουργείο Παιδείας, εκπαιδευτικές οργανώσεις, μαθητές και γονείς.

...............................................................................................................

Το θέμα των προβληματικών καθηγητών αλλά και της γενικότερης συμπεριφοράς στην εκπαιδευτική διαδικασία υπάρχει και το ζουν καθημερινά μαθητές, καθηγητές και γονείς. Ο ΑΝΤΕΝΝΑ το έφερε στο προσκήνιο με ένα ηχητικό ντοκουμέντο που έθετε το πρόβλημα και δεν εξέθετε κανέναν.»

Αργότερα δε, ενώπιον της Αρχής, ο διευθυντής ειδήσεων εξήγησε ότι βρέθηκε προ διλήμματος:

«Ήρθα σε δίλημμα κατά πόσο έπρεπε να μεταδοθεί το ηχητικό ντοκουμέντο, αλλά η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.»

Ως προς την παράγραφο (γ) του Καν. 27(1) – «χρήση κρυμμένων ή καλυμμένων μηχανών λήψεως ..... σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο ...... και η μετάδοση του ηχητικού ή οπτικοακουστικού υλικού» – οι αιτητές προβάλλουν ότι δεν αποδείχθηκε πως το μαγνητόφωνο ήταν κρυμμένο ή καλυμμένο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στην γραπτή αγόρευση του έθεσε  το θέμα ως εξής:

«Θα μπορούσε το μαγνητόφωνο να μην ήταν ούτε κρυμμένο ούτε καλυμμένο αλλά να μην υπήρχε οπτική επαφή του καθηγητή μ’ αυτό.  Θα μπορούσε να βρίσκετο ακάλυπτο σε οποιοδήποτε θρανίο, όχι της πρώτης σειράς.»

[*425]Συμπληρώνω αυτή την ενότητα με τη θέση των αιτητών αναφορικά με το Άρθρο 26(2) και τον Καν. 24(1)(α) για την αντικειμενικότητα και άλλα που πρέπει να χαρακτηρίζουν τα δελτία ειδήσεων και τα επικαιρικά προγράμματα.  Από την ίδια γραπτή αγόρευση:

«Πώς ήταν δυνατόν οι Αιτητές να εξασφάλιζαν και να πρόβαλλαν και τις απόψεις του καθηγητή, αφού αυτός ήταν άγνωστος.  Όταν μεταδόθηκε η επίδικη ηχογράφηση (13/2/2002, και 14/2/2002) οι Αιτητές δεν γνώριζαν το όνομα του καθηγητή.  Το όνομα του καθηγητή έγινε γνωστό μετά τις 4/3/2002, που το απεκάλυψε ο ίδιος, με παράπονο του προς την καθ’ ης η Αίτηση Αρχή (βλ. σχετικό έγγραφο στην Ένσταση, που προηγείται του Παραρτήματος Ι). Στους Αιτητές απεκαλύφθη το όνομα του καθηγητή με την επιστολή της Αρχής, ημ. 2/4/2002 (βλ. Παράρτημα IV στην Ένσταση). Ήταν, λοιπόν, αδύνατο να προβληθούν οι θέσεις του καθηγητή αφού ήταν άγνωστος για αρκετό χρονικό διάστημα μετά τις επίδικες εκπομπές.  Ο σταθμός, όταν έγινε γνωστό το όνομα του καθηγητή, τον πλησίασε, αλλά αυτός δεν ήθελε να κάνει δηλώσεις.....................   Ήταν αδύνατο, υπό τις περιστάσεις, να μεταδοθεί η άποψη του καθηγητή.»

Σε σχέση με το ίδιο θέμα οι αιτητές επίσης επικρίνουν την άποψη της Αρχής ότι ενώ ο καθηγητής επροκαλείτο χωρίς να γνωρίζει ότι μαγνητοφωνείτο, ο μαθητής με τον οποίο διαπληκτιζόταν γνώριζε και άρα δεν εξέθετε τη συμπεριφορά του υπό πραγματικές συνθήκες. Επισημαίνουν ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο συγκεκριμένος μαθητής γνώριζε ότι γινόταν μαγνητοφώνηση.

Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι η μαγνητοφώνηση του καθηγητή στην τάξη έγινε εν αγνοία του και μεταδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του.  Το αν η ηχογράφηση έγινε από τον εμπλεκόμενο μαθητή ή από άλλο πρόσωπο δεν έχει σημασία, όπως το ίδιο δεν έχει σημασία το αν ο εν λόγω μαθητής γνώριζε ότι γινόταν ηχογράφηση.  Σημασία έχει το ότι επρόκειτο για μυστική ηχογράφηση του καθηγητή αφού ο ίδιος δεν είχε πληροφορηθεί σχετικά.  Είναι δε προφανές ότι ως προς τον καθηγητή η ηχογράφηση έγινε με τη χρήση κρυμμένου ή καλυμμένου μαγνητοφώνου αφού αυτό δεν περιέπεσε στην αντίληψη του.  Το αν το μαγνητόφωνο ήταν τοποθετημένο σε σημείο όπου το έβλεπαν άλλοι στην τάξη – οι μαθητές – δεν έχει σημασία.  Για τον καθηγητή ήταν κρυμμένο  ή  καλυμμένο αν ο ίδιος δεν το έβλεπε. Ούτε έχει σημασία το ότι δεν ήταν ο  σταθμός που προέβη στη μαγνητοφώνηση.  Παράβαση βάσει των παραγράφων (α), (γ) και (δ) υπάρχει και όταν η ηχογράφηση δεν γίνεται από τον σταθμό αλλά μεταδίδεται από αυτόν.  Στην περίπτωση της παρα[*426]γράφου (δ) η διατύπωση δεν είναι η καλύτερη.  Παρέθεσα τη διάταξη ενωρίτερα.  Οι λέξεις «που λήφθηκε με τέτοια μέσα», στην τέταρτη γραμμή, δημιουργούν ερμηνευτικό πρόβλημα.  Μου φαίνεται όμως πως στο πλαίσιο της δομής του Καν. 27(1), αυτές οι λέξεις αποβλέπουν σε μόνο τον προσδιορισμό του «υλικού» με συνειρμικά αδιάσπαστη τη σύνδεση των λέξεων «μετάδοση» και «από».

Ιδιαίτερη, μου φαίνεται, δυσκολία παρουσιάζει στην παρούσα περίπτωση η έννοια του ιδιωτικού χώρου στην παράγραφο (δ) του Καν. 27(1).  Κατά τη γνώμη μου δεν σημαίνει ότι χώρος δεν μπορεί να είναι ιδιωτικός αν εντάσσεται στη λειτουργία δημόσιου σχολείου ή αν βρίσκεται σε δημόσιο κτίριο.  Εξαρτάται πάντοτε από τα όσα συνθέτουν τη φυσιογνωμία και τις ανάγκες της περίπτωσης.  Θεωρώ την τάξη Λυκείου χώρο ιδιωτικό. Πρόκειται για χώρο ο οποίος κατά την ώρα της διδασκαλίας είναι αφιερωμένος σε σκοπό από τον οποίο αποκλείονται όσοι είτε δεν ανήκουν στην τάξη είτε δεν έχουν θεσμικά πρόσβαση, με  κύριο δε γνώρισμα  αυτού του σκοπού τη σχέση εμπιστευτικότητας μεταξύ καθηγητή και μαθητών, μια σχέση που, για την ολοκλήρωσή της, χρειάζεται την ιδιωτικότητα του χώρου. 

Ως προς το δημόσιο συμφέρον που μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (α) του Καν. 27(1), έχω τη γνώμη ότι εδώ υπερίσχυε η εκπαιδευτική διαδικασία η οποία, καθώς ανέφερε ο υπεύθυνος του δελτίου ειδήσεων του σταθμού εξηγώντας το δίλημμα στο οποίο βρέθηκε, «πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού».

Απομένει, τέλος, σε ό,τι γενικότερα αφορά τον Καν. 27(1), το κατά πόσο οι περιστάσεις της υπόθεσης την  ενέτασσαν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Το ότι η ηχογράφηση έγινε στη διάρκεια και στο χώρο της επαγγελματικής δραστηριότητας του καθηγητή και το ότι απέβλεπε να στιγματίσει μια απαράδεκτη εκ μέρους του συμπεριφορά δεν σήμαινε πως η ηχογράφηση δεν συνδεόταν και με την ιδιωτική του ζωή.  Γιατί η ηχογράφηση, ως διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ καθηγητή και μαθητή (ή μαθητών) ήταν, κατά την άποψη μου, ακόμα πιο απαράδεκτη εφόσον θεωρείται επιθυμητή η αποθάρρυνση της μπαμπεσιάς. Η ηχογράφηση δεν ανήκε στο πλαίσιο επαγγελματικής λειτουργίας.  Και έπληττε την προσωπικότητα του καθηγητή, την οποία αντιλαμβάνομαι ως μέρος της ιδιωτικής του ζωής, προστατευμένης από το Άρθρο 15 του Συντάγματος.  Θα ήταν πάντως χρήσιμη και η νομοθετική ρύθμιση.  Σημειώνω σχετικά και την τελευταία απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Campbell v. MGN [*427]Limited [2004] UKHL 22, η οποία παρέχει χρήσιμα συλλογιστικά ερείσματα για τη νομολογιακή προσέγγιση του υπό συζήτηση τομέα.  Ο  σταθμός, που χρησιμοποίησε την ηχογράφηση, δεν μπορεί να έχει μικρότερη ευθύνη από το άτομο ή τα άτομα που προέβησαν στην ηχογράφηση, αφού με τη χρήση της την επιδοκίμασε και με τη διάδοση του περιεχομένου επέτεινε την προσβολή του δικαιώματος προσωπικότητας του καθηγητή. 

Το Άρθρο 26(2) και ο Καν. 24(1)  έχουν εδώ σχέση περισσότερο με τις περιστάσεις μετάδοσης και η σημασία τους υποχωρεί ενόψει  της κατάληξης ότι ένεκα των περιστάσεων της ηχογράφησης καθίστατο απαράδεκτη η μετάδοση του περιεχομένου της ηχογράφησης.  Το να είχε δοθεί από τον σταθμό στον καθηγητή η ευκαιρία για απόψεις ή εξηγήσεις ίσως να μην είχε εν προκειμένω ουσιαστική αξία.  Τί θα μπορούσε άραγε να έλεγε – ακόμα και αφαιρουμένου του μέρους το οποίο αμφισβήτησε – που να μετρίαζε το πράγμα;  Η άλλη πτυχή που απασχόλησε, εκείνη που έχει σχέση με τις περιστάσεις της ηχογράφησης, ότι δηλαδή ο καθηγητής δεν γνώριζε ότι μαγνητοφωνείτο, στερείται εδώ νοήματος αφού βάσει του Καν. 27(1)(α), (β) και (γ) η ηχογράφηση θεωρείται απαράδεκτη.  Το Άρθρο 26(2) και ο Καν. 24(1) αποκτούν νόημα μόνο εφόσον πρόκειται για εκπομπή που θα μπορούσε, με την αναγκαία συμπλήρωση ή διαμόρφωση, να ήταν επιτρεπτή. Στην προκείμενη περίπτωση αυτό δεν ίσχυε αφού οι περιστάσεις της ηχογράφησης αναιρούσαν κάθε δυνατότητα μετάδοσης χωρίς τη συγκατάθεση του καθηγητή. Πάντως, υπήρξε τυπικά παράβαση και των υπό αναφορά διατάξεων.  Με τα στοιχεία δε που δόθηκαν, μου φαίνεται παράξενη και ακατανόητη η θέση των αιτητών ότι δεν γνώριζαν ποιός ήταν ο καθηγητής και ότι επομένως δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του προτού μεταδώσουν το ρεπορτάζ.  

Θεωρώ λοιπόν δικαιολογημένες τις καταλήξεις της Αρχής ότι υπήρξε παράβαση από τους αιτητές του Καν. 27(1)(α), (γ) και (δ) όπως και του Άρθρου 26(2) μαζί και του Καν. 24(1), όσο και αν μπορεί κανείς να υποδείξει αδυναμίες σε κάποιους από τους συλλογισμούς που η Αρχή διατύπωσε.

Απομένει για εξέταση το έβδομο σημείο των αιτητών, εκείνο που αφορά στην επιβολή διοικητικού προστίμου Λ.Κ. 6.000.  Η απόφαση, ημερ. 2 Οκτωβρίου 2002, αναφέρει επί του προκειμένου τα εξής:

«Η Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των παραβάσεων κρίνει και αποφασίζει όπως επιβάλει στο σταθμό το διοι[*428]κητικό πρόστιμο των Λ.Κ. 6.000 -, για τις παραβάσεις του      Άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(1) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) των κανονισμών 24(1)(α), 27(1)(α), 27(1)(γ) και 27(1)(δ), των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).»

Σύμφωνα με το Άρθρο 3(2)(ζ):

«(2)        Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

       ............................................................................................

 (ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση –

 (i)  Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

 (ii) του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

(iii) των όρων της άδειας·

(iv) εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «κύρωση» περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο Άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

(i) Μέχρι Λ.Κ. 5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,

     �.......................................................................................................»

Οι αιτητές επισημαίνουν ότι η απόφαση της Αρχής δεν αποκαλύπτει το κατά πόσο το διοικητικό πρόστιμο καθορίστηκε με βάση τις τρεις περιπτώσεις μετάδοσης – δύο στις 13 Φεβρουαρίου 2002 και μια την επόμενη – ή με βάση τις δύο ημέρες μετάδοσης.  Είναι η θέση τους πως το Άρθρο 3(2)(ζ) επιτρέπει μόνο το δέυτερο. Αντιλαμβάνομαι να εννοούν ότι ο αριθμός των περιπτώσεων δεν μετρά.  Επικαλούνται σχετικά την υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2002) 4 Α.Α.Δ. 1077, (Αρτεμί[*429]δη, Δ., όπως ήταν τότε). Γι’ αυτό, καθώς εισηγούνται, εφόσον υπάρχει το ενδεχόμενο η Αρχή να προέβη σε υπολογισμό με βάση τον αριθμό των περιπτώσεων, που θα σήμαινε πρόστιμο Λ.Κ.2.000 για την κάθε περίπτωση, η αναγωγή σε ημέρες, – οι δύο περιπτώσεις της μιας ημέρας  να εξισούνται με τη μια της άλλης ημέρας – θα σήμαινε  συνολικό πρόστιμο μόνο Λ.Κ.4.000 όχι Λ.Κ.6.000. Στην εντελώς πρόσφατη υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 121, (Κωνσταντινίδη, Δ.), κρίθηκε ότι «Η ελέγχουσα έννοια είναι εκείνη της παράβασης», ότι είναι με αναφορά στην παράβαση που επιβάλλεται ποινή και ότι «Η αναφορά ‘σε κάθε μέρα παράβασης’ δεν στοχεύει τον περιορισμό της εξουσίας ώστε ο σταθμός να υπόκειται στο ίδιο μέγιστο διοικητικό πρόστιμο όσες παραβάσεις και αν κάμει σε μια μέρα αλλά για να είναι ξεκάθαρο πως η ίδια ποινή προβλέπεται για κάθε ημέρα εκδήλωσης της ίδιας παράβασης». Συμφωνώ με αυτή την ερμηνεία της διάταξης. Δεν επιλύει ωστόσο το πρόβλημα στην παρούσα περίπτωση.  Οι αιτητές έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν, με διατύπωση αιτιολογίας, το πώς η αρμόδια Αρχή αντικρύζει το ζήτημα.  Παρατηρώ δε εν παρόδω  ότι η Αρχή οφείλει επίσης να διευκρινίζει το κατά πόσο ο αριθμός των διατάξεων στις οποίες διαπιστώθηκε παράβαση επέδρασε σωρευτικά στον καθορισμό του προστίμου, αφού όταν η παράβαση θεμελιώνεται στα ίδια γεγονότα δεν είναι επιτρεπτός ο πολλαπλασιασμός με αναφορά στις διατάξεις.  Επί της επιβολής επομένως του προστίμου των Λ.Κ. 6.000 η απόφαση της Αρχής δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται κατά το μέρος που αφορά στις καταλογισθείσες παραβάσεις και ακυρώνεται κατά το μέρος που αφορά στην επιβληθείσα διοικητική ποινή.  Επιδικάζεται υπέρ των αιτητών το ένα τρίτο των εξόδων.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο