Πετεινός Χαράλαμπος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 461

(2004) 4 ΑΑΔ 461

[*461]4 Ιουνίου, 2004

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 1223/2003)

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΕΤΕΙΝΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1224/2003)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΥΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1225/2003)

ΑΛΙΚΗ ΑΛΙΤΟΝΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΑΣΧΑΛΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Kαθ’ ων η αίτηση.

[*462](Υπόθεση Αρ. 1226/2003)

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1227/2003)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΕΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1223/2003,

1224/2003, 1225/2003, 1226/2003, 1227/2003)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πράξεις εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου ― Κρίθηκαν ως τέτοιες οι πράξεις τερματισμού της απασχόλησης προσώπων που υπηρετούσαν με σύμβαση με το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στα γραφεία τύπου πρεσβειών της Δημοκρατίας ― Νομολογιακό πλαίσιο και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 50 του Συντάγματος ― Ερμηνεία ― Αποκλεισμός της υπαγωγής πράξεων τερματισμού απασχόλησης προσώπων στην εμβέλεια του Άρθρου 50 ― Ειδικά το ζήτημα κατά πόσο θα μπορούσαν να θεωρηθούν κυβερνητικές πράξεις.

Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Περιστάσεις ελλειπούς, αντιφατικής [*463]και παράνομης αιτιολογίας στην κριθείσα περίπτωση ― Το νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο και η εφαρμογή του στα επίδικα γεγονότα.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Ερμηνεία ― Παραλληλισμός της διάταξης προς αυτήν του Άρθρου 20.2 του Ελληνικού συντάγματος ― Περιστάσεις υπό τις οποίες διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές προσέβαλαν με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 58.720 της 8/10/03, με την οποία τερματίστηκαν τα συμβόλαια εργασίας τους με το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι πρόδηλο ότι ο διορισμός των αιτητών έλαβε χώραν με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών το οποίο είναι δημόσια υπηρεσία.  Περαιτέρω είναι παραδεκτό ότι τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι αιτητές είναι παρόμοια με εκείνα που εκτελούνται από τους μόνιμους συναδέλφους τους που κατέχουν την ίδια θέση.  Επομένως, ότι η απασχόληση των αιτητών βρισκόταν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου και επομένως ο τερματισμός της υπόκειται σε αναθεώρηση με προσφυγή δυνάμει του αρ. 146.1 του Συντάγματος.

2.  Ο όρος «εξωτερικές υποθέσεις» βρίσκεται στο αρ. 50 του Συντάγματος. Ανάγνωση του αρ. 50 του Συντάγματος αποκαλύπτει ότι δεν αναφέρεται σε αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας - εδώ του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών - για διορισμό σε δημόσιες θέσεις ούτε σε αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για τερματισμό απασχόλησης.  Το αρ. 50 του Συντάγματος αναφέρεται στο δικαίωμα αρνησικυρίας του Προέδρου και Αντιπροέδρου «οιουδήποτε νόμου ή απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων εφόσον ο νόμος ή η απόφασις εν όλω ή εν μέρει αφορώσιν εις εξωτερικάς υποθέσεις». Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του αρ. 50 του Συντάγματος.  Ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκφεύγει της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου λόγω του ότι αποτελεί κυβερνητική πράξη.  Καθώς έχει νομολογηθεί κυβερνητικές πράξεις είναι πράξεις που ρυθμίζουν θέμα[*464]τα σχετικά με τη λεγόμενη πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία ή πράξεις των οποίων «προέχων χαρακτήρ είναι η άσκησις της εις την Κυβέρνησιν ανηκούσης πολιτικής εξουσίας».

     Στην παρούσα υπόθεση με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ρυθμιστεί οποιοδήποτε θέμα σχετικά με την πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία.  Έχει ρυθμιστεί απλώς ένα θέμα που αναφέρεται στους όρους υπηρεσίας και στον τερματισμό της απασχόλησης δημοσίων λειτουργών.

3.  Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης εν προκειμένω δεν υπάρχει αιτιολογία.  Αυτό γιατί στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανευρίσκονται τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.  Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η ελλείπουσα αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ή από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας.

     Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατ’ επίκληση κανονισμών που ρυθμίζουν μεταθέσεις και στοχεύουν στην αποφυγή της μακρόχρονης παραμονής των υπαλλήλων στο εξωτερικό μέσα από τη μετάθεσή τους στο Κέντρο και κατ’ επίκληση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχει προβεί στον τερματισμό των υπηρεσιών των αιτητών.

     Περαιτέρω η αιτιολογία δεν ήταν νόμιμη.  Αυτό γιατί τα στοιχεία που στάθμισε η Διοίκηση με την Πρόταση με αρ. 831/2003 τα οποία αποτελούνται από την ανάγκη για εφαρμογή των ιδίων ρυθμίσεων και από την ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης είναι ξένα προς την επίδικη ρύθμιση η οποία αποτελείται από τον τερματισμό των υπηρεσιών των αιτητών. Οι παραγ. (η) και (θ) της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.10.2003 στις οποίες έχει παραπέμψει η κα. Αντωνίου δεν αποτελούν καθόλου αιτιολογία. Η διαπιστωθείσα πλημμέλεια στην ανεπάρκεια και ποιότητα της αιτιολογίας καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη αναιτιολόγητη και ως τέτοια απόφαση αντίθετη προς το Νόμο ήτοι τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και καθ’  υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

4.  Οι αιτητές υπέβαλαν ότι δεν κλήθηκαν να υποβάλουν τις απόψεις τους πριν την λήψη της απόφασης τερματισμού του διορισμού τους. Αυτό συνιστά παράβαση του αρ. 43 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99).

     Νομικό έρεισμα του σχετικού λόγου ακύρωσης είναι το αρ. 43(1) [*465]του Νόμου 158(Ι)/99.  Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο οι αιτητές είναι πρόσωπα «που θα επηρεαστούν από την έκδοση της πράξης» και κατά πόσο το επίδικο διοικητικό μέτρο είναι «δυσμενούς φύσης» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου.  Η απάντηση είναι σαφώς θετική.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τερματισμός της απασχόλησής τους επηρεάζει τους αιτητές και αποτελεί μέτρο δυσμενούς φύσης.  Το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση οι αιτητές ενημερώθηκαν ότι θα μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις για απασχόληση τους σε άλλες υπηρεσίες δεν  ικανοποιεί την ανάγκη για προηγούμενη ακρόαση ή την ανάγκη για αιτιολογία.  Ο τερματισμός της απασχόλησης είναι ένα πάρα πολύ δυσμενές μέτρο και οι συνέπειές του δεν αμβλύνονται από τη δυνατότητα να θεωρηθεί ένας ως υποψήφιος για μια άλλη θέση.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Paschalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297,

Papakyriakou v. Health Services of Cyprus (1970) 3 C.L.R. 35,

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 618,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438,

Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,

Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270.

Προσφυγή.

Αχ. Δημητριάδης και Γ. Σεραφείμ, για τους Αιτητές.

Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί.  Στρέφονται κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 58.720 ημερ. 8.10.2003 με την οποία τερματίσθηκαν τα συμβόλαια εργασίας των αιτητών με το Γραφείο Τύπου και Πληροφο[*466]ριών από τις 30.6.2004.

Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν τις προσφυγές.

Προσφυγή 1223/2003 – Αιτητής Χαράλαμπος Πετεινός.

Ο αιτητής προσλήφθηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών την 1.8.1989 για να υπηρετήσει πάνω σε έκτακτη βάση στο Γραφείο Τύπου της Κυπριακής Πρεσβείας στο Παρίσι, ως Ακόλουθος Τύπου, με καθεστώς επιτόπιου προσωπικού.  Οι όροι απασχόλησης του φαίνονται στην επιστολή του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών προς τον αιτητή ημερ. 7.9.1989 η οποία έχει ως εξής:

«Έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω  ότι σας προσφέρεται απασχόληση, πάνω σε έκτακτη βάση, για εκτέλεση καθηκόντων Ακολούθου Τύπου (επιτόπιο προσωπικό) στο Γραφείο Τύπου της Πρεσβείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Παρίσι από 1.9.1989.  Νοείται ότι η απασχόληση σας μπορεί να τερματισθεί οποτεδήποτε, αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση.

Η αμοιβή σας έχει καθορισθεί σε Γ.Φ. 11,000 το μήνα οι δε λοιποί όροι απασχόλησης σας θα είναι οι όροι που εφαρμόζονται για το επιτόπιο προσωπικό που υπηρετεί στην Πρεσβεία στο Παρίσι.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου απασχόλησης σας θα εκτελείτε καθήκοντα Ακόλουθου Τύπου ως και οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα, σύμφωνα με οδηγίες της κυβέρνησης που θα σας διαβιβάζονται μέσο της Συμβούλου Τύπου ή άλλου εξουσιοδοτημένου λειτουργού.

Παρακαλώ να με πληροφορήσετε αμέσως αν αποδέχεστε ή όχι την προσφορά αυτή, επιστρέφοντας το αντίγραφο της επιστολής αυτής συμπληρωμένο και υπογραμμένο στο κάτω μέρος.»

Ο αιτητής αποδέχθηκε την πιο πάνω προσφορά στις 27.9.1989 με τον τρόπο που υποδεικνύεται στην επιστολή.

Στις 2.10.95 ο αιτητής μετατέθηκε από το Παρίσι στο Στρασβούργο όπου ανάλαβε τα καθήκοντα ως Σύμβουλος Τύπου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στο Συμβούλιο της Ευρώπης.  Δεν υπεγράφη νέο συμβόλαιο για αυτή τη θέση.  Στην σχετική επιστολή του Αν. Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών [*467]ημερ. 29.10.95 αναφέρεται ότι η «μετάθεση γίνεται για ικανοποίηση υπηρεσιακών αναγκών» και μετά από τη σύμφωνη γνώμη του αιτητή.

Προσφυγή 1224/2003 – Αιτήτρια Κατερίνα Μαύρου.

Η αιτήτρια προσλήφθηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών την 1.6.1990 για να υπηρετήσει στο Γραφείο Τύπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Μεξικό, ως Σύμβουλος Τύπου, με καθεστώς επιτόπιου προσωπικού.  Οι όροι απασχόλησης της φαίνονται σε επιστολή του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ημερ. 5.6.1990.  Είναι παρόμοιοι με εκείνους του αιτητή στην Προσφυγή 1223/2003 (έχουν παρατεθεί πιο πάνω).

Στις 16.8.2000 η αιτήτρια μετατέθηκε από το Μεξικό στη Μαδρίτη όπου ανέλαβε καθήκοντα ως Σύμβουλος Τύπου στην Πρεσβεία της Κύπρου στη Μαδρίτη.

Προσφυγή 1225/2003 – Αιτήτρια Αλίκη Αλιτόνια Αντωνία Πασχάλη.

Η αιτήτρια προσλήφθηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών την 1.11.95 για να υπηρετήσει στο Γραφείο Τύπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Ρώμη, ως Ακόλουθος Τύπου με τους όρους του επιτόπιου προσωπικού, από 1.11.95 μέχρι 30.10.1996.  Οι όροι απασχόλησης της φαίνονται στην επιστολή του Αν. Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ημερ. 27.10.1995.  Είναι περίπου ταυτόσημοι με εκείνους του αιτητή στην Προσφυγή 1223/2003 με κάποια διαφοροποίηση αναφορικά με τη χρονική περίοδο της απασχόλησης και τον τρόπο τερματισμού της.  Σε σχέση με το πρώτο θέμα η χρονική περίοδος της απασχόλησης καθορίσθηκε «από 1.11.95 μέχρι 31.10.96».  Σε σχέση με το δεύτερο θέμα «η απασχόληση θα ανανεώνεται αυτόματα από χρόνο σε χρόνο με την επιφύλαξη ότι θα μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε από οποιοδήποτε των μερών αφού δοθεί τουλάχιστο ένας μήνας προειδοποίηση ή με την καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης».

Προσφυγή 1226/2003 – Αιτητής Γιαννάκης Ιωαννίδης.

Ο αιτητής προσλήφθηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών την 1.10.99 για εκτέλεση καθηκόντων Ακόλουθου Τύπου (Επιτόπιο Προσωπικό) στο Γραφείο Τύπου της Κυπριακής Πρεσβείας στο Παρίσι από την 1.10.99.  Οι όροι απασχόλησης του φαίνονται στην επιστολή του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφο[*468]ριών ημερ. 22.9.1999.  Είναι σχεδόν ταυτόσημοι με εκείνους του αιτητή στην Προσφυγή 1223/2003 (βλ. πιο πάνω), με τη διαφορά ότι η «απασχόληση του μπορεί να τερματισθεί οποτεδήποτε από οποιοδήποτε των δύο μερών, αφού δοθεί προειδοποίηση ενός τουλάχιστον μηνός ή την καταβολή της ανάλογης αποζημιώσης».

Προσφυγή 1227/2003 – Αιτητής Σταύρος Παπαγιαννέας.

Ο αιτητής προσλήφθηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών την 9.2.1998 για εκτέλεση καθηκόντων Ακόλουθου Τύπου στις Βρυξέλλες με τους όρους επιτόπιου προσωπικού.  Σύμφωνα με την επιστολή διορισμού ημερ. 9.2.1998 η οποία υπογράφεται από τον Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών «η απασχόληση αυτή θα ανανεώνεται αυτόματα από χρόνο σε χρόνο με την επιφύλαξη ότι θα μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε από οποιοδήποτε των μερών αφού δοθεί τουλάχιστο ένας μήνας προειδοποίηση ή με την καταβολή ανάλογης αποζημίωσης».

Τα πιο κάτω γεγονότα είναι κοινά για όλους τους αιτητές:

Στις 26.10.94 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 41.731, αποφασίστηκε ότι οι Λειτουργοί Τύπου εξαιρούνται από την εφαρμογή των προνοιών της απόφασης με αριθμό 32.778 της 21.12.89 και κατ’ επέκταση των διατάξεων του Κανονισμού 21 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (χρονική διάρκεια παραμονής στο εξωτερικό) Κανονισμών και ότι ο Υπουργός Εσωτερικών θα αποφάσιζε για την χρονική διάρκεια της υπηρεσίας τους.

Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 42.256 και ημερ. 3.3.1995, οι Σύμβουλοι και Ακόλουθοι Τύπου, που υπηρετούσαν στο εξωτερικό με καθεστώς επιτόπιου προσωπικού, εξισώθηκαν τόσο μισθολογικά όσο και από πλευράς άλλων ωφελημάτων (εκτός συντάξεων) με τους αντίστοιχους μόνιμους υπαλλήλους.

Στις 3.6.2003 το Υπουργείο Εξωτερικών υπέβαλε Πρόταση (η Πρόταση με αρ. 831/2003) προς το Υπουργικό Συμβούλιο με θέμα «Μεταθέσεις δημοσίων λειτουργών μη μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας που υπηρετούν στις Διπλωματικές Αποστολές (ΔΑ) της Δημοκρατίας στο εξωτερικό».

Στην Πρόταση με αρ. 831/2003 γίνεται αναφορά στον Καν. 21 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών (όπως έχει τροποποιηθεί) ο οποίος προνοεί βα[*469]σικά ως εξής:

«(α)     Κανένας υπάλληλος δεν μπορεί να παραμείνει στο εξωτερικό συνεχώς για περίοδο πέραν των εννέα ετών.  Μετά τη λήξη της 9ετούς περιόδου ο υπάλληλος θεωρείται ως αυτοδικαίως μετατεθείς στο Κέντρο.

 (β) Η κανονική θητεία στην ίδια χώρα στο εξωτερικό είναι τετραετής. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να παραταθεί για ένα χρόνο.

 (γ) Κανένας δεν μπορεί να παραμείνει στην ίδια χώρα πέραν των 5 ετών.

 (δ) Υπάλληλος που μετατίθεται από το εξωτερικό στο Κέντρο παραμένει για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους αν απουσιάσε μέχρι πέντε έτη και για περίοδο τουλάχιστον δύο ετών αν απουσίασε από πέντε μέχρι εννέα έτη.»

Στην ίδια πρόταση γίνεται αναφορά στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 32.778 και ημερ. 21.12.1989 με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε όπως οι πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών «που ρυθμίζουν τη χρονική περίοδο παραμονής των μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στο εξωτερικό τυγχάνουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογής και στην περίπτωση του μη διπλωματικού προσωπικού που τοποθετείται ή αποσπάται για υπηρεσία στις διάφορες Δ.Α.».

Στην πιο πάνω πρόταση σημειώνεται ότι με Αποφάσεις του με αρ. 39.283, ημερ. 12.5.1993 και 41.731, ημερ. 26.10.1994, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την εξαίρεση των υπαλλήλων του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού που υπηρετούν ως Εμπορικοί Σύμβουλοι και των λειτουργών του Γ.Τ.Π. που ασκούν καθήκοντα Συμβούλου ή Ακόλουθου Τύπου στο εξωτερικό, αντίστοιχα, από τις πρόνοιες της πιο πάνω αναφερόμενης Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

Σημειώνεται, επίσης, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με αρ. 43.202 και ημερ. 27.10.1995 αποφάσισε:

«(α)  να ακυρώσει την Απόφασή του με Αρ. 32.778 και ημερ. 21.12.1989, και

(β) να καλέσει τα Υπουργεία, Λειτουργοί των οποίων τοπο[*470]θετούνται ή υπηρετούν στο εξωτερικό, να αποφασίζουν, στα πλαίσια της εξουσίας που παρέχεται στην οικεία Αρμόδια Αρχή από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους, την περίοδο απασχόλησης των υπαλλήλων τους στις Διπλωματικές και Άλλες Αποστολές της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, ύστερα από συνεννόηση με το Υπουργείο Εξωτερικών.»

Η Πρόταση 831/2003 καταλήγει ως εξής:

«8.  Επειδή έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις λειτουργών που υπηρετούν στην ίδια ΔΑ για πάνω από 10 έως 15 χρόνια, κρίνεται σκόπιμο όπως ληφθεί νέα Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία να ακυρώνονται οι προαναφερθείσες Αποφάσεις, που στην ουσία καταστρατηγούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης των δημοσίων λειτουργών και με την οποία να προβλέπεται η εφαρμογή των ίδιων ρυθμίσεων που ισχύουν για τα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας στο θέμα της διάρκειας υπηρεσίας στο εξωτερικό.  Λόγω του ενδεχομένου να δημιουργηθούν προβλήματα τόσο στο θέμα της συνεπαγόμενης δαπάνης για μεταφορά των υπαλλήλων, της οικοσκευής τους κλπ. καθώς και στο θέμα της εξεύρεσης κατάλληλου αντικαταστάτη αλλά και οικογενειακά ή και οικονομικά προβλήματα στους επηρεαζομένους, η νέα Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να εφαρμοστεί σταδιακά. 

9.  Ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος θα είναι ο εισηγητής της Πρότασης αυτής,  θα καλέσει το Υπουργικό Συμβούλιο:

(α) να ακυρώσει τις Αποφάσεις του με αρ. 39.283 ημερ. 12.5.1993, 41.731 ημερ. 26.10.1994 και 43.202 ημερ. 27.10.1995,

(β) να εγκρίνει όπως οι πρόνοιες των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 1968 έως 2002 που ρυθμίζουν τη χρονική περίοδο παραμονής των μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, τυγχάνουν, κατ’ αναλογία, εφαρμογής και στην περίπτωση του μη διπλωματικού προσωπικού που τοποθετείται ή αποσπάται για υπηρεσία στις διάφορες Διπλωματικές Αποστολές.  Η συμμόρφωση στην περίπτωση των Λειτουργών του ΓΤΠ (συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων οι οποίοι έχουν προσληφθεί σαν επιτόπιο προσωπικό αλλά αμείβονται με όρους Κύπρου), του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού και του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας να είναι μέχρι την 15 Σεπτεμβρίου 2003. Σε περίπτωση που τα Υπουργεία δυσκολεύονται να [*471]συμμορφωθούν με την Απόφαση θα μπορούν να υποβάλουν στο Υπουργικό Συμβούλιο αίτημα για παρέκκλιση η οποία δεν θα υπερβαίνει την 30 Ιουνίου 2004.  Όσον αφορά το Γραμματειακό Προσωπικό η συμμόρφωση με τους Κανονισμούς θα εφαρμοσθεί σταδιακά με πρόγραμμα που θα υποβληθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο με τελική καταληκτική ημερομηνία την 31 Αυγούστου 2005.

(γ)  να εγκρίνει όπως όλα τα Υπουργεία/Υπηρεσίες συμμορφώνονται με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 26.823 ημερ. 27.2.1986 όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθείται για μετάθεση/τοποθέτηση/απόσπαση λειτουργών μη μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας, είτε για εκτέλεση καθηκόντων της θέσης τους είτε για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων, με τη διαφοροποίηση ότι η πρόταση προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν θα γίνεται από τον Υπουργό Εξωτερικών αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 48 και 47 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001, αντίστοιχα.»

Η Πρόταση 831/2003 εξετάσθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 4.6.2003.  Θέμα της συνεδρίας ήταν:  «Μεταθέσεις δημοσίων λειτουργών μη μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας που υπηρετούν στις Διπλωματικές Αποστολές (Δ.Α.) της Δημοκρατίας στο Εξωτερικό».

Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με. αρ. 57.988 ημερ. 4.6.2003 ενέκρινε και υιοθέτησε την πιο πάνω παραγ. 9(α) (β) και (γ) της Πρότασης με αρ. 831/2003.

Το επόμενο – και τελικό – στάδιο της διαδικασίας λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης έλαβε χώραν στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.10.2003 με θέμα:  «Αίτημα για παρέκκλιση αναφορικά με την χρονική περίοδο παραμονής των Ακολούθων/Συμβούλων Τύπου, που υπηρετούν στις διπλωματικές αποστολές της Δημοκρατίας στο εξωτερικό».

Με την απόφαση του με αρ. 58.720 και ημερ. 8.10.2003 το Υπουργικό Συμβούλιο αναφέρθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, στην πιο πάνω απόφαση με αρ. 57.988 ημερ. 4.6.2003. Ακολούθως το Υπουργικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε την πιο πάνω απόφαση του με αρ. 57.988 και ημερ. 4.6.2003 και αποφάσισε:

«(β) Λειτουργοί Τύπου και Πληροφοριών, ανεξαρτήτως βαθμού, που έχουν συμπληρώσει πέραν της οκταετούς υπηρε[*472]σίας στο εξωτερικό:

(ι)  Εάν έχουν παιδιά που φοιτούν σε σχολεία στοιχειώδους ή/και μέσης εκπαίδευσης μετατίθενται στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στη Λευκωσία, το αργότερο μέχρι τις 30.6.2004.

(ιι)  Εάν δεν έχουν παιδιά τα οποία φοιτούν σε σχολεία στοιχειώδους ή/και μέσης εκπαίδευσης μετατίθενται στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στη Λευκωσία εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία λήψης της παρούσας Απόφασης,  εκτός εάν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι.  Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να μετατεθούν το αργότερο μέχρι τις 30.6.2004.

(γ)  Προς υλοποίηση των ανωτέρω, να εγκρίνει τη μετάθεση των κάτωθι μόνιμων Λειτουργών του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου Εσωτερικών:

.........................................................................................................

(η)  Για την αύξηση της αποδοτικότητας των Διπλωματικών Αποστολών της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, αφού μελέτησε τη μέχρι τώρα εμπειρία από τη λειτουργία των Γραφείων Τύπου των Διπλωματικών Αποστολών και αφού επεσήμανε ότι οι Λειτουργοί Τύπου και Πληροφοριών αφιερώνουν μεγάλο ποσοστό του χρόνου τους σε γενικά καθήκοντα εναλλάξιμα ή παρόμοια με εκείνα των μελών των Διπλωματικών Αποστολών, να ενσωματώσει πλήρως τα Γραφεία Τύπου στις Διπλωματικές Αποστολές.

(θ)  Εφεξής τα σχετικά κονδύλια του προϋπολογισμού που αφορούν τα Γραφεία Τύπου των Διπλωματικών Αποστολών που συμπεριλαμβάνουν κονδύλια για Προσωπικό Εξωτερικών Υπηρεσιών, Εντόπιο Γραφειακό Προσωπικό, Λειτουργικές Δαπάνες, Οδοιπορικά, Έξοδα Κινήσεως και διάφορα  άλλα (ενδεικτικά, εδάφια 161111-161147 του Προϋπολογισμού για το έτος 2004 και το Παράρτημα 3 του Επεξηγηματικού Υπομνήματος για τις Τακτικές Δαπάνες του Προϋπολογισμού για το έτος 2004, να μεταφερθούν από τον προϋπολογισμό του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εξωτερικών και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να υλοποιήσει τα πιο πάνω, πριν από τη ψήφιση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, του προϋπολογισμού του 2004.

.......................................................................................................

[*473](κ)  Να τερματίσει τις υπηρεσίες των λειτουργών που υπηρετούν με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού, οι οποίοι έχουν συμβόλαια με όρους μισθοδοσίας και επιδομάτων τακτικών υπαλλήλων, στις 30.6.2004.

(λ)  Να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών, σε συνεννόηση με τον οικείο Αρχηγό της Διπλωματικής Αποστολής, να ενημερώσει τους λειτουργούς των οποίων οι υπηρεσίες τερματίζονται, ότι θα μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις για απασχόλησή τους ως ακολούθως:

(ι) Στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες ως λειτουργοί/εκπρόσωποι διαφόρων Υπουργείων, εφόσον υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν, με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού.

(ιι) Σε ορισμένα Γραφεία του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού στο εξωτερικό, όπου χηρεύουν θέσεις διευθυντών και σε άλλα που θα δημιουργηθούν εντός του 2004, με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού.

(ιιι) Στο Υπουργείο Εξωτερικών το οποίο θα προκηρύξει κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2003 και το πρώτο εξάμηνο του 2004 την πλήρωση κενών θέσεων για Ακολούθους Εξωτερικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας.

(ιν) Σε Γραφεία Τύπου Διπλωματικών Αποστολών σε άλλες χώρες απ’ αυτές που υπηρετούν σήμερα, με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού.

(ν) Σε Γραφεία Τύπου Διπλωματικών Αποστολών που υπηρετούν σήμερα με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού όπου, κατά την άποψη των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, οι μισθοί του επιτόπιου προσωπικού είναι περίπου ίδιοι με τις σημερινές απολαβές όσων θα επωφεληθούν από τη διευθέτηση αυτή.

(μ) Να τερματίσει τα συμβόλαια των πιο κάτω, στις 30.6.2004, οι οποίοι υπηρετούν με τους όρους απασχόλησης του επιτόπιου προσωπικού:

(i)    κας Κατερίνας Μαύρου*, η οποία υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της πρεσβείας της Δημοκρατίας στη Μαδρίτη.

[*474](ii)     κ. Χαράλαμπου Πετεινού**, ο οποίος υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Δημοκρατίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο Στρασβούργο.

(iii)  κας Αλίκης Πασχάλη***, η οποία υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της πρεσβείας της Δημοκρατίας στη Ρώμη.

(iv)  ................................................................................................

(v)   ................................................................................................

(vi)  κ. Γιαννάκη Ιωαννίδη****, ο οποίος υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της πρεσβείας της Δημοκρατίας στο Παρίσι.

(vii) ................................................................................................

(viii)            ................................................................................................

(ix)  ................................................................................................

(x)   κ. Σταύρου Παπαγιαννέα*****, ο οποίος υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της Μόνιμης Αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της πρεσβείας της Δημοκρατίας στο Βέλγιο, Βρυξέλλες.

�.............................................................................................................

(ν) Να εξουσιοδοτήσει το Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών να ενημερώσει τους πιο πάνω για τον τερματισμό των συμβολαίων εργοδότησης τους στις 30.6.2004.

(ξ) Να εξουσιοδοτήσει τους Υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών όπως καθορίσουν τοπικές απολαβές για Λειτουργούς Τύπου και Πληροφοριών που υπηρετούν στις Διπλωματικές Αποστολές της Δημοκρατίας, με τοπικούς όρους.»

Οι αιτητές πληροφορήθηκαν για τον «τερματισμό του συμβολαίου εργασίας τους με το Γραφείο Τύπου και  Πληροφοριών στις [*475]30.6.2004» με επιστολή του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ημερ. 27.11.2003.

Οι πιο πάνω προσφυγές καταχωρήθηκαν στις 19.12.2003.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν την πιο κάτω προδικαστική ένσταση σ’ όλες τις προσφυγές με εξαίρεση την Προσφυγή 1223/2003:  

«Η απόφαση η οποία προσβάλλεται εμπίπτει στη σφραίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού αφορά την εφαρμογή των προνοιών του συμβολαίου μεταξύ των μερών».

Στη γραπτή της αγόρευση η κα. Αντωνίου, εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, ήγειρε και δεύτερη προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκε ότι «οι λόγοι που οδήγησαν στον τερματισμό του συμβολαίου των αιτητών έχουν καταγραφεί και συνιστούν πολιτική απόφαση η οποία είναι ανέλεγκτη».

Η πρώτη προδικαστική ένσταση.

Η κα. Αντωνίου υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί λόγω του ότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού αφορά στην εφαρμογή των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών και «καθενός ξεχωριστά των αιτητών».  Με την εξεταζόμενη υπόθεση – συνέχισε η κα. Αντωνίου – ρυθμίζονται ιδιωτικά δικαιώματα των αιτητών τα οποία πηγάζουν από το Συμβόλαιο το οποίο οι ίδιοι υπέγραψαν και του οποίου τους όρους αποδέχθηκαν με την υπογραφή τους.  Δεν επιδιώκεται – κατέληξε – με την προσβαλλόμενη απόφαση η εξυπηρέτηση οποιουδήποτε δημόσιου σκοπού γι’ αυτό και η συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

Από την άλλη ο κ. Σεραφείμ, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι «το γεγονός του διορισμού των αιτητών δια συμβάσεως δεν κατατάσσει την προσβαλλόμενη απόφαση στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου».  «Ο διορισμός των αιτητών – συνέχισε – έγινε για προαγωγή δημόσιου σκοπού και για την εξυπηρέτηση των πραγματικών και συνηθισμένων αναγκών των διπλωματικών μας αποστολών που σχετίζονται με τη λειτουργία των Γραφείων Τύπου τους». 

[*476]Τα καθήκοντα που κλήθηκαν να εκτελέσουν οι αιτητές με τον διορισμό τους – συμπλήρωσε ο κ. Σεραφείμ – «ποσώς διαφέρουν από αυτά των μονίμων συναδέλφων τους Ακόλουθων ή Λειτουργού Τύπου, για τους οποίους δεν μπορούμε να φανταστούμε, ότι τυχόν τερματισμός της απασχόλησης τους δυνατόν να θεωρείτο ως ιδιωτικής φύσεως».   Ενδεικτικά ο κ. Σεραφείμ ανέφερε «ότι τέτοια καθήκοντα περιλαμβάνουν μεταφράσεις σωρείας κειμένων, συναντήσεις με ξένους διπλωμάτες και δημοσιογράφους, εκδόσεις ενημερωτικών δελτίων, διευθετήσεις επισκέψεων διπλωματών και άλλων επισήμων από την Κύπρο στην χώρα εργοδότησης τους, παρουσία σε διασκέψεις και συνέδρια, παρακάθηση σε συναντήσεις των Πρεσβευτών ή των Αρχηγών των Διπλωματικών Αποστολών, οργάνωση διασκέψεων Τύπου, εκπροσώπηση των Διπλωματικών Αποστολών σε πάσης ενημερωτικής ή άλλης φύσεως δραστηριότητες κ.λ.π.».

Στο στάδιο των διευκρινίσεων η κα. Αντωνίου δέχθηκε ότι οι αιτητές εκτελούσαν τα καθήκοντα που αναφέρονται στην αγόρευση του συνηγόρου τους.

Στην Paschalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297 (απόφαση της Ολομέλειας) η αιτήτρια διορίσθηκε, δυνάμει σύμβασης ημερ. 18.11.1964, που είχε συναφθεί μεταξύ της και της τότε Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης, στη θέση του διδασκάλου σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης, από την 1.9.1964.  Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν είχε καθορισθεί στη Σύμβαση πλην όμως υπήρχε όρος στη σύμβαση ότι μπορούσε να τερματισθεί με ειδοποίηση ενός μηνός.  Οι υπηρεσίες της τερματίσθηκαν ύστερα από ειδοποίηση πέραν του ενός μηνός.  Άσκησε προσφυγή κατά του τερματισμού των υπηρεσιών της.  Ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.  Έκρινε ότι το αντικείμενο της ήταν συμβατική υποχρέωση εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου και εφόσον δεν ήταν θέμα δημοσίου δικαίου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειτο σε αναθεώρηση με προσφυγή δυνάμει του αρ. 146.1 του Συντάγματος.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι ο διορισμός έγινε στη συνήθη πορεία ικανοποίησης των αναγκών της εκπαιδευτικής υπηρεσίας η οποία από αυτή τούτη τη φύση της είναι δημόσια υπηρεσία, εφόσον η εφεσείουσα είχε διορισθεί για να υπηρετήσει «σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης».  Σημείωσε ότι στη σύμβαση διορισμού της εφεσείουσας αναφέρετο ότι η υπηρεσία της θα διέπεται από τους σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέ[*477]λευσης και από τις οδηγίες, εγκυκλίους και άλλες διαταγές των Εκπαιδευτικών Αρχών.  Η Ολομέλεια κατέληξε ως εξής:

«Εξεταζόμενος στο ορθό του πλαίσιο, ο διορισμός της εφεσείουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οτιδήποτε άλλο παρά ως ζήτημα εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. το γεγονός ότι έγινε με σύμβαση δεν μπορεί να μεταβάλει την ουσιώδη φύση του. αυτή δεν ήταν η περίπτωση σύμβασης μεταξύ της Κυβέρνησης και ενός προσώπου κάτω από τέτοιες περιστάσεις έτσι που να καθιστά την σχέση που δημιουργήθηκε σχέση ιδιωτικού δικαίου.  Ακολουθεί, επομένως, ότι χωρεί προσφυγή δυνάμει του αρ. 146 στην παρούσα υπόθεση.»

Η Paschalidou (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Papakyriakou v. Health Services of Cyprus (1970) 3 C.L.R. 35 στην οποία η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση του τερματισμού της απασχόλησης της.  Η αιτήτρια υπηρετούσε ως μαία επί ημερομίσθιας έκτακτης βάσεως από το 1965.  Τα καθήκοντα της ήταν τα ίδια όπως όλων των άλλων μαιών.  Οι υπηρεσίες της τερματίσθηκαν το 1970.  Λήφθηκε υπόψη ότι η αιτήτρια είχε εργοδοτηθεί για πολύ μακρά και ακαθόριστη περίοδο επί προσωρινής βάσεως κατά τη συνήθη πορεία ικανοποίησης των αναγκών μιας δημόσιας υπηρεσίας ήτοι της υπηρεσίας μητρότητας που παρέχεται από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.  Κρίθηκε ότι η απασχόληση της ενέπιπτε εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου.  Επομένως το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, δυνάμει του αρ. 146.1 του Συντάγματος, να αποφανθεί επί της εγκυρότητας του τερματισμού της απασχόλησης της.

Στην παρούσα υπόθεση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές που τέθηκαν στις πιο πάνω υποθέσεις.  Είναι πρόδηλο ότι ο διορισμός των αιτητών έλαβε χώραν με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών το οποίο είναι δημόσια υπηρεσία.  Περαιτέρω είναι παραδεκτό ότι τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι αιτητές είναι παρόμοια με εκείνα που εκτελούνται από τους μόνιμους συναδέλφους τους που κατέχουν την ίδια θέση.  Κρίνω, επομένως, ότι η απασχόληση των αιτητών βρισκόταν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου και επομένως ο τερματισμός της υπόκειται σε αναθεώρηση με προσφυγή δυνάμει του αρ. 146.1 του Συντάγματος.  Ακολουθεί πως η πρώτη προδικαστική ένσταση αποτυγχάνει.

 

[*478]Η δεύτερη προδικαστική ένσταση.

Σύμφωνα με την κα. Αντωνίου από την ίδια την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου προκύπτει ότι στόχος των καθ’ ων η αίτηση ήταν η ενσωμάτωση των Γραφείων Τύπου στις Διπλωματικές Αποστολές για την αύξηση της αποδοτικότητας και η εξοικονόμηση λεφτών. Δηλαδή, μια καθαρά πολιτική απόφαση.  Υπέβαλε ότι «δεν είναι δικό μας έργο να κρίνουμε αν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να λάβει  το Υπουργικό Συμβούλιο τη συγκεκριμένη πολιτική απόφαση». Αυτό – συνέχισε – αφορά σε πολιτική απόφαση η οποία εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου.  Οι αποφάσεις αυτές – κατέληξε – εμπίπτουν εντός του όρου «εξωτερικές υποθέσεις» στο Άρθρο 50 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν μπορούν να υποστούν τη βάσανο του δικαστικού ελέγχου.

Από την άλλη ο κ. Σεραφείμ έθεσε το ερώτημα:  «Ο διορισμός, μετάθεση ή τερματισμός των υπηρεσιών των Μονίμων Λειτουργών και Ακόλουθων Τύπου στις χώρες που υπηρετούν και οι αιτητές, οι οποίοι εκτελούν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα ως οι αιτητές, ελέγχεται δικαστικά (και αυτό είναι πραγματικότητα) και δεν είναι πολιτική απόφαση ενώ όταν αφορά τους αιτητές είναι ‘πολιτική απόφαση’;».  Αυτό – συνέχισε – θα ήταν absurdum.

Ο όρος «εξωτερικές υποθέσεις», στον οποίο έχει αναφερθεί η κα. Αντωνίου, βρίσκεται στο αρ. 50 του Συντάγματος.  Ανάγνωση του αρ. 50 του Συντάγματος αποκαλύπτει ότι δεν αναφέρεται σε αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας – εδώ του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών – για διορισμό σε δημόσιες θέσεις ούτε σε αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για τερματισμό απασχόλησης.  Το αρ. 50 του Συντάγματος αναφέρεται στο δικαίωμα αρνησικυρίας του Προέδρου και Αντιπροέδρου «οιουδήποτε νόμου ή απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων εφόσον ο νόμος ή η απόφασις εν όλω ή εν μέρει αφορώσιν εις εξωτερικάς υποθέσεις».  Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του αρ. 50 του Συντάγματος.  Ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκφεύγει της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου λόγω του ότι αποτελεί κυβερνητική πράξη.  Καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 618 και τις υποθέσεις που αναφέρονται σ’ αυτή) κυβερνητικές πράξεις είναι πράξεις που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία ή πράξεις των οποίων «προέχων χαρακτήρ είναι η άσκησις της εις την Κυβέρνησιν ανηκούσης πολιτικής εξουσίας».

[*479]Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ρυθμιστεί οποιοδήποτε θέμα σχετικά με την πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία.  Έχει ρυθμιστεί απλώς ένα θέμα που αναφέρεται στους όρους υπηρεσίας και στον τερματισμό της απασχόλησης δημοσίων λειτουργών.  Ακολουθεί πως η δεύτερη προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Η ουσία των προσφυγών.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Έλλειψη οποιασδήποτε και/ή οποιασδήποτε νόμιμης και/ή ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο κ. Σεραφείμ υπέβαλε ότι «από το κείμενο της κατά τα άλλα πολυσέλιδης προσβαλλόμενης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν προκύπτει να έχει δοθεί οποιαδήποτε, πόσο μάλλον νόμιμη αιτιολογία, η οποία να φανερώνει μεταξύ άλλων:

(α)   το σκεπτικό και λόγο λήψης της εν λόγω απόφασης τερματισμού του πολύχρονου διορισμού και απασχόλησης των αιτητών,

(β)   το σκεπτικό καθορισμού της ημερομηνίας τερματισμού του εν λόγω διορισμού σε έξι περίπου μήνες από την ημέρα κοινοποίησης της εν λόγω απόφασης στους αιτητές.

Τέτοια αιτιολογία δεν προκύπτει από τα επίδικα πρακτικά, ούτε από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.  Πουθενά – συνέχισε ο κ. Σεραφείμ – δεν αναφέρεται να τέθηκε και να αποφασίστηκε θέμα μείωσης της στελέχωσης των Γραφείων Τύπου των Διπλωματικών μας Αποστολών ή κλείσιμο αυτών.

Ήταν η θέση της κας Αντωνίου ότι η «προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.10.2003 είναι πλήρως αιτιολογημένη και πληρούνται οι προϋποθέσεις που η νομολογία έχει θέσει για να μπορεί να θεωρηθεί μια πράξη ως δεόντως αιτιολογημένη».  Ήταν περαιτέρω η θέση της κας Αντωνίου ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου το οποίο αποτελείται από την πιο πάνω Πρόταση με αρ. 831/2003, η οποία συνιστά πλήρη αιτιολογία για την προσβαλλόμενη απόφαση.  Αυτό που οδήγησε στις δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου της 4.6.2003 και 8.10.2003 οι οποίες [*480]συνδέονται – συνέχισε η κα. Αντωνίου – ήταν η αναγκαιότητα για ίση μεταχείριση των υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό.  Η κα. Αντωνίου παρέπεμψε ειδικώς στην παραγ. 8 της Πρότασης με αρ. 831/2003 (έχει παρατεθεί στις σελίδες πιο πάνω) στις παραγ. (η) και (θ) της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.10.2003 (έχουν παρατεθεί στις σελίδες πιο πάνω).  Υπέβαλε ότι όλα τα πιο πάνω «συνιστούν πλήρη και σαφή αιτιολογία και καθιστούν αντιληπτούς τους λόγους που οδήγησαν το Υπουργικό Συμβούλιο στον τερματισμό των συμβολαίων των αιτητών».

Στην Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 272, 273 το  θέμα της αιτιολογίας έχει τεθεί ως εξής:

«Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ’ άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J M C  Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.   Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647). 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου [*481]της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου.  Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. “Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν”  (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

Οι πιο πάνω αρχές έχουν κωδικοποιηθεί με τα αρ. 26-32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99).  Το αρ. 26(1) του Νόμου απαιτεί όπως οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες είναι (α) δυσμενείς για το διοικούμενο, και (β) συνιστούν εξαίρετο μέτρο ενέργειας.

Σύμφωνα με το αρ. 28(1) του Νόμου «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιός ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης».  Τέλος, σύμφωνα με το αρ. 29 «η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία «η εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ΄ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε ν’ αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ’ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων:  267(45), 1144(46) (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186). Βλ. και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438:

[*482]“Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων.  Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων.  Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:

‘Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου.  Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της.  Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου ‘για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλειπή αιτιολογία λογικά εφικτή’.  (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)’”.

Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν υπάρχει αιτιολογία.  Αυτό γιατί στην προσβαλλόμενη απόφαση δε βρίσκουμε τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.  Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η ελλείπουσα αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ή από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας. Αυτό καθιστά αναγκαία την εξέταση των στοιχείων στα οποία έχει παραπέμψει η κα. Αντωνίου.

Ανάγνωση της πιο πάνω παραγ. 8 της Πρότασης με αρ. [*483]831/2003 στην οποία έχει παραπέμψει το Δικαστήριο η κα. Αντωνίου (έχει παρατεθεί στις σελίδες πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι σκοπός της Πρότασης ήταν η λήψη απόφασης με την οποία να προβλέπεται η εφαρμογή των ίδιων ρυθμίσεων που ισχύουν για τα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας στο θέμα της διάρκειας υπηρεσίας στο εξωτερικό και στην περίπτωση του μη διπλωματικού προσωπικού που τοποθετείται ή αποσπάται για υπηρεσία στις διάφορες Διπλωματικές Αποστολές.

Ποιές είναι τώρα οι ρυθμίσεις που ισχύουν για τα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας;  Αυτές προδιαγράφονται από τον πιο πάνω Καν. 21 (έχει παρατεθεί στη σελίδες πιο πάνω).  Παρατηρώ:

(α)  Κυρίαρχο θέμα του Καν. 21 είναι η μετάθεση υπαλλήλων από το Εξωτερικό στο Κέντρο και από το Κέντρο στο Εξωτερικό ύστερα από υπηρεσία συγκεκριμένης διάρκειας.

(β)  Η Πρόταση με αρ. 831/2003 και η παραγ. 8 στην οποία έχει παραπέμψει η κα. Αντωνίου στόχευαν στην εφαρμογή των ίδιων ρυθμίσεων που ισχύουν για τα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας στο θέμα της διάρκειας υπηρεσίας στο εξωτερικό και στην περίπτωση των αιτητών για να μην καταστρατηγείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Για την εφαρμογή των ίδιων ρυθμίσεων οι συντάκτες της Πρότασης με αρ. 831/2003 είχαν επικαλεσθεί τον πιο πάνω Καν. 21.  Όπως έχει ήδη υποδειχθεί ο Καν. 21 προβλέπει για μεταθέσεις από το εξωτερικό στο κέντρο και από το κέντρο στο εξωτερικό ύστερα από υπηρεσία συγκεκριμένης διάρκειας.

Με βάσει τις πιο πάνω παρατηρήσεις μου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, κατ’ επίκληση κανονισμών που ρυθμίζουν μεταθέσεις και στοχεύουν στην αποφυγή της μακρόχρονης παραμονής των υπαλλήλων στο εξωτερικό μέσα από τη μετάθεση τους στο Κέντρο και κατ’ επίκληση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχει προβεί στον τερματισμό των υπηρεσιών των αιτητών. Έχω, επομένως, την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση συντρέχει έλλειψη ειδικής αντιστοιχίας ανάμεσα στο συγκεκριμένο διοικητικό μέτρο – τον τερματισμό των υπηρεσιών – το οποίο λήφθηκε μέσω της προσβαλλόμενης πράξης και της παρεχόμενης δικαιολογητικής βάσης ήτοι του Καν. 21.  Σε τέτοια περίπτωση η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Βλ. Γιώργου Γεραπετρίτη «Η Αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων», σελ. 118-119:

[*484]«Πλημμέλεια στην επάρκεια της αιτιολογίας.

Όπως είναι ευνόητο, η παντελής έλλειψη αιτιολογίας μιας διοικητικής πράξης η οποία οφείλει σύμφωνα με το νόμο ή από τη φύση της να αιτιολογείται, οδηγεί σε ακύρωση για το λόγο αυτό.  Όμως η πιο συνηθισμένη περίπτωση πλημμέλειας είναι αναμφίβολα η ελλιπής  ή ανεπαρκής αιτιολογία.

...............................................................................................................

Συναφής περίπτωση ανεπαρκούς αιτιολογίας αποτελεί η έλλειψη ειδικής αντιστοιχίας ανάμεσα στο συγκεκριμένο διοικητικό μέτρο το οποίο λαμβάνεται μέσω της διοικητικής πράξης και της παρεχόμενης δικαιολογητικής βάσης.  Η πλημμέλεια αυτή ουσιαστικά αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αιτιολογίας και  πράξης και ενεργοποιείται εφόσον ο δικαστής διαπιστώσει ότι υφίσταται μία μάλλον χαλαρή σχέση ανάμεσα τους.»

Περαιτέρω η αιτιολογία δεν ήταν νόμιμη.  Αυτό γιατί τα στοιχεία που στάθμισε η Διοίκηση με την Πρόταση με αρ. 831/2003 τα οποία αποτελούνται από την ανάγκη για εφαρμογή των ιδίων ρυθμίσεων και από την ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης είναι ξένα προς την επίδικη ρύθμιση η οποία αποτελείται από τον τερματισμό των υπηρεσιών των αιτητών.  Βλ. Γεραπετρίτη (πιο πάνω), σελ. 117:

«Πλημμέλεια στην ποιότητα της αιτιολογίας.

Η νομολογία διακρίνει τρεις περιπτώσεις όπου η αιτιολογία της διοικητικής πράξης εμφανίζει πρόβλημα ως προς την ποιότητά της. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της μη νόμιμης αιτιολογίας. Ιδιαίτερα συντρέχει η περίπτωση αυτή όταν η αιτιολογία περιλαμβάνει την στάθμιση στοιχείων τα οποία είναι είτε αντίθετα στο νόμο είτε ξένα προς τη συγκεκριμένη ρύθμιση και το σκοπό της.»

Οι παραγ. (η) και (θ) της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.10.2003 στις οποίες έχει παραπέμψει η κα. Αντωνίου δεν αποτελούν καθόλου αιτιολογία.

Η διαπιστωθείσα πλημμέλεια στην ανεπάρκεια και ποιότητα της αιτιολογίας καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη αναιτιολόγητη και ως τέτοια απόφαση αντίθετη προς το Νόμο ήτοι τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476 και  [*485]Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270).

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Έλλειψη προηγούμενης ακρόασης των αιτητών.

Ο κ. Σεραφείμ υπέβαλε ότι οι αιτητές δεν κλήθηκαν να υποβάλουν τις απόψεις τους πριν την λήψη της απόφασης τερματισμού του διορισμού τους.  Αυτό – συνέχισε – συνιστά παράβαση του αρ. 43 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99).

Ήταν η θέση της κας Αντωνίου ότι δικαίωμα ακρόασης παρέχεται στις περιπτώσεις διαδικασιών πειθαρχικής φύσεως ή άλλων διαδικασιών με τις οποίες σκοπείται η λήψη μέτρων με τιμωρητικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει – συμπλήρωσε – υποχρέωση εκ μέρους της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως.  Η προσβαλλόμενη απόφαση – κατέληξε η κα. Αντωνίου – δεν ήταν πειθαρχικής φύσεως αλλά ούτε είχε τιμωρητικό χαρακτήρα.

Ο σχετικός λόγος ακύρωσης έχει σαν έρεισμα το αρ. 43(1) του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99 το οποίο προβλέπει:

«43.-(1)  Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.»

Στην Ελλάδα το σχετικό δικαίωμα διασφαλίζεται από το αρ. 20.2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων τους».

Εν όψει της ομοιότητας μεταξύ των δύο διατάξεων θεωρώ ότι μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από την Ελληνική νομολογία και βιβλιογραφία.

Σύμφωνα με το «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση του Π.Δ. Δαγτόγλου, παραγ. 622, η προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου έχει ως διπλό σκοπό:

«-  αφενός να δώσει στον ενδιαφερόμενο την δυνατότητα να [*486]υποστηρίξει τα δικαιώματα ή συμφέροντά του και να προτείνει εύλογες λύσεις πριν ακόμη προβεί η διοίκηση στην επιβαρυντική ενέργεια ή μέτρο, γιατί μετά από αυτήν ως μόνη διέξοδος για τον ιδιώτη θα απέμενε η δαπανηρή και χρονοβόρα προσφυγή στα δικαστήρια.

-  αφετέρου να διασφαλίσει την καλύτερη ενημέρωση της διοικήσεως και επομένως την αποτελεσματικότερη, ευλογότερη και δικαιότερη λειτουργία της.»

Από τα ανωτέρω – συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας – «προκύπτει, πρώτον, ότι το Άρθρο 20 παρ. 2 θεμελιώνει αφενός ένα ατομικό δικαίωμα του ιδιώτη (βλ. την θέση του στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος υπό τον τίτλο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα»), στο οποίο αντιστοιχεί υποχρέωση της διοικήσεως, και δεύτερον, ένα θεμελιώδη κανόνα της διοικητικής διαδικασίας από τον οποίο επίσης προκύπτει σχετική υποχρέωση της διοικήσεως».

Ο ευπαίδευτος συγγραφέας θεωρεί ότι «προκύπτουν τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις της υποχρεώσεως της προηγούμενης ακροάσεως του ενδιαφερομένου, σε περίπτωση σιωπής του Νόμου». Οι προϋποθέσεις αυτές καταγράφονται στις παραγ. 624, 625 και 626:

«624.  Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι η διοικητική ενέργεια ή το διοικητικό μέτρο είναι επιβαρυντικό για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του ιδιώτη και μάλιστα επιφέρει θετική βλάβη στα υπάρχοντα δικαιώματα ή συμφέροντα του.

625. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η βλάβη προέρχεται από το ίδιο το διοικητικό μέτρο και είναι αποτέλεσμα ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.  Αν προέρχεται απ΄ ευθείας από τον νόμο ως ‘αυτόματη’ έννομη συνέπειά του, ενώ στην διοίκηση δεν απομένουν παρά ‘δέσμιες’ ενέργειες, η προηγούμενη ακρόαση δεν απαιτείται, γιατί είναι άσκοπη, αφού δεν μπορεί να επηρεάσει την απόφαση της διοικήσεως.

626. Η τρίτη προϋπόθεση είναι ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε ήδη την ευκαιρία να εκθέσει στην διοίκηση τις απόψεις του. μιά τέτοια ευκαιρία είχε ο ενδιαφερόμενος, αν το διοικητικό μέτρο εκδόθηκε ύστερα από αίτησή του προς την διοίκηση, εκτός αν η αίτηση ήταν τυπική και η άρνηση αποδοχής της επενέβη σε ατομικό δικαίωμα (π.χ. άρνηση εκδόσεως ή ανανεώσεως διαβατηρίου).»

[*487]Βλ. και «Η Αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων» (πιο πάνω), στη σελ. 65:

«Η προηγούμενη ακρόαση αποσκοπεί τόσο στην ουσιαστική ενδυνάμωση του δικαιώματος της έννομης προστασίας των πολιτών, από το οποίο θα μπορούσε ερμηνευτικά να απορρέει ακόμη και αν απουσίαζε η ειδική συνταγματική πρόβλεψη, όσο και στην υποβοήθηση της διαδικασίας λήψης απόφασης από την άποψη ότι η αρμόδια διοικητική αρχή γίνεται με τον τρόπο αυτό κοινωνός ουσιωδών γεγονότων, καταστάσεων και ενδεχομένως εναλλακτικών λύσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην υιοθέτηση του πλέον ενδεδειγμένου μέτρου ή τουλάχιστον του μέτρου εκείνου που θα επέφερε τις λιγότερο επαχθείς συνέπειες για τους εμπλεκόμενους πολίτες.  Συνεπώς, η Διοίκηση διευρύνει τον κατάλογο των δεδομένων βάσει των οποίων οφείλει να λάβει την σχετική απόφαση.  Πέρα όμως από αυτό δημιουργείται μπροστά της ένα σύνολο στοιχείων τα οποία δεν μπορεί και να αγνοήσει.  Το αίτημα για χρηστή διοίκηση αλλά και ορθολογική δράση των διοικητικών αρχών συνεπάγεται ότι όλα τα δεδομένα που σχετίζονται με την υπόθεση και ασκούν ουσιώδη επιρροή σε αυτήν πρέπει να ληφθούν υπόψιν.  Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να καταλήξει σε απόφαση σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά.  Όμως οφείλει αφού τα εκτιμήσει να δικαιολογήσει τους λόγους για τους οποίους δεν τα θεώρησε ως κρίσιμα για την επιλογή ή σε κάθε περίπτωση τους λόγους για τους οποίους προτιμήθηκε διαφορετικό μέτρο.»

Όπως έχει υποδειχθεί νομικό έρεισμα του σχετικού λόγου ακύρωσης είναι το αρ. 43(1) του Νόμου 158(Ι)/99.  Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο οι αιτητές είναι πρόσωπα «που θα επηρεαστούν από την έκδοση της πράξης» και κατά πόσο το επίδικο διοικητικό μέτρο είναι «δυσμενούς φύσης» εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου.

Κρίνω ότι η απάντηση είναι σαφώς θετική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τερματισμός της απασχόλησης τους επηρεάζει τους αιτητές και αποτελεί μέτρο δυσμενούς φύσης.

Εξετάζοντας το θέμα και από τη σκοπιά που τίθεται στο πιο πάνω σύγγραμμα (βλ. παραγ. 624-626, πιο πάνω) κρίνω πως στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει ο ευπαίδευτος συγγραφέας.  Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι έχει σημειωθεί παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης των αιτητών.  [*488]Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι’ αυτό το λόγο. 

Το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση οι αιτητές ενημερώθηκαν ότι θα μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις για απασχόληση τους σε άλλες υπηρεσίες δεν ικανοποιεί την ανάγκη για προηγούμενη ακρόαση ή την ανάγκη για αιτιολογία.  Ο τερματισμός της απασχόλησης είναι ένα πάρα πολύ δυσμενές μέτρο και οι συνέπειες του δεν αμβλύνονται από τη δυνατότητα να θεωρηθεί ένας ως υποψήφιος για μια άλλη θέση.

Για τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

*           Αιτήτρια στην Προσφυγή 1224/2003.

**         Αιτητής στην Προσφυγή 1223/2003.

***        Αιτήτρια στην Προσφυγή 1225/2003.

****      Αιτητής στην Προσφυγή 1226/2003.

*****     Αιτητής στην Προσφυγή 1227/2003.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο