Κυριαζής Βαρνάβας ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 500

(2004) 4 ΑΑΔ 500

[*500]10 Iουνίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Πρόεδρος]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 731/2003)

 

Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ― Διορισμός Διευθυντή ― Περιστάσεις των πολλαπλών ακυροτήτων της διαδικασίας του διορισμού ― Συνέπειες.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Διόρθωση τίτλου προσφυγής ― Κρίθηκε αχρείαστη στην κριθείσα περίπτωση, όπου δεν είχε συμπεριληφθεί στον τίτλο το όργανο που ενέκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή του Θ.Ο.Κ.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο αιτητής παραπονέθηκε στην Επίτροπο Διοικήσεως με γραπτό υπόμνημα του στις 13.3.2003.  Η Επίτροπος Διοικήσεως προέβη σε έρευνα του παραπόνου του αιτητή και υπέβαλε 20σέλιδη έκθεση, στα συμπεράσματα της οποίας διαπιστώνονται τυπικές και ουσιαστικές παρατυπίες που καθιστούσαν, κατά την άποψη της, τρωτή την απόφαση που ελήφθη. Υποδεικνύονται στην έκθεση σωρεία στοιχείων, που αναδύονται από τα πρακτικά της διαδικασίας, από τα οποία και σαφώς αποδεικνύεται πως υπήρχε προειλημμένη απόφαση του Συμβουλίου να διατηρήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη θέση του διευθυντή, μέχρι του ορίου αφυπηρέτησης του. 

[*501]         Οι παρατηρήσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα» της Έκθεσης της, είναι, απόλυτα ορθές.  Η πρόθεση μάλιστα του Συμβουλίου, να συνεχίσει την υπηρεσία του στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος, εκδηλώθηκε ρητά. Γι’ αυτό εξάλλου και ζητήθηκε από το νομικό σύμβουλο του οργανισμού γνωμοδότηση κατά πόσο τούτο ήταν δυνατό να γίνει και με ποίο τρόπο.  Άλλη βέβαια σοβαρή βλάβη στη διαδικασία, που επίσης υποδεικνύεται από την Επίτροπο Διοικήσεως, έγινε και από το γεγονός ότι στις δύο κρίσιμες συνεδρίες, που εκδηλώθηκε αυτή η πρόθεση, παρίστατο και ο διευθυντής, το ενδιαφερόμενο δηλαδή πρόσωπο. 

     Οι θέσεις του νομικού συμβούλου του οργανισμού και η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, όπου υποδεικνυόταν η έκδηλη παρανομία της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, οδήγησε το Συμβούλιο στην ανάκληση της απόφασης του για να επανεξετάσει το θέμα στις 27.5.2003.  Καταβλήθηκε, λεκτική προσπάθεια κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, να διορθωθούν τα λάθη που έγιναν κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης.  Στην επανεξέταση όμως, όπως καταδεικνύεται από τα πρακτικά, επαναλαμβάνεται ουσιαστικά η προϋπάρχουσα πρόθεση του Συμβουλίου να παρατείνει τη σύμβαση του ενδιαφερόμενου μέρους, και  προστίθεται πως τούτο θα γινόταν για το δημόσιο συμφέρον, που δεν εξειδικεύεται στην απόφαση.  Ίσως το Συμβούλιο θεωρεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος παρέσχε πολύτιμες υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής, οι οποίες, και ως εκ τούτου επιθυμούσε να συνεχιστούν.  Αυτή όμως η σκέψη έρχεται ακριβώς σε αντίθεση με τη βασική αρχή της ορθής λειτουργίας της ισότητας, γιατί αν ίσχυε τότε με ποία κριτήρια θα αξιολογούνταν οι υπόλοιποι υποψήφιοι, που δεν είχαν την ευκαιρία να υπηρετήσουν ως διευθυντές στο ΘΟΚ, του οργανισμού βεβαίως με το βασικό και κυρίαρχο ρόλο στα θεατρικά πράγματα του τόπου.

2.  Ως προς την εισήγηση του δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση πως η προσφυγή θα έπρεπε να στρέφεται και εναντίον του υπουργού, ο οποίος ενέκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση, και του οποίου η έγκριση είναι απαραίτητη για την περάτωση της διαδικασίας διορισμού, η παράλειψη αυτή είναι χωρίς σημασία, γιατί η προσφυγή στρέφεται εναντίον του οργάνου που ουσιαστικά έλαβε την επίδικη απόφαση.  Παράλειψη που εξάλλου θα μπορούσε να διορθωθεί με την τυπική τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής, μια αχρείαστη, διαδικασία.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

[*502]Προσφυγή.

Αλ. Μαρκίδης, για τον Αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, ΘΟΚ, που ελήφθη στις 27.5.2003 και εγκρίθηκε από τον υπουργό στις 25.6.2003, και με την οποία διορίστηκε στη θέση διευθυντή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. 

Τα γεγονότα της υπόθεσης θα εκτεθούν με κάποια λεπτομέρεια για να γίνουν καθαρές και αντιληπτές οι εισηγήσεις του δικηγόρου του αιτητή:  Το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσε με σύμβαση πενταετούς διάρκειας ως διευθυντής του ΘΟΚ. Η σύμβαση έληγε στις 30.6.2003. Το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε στις 15.10.2002 να συζητήσει στην επόμενη συνεδρία του, ημερομηνίας 8.11.2002, και θέμα πιθανής ανανέωσης της θητείας του διευθυντή για ακόμη 3.5 έτη, μέχρι δηλαδή την ηλικία των 60 ετών, που σύμφωνα με τον Κ.17(1) των περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (διάρθρωσης και όροι υπηρεσίας) Κανονισμών του 1974, ΚΔΠ229/74, είναι η ηλικία αφυπηρέτησης των μονίμων υπαλλήλων του Οργανισμού.  Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε να ζητηθεί η γνώμη του νομικού συμβούλου του ΘΟΚ.  Στην πιο πάνω  συνεδρία παρίστατο και ο ίδιος ο διευθυντής, το ενδιαφερόμενο δηλαδή πρόσωπο.  Ο νομικός σύμβουλος απέστειλε εγγράφως τη γνώμη του προς το Συμβούλιο.  Υπέδειξε, ορθά, πως η συνταγματική επιταγή για ισότητα, που διασφαλίζεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος μας, επέβαλλε την υποχρέωση να προκηρυχθεί η θέση, ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε όλους τους ενδιαφερόμενους να τη διεκδικήσουν επί ισότιμης βάσης. 

Το Συμβούλιο αποφάσισε, στις 17.12.2002, να προχωρήσει στην προκήρυξη της θέσης με σύμβαση για περίοδο μέχρι 5 ετών, όπως ήταν και η προηγούμενη προκήρυξη της θέσης το 1998·  και σ’ αυτή τη συνεδρία παρίστατο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Να προσθέσω επίσης πως και στις δυο συνεδρίες, που προανέφερα, παρών ήταν και ο προϊστάμενος διοίκησης και προσωπικού. 

Η προκήρυξη, όπως διατυπώθηκε, στάληκε στο νομικό σύμβουλο του οργανισμού για έλεγχο.  Ο τελευταίος είχε την άποψη [*503]πως δεν ήταν ορθό να αναφέρεται στην προκήρυξη πως ο διορισμός θα ήταν επί συμβάσει μέχρι 5 έτη.  Η χρονική διάρκεια της σύμβασης, είπε, θα έπρεπε να καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας, έτσι που να αποτελεί αντικειμενικό σταθερό κριτήριο και να μη διακυμαίνεται ανάλογα με την ηλικία των αιτητών.  Δεν είμαι σύμφωνος με αυτή την υπόδειξη, γιατί δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί οι αιτητές, και ενδεχομένως ο άριστος μεταξύ αυτών και είναι τέτοιας ηλικίας που, όταν διοριστεί, να χρειαστεί η σύμβαση του να είναι για τόσο χρονικό διάστημα ώστε να λήγει, φερ΄ειπείν, μέχρι το 60ο έτος, που αναγκαστικά αφυπηρετεί, π.χ. υποψήφιος που είναι 56, 57, 58 κ.λπ. ετών.

Στις 19.12.2002 προκηρύχθηκε η επίδικη θέση. Στην προκήρυξη αναφερόταν πως ο διορισμός θα ήταν με σύμβαση μέχρι 5 έτη.  Υπέβαλαν αιτήσεις, μεταξύ άλλων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στις 5.2.2003 το Συμβούλιο άρχισε τη διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων με πρώτο θέμα  τη μελέτη και συζήτηση των ακαδημαϊκών προσόντων των αιτητών.  Αποφασίστηκε δε πως όσοι πληρούσαν τα προσόντα να κληθούν σε προφορική συνέντευξη στις 25.2.2003.  Σ’ αυτή τη συνεδρία δεν παρίστατο το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν παρών όμως ο προϊστάμενος διοίκησης και προσωπικού.  Το Συμβούλιο δέκτηκε τους υποψήφιους σε προφορική και μετά από αυτή διεξήχθη ψηφοφορία για να καταρτιστεί μικρός κατάλογος από τους δύο επικρατέστερους.  Ο αιτητής δεν περιελήφθη σ’ αυτό τον κατάλογο, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που ήταν ένας από τους δύο.  Στην τελική ψηφοφορία όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ψήφισαν υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους και κανένας για τον άλλο υποψήφιο.  Αποφασίστηκε ως εκ τούτου να προσφερθεί διορισμός στο ενδιαφερόμενο μέρος από την 1.7.2003, εφόσον ο διορισμός θα επικυρωνόταν από τον υπουργό, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 9(1) του περί Θεατρικού Οργανισμού Νόμο του 1970, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.  Αναφορικά δε με το χρονικό διάστημα της σύμβασης το Συμβούλιο αποφάσισε, στις 6.3.2003, πως η περίοδος θα ήταν από 1.7.2003 μέχρι 26.1.2007, όταν δηλαδή ο διορισθείς θα συμπλήρωνε το 60στο έτος της ηλικίας του, και θα αφυπηρετούσε αναγκαστικά όπως προβλέπει ο σχετικός κανονισμός που ανέφερα πιο πάνω. 

Το γενικό και ουσιαστικό παράπονο του αιτητή είναι πως η πρόθεση του Συμβουλίου, που εκδηλώθηκε από την αρχή, ήταν η συνέχιση της απασχόλησης ως διευθυντή του ενδιαφερομένου προσώπου, που υπηρετούσε και κατά την προηγούμενη πενταετία.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, υποδηλώνει ή συνεχίζει η εισή[*504]γηση, για τη δήθεν επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια επιφανειακής νομικής επικάλυψης της προειλημμένης απόφασης του Συμβουλίου. 

Ο αιτητής παραπονέθηκε στην Επίτροπο Διοικήσεως με γραπτό υπόμνημα του στις 13.3.2003.  Η Επίτροπος Διοικήσεως προέβη σε έρευνα του παραπόνου του αιτητή και υπέβαλε 20σέλιδη έκθεση, στα συμπεράσματα της οποίας διαπιστώνονται τυπικές και ουσιαστικές παρατυπίες που καθιστούσαν, κατά την άποψη της, τρωτή την απόφαση που ελήφθη.  Υποδεικνύονται στην έκθεση σωρεία στοιχείων, που αναδύονται από τα πρακτικά της διαδικασίας, από τα οποία και σαφώς αποδεικνύεται πως υπήρχε προειλημμένη απόφαση του Συμβουλίου να διατηρήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη θέση του διευθυντή, μέχρι του ορίου αφυπηρέτησης του. 

Οι παρατηρήσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα» της Έκθεσης της, είναι στην κρίση μου, απόλυτα ορθές.  Η πρόθεση μάλιστα του Συμβουλίου, να συνεχίσει την υπηρεσία του στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος, εκδηλώθηκε ρητά.  Γι’ αυτό εξάλλου και ζητήθηκε από το νομικό σύμβουλο του οργανισμού γνωμοδότηση κατά πόσο τούτο ήταν δυνατό να γίνει και με ποίο τρόπο. Άλλη βέβαια σοβαρή βλάβη στη διαδικασία, που επίσης υποδεικνύεται από την Επίτροπο Διοικήσεως, έγινε και από το γεγονός ότι στις δύο κρίσιμες συνεδρίες, που εκδηλώθηκε αυτή η πρόθεση, παρίστατο και ο διευθυντής, το ενδιαφερόμενο δηλαδή πρόσωπο. 

Οι θέσεις του νομικού συμβούλου του οργανισμού και η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, όπου υποδεικνυόταν η έκδηλη παρανομία  της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, οδήγησε το Συμβούλιο στην ανάκληση της απόφασης του για να επανεξετάσει το θέμα στις 27.5.2003.  Καταβλήθηκε, λεκτική θα ΄λεγα προσπάθεια, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, να διορθωθούν τα λάθη που έγιναν κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης.  Στην επανεξέταση όμως, όπως καταδεικνύεται από τα πρακτικά, επαναλαμβάνεται ουσιαστικά η προϋπάρχουσα πρόθεση του Συμβουλίου να παρατείνει τη σύμβαση του ενδιαφερόμενου μέρους, και προστίθεται πως τούτο θα γινόταν για το δημόσιο συμφέρον, που δεν εξειδικεύεται στην απόφαση.  Μπορώ να υποθέσω πως το Συμβούλιο θεωρεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος παρέσχε πολύτιμες υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής, οι οποίες, και ως εκ τούτου επιθυμούσε να συνεχιστούν.  Αυτή όμως η σκέψη έρχεται ακριβώς σε αντίθεση με τη βασική αρχή της ορθής λειτουργίας της ισότητας, γιατί αν ίσχυε τότε με ποία κριτήρια θα αξιολογούνταν οι υπόλοι[*505]ποι υποψήφιοι, που δεν είχαν την ευκαιρία να υπηρετήσουν ως διευθυντές στο ΘΟΚ, του οργανισμού βεβαίως με το βασικό και κυρίαρχο ρόλο στα θεατρικά πράγματα του τόπου.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα έχω περιγράψει πιο πάνω, και η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη λήψη της επίδικης απόφασης δημιουργούν πολύ μεγάλο πρόβλημα, που αφορά κυρίως το ερώτημα:  ποίο θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα στην υπόθεση, για τον εξής λόγο.  Η εξ΄υπαρχής εκδηλωθείσα πρόθεση του Συμβουλίου του Οργανισμού, να μην προκηρυχθεί η θέση αλλά να επιδιωχθεί η ανανέωση της θητείας του διευθυντή μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας του που θα αφυπηρετούσε αναγκαστικά, και οι μετέπειτα προσπάθειες του να δώσει νομική κάλυψη σ΄αυτή την πρόθεση, δεν είναι δυνατό εκ των πραγμάτων να εξαλειφθούν.  Ό,τι ακολούθησε μετά την εκδήλωση της πρόθεσης αυτής ήταν μολυσμένο από αυτή την ίδια την πρόθεση.  Από την άλλη μεριά η αξιολόγηση των υποψηφίων από το Συμβούλιο, όπως τουλάχιστο φαίνεται στο πρακτικό, μπορεί να μην παρακάμπτει τα πλαίσια  της διακριτικής του ευχέρειας.  Και αυτό, που τελικά προβληματίζει, είναι ποία πορεία μπορεί να πάρει η τελική απόφαση του Συμβουλίου ώστε, αφενός να εξαλείφονται τα τρωτά που δημιουργήθηκαν από την προειλημμένη, και εκδηλωθείσα πρόθεση του να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, και ταυτόχρονα, κατά την επανεξέταση, η διαδικασία που θα ακολουθηθεί από το Συμβούλιο, το οποίο έχει την εξουσία να διορίζει το διευθυντή σύμφωνα με το Άρθρο 9(1) του Νόμου, να είναι νόμιμη και να απολήγει, με φανερά αντικειμενικά κριτήρια, στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου.  Ως προς το δεύτερο, όπως είναι οι ρητές διατάξεις του Νόμου, δεν έχω εξουσία να προτείνω οποιαδήποτε λύση.  Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα της πολιτείας να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποκατασταθεί η νομιμότητα και η ορθή λειτουργία της. 

Δεν ασχολήθηκα με την εισήγηση του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση πως η προσφυγή θα έπρεπε να στρέφεται και εναντίον του υπουργού, ο οποίος ενέκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση, και του οποίου η έγκριση είναι απαραίτητη για την περάτωση της διαδικασίας διορισμού, όπως προβλέπεται στο σχετικό άρθρο του Νόμου που αναφέρω πιο πάνω.  Θεωρώ την παράλειψη αυτή χωρίς σημασία, γιατί η προσφυγή στρέφεται εναντίον του οργάνου που ουσιαστικά έλαβε την επίδικη απόφαση. Παράλειψη που εξάλλου θα μπορούσε να διορθωθεί με την τυπική τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής, μια αχρείαστη, κατά την άποψη μου, διαδικασία.

[*506]Στην κρίση μου λοιπόν η επίδικη απόφαση συνεχίζει να πάσχει για τους λόγους που εξήγησα.  Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο