Κουρσάρος Γιαννάκης και Άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 512

(2004) 4 ΑΑΔ 512

[*512]10 Ιουνίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 321/2002)

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 428/2002)

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 437/2002)

ΑΝΘΟΥΛΑ (ΑΝΘΗ) ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 321/2002, 428/2002, 437/2002)

 

[*513]Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση και συγκρότηση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η σύνθεση και συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής Λιμένων Κύπρου στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά το ζήτημα της ενημέρωσης νέου μέλους του οργάνου αναφορικά με συνεδρίες στις οποίες δεν είχε λάβει μέρος και η εντεύθεν συνέχιση της διαδικασίας.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κατά πόσο επιβάλλεται η αιτιολόγηση της μη σύστασης συμβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τον Καν. 9(4) την περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 114/97).

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Επιπρόσθετα προσόντα ― Ο αριθμός τους, εάν είναι περισσότερα του ενός, δεν μπορεί να επηρεάσει ουσιωδώς το αποτέλεσμα της επιλογής ― Η δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές εξετάσεις ― Η διεξαγωγή τους και η βαρύτητα που αποδόθηκε στα αποτελέσματά τους, επικυρώθηκαν στη κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

�1. Εγείρεται για συζήτηση το κατά πόσο ήταν επιτρεπτή η συμμετοχή, στη συνεδρία ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2002, νέου μέλους που διορίστηκε μετά τη συνεδρία ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2002.  Σημειώνεται στα πρακτικά ότι το εν λόγω μέλος «ενημερώθηκε από τον Πρόεδρο για τους χειρισμούς του θέματος και τις σχετικές αποφάσεις που λήφθηκαν με αριθμούς 2/2002 και 39/2002 τις οποίες ανέγνωσε και με το περιεχόμενο των οποίων εσυμφώνησε».  Η καταγραφείσα ενημέρωση και αποδοχή αναφορικά με ό,τι έγινε στις προηγούμενες συνεδρίες σήμαινε, καθώς είναι νομολογημένο, την πλήρη επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής.  Το ίδιο θα ήταν το αποτέλεσμα και με βάση το Άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του  Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που αποβλέπει στην κωδικοποίηση των αρχών.  Το ότι μέλος που μετείχε σε μεταγενέστερη συνεδρία δεν είχε ακόμα διοριστεί όταν διεξήχθη η [*514]προγενέστερη, δεν μπορούσε να είχε σημασία. Σχετικές είναι και οι πρόνοιες του Άρθρου 7(5) του περί Αρχής Λιμένων Νόμου  του  1973, Ν. 38/73 (όπως τροποποιήθηκε).

2.  Ο Καν. 9(4) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97, προνοεί την δυνητική σύσταση Συμβουλευτικών Επιτροπών για σκοπούς διορισμών ή προαγωγών.

     Οι αιτητές φαίνεται να θεωρούν πως η σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής θα έπρεπε να ήταν ο κανόνας.  Γι’ αυτό προβάλλουν ότι η μη σύσταση χρειαζόταν τη διατύπωση αιτιολογίας.  Ο Κανονισμός όμως παρέχει δυνητικά την εξουσία.  Η μη άσκησή της δεν χρειαζόταν αιτιολόγηση.  Ούτε υπήρχε, ο,τιδήποτε το παράτυπο στον ορισμό μέλους του συμβουλίου προς τον σκοπό υποβοήθησης του έργου του  στη διερεύνηση των υποψηφιοτήτων.

3.  Ο Λ. Παπακυριακού παραπονέθηκε πως το επιπρόσθετο προσόν, το οποίο του είχε αναγνωριστεί σε δύο τομείς, θα έπρεπε να του αναγνωριζόταν και σε άλλους δύο.  Η Α. Παπαγιάννη προέβαλε ότι αφού αυτή διέθετε το επιπρόσθετο προσόν σε τέσσερεις τομείς ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε μόνο τρεις, η Αρχή θα έπρεπε να είχε αιτιολογήσει ειδικά το γιατί το ένα επιπλέον δικό της επιπρόσθετο προσόν δεν μετέβαλλε το ισοζύγιο.  Απάντηση στις εν λόγω επικρίσεις παρέχει η Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47 την οποία ακολούθησε η Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276.

     Ο αριθμός των επιπρόσθετων προσόντων του ενός ή του άλλου δεν θα μπορούσε να είχε επιδράσει ουσιωδώς στο αποτέλεσμα. 

4.  Σε ό,τι αφορά την προφορική εξέταση, η διερεύνηση ήδη βαθμολογημένων γνώσεων και ικανοτήτων δεν απέβλεπε σε υποκατάσταση της εικόνας που είχε διαχρονικά διαμορφωθεί, αλλά σε έλεγχο των δυνατοτήτων των υποψηφίων στο παρόν, δηλαδή στη διακρίβωση του κατά πόσο τα όσα τους είχαν αναγνωριστεί ή αποδοθεί τα διατηρούσαν ενεργώς, έτοιμοι να τα εξωτερικεύσουν και να τα χρησιμοποιήσουν.

     Δεν ήταν υπέρμετρη η βαρύτητα που δόθηκε στο αποτέλεσμά της,

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

 

[*515]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370,

Savva a.o. v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102,

Savva a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694,

Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 646,

Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,

Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276,

Παρέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432,

Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 321/2002.

Α. Παναγιώτου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 428/2002.

Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 437/2002.

Α. Κουντουρή, για την Καθ’ ης η αίτηση σε όλες τις υποθέσεις.

Ε. Νικολαΐδου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Αρχής Λιμένων Κύπρου, ημερ. 19 Μαρτίου 2002, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ανθή Κληρίδου επελέγη για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Αποφασίστηκε η πλήρωση της σε συνεδρία  του διοικητικού συμβουλίου, ημερ. 8 Ιανουαρίου 2002, και περί το τέλος του ίδιου μηνός έγιναν οι σχετικές δημοσιεύσεις. Στην επόμενη συνεδρία, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2002, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να μη συστήσει συμβουλευτική επιτροπή [*516]και να ορίσει ένα από τα μέλη του  «για την προκαταρκτική εξέταση των αιτήσεων που θα υποβληθούν σε σχέση με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης». Επιπλέον, προνόησε για τη διαδικασία διακρίβωσης των προσόντων γλώσσας σε περίπτωση που θα παρίστατο ανάγκη.  Ακολούθησε η συνεδρία ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2002 κατά την οποία το μέλος που είχε οριστεί παρουσίασε τα όσα προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση.  Το διοικητικό συμβούλιο συμφώνησε με αυτά.  Κατόπιν συζήτησης καθόρισε ότι η μακρά και ευρεία διοικητική και οργανωτική πείρα, την οποία απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας, θα έπρεπε να ήταν διάρκειας τουλάχιστον οκτώ χρόνων. Έπειτα  έδωσε οδηγίες για τις εξετάσεις γλώσσας και προγραμμάτισε την προφορική εξέταση των υποψηφίων οι οποίοι εκ πρώτης όψεως εμφανίζονταν προσοντούχοι.  Επρόκειτο περί εννέα υποψηφίων εκ των οποίων οι τέσσερεις – το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και οι αιτητές – ήταν υπάλληλοι της Αρχής. 

Στην τελευταία συνεδρία, ημερ. 19 Μαρτίου 2002, το συμβούλιο στην παρουσία του διευθυντή διεξήγαγε την προφορική εξέταση, χωριστά για τον κάθε υποψήφιο, μέσα στο εξής πλαίσιο:

«..... υποβλήθηκαν κατάλληλες ερωτήσεις χωριστά, οι οποίες ήταν παρόμοιες για όλους και οι οποίες εκάλυψαν όλο το φάσμα των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης, σε συνάρτηση με τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αρχή και εστόχευαν αφενός μεν στην οριστική διαπίστωση της από μέρους των υποψηφίων τήρησης των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης και αφετέρου στην εκτίμηση της απόδοσης ενός εκάστου, ώστε να ληφθεί δεόντως υπόψη για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.»

Εν συνεχεία, αφού απεχώρησε από τη συνεδρία ο διευθυντής, καταγράφηκε η γενική εντύπωση αναφορικά με την αντίστοιχη απόδοση των υποψηφίων και δόθηκαν με λεπτομέρεια οι λόγοι που υποστήριζαν την εντύπωση.  Η απόδοση του ενδιαφερόμενου προσώπου χαρακτηρίστηκε ομόφωνα ως εξαίρετη.  Την απόδοση του Γ. Κουρσάρου η πλειοψηφία την αξιολόγησε ως «πολύ καλή» ενώ ένα μέλος, ο Σ. Νεοφύτου, τη θεώρησε ως «πάρα πολύ καλή».  Για τον Λ. Παπακυριακού και την Α. Χριστοδούλου-Παπαγιάννη η ομόφωνη εντύπωση ήταν πως η απόδοση του πρώτου ήταν «πολύ καλή» και της δεύτερης απλώς «καλή».  Ως προς τα απαιτούμενα προσόντα το συμβούλιο κατέληξε, με βάση πλέον το σύνολο των στοιχείων, ότι τα κατείχαν και οι εννέα υποψήφιοι.  Επίσης κατέληξε, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και οι αιτητές, διέθεταν [*517]ορισμένα από τα επιπρόσθετα προσόντα* που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας.  Καταγράφηκαν τα εξής:

«Α. Κληρίδου:  Διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης και πείρας σε σχέση με διοίκηση και λειτουργία των λιμανιών, ως υπάλληλος για πάνω από 20 χρόνια στην Αρχή.  Έχει γνώση της Γαλλικής και Γερμανικής γλώσσας, πιστοποιημένων με πρόσφατα πιστοποιητικά (2001 και 1992 αντίστοιχα), δηλαδή διαθέτει το πλεονέκτημα της γλώσσας και διαθέτει γνώση και πείρα επί εργατικών θεμάτων.

Γ. Κουρσάρος:  Διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης και πείρας σε σχέση με διοίκηση και λειτουργία των λιμανιών, ως υπάλληλος της Αρχής για πάνω από 20 χρόνια.  Διαθέτει γνώση και πείρα επί εργατικών θεμάτων.  Έχει προσκομίσει πιστοποιητικό (1967) για γνώση της Γαλλικής γλώσσας, δηλαδή διαθέτει το πλεονέκτημα της γλώσσας.

Λ. Παπακυριακού:  Διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης και πείρας σε σχέση με τη διοίκηση και λειτουργία των λιμανιών, ως υπάλληλος της Αρχής για πάνω από 20 χρόνια.  Διαθέτει γνώση και πείρα επί εργατικών θεμάτων.  Παρόλον που στη αίτηση του αναφέρει ότι έχει γνώση της Γαλλικής γλώσσας δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε πιστοποιητικό και όταν ρωτήθηκε κατά την προφορική εξέταση σε σχέση με το ποιά από τα επιπρόσθετα προσόντα κατέχει, δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.

Α. Παπαγιάννη:  Διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης και πείρας σε σχέση με τη διοίκηση και λειτουργία λιμανιών, ως υπάλληλος της Αρχής για πάνω από 20 χρόνια.  Διαθέτει γνώση και πείρα σε θέματα εκπαίδευσης προσωπικού και εργατικών θεμάτων.  Έχει γνώση της Γαλλικής γλώσσας (σχετικό πιστοποιητικό (1984)), δηλαδή διαθέτει το πλεονέκτημα της γλώσσας.»

Το συμβούλιο κατηύθυνε την προσοχή του και σε προσόντα πέραν των προβλεπομένων. Διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε ένα τέτοιο προσόν αλλά  δεν το θεώρησε σχετικό  με τα καθήκοντα της θέσης και δεν του απέδωσε σημασία. Κοίταξε και την αρχαιότητα.  Ο Γ. Κουρσάρος και ο Λ. Παπακυριακού εί[*518]χαν προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου στην κατεχόμενη θέση: περίπου τρία χρόνια ο πρώτος και επτά μήνες ο δεύτερος.  Ενώ η Α. Παπαγιάννη υστερούσε αφού κατείχε θέση χαμηλότερης βαθμίδας. Έπειτα από συνεκτίμηση όλων των στοιχείων και παραγόντων, που το συμβούλιο λεπτομερώς κατέγραψε με όλες τις αναγκαίες εξειδικεύσεις και διευκρινίσεις, επελέγη με πλειοψηφία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενώ ο εκ των μελών Σ. Νεοφύτου υποστήριξε τον Γ. Κουρσάρο λόγω αρχαιότητας.  Πιο άμεσα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

«Έχοντας υπόψη ότι η κα Α. Κληρίδου στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ομόφωνα ως εξαίρετη, διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ της, διαθέτει το πλεονέκτημα, από πλευράς αξίας στα υπό έμφαση χρόνια είναι εξαίρετη και η γενική υπηρεσιακή της εικόνα όπως προκύπτει μέσα από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους ήταν πάρα πολύ καλή, η αρχαιότητα στην οποία υστερεί (3 χρόνια έναντι του κ. Κουρσάρου και 7 μήνες έναντι κ. Παπακυριακού) δεν θα μπορούσε να ανατρέψει το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι η καταλληλότερη υποψήφια για προαγωγή στη θέση του Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης είναι η κα Α. Κληρίδου.

Αιτιολογώντας την απόφασή του να υποστηρίξει τον κο Γ. Κουρσάρο, ο κ. Σ. Νεοφύτου ανέφερε ότι χωρίς να αναιρεί οτιδήποτε έχει λεχθεί γενικά για την κα Α. Κληρίδου την οποία και ο ίδιος αξιολόγησε ως τη μόνη εξαίρετη, αποφάσισε να υποστηρίξει τον κ. Γ. Κουρσάρο επειδή έχει περισσότερα χρόνια υπηρεσίας στην Αρχή.»

Με τις υπό εξέταση προσφυγές τέθηκαν και συζητήθηκαν ζητήματα σε σχέση  με: (α) τη μη σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής αλλά και τον ορισμό μέλους του συμβουλίου για προκαταρκτική διερεύνηση των υποψηφιοτήτων. (β) την αντίστοιχη αξία, πείρα, προσόντα και αρχαιότητα των υποψηφίων. (γ) την υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου σύσταση του διευθυντή. και (δ) την προφορική εξέταση.  Επιπλέον, ο αιτητής Γ. Κουρσάρος έθιξε και ζήτημα σύνθεσης, επισημαίνοντας στο αρχικό στάδιο ότι δεν φαινόταν στα προσκομισθέντα αποσπάσματα των πρακτικών «ποια (ήταν) η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ...... στις διάφορες συνεδρίες του και κυρίως στην αποφασιστική».

Ζήτησα τα πλήρη πρακτικά και η Αρχή τα παρουσίασε. Διαπίστωσα ότι η σύνθεση του συμβουλίου ήταν νόμιμη σε όλες τις συνεδρίες.  Εκείνο που εν τέλει παρέμεινε για συζήτηση ήταν το κατά πόσο ήταν επιτρεπτή η συμμετοχή, στη συνεδρία ημερ. 26 Φεβρουαρί[*519]ου 2002, νέου μέλους που διορίστηκε μετά τη συνεδρία ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2002.  Σημειώνεται στα πρακτικά ότι το εν λόγω μέλος «ενημερώθηκε από τον Πρόεδρο για τους χειρισμούς του θέματος και τις σχετικές αποφάσεις που λήφθηκαν με αριθμούς 2/2002 και 39/2002 τις οποίες ανέγνωσε και με το περιεχόμενο των οποίων εσυμφώνησε». Η καταγραφείσα ενημέρωση και αποδοχή αναφορικά με ό,τι έγινε στις προηγούμενες συνεδρίες σήμαινε, καθώς είναι νομολογημένο, την πλήρη επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής: βλ. Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το ότι με την απόφαση της πλειοψηφίας στην εν λόγω υπόθεση, η οποία ακολούθησε την Savva and another v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102 – βλ. και την πρωτόδικη Savva and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694 – θεωρήθηκε πως εξυπονοείτο η υιοθέτηση των προηγηθέντων αφού τα πρακτικά των προηγούμενων συνεδριών βρίσκονταν ενώπιον των νέων μελών.  Σημειώνω σχετικά και την ΣΕ 4078/1989 όπου, καθώς αναφέρει ο καθηγητής Αναστ. Ι. Τάχος στο σύγγραμμα «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. (1996), στο οποίο με παρέπεμψε η συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου, «από την συμμετοχή των μελών στη λήψη της απόφασης τεκμαίρεται ότι έχουν ενημερωθεί». Αλλά δεν χρειάζεται να σχολιάσω ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εδώ καταγράφηκαν τα όσα ενδιαφέρουν. Μπορεί εξ άλλου να προστεθεί πως το ίδιο θα ήταν το αποτέλεσμα και με βάση το Άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που αποβλέπει στην κωδικοποίηση των αρχών.  Δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Με αυτή λοιπόν τη θεώρηση του πράγματος, το ότι μέλος που μετείχε σε μεταγενέστερη συνεδρία δεν είχε ακόμα διοριστεί όταν διεξήχθη η προγενέστερη, δεν μπορούσε να είχε σημασία.  Προσθέτω ακόμη ότι κατά τη συζήτηση αυτού του ζητήματος ο συνήγορος του Λ. Παπακυριακού εξέφρασε την άποψη ότι ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα σύνθεσης, υπήρχε εν τούτοις πρόβλημα συγκρότησης. Σημειώνω σχετικά ότι ένα από τα μέλη είχε από κάποιο διάστημα υποβάλει παραίτηση.  Δεν διέκρινα ο,τιδήποτε που να δικαιολογούσε αυτεπάγγελτη εξέταση της συγκρότησης του συμβουλίου.  Ως προς αυτό έχω υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 7(5) του περί Αρχής Λιμένων Νόμου του  1973, Ν. 38/73 (όπως τροποποιήθηκε) στο οποίο με παρέπεμψε η συνήγορος της Αρχής.  Προνοείται ότι:

«Το Συμβούλιο δεν κωλύεται να ενεργή ως εκ του γεγονότος ότι θέσις μέλους του Συμβουλίου παραμένει κενή αι δε λαβούσαι χώραν διαδικασίαι είναι έγκυροι και εάν έτι υφίστανται κεναί τοιαύται θέσεις, νοουμένου ότι δύναται να επιτευχθή η νόμιμος απαρτία, ή εάν υφίσταται ελάττωμά τι εις τον διορισμόν μέλους του Συμβουλίου.»

[*520]Σειρά για εξέταση έχει το ζήτημα της διαδικασίας την οποία η Αρχή ακολούθησε.  Ο Καν. 9(4) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97, προβλέπει ότι:

«Το Συμβούλιο μπορεί να προβαίνει στη σύσταση Συμβουλευτικών Επιτροπών από υπαλλήλους που κατέχουν Διευθυντικές θέσεις ή είναι Προϊστάμενοι Υπηρεσιών και κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί, για να συμβουλεύουν το Συμβούλιο σχετικά με την επιλογή υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή ή γενικά για θέματα που αφορούν διορισμούς ή προαγωγές.  Η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και ο τρόπος ενέργειας των Επιτροπών καθορίζονται από το Συμβούλιο και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»

Οι αιτητές φαίνεται να θεωρούν πως η σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής θα έπρεπε να ήταν ο κανόνας.  Γι’ αυτό προβάλλουν ότι η μη σύσταση χρειαζόταν τη διατύπωση αιτιολογίας.  Δεν μπορώ να συμφωνήσω.  Ο Κανονισμός παρέχει δυνητικά την εξουσία.  Η μη άσκηση της δεν χρειαζόταν αιτιολόγηση.  Ούτε υπήρχε, κατά την άποψη μου, ο,τιδήποτε το παράτυπο στον ορισμό μέλους του συμβουλίου προς τον σκοπό υποβοήθησης του έργου του  στη διερεύνηση των υποψηφιοτήτων.

Προχωρώ σε ό,τι προέκυπτε από τους αντίστοιχους φακέλους  των αιτητών και του ενδιαφερόμενου προσώπου αναφορικά με την αξία, την πείρα, τα προσόντα και την αρχαιότητα τους. Σε αξία ήταν ισοδύναμοι. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια – 1996-2000 – είχαν όλοι βαθμολογηθεί με εξαίρετα σε όλα τα επαγγελματικά στοιχεία  κρίσης  και δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους  αφού κάποιες διαφορές σε προηγούμενα χρόνια δεν θα μπορούσαν εδώ να μετέβαλλαν ουσιωδώς  την  εικόνα. Σε αρχαιότητα προηγείτο ο Γ. Κουρσάρος, και ακολουθούσε ο Λ. Παπακυριακού.  Ο πρώτος κατά περίπου τρία χρόνια και ο  δεύτερος κατά επτά  μήνες  έναντι του ενδιαφερόμενου  προσώπου. Η Α.  Παπαγιάννη βρισκόταν σε χαμηλότερη κλίμακα από ό,τι οι άλλοι.  Ο Γ. Κουρσάρος υπέβαλε ότι η αρχαιότητα του σήμαινε και αναλόγως μεγαλύτερη πείρα, στην οποία όμως δεν αποδόθηκε σημασία.  Το ίδιο και ο Λ. Παπακυριακού, με αναφορά και στους τομείς απασχόλησης του. Η Αρχή και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντέτειναν, σε σχέση με τον Γ. Κουρσάρο, ότι επειδή αυτή η αρχαιότητα προέκυπτε από αναδρομική προαγωγή στην κατεχόμενη θέση και στην πράξη καθήκοντα ανέλαβαν και οι δύο [*521]τους κατά την ίδια ημερομηνία και επειδή, καθώς έχει νομολογηθεί, η πείρα αποκτάται με πραγματική απασχόληση – Δημοκρατία ν. Χρ. Μιχαηλίδης (2002) 3 Α.Α.Δ. 646 και άλλες παλαιότερες – εσφαλμένα προβλήθηκε ότι οι εν λόγω αιτητές είχαν  υπέρτερη  πείρα.  Πάντως ο Γ. Κουρσάρος ήταν  περισσότερα χρόνια στην υπηρεσία από ό,τι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όμως καθίσταται ούτως ή άλλως άσκοπη η συζήτηση σε σχέση με την πείρα ως το παράγωγο αποκλειστικά της αρχαιότητας.  Σε ό,τι δε αφορά τον κ. Παπακυριακού, είναι αρκετό να λεχθεί ότι η διάκριση με αναφορά σε ανατεθέντες τομείς απασχόλησης δεν είναι επιτρεπτή.

Ως προς τα προσόντα, ο Γ. Κουρσάρος εν τέλει δεν υπέβαλε παρά μόνο ισοτιμία με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Πρόκειται για ορθή θεώρηση. Ο Λ. Παπακυριακού παραπονέθηκε πως το επιπρόσθετο προσόν, το οποίο του είχε αναγνωριστεί σε δύο τομείς, θα έπρεπε να του αναγνωριζόταν και σε άλλους δύο.  Η Α. Παπαγιάννη προέβαλε ότι αφού αυτή διέθετε το επιπρόσθετο προσόν σε τέσσερεις τομείς ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε μόνο τρεις, η Αρχή θα έπρεπε να είχε αιτιολογήσει ειδικά το γιατί το ένα επιπλέον δικό της επιπρόσθετο προσόν δεν μετέβαλλε το ισοζύγιο.  Απάντηση στις εν λόγω επικρίσεις παρέχει η Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47 την οποία ακολούθησε η Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τη δεύτερη:

«Σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατοχή ενός πρόσθετου προσόντος και όχι αν υπάρχει και κατοχή άλλου πρόσθετου προσόντος, κατά διαζευκτικό τρόπο, σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε και τα δύο πρόσθετα προσόντα, ενώ στην πραγματικότητα είχε μόνο το ένα, η πλάνη αυτή του Συμβουλίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης του για το λόγο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης.»

Συνεπώς, ο αριθμός των επιπρόσθετων προσόντων του ενός ή του άλλου δεν θα μπορούσε να είχε επιδράσει ουσιωδώς στο αποτέλεσμα. 

Τη σύσταση του διευθυντή οι αιτητές την επέκριναν διότι ήταν αναιτιολόγητη. Αυτό δεν συνιστούσε πλημμέλεια εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια που να απαιτούσε την αιτιολόγηση.  Διατηρώ ωστόσο την άποψη ότι όσο και αν  είναι κατά τύπο νόμι[*522]μη εντούτοις στερείται βαρύτητας. Στην Παρέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος της κας Παπαγιάννη, ανέφερα σχετικά τα εξής:

«Διατηρώ την άποψη ότι η σημασία της σύστασης δεν μπορεί ποτέ να μην είναι ανάλογη με τα όποια ερείσματα της: τα στοιχεία, τους παράγοντες και τη δόμηση των συνειρμών που οδηγούν στην κατάληξη να προτιμηθεί ο ένας αντί ο άλλος.  Αν αφενός το διαθέσιμο υλικό ομιλεί αφεαυτού, η σύσταση τίποτε δεν προσθέτει. Και αν, αφετέρου, αυτό το υλικό δεν καθιστά αυτονόητη την κατάληξη, η σύσταση χωρίς εξήγηση μοιάζει αυθαίρετη. Τί είναι τέλος πάντων που ξέρει ή τί είναι που πιστεύει ο Διευθυντής και δεν το αποκαλύπτει;  Ως θέμα αρχής, η σύσταση θα πρέπει να μην έχει παρά μόνο μηδενική αξία και στη μια περίπτωση και στην άλλη.  Αλλά, εφόσον, ο νόμος επιτρέπει την αναιτιολόγητη σύσταση και εφόσον επικρατεί ακόμα νομολογιακά η άποψη πως, ως εκ τούτου, θα πρέπει να της αποδοθεί σημασία, αυτή δεν μπορεί εντούτοις να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική.»

Απομένει η επίδραση του αποτελέσματος της προφορικής εξέτασης.  Κατά τους αιτητές τέτοιου είδους εξέταση δεν μπορούσε,  ένεκα μεταξύ άλλων του χρονικού περιορισμού και της υποκειμενικότητας της κρίσης, να οδηγήσει σε βάσιμες διαπιστώσεις αλλά ούτε και επιτρέπονταν διαπιστώσεις οι οποίες, όπως συνέβηκε εδώ, βρίσκονταν σε διάσταση με τη βαθμολογημένη αξία στην οποία οι αιτητές δεν υστερούσαν.  Επιπλέον εισηγούνται ότι εν πάση περιπτώσει δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης.  Τις δυνατότητες προφορικής εξέτασης, συνάμα και τις αδυναμίες της δεν χρειάζεται να τις συζητήσω από γενικότερη άποψη. Σε ό,τι αφορά την προκείμενη περίπτωση δεν διέκρινα πλημμέλεια.  Κατά την άποψη μου, η διερεύνηση ήδη βαθμολογημένων γνώσεων και ικανοτήτων στην προφορική εξέταση δεν απέβλεπε σε υποκατάσταση της εικόνας που είχε διαχρονικά διαμορφωθεί, αλλά σε έλεγχο των δυνατοτήτων των υποψηφίων στο παρόν, δηλαδή στη διακρίβωση του κατά πόσο τα όσα τους είχαν αναγνωριστεί ή αποδοθεί τα διατηρούσαν ενεργώς, έτοιμοι να τα εξωτερικεύσουν και να τα χρησιμοποιήσουν.

Τέλος, ως προς την προφορική εξέταση, είναι προφανές ότι αυτή απέβη καθοριστική στην επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου. Δεν μου φαίνεται όμως να ήταν υπέρμετρη η βαρύτητα που δόθηκε στο αποτέλεσμα της, να ήταν  δηλαδή έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Αρχής – βλ. ενδεικτικά την Πού[*523]ρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, ώστε να  καθίστατο πλημμελής η τελική στάθμιση, όπως ήταν η περίπτωση στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και άλλες υποθέσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο συνήγορος του Γ. Κουρσάρου. Δεν διακρίνω λόγο για παρέμβαση.

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

* 3(ε)  Γνώσις ή/και πείρα επί θεμάτων αφορώντων εις την διοίκησιν και λειτουργίαν των λιμένων ή επί εργατικών θεμάτων ή διοικήσεως και εκπαιδεύσεως προσωπικού ή δημοσίων σχέσεων ή γνώσις άλλων ξένων γλωσσών, θα θεωρηθώσιν ως επιπρόσθετα προσόντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο