Αποστόλου Μάριος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 567

(2004) 4 ΑΑΔ 567

[*567]18 Ιουνίου, 2004

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 482/2001)

 

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η αντικατάσταση του προϊσχύοντος πειθαρχικού δικαίου (περί Δεοντολογίας των Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κανονισμοί του 1978 (Κ.Δ.Π. 115/78)) από τους περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμούς του 1996 (Κ.Δ.Π. 327/96) ― Κατά πόσο επιτρέπεται η πειθαρχική καταδίκη με βάση τους νέους κανονισμούς για πράξη που τελέστηκε όταν ευρίσκοντο σε ισχύ οι παλαιοί.

Διοικητικό Δίκαιο ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η αρχή nullum delictum sine lege δεν ισχύει επί πειθαρχικών διαδικασιών.

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η προθεσμία του Καν. 13(3) της Κ.Δ.Π. 327/96 ― Είναι ενδεικτική και η μη αυστηρή συμμόρφωση με αυτήν δεν καθιστά άκυρη την πειθαρχική διαδικασία.

Ο περί Δικαστηρίων Νόμος αρ. 14/60 ― Άρθρο 44 ― Ερμηνεία ― Ειδικά η έννοια της δικαστικής διαδικασίας στο πλαίσιο της διάταξης ― Περιστάσεις της απόρριψης των ισχυρισμών περί παραβίασης της στην κριθείσα περίπτωση ― Απαράδεκτη η προβολή τέτοιων ισχυρισμών στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.

Διοικητικό Δίκαιο ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Έκταση της εφαρμογής των [*568]αρχών που ισχύουν επί ποινικών υποθέσεων στα πλαίσια πειθαρχικής διαδικασίας ― Ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 19 ― Ελευθερία του λόγου και της έκφρασης ― Κατά πόσο αντίκειται σε αυτό ο Καν. 5(2)(γ) των περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών του 1996 (Κ.Δ.Π. 327/96).

Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση ― Περιστάσεις απόρριψης των ισχυρισμών περί κακής σύνθεσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ε.Τ.Ε.Κ. στην κριθείσα περίπτωση.

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ― Πειθαρχικό Συμβούλιο ― Σύνθεση ― Η απαρτία που προβλέπεται στο Άρθρο 22(4) του Ν. 224/90 ― Η απουσία μέλους που συμμετείχε στις αρχικές συνεδριάσεις πειθαρχικής διαδικασίας αλλά απουσίαζε στις επόμενες περιλαμβανομένης αυτής κατά την οποία λήφθηκε η τελική απόφαση δεν επηρεάζει την νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της σε βάρος του επιβολής δύο πειθαρχικών χρηματικών ποινών ύψους Λ.Κ. 250.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 35 του Ν. 224/90 παρείχε στο Υπουργικό Συμβούλιο τη δυνατότητα κατάργησης των διατάξεων του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου και μεταβίβασης στο νεοεγκαθιδρυθέν ΕΤΕΚ των συναφών εξουσιών και αρμοδιοτήτων συμπεριλαμβανομένης της πειθαρχικής δικαιοδοσίας.

     Η καταγγελία εναντίον του αιτητή υποβλήθηκε γραπτώς στις 21/10/98. Είχαν ήδη εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του Νόμου 224/90, οι περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμοί του 1996 (ΚΔΠ 327/96), οι οποίοι αντικατέστησαν την ΚΔΠ 115/78. Συνεπώς αυτή έπαυσε να ισχύει από τη δημοσίευση των νέων Κανονισμών στις 8/11/96 και επομένως η καταγγελία αντιμετωπίσθηκε μέσα στα πλαίσια των ρυθμίσεων της ΚΔΠ 327/96. Η εισήγηση του αιτητή ότι, κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης επιστολής που προκάλεσε την καταγγελία των παραπονουμένων δεν παραβιάστηκε οποιοσδήποτε δεοντολογικός κανονισμός, ούτε η συγκεκριμένη ενέργεια αποτελούσε πειθαρχικό αδίκημα, παραβλέπει τη σταθερή νομολογιακή θέση, σύμφωνα με την οποία το αξίωμα [*569]nullum delictum sine lege, δεν τυγχάνει εφαρμογής στις πειθαρχικές διαδικασίες.

     Το Πειθαρχικό Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση άσκησε νόμιμα την πειθαρχική του εξουσία εναντίον του αιτητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 224/90 και των Κανονισμών της ΚΔΠ 327/96 έστω και αν οι τελευταίοι δεν βρίσκονταν σε ισχύ κατά το χρόνο της διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος.

2.  Έχει υποβληθεί από τον αιτητή ότι σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή του πορίσματος του Εισηγητή προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο, γιατί ενώ είχε λάβει τις σχετικές οδηγίες μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στις 10/11/98, υπέβαλε το πόρισμά του στις 3/3/99.  Το γεγονός αυτό της καθυστέρησης της διεκπεραίωσης έρευνας συνιστά, κατά τον αιτητή, παράβαση του Κανονισμού 13(3) της Κ.Δ.Π. 327/96 που καθορίζει ότι “η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατό και συμπληρώνεται οπωσδήποτε μέσα σε τριάντα μέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα” και οδηγεί σε ακύρωση ολόκληρης της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκαν ότι η προθεσμία των 30 ημερών του Κανονισμού 13(3) είναι ενδεικτική και όχι επιτακτική και συνεπώς η μη αυστηρή συμμόρφωση με τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού δεν καθιστά την έρευνα άκυρη.  Η θέση των καθ’ ων η αίτηση είναι ορθή.

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν απέδειξε ότι υπήρξε οποιαδήποτε επιβλαβής εξέλιξη για τα συμφέροντά του λόγω της καθυστέρησης υποβολής της έκθεσης του Εισηγητή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και κατ’ επέκταση ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

3.  Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η έκθεση του η οποία προκάλεσε τελικά την σε βάρος του καταγγελία είχε συνταχθεί για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας και χρησιμοποιήθηκε ως έκθεση εμπειρογνώμονα για σκοπούς της σύνταξης της έκθεσης απαίτησης της ιδιοκτήτριας της ανεγειρόμενης οικοδομής εναντίον του εργολάβου και των παραπονουμένων. Υποβλήθηκε επίσης ότι εφόσον η πειθαρχική του δίωξη ξεκίνησε ενώ εκκρεμούσε η πολιτική αγωγή για την οποία είχε ετοιμασθεί η επίμαχη έκθεση εναντίον των παραπονουμένων, θα έπρεπε να τύχει της προστασίας του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 επειδή επρόκειτο για μαρτυρία μάρτυρα σε δικαστική διαδικασία.

     Οι πιο πάνω εισηγήσεις είναι αβάσιμες.

[*570]         Στην παρούσα περίπτωση η επιστολή του αιτητή, το περιεχόμενο της οποίας οδήγησε στις εναντίον του καταγγελίες για αντιδεοντολογική συμπεριφορά και εν τέλει στην πειθαρχική του δίωξη και καταδίκη, είχε συνταχθεί στις 26/4/90 και όπως υποδείχθηκε ορθά από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση δεν αποτελούσε κατά την ημερομηνία εκείνη μαρτυρία σε δικαστική διαδικασία.  Η έννοια της “δικαστικής διαδικασίας” μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου 4.14/60 σημαίνει “οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, είτε η διαδικασία αυτή διεξάγεται ενώπιον ακροατηρίου είτε σε ιδιαίτερο γραφείο του δικαστή”.  Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης δεν υπήρχε δικαστική διαδικασία σε εξέλιξη.  Η σχετική πολιτική αγωγή για την οποία, όπως υποστήριξε ο αιτητής, προοριζόταν η έκθεσή του, καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τρία χρόνια αργότερα, το 1993 και η ακροαματική διαδικασία, μέσα στα πλαίσια της οποίας κατατέθηκε στο Δικαστήριο η επίμαχη έκθεση, έλαβε χώραν το 1998.  Επιπρόσθετα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο σκοπός σύνταξης της επιστολής ήταν ευθύς εξ αρχής η κατάθεσή της στο Δικαστήριο ως πόρισμα εμπειρογνώμονα, καταρρίπτεται από το ίδιο το περιεχόμενό της, αφού σε αυτήν υπάρχει εκτός των διαπιστώσεων για κακοτεχνίες και η εισήγηση προς τους ιδιοκτήτες για να “απαλλάξουν των καθηκόντων τους” τον εργολάβο και τον επιβλέποντα Αρχιτέκτονα/Μηχανικό και να “λύσουν οποιαδήποτε συμβόλαια μαζί τους”. Τέλος, όπως προκύπτει από τη χρονολογική αλληλουχία των διάφορων περιστατικών, ο ισχυρισμός για παραβίαση του Άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 εγείρεται απαράδεκτα μέσα στα πλαίσια της παρούσας αναθεωρητικής διαδικασίας, ενώ θα έπρεπε να προβληθεί κατά τη διαδικασία της πολιτικής αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Στην παρούσα προσφυγή ελέγχεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το φως των προϋποθέσεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μέσα στα πλαίσια του οποίου εξαντλούνται οι δικαιοδοτικές δυνατότητες του Δικαστηρίου.

4.  Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο όφειλε, σε σχέση με τις κατηγορίες, να εξετάσει όλη την ενώπιόν του μαρτυρία στο σύνολό της και να αποφασίσει κατά πόσο η συμπεριφορά του πειθαρχικά διωκόμενου αντίκειτο στο γενικότερο πνεύμα του Νόμου και των Κανονισμών του ΕΤΕΚ.  Εισηγήθηκε ακόμα ότι δεν αποδείχθηκε η διάπραξη της παραβίασης του δεοντολογικού κανονισμού. Αντίθετα οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είναι θέμα[*571]τα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός αν εντοπιστεί πλάνη σε βαθμό που επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας.

     Η θέση των καθ’ ων η αίτηση είναι ορθή.  Ο αιτητής παραβλέπει το νομολογιακό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο η πειθαρχική διαδικασία στο διοικητικό δίκαιο δεν μπορεί να εξισώνεται με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις, σε βαθμό που να υιοθετείται η εφαρμογή όλων των αρχών της Ποινικής Δικονομίας με τα σχετικά επακόλουθα που επιφέρουν παραβιάσεις των αρχών της Ποινικής Δικονομίας.

     Στην παρούσα περίπτωση τα πρακτικά αποδεικνύουν ότι η πειθαρχική διαδικασία υπήρξε διεξοδική και άμεμπτη.  Στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία άσκησης όλων των δικαιωμάτων που του παρέχουν όλες οι σχετικές νομοθετικές και συνταγματικές διατάξεις και η πειθαρχική απόφαση είναι αποτέλεσμα ορθής εξάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε πλάνη.

5.  Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι ο Κανονισμός 5(2)(γ) της ΚΔΠ 327/96 είναι αντισυνταγματικός επειδή παραβιάζει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

     Το περιεχόμενο του πιο πάνω Κανονισμού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή, πλήττει επίσης το δικαίωμα κριτικής.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος.  Στο ίδιο το Άρθρο 19 του Συντάγματος, που επικαλείται ο αιτητής, υπάρχει ο ανάλογος θεμιτός περιορισμός της εμβέλειας του δικαιώματος έκφρασης και κριτικής.

     Ο σκοπός του Κανονισμού 5(2)(γ) είναι ακριβώς η προστασία της επαγγελματικής υπόληψης των μελών των καθ’ ων η αίτηση σε περιπτώσεις όπου η εργασία τους αποτελεί το αντικείμενο κριτικής εκ μέρους συναδέλφων τους. Πρόκειται για θεμιτό περιορισμό που αποσκοπεί πρωτίστως στη διαφύλαξη του κύρους του επαγγέλματος από τυχόν κακόπιστη υπόσκαψή του και γενικότερα στην εμπέδωση αρμονικών σχέσεων συναδελφικότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών.  Η εισήγηση για αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

[*572]6.      Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παράνομη γιατί κατά τις πρώτες δύο συνεδρίες εκδίκασης της υπόθεσης είχε πενταμελή σύνθεση, ενώ στη συνέχεια και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, λειτούργησε με τετραμελή σύνθεση λόγω απουσίας του μέλους Λάζαρου Σαββίδη, ο οποίος ήταν παρών στις δύο αρχικές συνεδρίες, αλλά δεν συμμετείχε στις επόμενες συνεδρίες και στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος.  Το Άρθρο 22(4) του Νόμου 224/90, προβλέπει ότι, “τέσσερα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου παρόντα αποτελούν απαρτία”.  Η αρχική παρουσία ενός μέλους και η απουσία του στη συνέχεια δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της λαμβανομένης απόφασης εφ’ όσον το εν λόγω μέλος δεν συμμετείχε στη λήψη της απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,

Μούγιαννος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ε.Τ.Ε.Κ. (2000) 4 Α.Α.Δ. 723,

Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530,

Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778,

Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508.

Προσφυγή.

Γ. Κολοκασίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Μέρτακκα για Π. Ιωαννίδη, για τους Καθ’ων η αίτηση.

�Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αρχιτέκτονας Μάριος Αποστόλου (αιτητής) προσβάλλει την εγκυρότητα των χρηματικών ποινών προστίμου ύψους £250 που του επιβλήθηκαν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες που αφορούσαν τη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων, από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Επιστημονικού και Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (οι καθ’ων η αίτηση), κατόπιν παραπόνου που υποβλήθηκε από το Αρχιτεκτονικό Γραφείο “Γιώργου και Νίκης Γεωργίου” (παραπονούμενοι).

[*573](α) Τα γεγονότα.

Ο Γιώργος Γεωργίου (πολιτικός μηχανικός) και η Νίκη Γεωργίου (αρχιτέκτονας) ετοίμασαν το Νοέμβριο του 1987 σχέδια για την ανέγερση καταστημάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκε στην Έλλη Αρτυματά στην περιοχή Λινόπετρας στη Λεμεσό. Η ανέγερση της οικοδομής άρχισε το Μάρτιο του 1989 με τους πιο πάνω να ενεργούν ως επιβλέποντες μηχανικοί. Τον Απρίλιο του 1990 ο αιτητής, κατόπιν οδηγιών της ιδιοκτήτριας, ετοίμασε έκθεση σχετικά με την ανέγερση της οικοδομής, στην οποία καταγράφονταν διάφορες κακοτεχνίες και καταλογίζονταν ευθύνες στον επιβλέποντα Αρχιτέκτονα-Μηχανικό. Συμπερασματικά ο αιτητής εισηγείτο στην έκθεσή του ότι τόσο ο εργολάβος όσο και ο Αρχιτέκτονας-Μηχανικός θα έπρεπε “να απαλλαχθούν των καθηκόντων τους και να λυθούν οποιαδήποτε συμβόλαια μαζί τους”. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εισηγήσεων, η ιδιοκτήτρια διέκοψε το Μάιο του 1990 τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών αναφέροντας στους παραπονουμένους ότι οι λόγοι της διακοπής ήταν οικονομικοί. Το Μάρτιο του 1993 η ιδιοκτήτρια καταχώρησε εναντίον του εργολάβου που διεξήγαγε τις εργασίες και των Γιώργου και Νίκης Γεωργίου, αγωγή για αποζημιώσεις για κακοτεχνίες.

Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε από τους παραπονουμένους στο Εμπορικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, οι καθ’ων η αίτηση διόρισαν Εισηγητή-Ερευνώντα Λειτουργό ο οποίος μετά από σχετική έρευνα κοινοποίησε στον αιτητή “Κατηγορητήριο - Έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος” και του ζήτησε να απολογηθεί εγγράφως. Ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του αρνήθηκε ότι διέπραξε οποιαδήποτε παραπτώματα και ισχυρίστηκε ότι η ισχυριζόμενη αντιδεοντολογική του συμπεριφορά ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του ως εμπειρογνώμονος για σκοπούς καταχώρησης αγωγής για αποζημιώσεις εναντίον των παραπονουμένων.

Μετά την υποβολή της έκθεσης του Εισηγητή, οι καθ’ων η αίτηση υιοθετώντας τις εισηγήσεις του Εισηγητή, προσήψαν εναντίον του αιτητή τις δύο πιο κάτω κατηγορίες:

“ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

1η Κατηγορία

[*574]Επίδειξη διαγωγής ανέντιμης, επονείδιστης ή μη συνάδουσας προς το επιστημονικό ήθος του επαγγέλματος, παράλειψη τήρησης και περιφρούρησης της τιμής και της αξιοπρέπειας του επαγγέλματος και παράλειψη επίδειξης συμπεριφοράς που να χαρακτηρίζεται από τιμιότητα, ευθύτητα και ευσυνειδησία και παράλειψη υποταγής των αρχών της επιστήμης και της επαγγελματικής τάξης του κατηγορούμενου στο ατομικό συμφέρον ή στα συμφέροντα τρίτων κατά παράβαση των Άρθρων 23 και 24 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου 224/90 και των κανονισμών 3(α), (β) και (γ) των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Περί Δεοντολογίας των Μελών) Κανονισμών 327 του 1996 όπως έχουν τροποποιηθεί.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Το διωκόμενο μέλος σε άγνωστη ημερομηνία υποτάσσοντας τις αρχές της επιστήμης και της επαγγελματικής του τάξης στο ατομικό συμφέρον ή στα συμφέροντα τρίτων ανέλαβε εντολή και ετοίμασε επιστολή/έκθεση ημερομηνίας 26/4/1990 για υπό ανέγερση οικοδομή, την οποία γνώριζε ότι επέβλεπαν οι συνάδελφοι του Γιώργος και Νίκη Γεωργίου, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων κακοτεχνίες του εργολάβου και ότι “ο επιβλέπων Αρχιτέκτονας/Μηχανικός επέτρεψε να γίνουν λάθη και κατασκευαστικές ατέλειες ...” και ότι “…. ο επιβλέπων Αρχιτέκτονας/Μηχανικός θα πρέπει να απαλλαγεί των καθηκόντων του και να λυθούν οποιαδήποτε συμβόλαια μαζί του” παραλείποντας να πληροφορήσει περί της πρόθεσης του να προβεί σε τέτοιες ενέργειες και σχόλια και/ή να ζητήσει τη σχετική συγκατάθεση και/ή καθοδήγηση από τους πιο πάνω εμπλεκόμενους Αρχιτέκτονες/Μηχανικούς και/ή το ΕΤΕΚ εκ των προτέρων. Τα σχετικά σχόλια που αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή/έκθεση υποσκέλισαν και ήταν επιβλαβή για τους συναδέλφους του διωκόμενου μέλους Γιώργο και Νίκη Γεωργίου και έβλαψαν άμεσα και έμμεσα την εργασία τους αφού στη συνέχεια η επίβλεψη τους τερματίστηκε. Πέραν τούτου, οι πιο πάνω ενέργειες και σχόλια του διωκόμενου μέλους έπληξαν το πνεύμα ευγένειας, συναδελφότητας, αβρότητας και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

2η Κατηγορία

[*575]Επιδίωξη υποσκελισμού ή υποκατάστασης άλλου συναδέλφου στον οποίο έχει ανατεθεί εντολή με αυτόκλητη κριτική ή άλλως πως, ανάληψη εντολής γνωρίζοντας ότι υφίσταται απαίτηση συναδέλφου, ασχοληθέντος προηγουμένως επί του αυτού αντικειμένου επ’ αμοιβή ή αποζημίωση ή και αμφότερα, χωρίς την έγγραφη άδεια του έχοντος την απαίτηση συναδέλφου και άσκηση κριτικής επί της εργασίας άλλου συναδέλφου εν αγνοία του και του οποίου οι υπηρεσίες δεν επερατώθησαν, κατά παράβαση των Άρθρων 23 και 24 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου 224/90 και των Κανονισμών 5(2)(α), (β) και (γ) των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Περί Δεοντολογίας των Μελών) Κανονισμών 327 του 1996 όπως έχουν τροποποιηθεί.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Το διωκόμενο μέλος ανέλαβε και εκτέλεσε εργασία που ενέπιπτε στην εργασία των συναδέλφων του Γιώργου και Νίκης Γεωργίου χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση αυτών, αφού σε άγνωστη ημερομηνία ανέλαβε εντολή και ετοίμασε επιστολή/έκθεση ημερομηνίας 26/4/1990 για την υπό ανέγερση οικοδομή, την οποία γνώριζε ότι επέβλεπαν οι πιο πάνω συναδέλφοι του, των οποίων οι υπηρεσίες δεν είχαν ολοκληρωθεί, στην οποία άσκησε κριτική επί της εργασίας των πιο πάνω συναδέλφων του εν αγνοία των και στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων κακοτεχνίες του εργολάβου και ότι “ο επιβλέπων Αρχιτέκτονας/Μηχανικός επέτρεψε να γίνουν λάθη και κατασκευαστικές ατέλειες ....” και ότι “... ο επιβλέπων Αρχιτέκτονας/Μηχανικός θα πρέπει να απαλλαγεί των καθηκόντων του και να λυθούν οποιαδήποτε συμβόλαια μαζί του”. Τα σχετικά σχόλια που αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή/έκθεση υποσκέλισαν και ήταν επιβλαβή για τους συναδέλφους του διωκόμενου μέλους Γιώργο και Νίκη Γεωργίου και παράβλαψαν άμεσα και έμμεσα την εργασία τους αφού στη συνέχεια η επίβλεψη τους τερματίστηκε.”

Οι καθ’ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν ακρόασης, σε συμπέρασμα ενοχής του αιτητή και τον καταδίκασαν σε πρόστιμο £250 σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες.

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση των καθ’ων η αίτηση είναι άκυρη γιατί,

(i)    Ο Νόμος 224/90 δεν έχει αναδρομική ισχύ και ο αιτητής [*576]θα έπρεπε να κριθεί με βάση τους προγενέστερους Κανονισμούς Δεοντολογίας των Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών (ΚΔΠ 115/78),

(ii)   Παραβιάσθηκε ο Κανονισμός 13(3) των Κανονισμών της ΚΔΠ 327/96, λόγω της καθυστέρησης της υποβολής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο της έρευνας του Εισηγητή,

(iii)  Παραβιάσθηκε το Άρθρο 44(1)(στ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) γιατί ο αιτητής δεν έτυχε της προβλεπόμενης προστασίας μάρτυρα σε δικαστική διαδικασία,

(iv)  Παραβιάσθηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης κατά την άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας από το Πειθαρχικό Συμβούλιο,

(v)   Δεν αποδείχθηκε το πειθαρχικό αδίκημα που καταλογίστηκε στον αιτητή, ούτε και η πρόθεσή του να παραβιάσει τους Κανόνες Δεοντολογίας,

(vi)  Ο Κανονισμός 5(2)(γ) των Δεοντολογικών Κανονισμών της ΚΔΠ 327/96 αντίκειται στο συνταγματικά (Άρθρο 19) κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας λόγου και έκφρασης και στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και

(vii) Η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παράνομη.

(γ) Η νομική πλευρά.

Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας κρίνω σκόπιμο να προβώ σε μια σύντομη αναφορά στις διάφορες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που επικαλείται ο αιτητής προς υποστήριξη των εισηγήσεών του.

Οι καθ’ων η αίτηση αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εγκαθιδρύθηκε με τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο αρ. 224/90, όπως έχει τροποποιηθεί. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(ε) του Νόμου 224/90, “το Επιμελητήριο ασκεί πειθαρχική εξουσία πάνω στα μέλη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου”. Προς το σκοπό αυτό ιδρύθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 22 και 23 το Πειθαρχικό Συμβούλιο και θεσπίστηκαν πειθαρχικά αδικήματα τιμωρούμενα με τις ανάλογες ποινές. Το Άρθρο 22 υπέστη τροπο[*577]ποίηση με τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 19(Ι)/2003. Αναφορικά με την απαρτία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Άρθρο 22(4), όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προνοούσε ότι,

“Τέσσερα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου παρόντα αποτελούν απαρτία.”

Το Άρθρο 23, που καθορίζει τα πειθαρχικά αδικήματα και τις ποινές που μπορεί να επιβληθούν, προνοεί ότι,

 “Αν μέλος του Επιμελητηρίου καταδικαστεί για αδίκημα το οποίο, κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενέχει ηθική αισχρότητα ή αν το εν λόγω μέλος είναι, κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ένοχος διαγωγής επονείδιστης, δόλιας ή ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα σε κλάδο της μηχανικής επιστήμης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί –

(α)   Να προειδοποιήσει ή να επιπλήξει το μέλος·

(β)   να διατάξει το μέλος να καταβάλει υπό μορφή προστίμου ποσό μέχρι χίλιες λίρες·

(γ)   να αναστείλει την άδεια άσκησης επαγγέλματος σε κλάδο της μηχανικής επιστήμης για περίοδο μέχρι δώδεκα μήνες·

(δ)   να διατάξει τη διαγραφή του από το μητρώο μελών του Επιμελητηρίου.”

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 24, η διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου καθορίζεται με κανονισμούς και διεξάγεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως η συνοπτική διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου. Αναφορικά με την πρόβλεψη για την έκδοση ρυθμιστικού κανονισμού το Άρθρο 32(δ) προβλέπει μεταξύ άλλων ότι οι Κανονισμοί μπορούν,

“Να ρυθμίζουν την επαγγελματική δεοντολογία των μελών του Επιμελητηρίου και να καθορίζουν την έννοια της επονείδιστης, δόλιας ή ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα διαγωγής.”

Οι σχετικοί Κανονισμοί που εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση είναι οι περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου του 1996 (ΚΔΠ 327/96). Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(α), (β) και (γ), πάνω [*578]στις οποίες βασίστηκε η α΄ κατηγορία που προσάφθηκε εναντίον του αιτητή,

“Τα μέλη οφείλουν –

(α)   Να μην επιδεικνύουν διαγωγή ανέντιμη ή επονείδιστη ή μη συνάδουσα προς το επιστημονικό ήθος του επαγγέλματος·

(β)   να τηρούν και να περιφρουρούν πάντοτε την τιμή και την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος και να επιδεικνύουν επαγγελματική συμπεριφορά που να χαρακτηρίζεται από τιμιότητα, ευθύτητα και ευσυνειδησία·

(γ)   να μην υποτάσσουν τις αρχές της επιστήμης και της επαγγελματικής τους τάξης στο ατομικό τους συμφέρον ή στα συμφέροντα τρίτων.”

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 5(1), (2)(α), (β) και (γ) των Κανονισμών, πάνω στις οποίες βασίστηκε η β΄ κατηγορία που προσάφθηκε εναντίον του αιτητή,

“5.-(1) Τα μέλη οφείλουν να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να επικρατεί πνεύμα ευγένειας, συναδελφικότητας και σεβασμού μεταξύ τους.

(2) Τα μέλη οφείλουν –

(α)   Να μην επιδιώκουν τον υποσκελισμό ή την υποκατάσταση άλλου συναδέλφου τους στον οποίο έχει ανατεθεί εντολή ή ο οποίος έχει προσληφθεί σε κάποια υπηρεσία και ακόμη να μην επιδιώκουν από ιδιοτέλεια να μειώσουν τις πιθανότητες συναδέλφου τους για τα πιο πάνω με αυτόκλητη κριτική·

(β)   να μην αναλαμβάνουν εντολή, αν με οποιοδήποτε τρόπο γνωρίζουν ότι υπάρχει απαίτηση συναδέλφου τους που ασχολήθηκε προηγούμενα με το ίδιο αντικείμενο για αμοιβή ή αποζημίωση ή και για τα δύο. Η εντολή μπορεί να αναληφθεί μόνο ύστερα από έγγραφη άδεια του συναδέλφου που έχει απαίτηση ή μετά τη νόμιμη αποχώρηση αυτού ή ύστερα από σχετική άδεια του Επιμελητηρίου·

(γ)   να αποφεύγουν την άσκηση κριτικής στην εργασία άλλου συναδέλφου τους, ιδιαίτερα χωρίς αυτός να το γνωρίζει, [*579]εκτός αν οι υπηρεσίες του έχουν τελειώσει. Η κριτική αυτή πρέπει να είναι αντικειμενική, να στηρίζεται σε επιστημονικά κριτήρια και να κινείται πάντοτε στα πλαίσια της επαγγελματικής αξιοπρέπειας.”

Η διαδικασία της διεξαγωγής έρευνας και πειθαρχικής δίωξης καθορίζεται με τους Κανονισμούς 12-15 των Κανονισμών που προνοούν τα ακόλουθα:

“12.–(1) Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικού παραπτώματος είναι καθήκον του Συμβουλίου, το οποίο μπορεί να αρχίσει τη διαδικασία αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας από οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή που έχει παράπονο από τη διαγωγή μέλους.

(2) Το Συμβούλιο μπορεί, μετά την παρέλευση πέντε ετών από τη διαγραφή του ονόματος του μέλους από το Μητρώο Μελών ύστερα από καταδίκη του για πειθαρχικό αδίκημα, είτε αυτεπάγγελτα είτε με αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου, να εισηγηθεί στο Γενικό Συμβούλιο την επανεγγραφή του ονόματός του στο Μητρώο Μελών, αν θεωρήσει ότι αυτό ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις.

13.-(1) Αν περιέλθει σε γνώση του Συμβουλίου ή καταγγελθεί σ’ αυτό ότι μέλος ενδέχεται να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, το Συμβούλιο μεριμνά αμέσως για τη διεξαγωγή έρευνας.

(2) Το Συμβούλιο ορίζει το ταχύτερο ως εισηγητή ένα από τα μέλη του ή ένα μέλος που διακρίνεται για το ήθος, την ακεραιότητα και την προσήλωσή του στις αρχές του επαγγέλματός του με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία ή έναν εγγεγραμμένο δικηγόρο που έχει πενταετή τουλάχιστον πείρα και διακρίνεται για το ήθος του, προς το σκοπό διεξαγωγής έρευνας:

Νοείται ότι το Συμβούλιο δικαιούται να προχωρήσει το ίδιο σε αυτεπάγγελτη έρευνα χωρίς ορισμό εισηγητή.

(3) Η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατό και συμπληρώνεται οπωσδήποτε μέσα σε τριάντα μέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα:

Νοείται ότι το Συμβούλιο δικαιούται να παρατείνει την πιο πάνω προθεσμία για εύλογο χρονικό διάστημα, αν κρίνει ότι παρίσταται ανάγκη.

[*580](4) Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο εισηγητής έχει εξουσία να ακούσει το διωκόμενο και οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο που μπορεί να γνωρίζει οτιδήποτε για τα γεγονότα της υπόθεσης και κάθε τέτοιο πρόσωπο οφείλει να δώσει κάθε πληροφορία που περιήλθε σε γνώση του και να υπογράψει οποιαδήποτε κατάθεση που έδωσε με αυτό τον τρόπο, αφού αυτή διαβαστεί σ’ αυτό.

(5) Ο εισηγητής μπορεί –

  

(α)          Να προβεί σε απαλλακτική πρόταση, αν από τα ενώπιόν του στοιχεία δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του διωκομένου. Η πιο πάνω πρόταση υποβάλλεται στο Συμβούλιο για λήψη απόφασης·

(β)          να διατυπώσει κατηγορίες εναντίον του διωκομένου, αν από τα ενώπιόν του στοιχεία πεισθεί ότι πιθανολογείται πειθαρχικό παράπτωμα.

(6) Στο κατηγορητήριο πρέπει να καθορίζεται με λεπτομέρεια το αδίκημα που διαπράχθηκε και να καλείται το μέλος που διώκεται να απολογηθεί εγγράφως μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα μέρες από την επίδοση της κλήσεως:

Νοείται ότι η εξέταση του διωκομένου δεν αναπληρώνει την κλήση του σε απολογία. Η ενώπιον του εισηγητή προσέλευση και η απολογία του διωκομένου δεν καλύπτει την παράλειψη κλήσης του σε απολογία ενώπιον του Συμβουλίου.

(7) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, ο εισηγητής εκθέτει αμέσως στο Συμβούλιο το πόρισμά του, που είναι πλήρως αιτιολογημένο, συνυποβάλλοντας όλα τα σχετικά έγγραφα.

14.-(1) Το μέλος εναντίον του οποίου διεξάγεται πειθαρχική διαδικασία δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και να του παρέχεται αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.

(2) Σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου, το επηρεαζόμενο μέλος έχει το δικαίωμα να αντιπροσωπεύεται με δικηγόρο της εκλογής του.

[*581]15.-(1) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καθορίζει την ημέρα και την ώρα κατά την οποία θα συνεδριάσει το Συμβούλιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και επιδίδει στο διωκόμενο κλήση για να εμφανιστεί, σύμφωνα με τον τύπο κλήσης του Παραρτήματος, τουλάχιστον επτά μέρες πριν από την ημερομηνία της δικασίμου.

(2) Αν το μέλος εμφανιστεί κατά την ημερομηνία που ορίστηκε από το Συμβούλιο για την ακρόαση της υπόθεσης, η ακρόαση διεξάγεται όπως προνοείται στους παρόντες Κανονισμούς.

(3) Αν το μέλος δεν εμφανιστεί κατά την πιο πάνω ημερομηνία, τότε ύστερα από απόδειξη ότι επιδόθηκε σ’ αυτό νομότυπα η κλήση, η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται στην απουσία του. Το Συμβούλιο μπορεί να απαιτήσει την προσωπική παρουσία του μέλους.

(4) Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατόν, κατά τα πρότυπα της συνοπτικής ποινικής διαδικασίας. Το Συμβούλιο δε δεσμεύεται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο της απόδειξης, τηρουμένων των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, και εκτιμά τις αποδείξεις που προσάγονται ενώπιόν του με ελεύθερη κρίση.

(5) Ο εισηγητής που διορίστηκε με βάση την παράγραφο (2) του Κανονισμού 13 δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στην εκδίκαση της υπόθεσης.”

Το Άρθρο 35 του Νόμου 224/90 που προνοούσε για καταργήσεις και επιφυλάξεις σε σχέση με το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που έχει αναφερθεί πιο πάνω, υπέστη δύο διαδοχικές τροποποιήσεις από τους περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Τροποποιητικούς) Νόμους αρ. 44(Ι)/96 και 34(Ι)/97 και προβλέπει μεταξύ άλλων τα πιο κάτω:

“35.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, με απόφαση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας –

(α)   Να καταργήσει τις διατάξεις του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου·

(β)   να μεταβιβάσει στο Επιμελητήριο τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του Συμβουλίου που καθιδρύθηκε με το Άρθρο 3 [*582]του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου (που στο εξής στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως ‘το Συμβούλιο‘):

�Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των πιο πάνω, απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορεί να προνοεί για –

(i) ..................................................................................................

(v)   για την ολοκλήρωση της εκδίκασης από το Συμβούλιο οποιωνδήποτε πειθαρχικών υποθέσεων εκκρεμούν ενώπιόν του σε σχέση με τις οποίες είχε αρχίσει η ακροαματική διαδικασία και για την εκδίκαση τυχόν άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν από το Επιμελητήριο.

(2) Με την κατάργηση του Συμβουλίου και τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων του στο Επιμελητήριο τυχόν εγγεγραμμένοι αρχιτέκτονες, εγγεγραμμένοι πολιτικοί μηχανικοί και εγγεγραμμένοι μηχανικοί κατασκευών που δεν είναι ήδη μέλη του Επιμελητηρίου καθίστανται μέλη του Επιμελητηρίου.

(3) Όλοι οι Κανονισμοί και οι άλλες Διοικητικές Πράξεις που εκδόθηκαν με βάση τους περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμους θα εξακολουθήσουν, τηρουμένων των αναλογιών, να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν με Κανονισμούς και άλλες Διοικητικές Πράξεις που θα εκδοθούν με βάση τον παρόντα Νόμο.”

Στις 27/6/97 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας “Γνωστοποίηση” με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο προέβη σε κατάργηση του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου και μεταβίβαση στο ΕΤΕΚ των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών. Στη Γνωστοποίηση (ΚΔΠ 183/97) αναφερόταν ότι:

“Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται σε αυτό δυνάμει του εδαφίου (1) του Άρθρου 35 των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμων του 1990 έως 1997, με την παρούσα απόφαση –

(α)   Καταργεί τις διατάξεις του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου·

[*583](β)    μεταβιβάζει στο Επιμελητήριο, που καθιδρύθηκε με το Άρθρο 3 των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμων (που στο εξής θα αναφέρεται ως «το Επιμελητήριο»), τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του Συμβουλίου, που καθιδρύθηκε με το Άρθρο 3 του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου (που στο εξής στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως «το Συμβούλιο»):

Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του πιο πάνω, με την παρούσα απόφαση –

(i)   Μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία του Συμβουλίου στο Επιμελητήριο·

(ii)  οι οικονομικές και άλλες υποχρεώσεις του Συμβουλίου αναλαμβάνονται από το Επιμελητήριο·

(iii) το Επιμελητήριο υποκαθίσταται ως διάδικος σε δικαστικές υποθέσεις, αναθεωρητικής και πολιτικής δικαιοδοσίας, που εκκρεμούν ενώπιον Δικαστηρίου στις οποίες το Συμβούλιο είναι διάδικος·

(iv) ............................................................................................

(v)  το Επιμελητήριο αναλαμβάνει την εξυπαρχής εκδίκαση οποιωνδήποτε πειθαρχικών υποθέσεων οι οποίες κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου.”

(i) Ο Νόμος 224/90 δεν έχει αναδρομική ισχύ.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι κακώς έτυχαν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου 224/90 και οι Κανονισμοί Δεοντολογίας της ΚΔΠ 327/96, αφού κατά το χρονικό σημείο της διάπραξης των πειθαρχικών αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον αιτητή, δηλαδή της σύνταξης και επιστολής της 26/4/90, με την οποία ο αιτητής ασκούσε κριτική και εισηγείτο τερματισμό της συμβατικής σχέσης των ιδιοκτητών οικοδομής με τους παραπονούμενους συναδέλφους του, υπήρχαν σε ισχύ οι προγενέστεροι περί Δεοντολογίας των Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κανονισμοί του 1978, (ΚΔΠ 115/78) που είχαν θεσπιστεί δυνάμει του άρθρου 17(στ) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου του 1962. Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, ο αιτητής θα έπρεπε να ελεγχθεί πειθαρχικά υπό το πρίσμα των Κανονι[*584]σμών της ΚΔΠ 115/78, έστω και αν η ΚΔΠ 115/78 είχε καταργηθεί και αντικατασταθεί κατά το στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, το Άρθρο 35 του Ν. 224/90 παρείχε στο Υπουργικό Συμβούλιο τη δυνατότητα κατάργησης των διατάξεων του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου και μεταβίβασης στο νεοεγκαθιδρυθέν ΕΤΕΚ των συναφών εξουσιών και αρμοδιοτήτων συμπεριλαμβανομένης της πειθαρχικής δικαιοδοσίας. Σύμφωνα δε με το εδάφιο 3 του Άρθρου 35,

“Όλοι οι Κανονισμοί και οι άλλες διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν με βάση τους περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμους θα εξακολουθήσουν, τηρουμένων των αναλογιών, να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν με Κανονισμούς και άλλες Διοικητικές Πράξεις που θα εκδοθούν με βάση τον παρόντα Νόμο.”

Η καταγγελία εναντίον του αιτητή υποβλήθηκε γραπτώς στις 21/10/98. Είχαν ήδη εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του Νόμου 224/90, όπως ήδη επισημάνθηκε, οι περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμοί του 1996 (ΚΔΠ 327/96), οι οποίοι αντικατέστησαν την ΚΔΠ 115/78. Συνεπώς αυτή έπαυσε να ισχύει από τη δημοσίευση των νέων Κανονισμών στις 8/11/96 και επομένως η καταγγελία αντιμετωπίσθηκε μέσα στα πλαίσια των ρυθμίσεων της ΚΔΠ 327/96. Η εισήγηση του αιτητή ότι, κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης επιστολής που προκάλεσε την καταγγελία των παραπονουμένων δεν παραβιάστηκε οποιοσδήποτε δεοντολογικός κανονισμός, ούτε η συγκεκριμένη ενέργεια αποτελούσε πειθαρχικό αδίκημα, παραβλέπει τη σταθερή νομολογιακή θέση, σύμφωνα με την οποία το αξίωμα nullum delictum sine lege, δεν τυγχάνει εφαρμογής στις πειθαρχικές διαδικασίες. Όπως επισημαίνεται στα “Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959”, σελ. 366-367,

“Η αρχή nullum delictum sine lege δεν ισχύει επί των πειθαρχικών αδικημάτων διότι αύτη, αφορώσα κατά την αληθή του Άρθρου 7 του Συντάγματος έννοιαν τα ποινικά αδικήματα και ούσα εξαιρετική άτε περιοριστική της εξουσίας του κοινού νομοθέτου, δεν δύναται να επεκταθή επί του πειθαρχικού δικαίου λόγω της φύσεως αυτού, αναγομένου εις την ρύθμισιν της υπαλληλικής σχέσεως: 278 (32), 1820 (50). Κατ’ ακολουθίαν των σκέψεων τούτων το Σ.τ.Ε. έκρινεν, ότι συνιστά πειθαρχι[*585]κόν αδίκημα πάσα παράβασις υπαλληλικού καθήκοντος, ως τοιαύτη δε λογίζεται η παράβασις των γενικών ή ιδιαιτέρων καθηκόντων του υπαλλήλου των επιβαλλομένων αυτώ υπό του νόμου ή διοικητικής πράξεως ή των απορρεόντων εκ της ιδιότητός του ως δημοσίου υπαλλήλου: 875 (33), 376 (34), 1446 (46).

.............................................................................................................

Το Σ. Ε. δέχεται ότι η Συνταγματική αρχή του Ποινικού δικαίου καθ’ ην ποινή δεν επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος προηγουμένως αυτήν, δεν αφορά εις τας πειθαρχικάς ποινάς και συνεπώς δύναται να επιβληθή ποινή μη προβλεπομένη κατά την τέλεσιν του πειθαρχικού παραπτώματος, εφ’ όσον προβλέπεται κατά την επιβολήν αυτής: 523 (31), 645 (35), 387 (38), 186 (41).

Επίσης νεώτερος νόμος επιβάλλων βαρυτέραν ποινήν είναι εφαρμοστέος και επί αδικημάτων τελεσθέντων προ της ισχύος αυτού: 1007 (36). Η επιβολή όμως πειθαρχικής ποινής μη ρητώς καθοριζομένης υπό του νόμου, τυγχάνει παράνομος: 94, 95 (33), 84 (34). Εν τω πειθαρχικώ δικαίω, εκτός της αδυναμίας εξαντλητικής απαριθμήσεως των πειθαρχικών αδικημάτων υφίσταται και αδυναμία καθορισμού της αντιστοιχίας των πειθαρχικών ποινών προς τα αδικήματα, εν αντιθέσει προς τα κρατούντα εν τω ποινικώ δικαίω.”

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε στην Κύπρο στην υπόθεση Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409, στην οποία κρίθηκε νόμιμη η πειθαρχική δίωξη υπαλλήλου βάση των προνοιών υφιστάμενου Νόμου, παρόλο που το περιστατικό που συνιστούσε το πειθαρχικό αδίκημα προηγήθηκε της θέσπισης του Νόμου με βάση τον οποίον εθεωρείτο τιμωρητέο:

“(1)-(a) It was perfectly lawful for the Commission to deal with the relevant conduct of the applicant under the Public Service Law, 1967 (Law 33/67) even though such conduct was antecedent to the enactment of the said Law; because it has been held that in relation to disciplinary matters the principle nullum delictum sine lege is not applicable; see the decisions of the Greek Council of State in cases 278/1932 and 645/1935, as well as the Conclusions from the case-law of the Council of State (in Greece) 1929-1959 (“Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959”) p. 366.

[*586](b) Furthermore, after the said Law 33/67 was enacted the procedure prescribed thereunder had to be applied even in relation to offences prior to its enactment because the presumption against retrospectivity does not apply to procedural provisions (see, inter alia, Maxwell on Interpretation of Statutes, 12th ed. p. 222; Odgers, on Construction of Deeds and Statutes, 5th ed. p. 287).”

Από τα όσα έχουν αναλυθεί πιο πάνω φαίνεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο των καθ’ων η αίτηση άσκησε νόμιμα την πειθαρχική του εξουσία εναντίον του αιτητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 224/90 και των Κανονισμών της ΚΔΠ 327/96 έστω και αν οι τελευταίοι δεν βρίσκονταν σε ισχύ κατά το χρόνο της διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος.

(ii) Παραβίαση του Άρθρου 13(3) της ΚΔΠ 327/96.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή του πορίσματος του Εισηγητή προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο, γιατί ενώ είχε λάβει τις σχετικές οδηγίες μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στις 10/11/98, υπέβαλε το πόρισμά του στις 3/3/99. Το γεγονός αυτό της καθυστέρησης της διεκπεραίωσης έρευνας συνιστά, κατά τον αιτητή, παράβαση του Κανονισμού 13(3) που καθορίζει ότι “η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατό και συμπληρώνεται οπωσδήποτε μέσα σε τριάντα μέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα” και οδηγεί σε ακύρωση ολόκληρης της πειθαρχικής διαδικασίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η προθεσμία των 30 ημερών του Κανονισμού 13(3) είναι ενδεικτική και όχι επιτακτική και συνεπώς η μη αυστηρή συμμόρφωση με τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού δεν καθιστά την έρευνα άκυρη. Η θέση των καθ’ων η αίτηση είναι ορθή. Είχα την ευκαιρία να εξετάσω το ίδιο ζήτημα στην υπόθεση Κώστας Μούγιαννος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ε.Τ.Ε.Κ. (2000) 4 Α.Α.Δ. 723, από την οποία μεταφέρω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα:

“Χρόνος παράδοσης πορίσματος.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ενώ το πόρισμα έπρεπε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13(3) της ΚΔΠ 327/96, να παραδοθεί μέσα σε 30 μέρες, αυτό παραδόθηκε με καθυστέρηση πέραν των 80 ημερών χωρίς οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε.

[*587]Ο Κανονισμός 13(3) της ΚΔΠ 327/96 προνοεί ότι η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατό και συμπληρώνεται εντός                  30 ημερών από την ημερομηνία που λαμβάνεται η εντολή για έρευνα. Όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την ευχέρεια να παρατείνει την πιο πάνω προθεσμία για ένα εύλογο χρονικό διάστημα αν κρίνει ότι παρίσταται μια τέτοια ανάγκη.

Στην παρούσα περίπτωση το Πειθαρχικό Συμβούλιο διόρισε στις 14/4/97 τον κ. Μ. Ιακωβίδη ως Εισηγητή και κατόπιν παράκλησης του κ. Μ. Ιακωβίδη λόγω του ότι θα μετέβαινε στο εξωτερικό, το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου) του έδωσε τη σχετική παράταση.

Το Δικαστήριο αδυνατεί να αντιληφθεί πώς η παράταση αυτή επηρέασε δυσμενώς τα συμφέροντα του αιτητή. Τόσο ο ίδιος όσο και ο δικηγόρος του αποδέχθηκαν έμμεσα την παράταση και συμμετέσχαν στη διαδικασία που επακολούθησε χωρίς να υποβάλουν οποιαδήποτε ένσταση. Η απόκλιση από νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν μια διοικητική διαδικασία δεν επιφέρει αυτόματα και την ακύρωση της διαδικασίας εκτός μόνο αν μια τέτοια ενέργεια έχει δυσμενή επακόλουθα για το διοικούμενο (ίδε Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1121, πράγμα που δεν έχει γίνει στην παρούσα περίπτωση.”

Ο ενδεικτικός χαρακτήρας των διοικητικών προθεσμιών επιβεβαιώνεται και από το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 105:

“Εις την άσκησιν των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων τίθενται ενίοτε χρονικοί περιορισμοί, τασσομένης προθεσμίας εντός της οποίας δέον αύται ν’ ασκώνται. Εις ας περιπτώσεις η εν λόγω προθεσμία καθιερούται εν τω νόμω ως ανατρεπτική, η αρμοδιότης του οργάνου παύει, άμα τη συμπληρώσει της: 454 (37), 895 (59). Κατά κανόνα όμως, αι εν τοις διοικητικοίς νόμοις προβλεπόμεναι προθεσμίαι θεωρούνται ενδεικτικαί, εφ’ όσον ρητώς δεν ορίζονται ως ανατρεπτικαί.”

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν απέδειξε ότι υπήρξε οποιαδήποτε επιβλαβής εξέλιξη για τα συμφέροντά του λόγω της καθυστέρησης υποβολής της έκθεσης του Εισηγητή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και κατ’ επέκταση ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

[*588](iii)        Παραβίαση του Άρθρου 44(1)(στ)(2) και (3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 γιατί ο αιτητής δεν έτυχε της προβλεπόμενης προστασίας μάρτυρος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η έκθεση του η οποία προκάλεσε τελικά την σε βάρος του καταγγελία είχε συνταχθεί για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας και χρησιμοποιήθηκε ως έκθεση εμπειρογνώμονα για σκοπούς της σύνταξης της έκθεσης απαίτησης της ιδιοκτήτριας της ανεγειρόμενης οικοδομής εναντίον του εργολάβου και των παραπονουμένων. Υποβλήθηκε επίσης ότι εφόσον η πειθαρχική του δίωξη ξεκίνησε ενώ εκκρεμούσε η πολιτική αγωγή για την οποία είχε ετοιμασθεί η επίμαχη έκθεση εναντίον των παραπονουμένων, θα έπρεπε να τύχει της προστασίας του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 επειδή επρόκειτο για μαρτυρία μάρτυρα σε δικαστική διαδικασία.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις είναι αβάσιμες. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 44(1)(στ) (2) και (3) του Νόμου 14/60:

“44.-(1) Οιονδήποτε πρόσωπον το οποίον –

.......................................................................................................

(στ) αποπειράται παρανόμως να επέμβη ή να επηρεάση μάρτυρα εις δικαστικήν διαδικασίαν, είτε προ είτε μετά την μαρτυρίαν, εν σχέσει με την τοιαύτην μαρτυρίαν, ή

..............................................................................................................

(ια) διαπράττει οιανδήποτε άλλην πράξιν σκοπίμου ανευλαβείας εις οιανδήποτε δικαστικήν διαδικασίαν, ή προς οιονδήποτε πρόσωπον ενώπιον του οποίου τοιαύτη διαδικασία διεξάγεται,

είναι ένοχον πλημμελήματος, και υπόκειται εις φυλάκισιν διά περίοδον εξ μηνών ή εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας £450 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.

(2) Οσάκις έχη διαπραχθή οιονδήποτε αδίκημα επί τη βάσει των παραγράφων (α), (β), (γ), (θ), (ι) ή (ια) του εδαφίου (1) ενώπιον του δικαστηρίου, το δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως ο πταίστης τεθή υπό κράτησιν, και καθ’ οιονδήποτε χρόνον προ της διακοπής της συνεδριάσεως κατά την ιδίαν ημέραν [*589]δύναται να επιληφθή της εκδικάσεως του αδικήματος και να καταδικάση τον πταίστην εις πρόστιμον £75, ή εις φυλάκισιν ενός μηνός ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.

«(3) Στο άρθρο αυτό ‘δικαστική διαδικασία‘ σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου είτε η διαδικασία αυτή διεξάγεται ενώπιον ακροατηρίου είτε σε ιδιαίτερο γραφείο του δικαστή και ‘χώρος Δικαστηρίου’ σημαίνει οποιοδήποτε κτίριο βρίσκεται στο προαύλιο των δικαστηρίων συμπεριλαμβανομένου του προαυλίου αυτού μέχρι το δημόσιο δρόμο.»”

Στην παρούσα περίπτωση η επιστολή του αιτητή, το περιεχόμενο της οποίας οδήγησε στις εναντίον του καταγγελίες για αντιδεοντολογική συμπεριφορά και εν τέλει στην πειθαρχική του δίωξη και καταδίκη, είχε συνταχθεί στις 26/4/90 και όπως υποδείχθηκε ορθά από την πλευρά των καθ’ων η αίτηση δεν αποτελούσε κατά την ημερομηνία εκείνη μαρτυρία σε δικαστική διαδικασία. Η έννοια της “δικαστικής διαδικασίας” μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 44 σημαίνει “οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, είτε η διαδικασία αυτή διεξάγεται ενώπιον ακροατηρίου είτε σε ιδιαίτερο γραφείο του δικαστή”. Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης δεν υπήρχε δικαστική διαδικασία σε εξέλιξη. Η σχετική πολιτική αγωγή για την οποία, όπως υποστήριξε ο αιτητής, προοριζόταν η έκθεσή του, καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τρία χρόνια αργότερα, το 1993 και η ακροαματική διαδικασία, μέσα στα πλαίσια της οποίας κατατέθηκε στο Δικαστήριο η επίμαχη έκθεση, έλαβε χώραν το 1998. Επιπρόσθετα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο σκοπός σύνταξης της επιστολής ήταν ευθύς εξ αρχής η κατάθεσή της στο Δικαστήριο ως πόρισμα εμπειρογνώμονα, καταρρίπτεται από το ίδιο το περιεχόμενό της, αφού σε αυτήν υπάρχει εκτός των διαπιστώσεων για κακοτεχνίες και η εισήγηση προς τους ιδιοκτήτες για να “απαλλάξουν των καθηκόντων τους” τον εργολάβο και τον επιβλέποντα Αρχιτέκτονα/Μηχανικό και να “λύσουν οποιαδήποτε συμβόλαια μαζί τους”. Τέλος, όπως προκύπτει από τη χρονολογική αλληλουχία των διάφορων περιστατικών, ο ισχυρισμός για παραβίαση του Άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 εγείρεται απαράδεκτα μέσα στα πλαίσια της παρούσας αναθεωρητικής διαδικασίας, ενώ θα έπρεπε να προβληθεί κατά τη διαδικασία της πολιτικής αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Στην παρούσα προσφυγή ελέγχεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το φως των προϋποθέσεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μέσα στα πλαίσια του οποίου εξαντλούνται οι δικαιο[*590]δοτικές δυνατότητες του Δικαστηρίου. Όπως τονίστηκε στην Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530,

“Οι θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, προσδιορίζονται στην παράγραφο 4, του Άρθρου 146. Είναι συνυφασμένες με το αντικείμενο της αναθεώρησης, την απόφαση, πράξη ή παράλειψη που τίθεται προς αναθεώρηση. Περιορίζονται στην επικύρωση, ή ακύρωση, μερικώς ή εξ ολοκλήρου της απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται και την αποκήρυξη συνεχιζόμενης παράλειψης με το διατακτικό να εκτελεστεί παν παραλειφθέν ......................

Στην προσφυγή του εφεσείοντα δεν καθορίζονται οι αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις που προσβάλλονται ούτε επιζητείται θεραπεία γνωστή στο Σύνταγμα. Προστακτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί βάσει της παραγράφου 4(γ) μόνο στην περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης καθήκοντος, το οποίο θετικά επιβάλλει ο Νόμος. (Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165· Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400· Mustafa Huniza Vluday v. Republic 5 R.S.C.C. 131· Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1,· The Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 405· Ekaterini Colocassidou Costea v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115).”

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(iv) και (v) Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης κατά την άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου και των κανόνων της απόδειξης.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο όφειλε, σε σχέση με τις κατηγορίες, να εξετάσει όλη την ενώπιόν του μαρτυρία στο σύνολό της και να αποφασίσει κατά πόσο η συμπεριφορά του πειθαρχικά διωκόμενου αντίκειτο στο γενικότερο πνεύμα του Νόμου και των Κανονισμών του ΕΤΕΚ. Εισηγήθηκε ακόμα ότι δεν αποδείχθηκε η διάπραξη της παραβίασης του δεοντολογικού κανονισμού. Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υπέβαλε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είναι θέματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός αν εντοπιστεί πλάνη σε βαθμό που επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας.

[*591]Η θέση των καθ’ων η αίτηση είναι ορθή. Ο αιτητής παραβλέπει το νομολογιακό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο η πειθαρχική διαδικασία στο διοικητικό δίκαιο δεν μπορεί να εξισώνεται με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις, σε βαθμό που να υιοθετείται η εφαρμογή όλων των αρχών της Ποινικής Δικονομίας με τα σχετικά επακόλουθα που επιφέρουν παραβιάσεις των αρχών της Ποινικής Δικονομίας. Στην υπόθεση Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778, τονίσθηκε ότι η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης και ότι ένα πειθαρχικό όργανο μπορεί να δεχθεί ευρύ φάσμα μαρτυρίας που κανονικά δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή σε δικαστικές διαδικασίες. Η πιο πάνω υπόθεση υιοθέτησε τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, όπου μεταξύ άλλων έγιναν οι πιο κάτω αναφορές:

“Περαιτέρω στην Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409 αποφασίστηκε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο και στη Solomou v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 533 λέχθηκε ότι η επιλογή της ποινής για πειθαρχικά αδικήματα βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του διοικητικού οργάνου και δεν εμπίπτει στις εξουσίες του δικαστηρίου η εκτίμηση της ποινής.

Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις υποθέσεις Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457 και Παπαφώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302.”

Ο ρόλος του ακυρωτικού Δικαστηρίου στο πειθαρχικό δίκαιο σκιαγραφείται με εύστοχο τρόπο και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, όπου στις σελίδες 369, 414-415, σημειώνονται τα πιο κάτω:

“Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ...........”

[*592]Στην παρούσα περίπτωση τα πρακτικά αποδεικνύουν ότι η πειθαρχική διαδικασία υπήρξε διεξοδική και άμεμπτη. Στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία άσκησης όλων των δικαιωμάτων που του παρέχουν όλες οι σχετικές νομοθετικές και συνταγματικές διατάξεις και η πειθαρχική απόφαση είναι αποτέλεσμα ορθής εξάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε πλάνη.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(vi) Αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 5(2)(γ) των Δεοντολογικών Κανονισμών της ΚΔΠ αφού συγκρούεται με το Άρθρο 19 του Συντάγματος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι ο Κανονισμός 5(2)(γ) της ΚΔΠ 327/96 είναι αντισυνταγματικός επειδή παραβιάζει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Κανονισμός 5(2)(γ) προνοεί ότι,

“Τα μέλη οφείλουν να αποφεύγουν την άσκηση κριτικής στην εργασία άλλου συναδέλφου τους, ιδιαίτερα χωρίς αυτός να το γνωρίζει, εκτός αν οι υπηρεσίες του έχουν τελειώσει. Η κριτική αυτή πρέπει να είναι αντικειμενική, να στηρίζεται σε επιστημονικά κριτήρια και να κινείται πάντοτε στα πλαίσια της επαγγελματικής αξιοπρέπειας.”

Το περιεχόμενο του πιο πάνω Κανονισμού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή, πλήττει επίσης το δικαίωμα κριτικής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος. Στο ίδιο το Άρθρο 19 του Συντάγματος, που επικαλείται ο αιτητής, υπάρχει ο ανάλογος θεμιτός περιορισμός της εμβέλειας του δικαιώματος έκφρασης και κριτικής. Πρόκειται για την παράγραφο (3) που προνοεί ότι,

“3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ων η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθεισών εμπιστευτικώς ή [*593]προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.”

Ο σκοπός του Κανονισμού 5(2)(γ) είναι ακριβώς η προστασία της επαγγελματικής υπόληψης των μελών των καθ’ων η αίτηση σε περιπτώσεις όπου η εργασία τους αποτελεί το αντικείμενο κριτικής εκ μέρους συναδέλφων τους. Πρόκειται για θεμιτό περιορισμό που αποσκοπεί πρωτίστως στη διαφύλαξη του κύρους του επαγγέλματος από τυχόν κακόπιστη υπόσκαψη του και γενικότερα στην εμπέδωση αρμονικών σχέσεων συναδελφικότητας και εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών. Η εισήγηση για αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(vii) Η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παράνομη.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παράνομη γιατί κατά τις πρώτες δύο συνεδρίες εκδίκασης της υπόθεσης είχε πενταμελή σύνθεση, ενώ στη συνέχεια και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, λειτούργησε με τετραμελή σύνθεση λόγω απουσίας του μέλους Λάζαρου Σαββίδη, ο οποίος ήταν παρών στις δύο αρχικές συνεδρίες, αλλά δεν συμμετείχε στις επόμενες συνεδρίες και στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Όπως ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, το Άρθρο 22(4) του Νόμου 224/90, που προεκτέθηκε, προβλέπει ότι, “τέσσερα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου παρόντα αποτελούν απαρτία”. Όπως εξάλλου προκύπτει από τη νομολογία, (Enotiadou v. The Republic (πιο πάνω)) η αρχική παρουσία ενός μέλους και η απουσία του στη συνέχεια δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της λαμβανομένης απόφασης εφ’ όσον το εν λόγω μέλος δεν συμμετείχε στη λήψη της απόφασης. Δοθέντος ότι ο Λάζαρος Σαββίδης δεν συμμετείχε στη συνεδρία της 26/3/2001, κατά τη διάρκεια της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, η εισήγηση για παράνομη συγκρότηση και λειτουργία του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο