Moustafa Arif ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 ΑΑΔ 790

(2004) 4 ΑΑΔ 790

[*790]24 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ARIF MOUSTAFA,

Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΣΩ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 125/2004)

 

Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν. 139/91) ― Ο όρος «Τουρκοκύπριος» στο Άρθρο 2 του Νόμου ― Κατά πόσο μπορεί να υπαχθεί στον ορισμό του και τουρκοκύπριος ο οποίος έχει μετακινηθεί στις ελεύθερες περιοχές και έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή σε αυτές, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου ― Ερμηνεία και συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.

Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «Τουρκοκύπριος» στο Άρθρο 2 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91).

Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη του αιτήματος του, όπως του αποδοθεί η ακίνητη ιδιοκτησία του στην Επισκοπή, αίτημα το οποίο υπέβαλε μετά την επανεγκατάστασή του στις ελεύθερες περιοχές τον Σεπτέμβριο του 2002.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Κυρίαρχο ρόλο έχει ο ίδιος ο ορισμός του όρου “Τουρκοκύπριος”, τον οποίο παρέχει ο νόμος ως επιλογή του νομοθέτη.  Και ο ορισμός εκείνος δεν συνδέεται προς την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου.  Μια τέτοια διάκριση όχι μόνο θα ήταν παρά[*791]λογη και θα συνιστούσε αδικαιολόγητο και υπέρμετρο ως προς την ανάγκη που υπαγόρευσε το Νόμο περιορισμό του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αλλά και ουσιαστικά θα τιμωρούσε εκείνα τα μέλη της τουρκικής κοινότητας τα οποία, όπως ο Αιτητής, ιδιαιτέρως ως εκ της μέχρι πρό  τινος απαγόρευσης από τις κατοχικές δυνάμεις της μετακίνησης τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν είχαν κατορθώσει, ακόμα και αν ήθελαν, να μετακινηθούν έτσι πριν από την 1.7.1991.  Η οποιαδήποτε τέτοια διάκριση θα συνιστούσε και αποδοχή της πληθυσμιακής διχοτόμησης η οποία επεβλήθη από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και κατοχής.

Ακόμα, η διάκριση θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο κατηγοριών των μελών της τουρκικής κοινότητας που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε με αναφορά στον ίδιο το σκοπό του Νόμου που, όπως αναφέρεται στο προοίμιο, είναι η διαχείριση των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών ως εκ της πληθυσμιακής μετακίνησης που ήταν αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και “της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας”.  Η συνήθης διαμονή του συγκεκριμένου ιδιοκτήτη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ως το κριτήριο του ίδιου του νομοθέτη, θέτει τις εν λόγω συγκεκριμένες περιουσίες στην ίδια μοίρα με όλες τις άλλες περιουσίες εκεί και αποκλείει την παρέμβαση ή περαιτέρω παρέμβαση του Κηδεμόνα στην προστασία και διαχείριση τους.  Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν έχει σημασία αν ο οποιοσδήποτε συγκεκριμένος ιδιοκτήτης απέκτησε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές πριν ή μετά από την 1.7.1991, και τοσούτο μάλλον αν επανέρχεται στη συνήθη διαμονή του εκεί και επιδιώκει να κατοικήσει στο ίδιο του το σπίτι.  Αν ο Νόμος ερμηνεύετο άλλως, ώστε να καλύπτει τη συνέχιση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας μετά από την επανακαθιέρωση της συνήθους διαμονής του ιδιοκτήτη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενδεχομένως να συνιστούσε αδικαιολόγητο και υπέρμετρο, ακόμα και ως προς την ίδια την ανάγκη που ρητά αναφέρεται στο Νόμο ως δικαιολογούσα αυτόν, περιορισμό του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. 

Η προσέγγιση αυτή προκύπτει και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως προς την ισχύ της αρχής της αναλογικότητας, ως αντικειμενικού και εύλογου κριτηρίου, στους περιορισμούς που μπορεί να τεθούν στη βάση διακρίσεως κατά παράβαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης (που [*792]αντανακλάται και στο Άρθρο 28 του Συντάγματος).

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bahchecioglou a.o. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426,

Aziz v. Cyprus, 69949/01, 22.6.2004.

Cur. adv. vult.

Προσφυγή.

Ο Αιτητής παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.  Μαζί του και ο Αϊχάν Μεχμέτ ο οποίος μεταφράζει από τα ελληνικά στα τούρκικα και αντιστρόφως.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Χρ. Ταραμουντάς, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Arif Moustafa είναι πολίτης της Κυπριακής Πολιτείας, με την ένταξη της οποίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστη πολίτης και αυτής.  Τυγχάνει να ανήκει στην τουρκική κοινότητα.  Από τις 22.3.1963 είναι ιδιοκτήτης οικίας με περιβόλι στην Επισκοπή.  Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες στις ελεύθερες περιοχές οι οποίες εγκαταλείφθησαν από τους ιδιοκτήτες τους ως εκ της αναγκαστικής μετακίνησης τους στις κατεχόμενες περιοχές περιήλθαν στην κατοχή και διαχείριση της Κυπριακής Πολιτείας.  Αρχικά με επίταξη και ακολούθως με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν. 139/91), ο οποίος αναθέτει τη διαχείριση τους στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.  Η εν λόγω περιουσία του Arif Moustafa παρεχωρήθη στην κα Μαρία Δημητρίου και στην κα Δέσποινα Κόνικκου, οι οποίες είναι Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα στην προσφυγή.  Το Σεπτέμβριο του 2002 ο Arif Moustafa ήρθε με την οικογένεια του από τις κατεχόμενες περιοχές, όπου είχε μετακινηθεί το 1974, στις ελεύθερες περιοχές και κατοικεί στη Λεμεσό σε ενοικιαζόμενη οικία.  Ακολούθως ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών όπως του αποδοθεί [*793]η εν λόγω οικία του για να κατοικήσει εκεί.  Το αίτημα του απερρίφθη με το ακόλουθο αιτιολογικό:

“... καθότι συνεπεία της Τουρκικής Εισβολής το 1974 και της μετακίνησης του πληθυσμού όλες οι Τ/Κ Περιουσίες έχουν περιέλθει υπό την προστασία του Υπουργού Εσωτερικών της Δημοκρατίας ο οποίος  τις διαχειρίζεται ως Κηδεμόνας αυτών σύμφωνα με τον Περί Τ/Κ Περιουσιών Νόμο 139/91 και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του Κυπριακού Προβλήματος.”

Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της εν λόγω απόφασης και στηρίζεται σε τρεις βάσεις:

1.  Ότι ο Αιτητής δικαιούται να ανακτήσει την περιουσία του βάσει αυτών καθ΄αυτών των προνοιών του Νόμου 139/91.

2.  Ότι με την άρση των περιορισμών διακίνησης από και προς τις κατεχόμενες περιοχές έχει εκλείψει η ανάγκη στην οποία βασίζεται ο Ν. 139/91.

3.  Ότι ο Ν. 139/91 αντίκειται προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος και τη γενικότερη συνταγματική αρχή της ισότητας.

Η πρώτη εισήγηση του Αιτητή βασίζεται στον ορισμό του όρου “Τουρκοκύπριος” στο Άρθρο 2 του Νόμου, αφού, σύμφωνα με τον ορισμό του όρου “Τουρκοκυπριακή Περιουσία”, τη διαχείριση της οποίας έχει ο Κηδεμόνας, αυτή είναι “κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο”. “Τουρκοκύπριος”, σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό, σημαίνει “Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές”. Ο Αιτητής εισηγείται ότι, καθ’ όσον η συνήθης κατοικία του από το Σεπτέμβριο του 2002 είναι στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ο ίδιος δεν εμπίπτει στον ορισμό του “Τουρκοκύπριος” όπως ο ίδιος ο Νόμος τον θέτει.

Η Δημοκρατία δεν αρνείται ότι ο Αιτητής έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  Εισηγείται όμως ότι κατά πόσο οποιοδήποτε πρόσωπο έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές κρίνεται την ημέρα που ο Νόμος ετέθη σε ισχύ και όχι σε οποιοδήποτε επόμενο χρόνο, έτσι ώστε, αφ’ ης στιγμής ο Κηδεμόνας αναλάβει τη διαχείριση τουρκοκυπριακής περιουσίας, να μην είναι δυνατός, ενόσω ο Νόμος ισχύει, ο τερματισμός της διαχείρισης της.

Αδυνατώ να δεχθώ την ερμηνεία αυτή, την οποία δεν υπάρχει [*794]οτιδήποτε στον ίδιο το Νόμο που να υποστηρίζει και να δικαιολογεί ουσιαστικά την πρόσθεση προνοιών σε αυτό.  Όπως ετονίσθη στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bahchecioglou a.o. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426, αν και εκεί δεν ηγέρθη το θέμα που εγείρεται εδώ αφού ήταν δεδομένο ότι ο ιδιοκτήτης δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, κυρίαρχο ρόλο έχει ο ίδιος ο ορισμός του όρου “Τουρκοκύπριος” τον οποίο παρέχει ο νόμος ως επιλογή του νομοθέτη.  Και ο ορισμός εκείνος δεν συνδέεται προς την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου.  Απεναντίας, εφ΄όσον δεν είναι όλες τις περιουσίες οι οποίες ανήκουν  σε μέλη της τουρκικής κοινότητας που διαχειρίζεται ο Κηδεμόνας αλλά μόνο εκείνες που ανήκουν σε “Τουρκοκύπριους” όπως ο όρος ορίζεται στο Νόμο, το δε κριτήριο του Νόμου ως προς το ποίος είναι “Τουρκοκύπριος” είναι η σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνήθης διαμονή του ιδιοκτήτη στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, δεν εξηγείται γιατί να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων των μελών της τουρκικής κοινότητας που είχαν και εκείνων που δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές την 1.7.1991 που ετέθη σε εφαρμογή ο Νόμος.  Μια τέτοια διάκριση όχι μόνο θα ήταν παράλογη και θα συνιστούσε αδικαιολόγητο και υπέρμετρο ως προς την ανάγκη που υπαγόρευσε το Νόμο περιορισμό του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αλλά και ουσιαστικά θα τιμωρούσε εκείνα τα μέλη της τουρκικής κοινότητας τα οποία, όπως ο Αιτητής,  ιδιαιτέρως ως εκ της μέχρι πρό  τινος απαγόρευσης από τις κατοχικές δυνάμεις της μετακίνησης τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν είχαν κατορθώσει, ακόμα και αν ήθελαν, να μετακινηθούν έτσι πριν από την 1.7.1991.  Η οποιαδήποτε τέτοια διάκριση θα συνιστούσε και αποδοχή της πληθυσμιακής διχοτόμησης η οποία επεβλήθη από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και κατοχής και άρνηση αναγνώρισης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των μελών εκείνων της τουρκικής κοινότητας τα οποία, αντιτασσόμενα προς την εν λόγω πληθυσμιακή διχοτόμηση, επιθυμούν να επανέλθουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, ως το μόνο δεδομένο φορέα της νομιμότητας, και πράττουν τούτο, ασκώντας το συνταγματικό δικαίωμα τους της ελεύθερης μετακίνησης και διαμονής που τους παρέχεται από το Άρθρο 13 του Συντάγματος. 

Ακόμα, η διάκριση θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο εν λόγω κατηγοριών των μελών της τουρκικής κοινότητας που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε με αναφορά στον ίδιο το σκοπό του Νόμου που, όπως αναφέρεται στο προοίμιο, είναι η [*795]διαχείριση των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών ως εκ της πληθυσμιακής μετακίνησης που ήταν αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και “της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας”. Ασφαλώς, με την ανάθεση της κατοχής και διαχείρισης των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στη Δημοκρατία, ο σκοπός του Νόμου δεν είναι να γίνει τούτο σε αντίδραση και αντάλλαγμα προς την κατοχή και εκμετάλλευση των Ελληνοκυπριακών περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές, που αν ήταν τέτοιος ενδεχομένως να συνιστούσε και παράβαση του Άρθρου 6 του Συντάγματος ως δυσμενής διάκριση εις βάρος της τουρκικής κοινότητας,  αλλά ακριβώς, όπως αναφέρεται στο προοίμιο, η προστασία των εν λόγω περιουσιών ως εκ της απουσίας των ιδιοκτητών τους η οποία τις αφήνει εκτεθειμένες.  Εξ ου και ο νομοθέτης έκρινε, όπως προκύπτει από τον ορισμό του όρου “Τουρκοκύπριος”, ως το κριτήριο του, ότι μόνο στο βαθμό που οι ιδιοκτήτες των εν λόγω περιουσιών δεν κατοικούν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές είναι αναγκαία η προστασία τους, προφανώς καθ΄όσον εκείνες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες των οποίων οι ιδιοκτήτες κατοικούν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές δεν χρήζουν τέτοιας προστασίας, καθιερώνοντας έτσι ένα κριτήριο που εφαρμόζεται όχι γενικά ως προς τη μάζα των Τουρκοκυπρίων αλλά συγκεκριμένα ως προς κάθε ιδιοκτήτη.  Η συνήθης διαμονή του συγκεκριμένου ιδιοκτήτη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ως το κριτήριο του ίδιου του νομοθέτη, θέτει τις εν λόγω συγκεκριμένες περιουσίες στην ίδια μοίρα με όλες τις άλλες περιουσίες εκεί και αποκλείει την παρέμβαση ή περαιτέρω παρέμβαση του Κηδεμόνα στην προστασία και διαχείριση τους.  Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν έχει σημασία αν ο οποιοσδήποτε συγκεκριμένος ιδιοκτήτης απέκτησε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές πριν ή μετά από την 1.7.1991, και τοσούτο μάλλον αν επανέρχεται στη συνήθη διαμονή του εκεί και επιδιώκει να κατοικήσει στο ίδιο του το σπίτι.  Σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση, το ίδιο το κριτήριο του Νόμου εξαιρεί την περιουσία από τη διαχείριση του Κηδεμόνα.  Και δεν είναι, περαιτέρω, ασφαλώς μόνο, για να μην αναφερθώ και στη στοιχειώδη ανθρωπιστική λογική, οι συνήθεις ερμηνευτικοί κανόνες που υπαγορεύουν την άποψη αυτή αλλά και θεμελιακές ερμηνευτικές αρχές που θέλουν η ερμηνεία των νόμων να συνάδει προς τα συνταγματικά δικαιώματα και να είναι αναλόγως περιοριστική.  Αν ο Νόμος ερμηνεύετο άλλως ώστε να καλύπτει τη συνέχιση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας μετά από την επανακαθιέρωση της συνήθους διαμονής του ιδιοκτήτη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενδεχομένως να συνι[*796]στούσε αδικαιολόγητο και υπέρμετρο, ακόμα και ως προς την ίδια την ανάγκη που ρητά αναφέρεται στο Νόμο ως δικαιολογούσα αυτόν, περιορισμό του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας.  Η προσέγγιση αυτή προκύπτει και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως προς την ισχύ της αρχής της αναλογικότητας, ως αντικειμενικού και εύλογου κριτηρίου, στους περιορισμούς που μπορεί να τεθούν στη βάση διακρίσεως κατά παράβαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης (που αντανακλάται και στο Άρθρο 28 του Συντάγματος), αρκεί δε να αναφερθώ στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Aziz v. Cyprus, Αρ. 69949/01, ημερ. 22.6.2004.

Εν όψει της κατάληξης μου επί των πιο πάνω, δεν θα εξετάσω τις άλλες βάσεις της προσφυγής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του Αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο