Παναγιώτου Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 852

(2004) 4 ΑΑΔ 852

[*852]8 Οκτωβρίου, 2004

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 360/2003)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαιοδοτική βάση ― Κατά πόσο υφίσταται δικαιοδοτική βάση για εξέταση ισχυρισμού ως προς το αν αιτητής ήταν προσοντούχος, όταν ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται από το ενδιαφερόμενο μέρος στο πλαίσιο προσφυγής του αιτητή κατά του κύρους του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Διορισμός υποψηφίου έναντι άλλου που κατείχε το πλεονέκτημα, με θεμέλιο της σχετικής αιτιολογίας την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έκδηλη υπεροχή ― Βάρος αποδείξεως.

Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Λειτουργού Οδικών Μεταφορών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης του ε.μ. - ότι, δηλαδή, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος.  Η Ε.Δ.Υ., για να καταλήξει εάν ο αιτητής πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας, ζήτησε να προσκομίσει ανάλυση σπουδών. Ήταν κάτοχος BSc in Accounting, York College, City University of New York, που δεν περιλαμβανό[*853]ταν στα θέματα, που ρητά αναγράφονταν στο σχέδιο υπηρεσίας.  Η Σ.Ε., στη συμπληρωματική έκθεσή της και με την ανάλυση σπουδών που προσκομίστηκε από τον αιτητή, κατέληξε ότι αυτός πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας.

Η Ε.Δ.Υ., εξετάζοντας τη συμπληρωματική έκθεση της Σ.Ε. και όσα τέθηκαν ενώπιόν της, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης σπουδών, έστω και αν δε γίνεται ρητή αναφορά στα πρακτικά, και υιοθετώντας τη συμπληρωματική έκθεση της Σ.Ε., έκρινε ότι ο αιτητής πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας.  Συνεπώς, ο αιτητής νομιμοποιείται στην καταχώριση της προσφυγής. 

Ανεξάρτητα, όμως, από την κατάληξη αυτή, εξέταση του θέματος που προβάλλει το ε.μ. σε αυτή τη διαδικασία, η οποία σκοπό έχει τη διαπίστωση της νομιμότητας της απόφασης διορισμού του ε.μ., δεν μπορεί να γίνει. 

Ανάλογο ζήτημα απασχόλησε το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Εταιρεία SIEMENS AG ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 1966 όπου, υιοθέτησε προηγούμενη πραγμάτευση του ζητήματος στις υποθέσεις General Constructions Ltd ν. Δήμου Λ/σού (1992) 4 Α.Α.Δ. 2766 και Thermphase Ltd ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3780.

Ανάλογα συμβαίνουν και εδώ.  Η Ε.Δ.Υ. θεώρησε τον αιτητή προσοντούχο και τον αξιολόγησε, προτού καταλήξει στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, εάν υπήρχε διορισμός του αιτητή και τον ισχυρισμό τον πρόβαλλε υποψήφιος που δεν είχε επιτύχει. 

2.  Με την προσφυγή του, ο αιτητής παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε το μεταπτυχιακό δίπλωμα, που κατείχε και που θεωρείται ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας, βασίζοντας την απόφασή της στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιόν της, η οποία, όμως, με τη μη καταγραφή στα πρακτικά των ερωτήσεων της εξέτασης, παραμένει αναιτιολόγητη.

Η Ε.Δ.Υ. όμως δεν είναι υποχρεωμένη να καταγράφει τις ερωτήσεις που υποβάλλονται για να διαπιστωθεί η ικανότητα των υποψηφίων και ούτε, από τη μη καταγραφή, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αναιτιολόγητα κατέληξε στην απόφασή της.  Η μη αναγκαιότητα τήρησης πρακτικού, προβλέπεται και στο Άρθρο 24(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99). 

[*854]3.     Ο αιτητής παραπονείται, επίσης, και αποδίδει στην Ε.Δ.Υ. σκοπιμότητες και αλλότριους σκοπούς, για το λόγο ότι, ενώ η Σ.Ε. τον χαρακτήρισε ως «Εξαίρετο», η Ε.Δ.Υ. «Καλό».

Δε έχει βάση το παράπονο αυτό του αιτητή.  Διαφορετική αξιολόγηση δεν οδηγεί σε ό,τι αυτός εισηγείται.  Πρόκειται για διαφορετικές εξετάσεις, στις οποίες η απόδοση δεν είναι πάντοτε η ίδια, με αποτέλεσμα τη διαφορετική αξιολόγηση από διαφορετικό όργανο. 

4.  Σ’ ό,τι αφορά το αναιτιολόγητο της απόφασης, ούτε αυτό έχει βάση. 

Στην παρούσα υπόθεση, η Ε.Δ.Υ. το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή, το οποίο θεωρείται πλεονέκτημα, δεν το παραγνώρισε.  Το είχε υπόψη της και το αξιολόγησε, δίδοντας λόγο γιατί προτίμησε το ε.μ. έναντι άλλων υποψηφίων.

5.  Η εισήγηση του αιτητή - ότι έκδηλα υπερέχει του ε.μ. - δεν μπορεί παρά να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο σε θέματα διορισμού και προαγωγών.  Επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή, μόνο όπου ο αιτητής αποδείξει ότι υπερέχει έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί τότε θεωρείται ότι το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή.

Στην παρούσα περίπτωση, δεν διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή.   

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 688

Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756,

Εταιρεία SIEMENS AG ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 1966,

General Constructions Ltd ν. Δήμου Λ/σού (1992) 4 Α.Α.Δ. 2766,

Thermphase Ltd ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3780,

Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

[*855]Pissas v. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 C.L.R. 476,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74,

Alexandridou v. C.T.O. (1980) 3 C.L.R. 360.

Προσφυγή.

Ευγ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Αλ. Κουντουρή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο της προσφυγής αυτής είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 16/12/2002, με την οποία έχουν διορισθεί στη θέση Λειτουργού Οδικών Μεταφορών τα ενδιαφερόμενα μέρη Λευτέρης Κυριάκου, Κυριάκος Κυπριανίδης και Ελένη Πίπη Χατζηκώστα.  Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 14ης Φεβρουαρίου, 2003.

Καίτοι αρχικά αμφισβητείτο η νομιμότητα του διορισμού όλων των ενδιαφερομένων μερών, μεταγενέστερα, η προσφυγή περιορίστηκε μόνο σ’ ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος 1 (ε.μ.).

Η θέση Λειτουργού Οδικών Μεταφορών είναι θέση πρώτου διορισμού. Η δημοσίευση του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας, για σκοπούς υποβολής αιτήσεων, σηματοδότησε και την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων.  Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα πρόβλεπαν, μεταξύ άλλων, ότι:-

«(3)     Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα/θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

Υποβλήθηκε αριθμός αιτήσεων, οι οποίες εξετάστηκαν, σε πρώτο στάδιο, από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.), η οποία, σε έκθεσή της μαζί με προκαταρκτικό κατάλογο, διατύπω[*856]σε την κρίση της ως προς τους καταλληλότερους για διορισμό.  Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν αιτητής και ε.μ.

Η Ε.Δ.Υ., αφού μελέτησε την έκθεση και τον προκαταρκτικό κατάλογο της Σ.Ε., κατέληξε σε αποφάσεις αναφορικά με διάφορους υποψήφιους.

Σε σχέση με τον αιτητή, κάτοχο BSc in Accounting, York College, City University of New York, η Ε.Δ.Υ. ζήτησε από τη Σ.Ε. όπως ο αιτητής «… προσκομίσει ανάλυση σπουδών, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον αυτός είναι προσοντούχος.».

Η Σ.Ε., με συμπληρωματική έκθεση - Παράρτημα 7, στην οποία επισυνάπτετο νέος προκαταρκτικός κατάλογος, σε σχέση με τον αιτητή και ακόμη ένα πρόσωπο, ανέφερε ότι «... έχουν προσκομίσει την ανάλυση σπουδών τους και η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτή ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, όπως διευκρινίζεται στη Σημείωση (1) του εν λόγω Σχεδίου Υπηρεσίας:».  Ο νέος προκαταρκτικός κατάλογος ήταν επανάληψη του προηγούμενου.  Οι διαφορές δεν ενδιαφέρουν την παρούσα.

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ., αφού έλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο, με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγινε ενώπιον της Σ.Ε., τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων καθώς και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως, επίσης, και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεών τους, προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, που ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό, και κάλεσε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση.  Σ’ αυτή παρίστατο ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών. 

Υποβλήθηκαν ερωτήσεις σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.  Σκοπός, η διαπίστωση των ικανοτήτων των υποψηφίων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης.  Ο Διευθυντής, αφού εξέφρασε τις απόψεις του για την απόδοση των υποψηφίων, αποχώρησε.  Χαρακτήρισε τον αιτητή «Πάρα πολύ καλό» και το ενδιαφερόμενο μέρος «Σχεδόν εξαίρετο».

Η Επιτροπή, στη δική της αξιολόγηση, σε σχέση με την απόδοση ανέφερε:  Για τον αιτητή:-

«Καλός:  Η ακαδημαϊκή του κατάρτιση είναι καλή.  Παρά ταύ[*857]τα, δεν μπόρεσε να καθορίσει με σαφήνεια έννοιες σχετικές με τις ευθύνες της θέσης και υστέρησε ουσιαστικά τόσο στη διατύπωση όσο και στην αιτιολόγηση των απόψεών του.»

Και για το ε.μ.:-

«Πάρα πολύ καλός.  Επιδιώκει συστηματικά να διευρύνει την ακαδημαϊκή του κατάρτιση.  Εκφράζεται με σαφήνεια, προσεγγίζει τα θέματα διαλεκτικά, τα αναλύει κατά τρόπο εύστοχο, κρίνει ορθολογιστικά καταστάσεις και ορίζει επιστημονικά έννοιες.  Διαθέτει συγκροτημένη σκέψη και αυτοπεποίθηση.»

Επέλεξε το ε.μ., για το λόγο ότι «... αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος και ως Πάρα πολύ καλός στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, σε ψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους μη επιλεγέντες.».  Σημείωσε ότι ο λόγος, για τον οποίο ορισμένοι υποψήφιοι που κατέχουν το πλεονέκτημα δεν επιλέγηκαν, ήταν γιατί αυτοί, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογήθηκαν σε πολύ χαμηλότερο από τους επιλεγέντες επίπεδο και, ως εκ τούτου, η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την απόφασή της.

Οι λόγοι, που προβάλλονται για ακύρωση της επίδικης απόφασης, είναι ότι ο αιτητής, καίτοι κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο της θέσης πλεονέκτημα, αυτό παραγνωρίστηκε.  Η αξιολόγηση του αιτητή από «Εξαίρετος», σύμφωνα με τη Σ.Ε., και «Πάρα πολύ καλός», από το Διευθυντή, μειώθηκε σε «Καλός» από την Ε.Δ.Υ., χωρίς να καταγράφονται τα θέματα των ερωτήσεων.  Η πείρα του αιτητή, σχετική με τα καθήκοντα της θέσης από τον ιδιωτικό τομέα, αγνοήθηκε, εισηγείται ο συνήγορος, προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών.

Η θέση των καθ’ ων είναι ότι τίποτα δεν παραγνώρισε η Ε.Δ.Υ.  Αντίθετα, μέσα από τα πρακτικά που τηρήθηκαν, διαπιστώνεται ότι όλα λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν.  Ο λόγος δε που δεν επιλέγηκε ο αιτητής, καίτοι κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα που θεωρείται πλεονέκτημα, ήταν η χαμηλή βαθμολογία του. 

Το ε.μ., με προδικαστική ένσταση, αμφισβητεί το έννομο συμφέρον του αιτητή να προσβάλει τον επίδικο διορισμό.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο, προβάλλει, αυτός δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, γεγονός που διαπιστώνει η Ε.Δ.Υ. και, γι’ αυτό, ζητά να προσκομίσει ο αιτητής ανάλυση σπουδών.  [*858]Στη συνέχεια, χωρίς έρευνα, η Ε.Δ.Υ. υιοθετεί τη συμπληρωματική έκθεση της Σ.Ε. και πεπλανημένα θεωρεί τον αιτητή προσοντούχο.  Για τις επιπτώσεις της μη πλήρωσης του σχεδίου υπηρεσίας, παρέπεμψε στην υπόθεση Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 688.

Σ’ ό,τι αφορά την ουσία της αίτησης, υιοθετώντας τα όσα αναφέρθηκαν από τη συνήγορο των καθ’ ων, προσθέτει ότι η πείρα, που επικαλείται ο αιτητής (ναυτιλιακές εργασίες), δεν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, σε αντίθεση με τη δεκαετή πείρα του ε.μ. στη Δημόσια Υπηρεσία σε θέση (Νοσηλευτικός Λειτουργός), τα καθήκοντα της οποίας περιλάμβαναν καθοδήγηση προσωπικού.

Κατ’ επίκληση της υπόθεσης Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, υποστήριξε ότι το περιεχόμενο των προφορικών συνεντεύξεων και η ορθότητα της αξιολόγησής τους δεν ελέγχεται δικαστικά.

Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης του ε.μ. - ότι, δηλαδή, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος.  Προκύπτει από το Παράρτημα 6 - (VI) - ότι η Ε.Δ.Υ., για να καταλήξει εάν ο αιτητής πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας, ζήτησε να προσκομίσει ανάλυση σπουδών. Ήταν κάτοχος BSc in Accounting, York College, City University of New York, που δεν περιλαμβανόταν στα θέματα, που ρητά αναγράφονταν στο σχέδιο υπηρεσίας.  Η Σ.Ε., στη συμπληρωματική έκθεσή της και με την ανάλυση σπουδών που προσκομίστηκε από τον αιτητή, κατέληξε ότι αυτός πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας.

Η Ε.Δ.Υ., εξετάζοντας τη συμπληρωματική έκθεση της Σ.Ε. και όσα τέθηκαν ενώπιόν της, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης σπουδών, έστω και αν δε γίνεται ρητή αναφορά στα πρακτικά, και υιοθετώντας τη συμπληρωματική έκθεση της Σ.Ε., έκρινε ότι ο αιτητής πληρούσε τα σχέδια υπηρεσίας.  Συνεπώς, ο αιτητής νομιμοποιείται στην καταχώριση της προσφυγής. 

Ανεξάρτητα, όμως, από την κατάληξη αυτή, εξέταση του θέματος που προβάλλει το ε.μ. σε αυτή τη διαδικασία, η οποία σκοπό έχει τη διαπίστωση της νομιμότητας της απόφασης διορισμού του ε.μ., δεν μπορεί να γίνει. 

Ανάλογο ζήτημα απασχόλησε το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Εταιρεία SIEMENS AG ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 Α.Α.Δ. 1966, όπου, υιοθετώντας προηγούμενη πραγμάτευ[*859]ση του ζητήματος στις υποθέσεις General Constructions Ltd ν. Δήμου Λ/σού (1992) 4 Α.Α.Δ. 2766 και Thermphase Ltd ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3780, κατέληξε ότι:-

«Αντικείμενο της προσφυγής αυτής είναι το κύρος της απόφασης της Αρχής για κατακύρωση της προσφοράς.  Ως προς το επίδικο ζήτημα οι αιτητές είναι αποτυχόντες προσφοροδότες και έχουν, για το λόγο αυτό, έννομο συμφέρον.  Δεν υπάρχει δικαιοδοτική βάση για αναθεώρηση και ανατροπή στο πλαίσιο της προσφυγής των αιτητών, της κρίσης της Αρχής ως προς τη συζητούμενη πτυχή, ούτε βέβαια, μπορεί να τεθεί ζήτημα παράλληλης ή ανεξάρτητης κρίσης του Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα.»

Ό,τι απασχόλησε εκεί, ήταν κατά πόσο μπορούσε να εξεταστεί η ορθότητα της θεώρησης των αιτητών ως έγκυρου προσφοροδότη.  Ο επιτυχών προσφοροδότης πρόβαλε ότι οι αιτητές δεν ήταν έγκυροι προσφοροδότες.

Στην υπόθεση General Constructions Ltd ν. Δήμου Λεμεσού, πιο πάνω, το Δικαστήριο αρνήθηκε να ασχοληθεί με ισχυρισμό ότι η προσφορά των αιτητών ήταν άκυρη, «..., υπό το φως του γεγονότος ότι, οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν την προσφορά των αιτητών χωρίς να την απορρίψουν σαν άκυρη, λόγω μη συμμόρφωσης με τους σχετικούς όρους για τις τιμές μονάδος.» - (σελ. 2769).

Ανάλογα συμβαίνουν και εδώ.  Η Ε.Δ.Υ. θεώρησε τον αιτητή προσοντούχο και τον αξιολόγησε, προτού καταλήξει στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, εάν υπήρχε διορισμός του αιτητή και τον ισχυρισμό τον πρόβαλλε υποψήφιος που δεν είχε επιτύχει. 

Προχωρώ, στη συνέχεια, να εξετάσω τους λόγους που προβάλλονται για ακύρωση της απόφασης. 

Με την προσφυγή του, ο αιτητής παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε το μεταπτυχιακό δίπλωμα, που κατείχε και που θεωρείται ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας, βασίζοντας την απόφασή της στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιόν της, η οποία, όμως, με τη μη καταγραφή στα πρακτικά των ερωτήσεων της εξέτασης, παραμένει αναιτιολόγητη.

Μελέτη των πρακτικών - Παραρτήματα 6, 8 και 9 - φανερώνει ότι ο αιτητής περιλαμβάνεται στους υποψήφιους που κρίθηκε από [*860]την Ε.Δ.Υ. ότι κατείχαν το θεωρούμενο από τα σχέδια υπηρεσίας πλεονέκτημα.  Η Ε.Δ.Υ. δεν είναι υποχρεωμένη να καταγράφει τις ερωτήσεις που υποβάλλονται για να διαπιστωθεί η ικανότητα των υποψηφίων και ούτε, από τη μη καταγραφή, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αναιτιολόγητα κατέληξε στην απόφασή της.  Το ζήτημα της τήρησης πρακτικού, σε σχέση με τη διεξαγωγή της εξέτασης, απασχόλησε την Ολομέλεια στην υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου εξηγήθηκε γιατί δε χρειάζεται να τηρείται πρακτικό. Η μη αναγκαιότητα τήρησης πρακτικού προβλέπεται και στο Άρθρο 24(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν.158(Ι)/99). 

Ο αιτητής παραπονείται, επίσης, και αποδίδει στην Ε.Δ.Υ. σκοπιμότητες και αλλότριους σκοπούς, για το λόγο ότι, ενώ η Σ.Ε. τον χαρακτήρισε ως «Εξαίρετο», η Ε.Δ.Υ. «Καλό».

Δε βρίσκω να έχει βάση το παράπονο αυτό του αιτητή.  Διαφορετική αξιολόγηση δεν οδηγεί σε ό,τι αυτός εισηγείται.  Πρόκειται για διαφορετικές εξετάσεις, στις οποίες η απόδοση δεν είναι πάντοτε η ίδια, απόλυτα φυσικό, με αποτέλεσμα τη διαφορετική αξιολόγηση από διαφορετικό όργανο. 

Σ’ ό,τι αφορά το αναιτιολόγητο της απόφασης, ούτε αυτό βρίσκω να έχει βάση.  Η επάρκεια της αιτιολογίας εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης - (βλ. Ioannis N. Pissas v. Republic (Public Service Commission) (1974) 3 C.L.R. 476 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

Στην παρούσα υπόθεση, η Ε.Δ.Υ. το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή, το οποίο θεωρείται πλεονέκτημα, δεν το παραγνώρισε.  Το είχε υπόψη της και το αξιολόγησε, δίδοντας λόγο γιατί προτίμησε το ε.μ. έναντι άλλων υποψηφίων, που κατείχαν το πλεονέκτημα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αιτητής.  Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η Ε.Δ.Υ., στο πρακτικό - Παράρτημα 9 - καταγράφει τα εξής:-

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Κυριάκου Λευτέρη, έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος και ως Πάρα πολύ καλός στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, σε ψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους μη επιλεγέντες.

.........................................................................................................

[*861]Τέλος η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι που κατέχουν το πλεονέκτημα δεν έχουν επιλεγεί.  Ωστόσο, έλαβε υπόψη ότι αυτοί αξιολογήθηκαν στην ενώπιόν της προφορική εξέταση σε πολύ χαμηλότερο από τους επιλεγέντες επίπεδο και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την απόφαση της.»

Η εισήγηση του αιτητή - ότι έκδηλα υπερέχει του ε.μ. - δεν μπορεί παρά να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο σε θέματα διορισμού και προαγωγών.  Σύμφωνα με την υπόθεση Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή, μόνο όπου ο αιτητής αποδείξει ότι υπερέχει έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί τότε θεωρείται ότι το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.  Το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή - (βλ. Alexandridou v. C.T.O. (1980) 3 C.L.R. 360).

Στην παρούσα περίπτωση, αφού εξέτασα όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, έχοντας υπόψη τα τρία νομολογημένα κριτήρια, δε διαπιστώνω έκδηλη υπεροχή του αιτητή.

Καταλήγω ότι ο αιτητής απέτυχε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο