Λεωνίδου Λεωνίδας ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 1015

(2004) 4 ΑΑΔ 1015

[*1015]2 Δεκεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡΟ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 834/2003)

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Στοιχειοθέτηση κατοχής προσόντος κατά τεκμήριο, όταν το ίδιο προσόν απαιτείτο στην προηγούμενη και κατεχόμενη θέση από τον προς προαγωγή υποψήφιο ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Ειδικά οι εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή ― Διάσταση στη νομολογία και επίλυσή της ― Η επίδικη προαγωγή κρίθηκε αναιτιολόγητη ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή του, την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Προσωπικού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Προηγείται η εξέταση του ισχυρισμού κατά πόσο νόμιμα θεωρήθηκε ότι το ΕΜ κατείχε τα «ελάχιστα ειδικά προσόντα», όπως τα χαρακτηρίζει ο Κανονισμός 8(1). 

Έχει κριθεί στη νομολογία ότι θεωρείται κατοχή ενός απαιτούμενου προσόντος κατά τεκμήριο, όταν αυτό απαιτείτο στην προηγούμενη και κατεχόμενη θέση από τον υποψήφιο προς προαγωγή υπάλληλο.

Το επίμαχο προσόν είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για την [*1016]κατεχόμενη θέση του Υποδιευθυντή (τεχνικό προσωπικό).  Οποιαδήποτε έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση για το προσόν αυτό, θα οδηγούσε σε αναψηλάφιση της προαγωγής του ΕΜ στη θέση Υποδιευθυντή, πράγμα ανεπίτρεπτο. 

2.  Στην κρινόμενη υπόθεση το Συμβούλιο Προσωπικού παραπέμπει στο περιεχόμενο των φακέλων, κρίνοντας ως ουσιαστικά καταλληλότερους τον αιτητή και το ΕΜ και αφού σύγκρινε τους δύο υποψήφιους μεταξύ τους, αποφάσισε ότι ουσιαστικά καταλληλότερος ήταν το ΕΜ.  Δεν αναφέρει τίποτα όσο αφορά τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε και βάρυναν την κρίση του υπέρ του ΕΜ.  Αξιοσημείωτο είναι πως ο Γενικός Διευθυντής επικαλέστηκε την προσωπική του γνώση.

Προκύπτει συναφώς διάσταση μεταξύ δύο αποφάσεων, της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

Στη Λουΐζα Βαρνάβα ν. Α.ΤΗ.Κ. (2004) 4 Α.Α.Δ. 887, ο Κωνσταντινίδης Δ., ασχολήθηκε με τη διάσταση αυτή.  Παρέπεμψε στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, στην οποία εξετάστηκαν οι αρχές σε σχέση με το καθήκον όταν διαπιστώνεται διάσταση στη νομολογία. 

Υιοθετείται η κατάληξη του Κωνσταντινίδη Δ., στην εν λόγω υπόθεση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Δαμιανού ν. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ.  211/97, ημερ. 29.7.1998,

Ανδρέου ν. Α.ΤΗ.Κ. κ.ά., Υπόθ. Αρ. 371/96 κ.ά., ημερ. 28.6.1999,

Κοσμά ν. Α.ΤΗ.Κ. κ.ά., Υπόθ. Αρ. 327/96, ημερ. 9.6.1999,

Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247,

Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

Βαρνάβα ν. Α.ΤΗ.Κ. (2004) 4 Α.Α.Δ. 887,

[*1017]Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490.

Προσφυγή.

Ε. Δημητρίου, για τον Αιτητή.

Κ. Χ” Ιωάννου, για την Καθ’ης η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ημερομηνίας 8.7.2003, με την οποία προάχθηκε ο Ιωάννης Κευ-Σουρουλλάς στη θέση Διευθυντή Προσωπικού (Διεύθυνση Προσωπικού).

Η διαδικασία προαγωγής άρχισε από το Συμβούλιο Προσωπικού, το οποίο προέβηκε στον καταρτισμό του καταλόγου των υποψηφίων, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τριετία στην κατεχόμενη θέση του Υποδιευθυντή.  Σ’ αυτόν περιλήφθηκαν, μεταξύ άλλων, ο αιτητής και το ΕΜ.  Το Συμβούλιο εξέτασε στη συνέχεια την κατοχή από τους υποψηφίους των ελάχιστων προσόντων για προαγωγή στην επίδικη θέση.  Αφού διαπίστωσε ότι όλοι κατείχαν τα προσόντα αυτά, μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (ΚΔΠ 220/82 όπως τροποποιήθηκε), τα οποία είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και η εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τον προσωπικό τους φάκελο.  Έκρινε ως ουσιαστικά καταλληλότερους για προαγωγή τον αιτητή και το ΕΜ. Περαιτέρω, αφού σύγκρινε τους δύο υποψηφίους μεταξύ τους, αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή το ΕΜ.

Ακολούθως ο Γενικός Διευθυντής μελέτησε τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού και τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων.  Έκρινε ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Εισηγήθηκε και ο ίδιος την προαγωγή του ΕΜ, κρίνοντας τον ως ουσιαστικά καταλληλότερο.  Ανέφερε τα πιο κάτω αιτιολογώντας την εισήγησή του:

«. . . με βάση την πολυετή προσωπική μου υπηρεσιακή γνώση [*1018]όλων των υποψηφίων, διαπιστώνω ότι ο Ιωάννης Κέυ-Σουρουλλάς, επιπρόσθετα προς τα γενικά εξαιρετικά διευθυντικά χαρακτηριστικά και ατομικές ικανότητες που διαθέτει, υπερέχει καταφανώς όλων των άλλων υποψηφίων στα ατομικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διακρίνουν το Διευθυντή (Προσωπικό Διευθύνσεως Προσωπικού), όπως είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις, η ανεκτικότητα και υπομονή, η εμβάθυνση σε πολύπλοκα θέματα, η εξεύρεση ισορροπιών, η προεδρία σωμάτων στα οποία οι συμμετέχοντες έχουν αντικρουόμενες απόψεις και συμφέροντα, η προετοιμασία του εδάφους για επίλυση προβλημάτων σε ανώτερα επίπεδα και η εγκαθίδρυση πολυπλόκων μηχανισμών διαχείρισης δραστηριοτήτων που απαιτούν μακροχρόνια προετοιμασία.»

Το Συμβούλιο της Αρχής μελέτησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.  Διαπίστωσε τα πιο κάτω για τον αιτητή και το ΕΜ:

«Ο υποψήφιος Λεωνίδας Λεωνίδου (3437) κρίνεται ως εξαίρετος υπάλληλος, ο οποίος διακρίνεται για τη διορατικότητα και την άρτια ακαδημαϊκή του κατάρτιση, με ικανότητες αντίληψης και επικοινωνίας καθώς επίσης με οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες.

Ο υποψήφιος Ιωάννης Κέυ-Σουρουλλάς (1221) κρίνεται ως εξαίρετος υπάλληλος, με εξαίρετα διευθυντικά χαρακτηριστικά και ατομικές ικανότητες.  Διακρίνεται για τις διαπροσωπικές σχέσεις, την εμβάθυνση σε πολύπλοκα θέματα, την εξεύρεση ισορροπιών, την επίλυση προβλημάτων σε ανώτερα επίπεδα καθώς και την εγκαθίδρυση πολύπλοκων μηχανισμών διαχείρισης δραστηριοτήτων.»

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, αφού προέβηκε σε περαιτέρω αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για την επίδικη θέση λαμβάνοντας υπόψη τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, κατέληξε ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ουσιαστική καταλληλότητα και γι΄αυτό αποφάσισε την προαγωγή του στην επίδικη θέση.

Το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης του δικηγόρου της αιτή[*1019]τριας αφορούσε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνάρτηση με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.

Προηγείται όμως η εξέταση του ισχυρισμού του κατά πόσο νόμιμα θεωρήθηκε ότι το ΕΜ κατείχε τα «ελάχιστα ειδικά προσόντα», όπως τα χαρακτηρίζει ο Κανονισμός 8(1). Εισηγείται ότι προκύπτει πως το ΕΜ δεν έχει ειδικότητα σε θέματα τηλεπικοινωνιών.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 8(1) «τα ελάχιστα ειδικά προσόντα . . . . . ορίζονται κατά κατηγορίαν και ειδικότητα».  Για την επίδικη θέση που ανήκει στο ανώτατο προσωπικό της διεύθυνσης προσωπικού ο Κανονισμός 8(1)(Α)(ε) απαιτεί προσόντα που να είναι τα ίδια με εκείνα που απαιτούνται για το ανώτατο τεχνικό προσωπικό ή τα προσόντα του πολιτικού μηχανικού ή του μηχανολόγου ή του ανώτατου οικονομικού προσωπικού ή του ανώτατου διοικητικού προσωπικού ή του ανώτατου προσωπικού εκμετάλλευσης.  Τα προσόντα της θέσης του ανώτατου τεχνικού προσωπικού, στην οποία ανήκει η θέση του Υποδιευθυντή που κατείχαν ο αιτητής και το ΕΜ, καθορίζονται στον Κανονισμό 8(1)(Α)(α) και είναι πανεπιστημιακός τίτλος στην ηλεκτρολογία (με ειδικότητα σε θέματα τηλεπικοινωνιών).

Από τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού προκύπτει ότι μελετήθηκαν τα προσόντα των υποψηφίων παραπέμποντας στους σχετικούς κανονισμούς χωρίς να δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις.

Έχει κριθεί στη νομολογία ότι θεωρείται κατοχή ενός απαιτούμενου προσόντος κατά τεκμήριο, όταν αυτό απαιτείτο στην προηγούμενη και κατεχόμενη θέση από τον υποψήφιο προς προαγωγή υπάλληλο (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422).

Το επίμαχο προσόν είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για την κατεχόμενη θέση του Υποδιευθυντή (τεχνικό προσωπικό).  Οποιαδήποτε έρευνα από τους καθ΄ων η αίτηση για το προσόν αυτό, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του αιτητή, θα οδηγούσε σε αναψηλάφιση της προαγωγής του ΕΜ στη θέση Υποδιευθυντή, πράγμα ανεπίτρεπτο.  Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, έγινε αναφορά στη Δαμιανού ν. Α.ΤΗ.Κ., Προσφυγή Αρ. 211/97, ημερομηνίας 29.7.98, όπου δεν είχε ανα[*1020]φερθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση με βάση ποια στοιχεία το Συμβούλιο της Αρχής κατέληξε στη διαπίστωση ότι το ΕΜ είναι «ουσιαστικά καταλληλότερος», διαπίστωση η οποία, όπως κρίθηκε, δεν μπορούσε να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου.  Παραπέμφθηκα επίσης στην Ανδρέου ν. Α.ΤΗ.Κ. κ.ά., Προσφυγή Αρ. 371/96 κ.ά., ημερομηνίας 28.6.99, στην οποία έγινε αναφορά στη Δαμιανού και στην Κοσμά ν. Α.ΤΗ.Κ. κ.ά., Προσφυγή Αρ. 327/96, ημερομηνίας 9.6.99, στην οποία κρίθηκε πως όσα αναφέρθηκαν για τον καθορισμό των καταλληλότερων ήταν «άνευ προσδιοριστικής σημασίας γενικότατοι φραστικοί χαρακτηρισμοί» και «απλή παράθεση γενικών κριτηρίων» που δε συνιστούν αιτιολογία.

Οι δικηγόροι της Αρχής υπέδειξαν πως η πρωτόδικη απόφαση στη Δαμιανού (ανωτέρω) ανατράπηκε κατ’ έφεση.  Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247.

«Ο συνάδελφος, που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, έχει την άποψη πως η ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, καθώς προβλέπεται στον Κανονισμό 10(7), που παραθέτουμε πιο πάνω: «προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους». Επομένως, συνεχίζει η σκέψη του συνάδελφου μας, εφόσον οι υποψήφιοι ισοβαθμούσαν σ’ αυτά τα στοιχεία, το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Διευθυντής δεν μπορούσαν να κάνουν διαφοροποίηση μεταξύ των τριών υποψηφίων, με αναφορά σ’ αυτά.  Η επιλογή θα έπρεπε να αιτιολογηθεί με καθαρότερο λόγο.

Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση πρωτοδίκως.  Στην εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η τελευταία δεν επιβάλλεται από θεσμοθετημένη διάταξη να είναι αιτιολογημένη, εμπεριέχεται και η αιτιολόγηση τους γιατί κρίνουν το ενδιαφερόμενο μέρος συνολικά καταλληλότερο για προαγωγή.  Να υπενθυμίσουμε πως τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και ο Διευθυντής έχουν προσωπική γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων, ως εκ της ιδιότητας τους σαν ανώτεροι λειτουργοί της Αρχής.  Η φράση που χρησιμοποιήθηκε: «ουσιαστικά καταλληλότεροι», δεν είναι κατ’ ανάγκην αναπαραγωγή αυτής που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό 10(7). Δηλώνει, νομίζουμε, την επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μεταξύ υποψηφίων που ισοβαθμούν στα στοιχεία που καταγράφονται στα χαρτιά.  Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, η παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσω[*1021]πικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής. Εδώ ακριβώς, νομίζουμε, πως υπεισέρχεται η ατομική κρίση, η οποία δυνατό να μην μπορεί να εκφραστεί με συγκεκριμένες λέξεις, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, διαπιστώνεται όμως από το πνεύμα του γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται και τις ιδιάζουσες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση.

Η υιοθέτηση των συστάσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, από το Συμβούλιο της Αρχής, δεν πρέπει να ξενίζει. Το Συμβούλιο της Αρχής αποτελείται από διορισμένα πρόσωπα.  Έργο του είναι η γενική διαχείριση και διοίκηση της Αρχής. Δεν έχουν όμως, τα μέλη του Συμβουλίου, άμεση γνώση της αξίας των λειτουργών της Αρχής.  Γι’ αυτό και στην επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων για στελέχωση του οργανισμού θεσμοθετήθηκε η διαδικασία, που περιγράψαμε πιο πάνω.  Έτσι, όταν το Συμβούλιο της Αρχής επιλέγει να παρεκκλίνει από τις συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, θα πρέπει η απόφαση να αιτιολογείται ειδικά.

Τελειώνοντας, να επισημάνουμε επίσης πως οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου της Αρχής, που αναφέρονται στο ενδιαφερόμενο μέρος, και που ενθέτουμε πιο πάνω, είναι γενικά ευμενέστερες γι’ αυτόν σε σύγκριση με τον αιτητή. Και τούτο προσθέτει στην ποιότητα της αιτιολογίας, που κρίνουμε πως ικανοποιεί τις αρχές της νομολογίας.

Καταλήγουμε λοιπόν πως η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ανατραπεί.»

Προκύπτει από τα πιο πάνω πως αναγνωρίζεται στη Δαμιανού ότι η «επιλογή» ή η «προτίμηση» του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μπορεί να συνυπολογιστεί ως αυτοτελές στοιχείο ανεξάρτητα από την εικόνα όπως την αναδεικνύουν οι υπηρεσιακοί φάκελοι σε περίπτωση ισότιμων υποψηφίων.

Στην κρινόμενη υπόθεση το Συμβούλιο Προσωπικού παραπέμπει στο περιεχόμενο των φακέλων κρίνοντας ως ουσιαστικά καταλληλότερους τον αιτητή και το ΕΜ και αφού σύγκρινε τους δύο υποψήφιους μεταξύ τους, αποφάσισε ότι ουσιαστικά καταλληλότερος ήταν το ΕΜ.  Δεν αναφέρει τίποτα όσο αφορά τα στοιχεία [*1022]στα οποία στηρίχθηκε και βάρυναν την κρίση του υπέρ του ΕΜ.  Αξιοσημείωτο είναι πως ο Γενικός Διευθυντής επικαλέστηκε την προσωπική του γνώση για τους υποψηφίους και αναφέρθηκε στην υπεροχή του ΕΜ «στα ατομικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διακρίνουν το Διευθυντή».

Με προβλημάτισε ο ρόλος της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή.

Στην υπόθεση Ιωάννης Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 η πλειοψηφία έκρινε τα πιο κάτω ως προς τη σύσταση του Διευθυντή:

«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων.  Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος.  Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι.  Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.  Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»

Προκύπτει διάσταση μεταξύ των δύο αποφάσεων, της Δαμιανού και της Μοδίτης, αφού στην απόφαση της πλειοψηφίας στη δεύτερη κρίθηκε πως η σύσταση εμπεριέχει μόνο τη «συμβουλή ή γνώμη» «με δοσμένη την υπηρεσιακή εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι».  Συνεπώς η σύσταση δεν μπορεί να «προσθέτει ή αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων».

Στη Λουΐζα Βαρνάβα ν. Α.ΤΗ.Κ. (2004) 4 Α.Α.Δ. 887, ο Κωνσταντινίδης Δ., ασχολήθηκε με τη διάσταση αυτή.  Παρέπεμψε στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, στην οποία εξετάστηκαν οι αρχές σε σχέση με το καθήκον όταν διαπιστώνεται διάσταση στη νομολογία.  Διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει υποχρέωση εφαρμογής της μεταγενέστερης, της Μοδίτης, αφού αυτή δεν ασχο[*1023]λήθηκε ειδικά με την προγενέστερη, τη Δαμιανού.  Συνεπώς παρέχεται ευχέρεια επιλογής με γνώμονα το τι θεωρούμε ότι είναι ορθό. Θα συμφωνήσω με την άποψή του ότι στους λόγους που εξηγούνται στη Μοδίτης μπορούν να προστεθούν και άλλοι για την περίπτωση προαγωγών στην Αρχή και καταλήγω στην ίδια διαπίστωση «πως ούτε η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ούτε η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή μπορούν, ως ξεχωριστά στοιχεία, να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Ώστε, δια τούτων, εκείνοι που είναι κατά τους φακέλους καλύτεροι ή έστω ισότιμοι, να μετατραπούν σε λιγότερο κατάλληλους με απλή δήλωση, μάλιστα άγραφη ως εκείνη τη στιγμή, βεβαίως κατά ανατροπή των όσων διαχρονικά καταγράφονται με το θεσμοθετημένο αξιολόγησης».

Παραθέτω την κατάληξη του Κωνσταντινίδη Δ., στην υπόθεση αυτή, με την οποία συμφωνώ:

«. . . . η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, με αναφορά και στην προσωπική του γνώση που δεν είναι στοιχείο των πιο πάνω και η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού εφόσον και αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιλογή ή προτίμηση προσεγγισθείσα ως ανεξάρτητο στοιχείο, παρανόμως συνυπολογίστηκαν, με τέτοια έννοια, ως παράγοντες σχετικοί προς την επίδοση, απόδοση και εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων.»

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε έρευνα και εντοπισμό οποιωνδήποτε στοιχείων από τους φακέλους που δυνατό να αιτιολογούσαν την επιλογή της Αρχής πέραν από τις ετήσιες αξιολογήσεις με βάση τις οποίες ήταν και οι δύο εξαίρετοι, αφού αυτό θα αποτελούσε υποκατάσταση του στο έργο της διοίκησης και θα έδινε αιτιολογία εκεί που δε δόθηκε. Συμφωνώ με όσα λέχθηκαν από το Χατζηχαμπή Δ., στην Κοσμά και Ανδρέου (πιο πάνω. 

Κατά συνέπεια, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.  Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο