ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΦΙΤΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, Υπόθ εση Αρ. 22/2004, 23 Φεβρουαρίου, 2005 ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΦΙΤΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, Υπόθ εση Αρ. 22/2004, 23 Φεβρουαρίου, 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθ εση Αρ. 22/2004)

23 Φεβρουαρίου, 2005

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΦΙΤΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
  2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές στις 3.11.2003 και με την οποία διόρισαν στη θέση Αναπληρωτή Λοχία τους 1. Αντωνάκη Αλεξάνδρου, 2. Αναστάσιο Αναστασίου, 3. Χαράλαμπο Μιχαήλ, 4. Ανδρέα Παναγίδη, 5. Νίκο Σοφοκλέους, 6. Ανδρέα Περίκκο και 7. Γεώργιο Φιλίππου από 1.12.2003, αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση αναπληρωτή λοχία κατ΄ επίκληση του Κανονισμού 14* των περί Αστυνομίας Γενικών Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 51/89). Οι λόγοι για τους οποίους έγιναν οι διορισμοί είναι,

«Η Μονάδα Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, ως επιχειρησιακή εξειδικευμένη Μονάδα και προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Σύμβασης Schengen και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου για τους σκοπούς αποτροπής/πρόληψης άφιξης στην Κύπρο οικονομικών μεταναστών, αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα από την έλλειψη επαρκούς εξειδικευμένου προσωπικού ως Κυβερνήτες πλοήγησης των σκαφών της, οι οποίοι συνάμα θα πρέπει να είναι βαθμούχοι ώστε να δύνανται από τη θέση τους αυτή να χειρίζονται περιστατικά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το πρόβλημα της έλλειψης ικανοποιητικού αριθμού βαθμοφόρων θα επιδεινωθεί περισσότερο με την αναμενόμενη παραλαβή δύο νέων σκαφών στη Λ.&Ν.Α. τους πρώτους μήνες του νέου έτους, πράγμα που επιβάλλει την έγκαιρη εκπαίδευση του προσωπικού που θα τις στελεχώσει. Για τη λειτουργική κάλυψη του κενού των νέων θέσεων σε κυβερνήτες που δημιουργείται, η Λιμενική και Ναυτική Μονάδα, προχώρησε στην αξιοποίηση της εμπειρίας και τις γνώσεις του Αστυφύλακα ......................».

 

Είναι προφανές ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας συναρτά την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και συγκεκριμένα κυβερνητών πλοήγησης σκαφών, για κάλυψη των υφιστάμενων αναγκών που μάλιστα θα επιδεινωθούν με την αναμενόμενη παραλαβή δυο νέων σκαφών, με νέες θέσεις που θα πρέπει να πληρωθούν στο άμεσο μέλλον. Είναι επίσης φανερό πως κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν υπήρχαν κενές θέσεις προς πλήρωση προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό. Παρά το γεγονός ότι στην αιτιολογία γίνεται αναφορά σε κάθε αστυφύλακα ξεχωριστά εντούτοις η αιτιολογία είναι κοινή. Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που έχουν ήδη εκτεθεί, φαίνεται πως οι επίδικοι διορισμοί έγιναν ενδεχομένως κατά παράβαση του Κανονισμού 14.

Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση για αναπληρωματικό διορισμό των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου. Αυτή η στάση είναι υπό τις περιστάσεις αντινομική γιατί από τη μια επικαλείται παρανομία στους διορισμούς και από την άλλη, επιδοκιμάζει τη διαδικασία που ταυτόχρονα αποδοκιμάζει για να διεκδικήσει και ο ίδιος αναπληρωματικό διορισμό. Και αν ακόμα θεωρηθεί ότι ο αιτητής με την απαντητική του αγόρευση εγκατέλειψε την επιχειρηματολογία με την οποία διεκδικεί αναπληρωματικό διορισμό στη θέση και περιορίστηκε στο ότι οι διορισμοί ήταν παράνομοι και αναιτιολόγητοι, δεν στοιχειοθετείται το έννομο του συμφέρον.

Στην υπόθεση Λοχίας 4549 Α. Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 81 στη σελίδα 88 το έννομο συμφέρον προσδιορίζεται ως εξής:

«Το άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, «action popularis», όπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι «ενεστώς». Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεκτή. Ομως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1425 – 29.2.1996, Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Δεύτερη Εκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.)»

 

Ο αναπληρωματικός διορισμός ο οποίος διέπεται από τον Καν.14 της ΚΔΠ 51/89 δεν εξομοιώνεται με την προαγωγή, στην έννοια του Καν. 3(1) των περί Αστυνομίας Κανονισμών, ΚΔΠ 52/89 και δεν προϋποθέτει αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ των προσοντούχων υποψηφίων αλλά γίνεται προς κάλυψη συγκεκριμένων υπηρεσιακών αναγκών για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν εξέτασε συγκριτικά την αξία ούτε τα απαιτούμενα προσόντα των αστυφυλάκων που επέλεξε για να τους ανατεθούν αναβαθμισμένα καθήκοντα, διορίζοντας τους σε θέση αναπληρωτή Λοχία. Εξάλλου, το γεγονός του αναπληρωματικού διορισμού δεν έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις κατά την κανονική πλήρωση της θέσης και δεν έχει επίσης τεκμηριωθεί οποιαδήποτε βλάβη στο συμφέρον του αιτητή. Η νομολογία στην οποία παραπέμπει ο αιτητής, αφορά μόνιμους διορισμούς και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει εδώ εφαρμογής. Οι αναπληρωματικοί διορισμοί δεν γίνονται στη βάση διαδικασίας επιλογής μεταξύ υποψηφίων και συνεπώς ο αιτητής δεν έχει εν προκειμένω κανένα κεκτημένο ή νόμιμο δικαίωμα να διοριστεί ως αναπληρωτής ούτε έχει να ωφεληθεί από την ακύρωσή τους.

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται με έξοδα.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο