ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 825/2003 και 884/2003)
9 Μαρτίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡA 28 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 825/2003)
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 884/2003)
ΕΛΕΝΗ ΠΑΡΟΥΤΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
____________________
Ο αιτητής στην 825/2003 παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Μ. Καλλιγέρου (κα.), για την Αιτήτρια στην 884/2003.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ε/Μ Ζ. Ζαχαριάδη και Σπ. Ευσταθίου.
Α. Κωνσταντίνου, για τα Ε/Μ Μ. Παρέλλη και Χρ. Γεωργιάδη.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης της ΕΔΥ με την οποία από 1/8/2003 προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα:
1. Ζαχαρίας Ζαχαριάδης, 2. Σπυρίδωνας Ευσταθίου, 3. Μιχαήλ Παρέλλης, 4. Χριστόφορος Σ. Γεωργιάδης και 5. Ανδρέας Σταυρινού στην μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού (επίδικη θέση).
Ο αιτητής στην προσφυγή 825/2003 προσβάλλει την προαγωγή των 4 ενδιαφερομένων προσώπων Ζαχαρία Ζαχαριάδη, Σπυρίδωνα Ευσταθίου, Μιχαήλ Παρέλλη και Χριστόφορου Σ. Γεωργιάδη.
Η προσφυγή 884/2003 αρχικά στρεφόταν εναντίον όλων των ενδιαφερομένων προσώπων αλλά αποσύρθηκε εναντίον των ενδιαφερομένων προσώπων Σπυρίδωνα Ευσταθίου, Χριστόφορου Γεωργιάδη και Ανδρέα Σταυρινού. Εξακολουθεί να στρέφεται κατά της προαγωγής των Ζαχαρία Ζαχαριάδη και Μιχαήλ Παρέλλη.
Η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η επίδικη θέση είναι θέση "Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής". Σ΄ ανταπόκριση της σχετικής γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υποβλήθηκαν 29 αιτήσεις. Οι αιτήσεις αποστάληκαν σε πρώτο στάδιο στη Συμβουλευτική Επιτροπή (Βλ. άρθρο 34(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (1/90) με σκοπό την εξέταση των αιτήσεων και ετοιμασία σχετικής έκθεσης. Ωστόσο προέκυψε θέμα σύνθεσης της επιτροπής. Συγκεκριμένα τα μέλη κ.κ. Μ. Παπαρίδης και Γ. Προύντζος καθώς και η κα. Γ. Δημητρίου, Διευθυντές Διοίκησης, αφού έλαβαν γνώση του περιεχομένου της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 915/00 μεταξύ Βρ. Χατζηχάννα και Κυπριακής Δημοκρατίας που εκδόθηκε στις 21.9.2001 και έλαβαν σχετική γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία, αποφάσισαν ότι κωλύονται να συνεχίσουν το έργο τους ως μέλη της αρχικής Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού είναι ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε αριθμό προσφυγών που καταχώρησε ο κ. Χατζηχάννας ο οποίος ήταν και αιτητής για την επίδικη θέση. Μετά την πιο πάνω εξέλιξη η προφορική εξέταση των υποψηφίων, που όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 30.8.2001 είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί στις 3, 4, 5 και 10 Οκτωβρίου 2001, αναβλήθηκε και το θέμα της σύνθεσης της επιτροπής τέθηκε στην αρμόδια αρχή η οποία αποφάσισε όπως, σε αντικατάσταση των τριών πιο πάνω αναφερομένων τριών μελών, οριστούν τα ακόλουθα τρία νέα μέλη: κα. Ζέτα Αιμιλιανίδου, Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, κ. Α Χρίστου, Διευθυντής του Τμήματος Κρατικών Αγορών και Προμηθειών και κ. Στ. Μιχαήλ, Οικονομικός Διευθυντής, Υπουργείο Οικονομικών. Οι πιο πάνω αναφερόμενοι μαζί με τον κ. Α. Σιαρλή, ο οποίος παρέμεινε μέλος αποτέλεσαν τη συμβουλευτική Επιτροπή που συνέχισε τη διαδικασία πλήρωσης των πέντε κενών μόνιμων θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό (Γ.Δ.Π.) Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού. Καθήκοντα προεδρεύοντα ανέλαβε η Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων, ως η ιεραρχικά ανώτερη από τα μέλη αφού ο κ. Γ. Παπαγεωργίου, Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ο οποίος θα έπρεπε να προεδρεύσει ex officio της Επιτροπής δεν συμμετείχε στη διαδικασία λόγω του κωλύματος του άρθρου 60(2) (β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001, δεδομένου ότι ένας εκ των αιτητών είναι συγγενής του τρίτου βαθμού εξ. αγχιστείας.
Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε στην εξ υπαρχής εξέταση των 29 αιτήσεων που υποβλήθηκαν . Προκειμένου η Συμβουλευτική Επιτροπή να διαπιστώσει ποιοι από τους αιτητές πληρούσαν εκ πρώτης όψεως, τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα της θέσης, ασχολήθηκε με το θέμα της ερμηνείας που θα ήταν ορθό να αποδοθεί στις σχετικές πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας .
΄Οσον αφορά την απαίτηση της παραγράφου 3 (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας για «Δεκαετή τουλάχιστον ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων σε υπεύθυνη θέση ...», η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη το βαθμό υπευθυνότητας που λογικά απαιτείται για την ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων στα διάφορα επίπεδα θέσεων της Δημόσιας Υπηρεσίας, έκρινε ότι ως «υπεύθυνη» μπορεί να θεωρηθεί μια θέση με μισθοδοτική κλίμακα τουλάχιστον του επιπέδου που αντιστοιχεί/αντιστοιχούσε στη σημερινή κυβερνητική κλίμακα Α8, χωρίς, όμως, να αποκλείεται το προσόν αυτό να το κατέχουν και άλλοι υποψήφιοι των οποίων η σχετική πείρα ή/και μέρος αυτής αποκτήθηκε και σε θέσεις με χαμηλότερη μισθοδοτική κλίμακα, νοουμένου, ότι το περιεχόμενο της εργασίας τους ή/και των καθηκόντων τους δικαιολογεί κάτι τέτοιο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, για να διαπιστώσει κατά πόσον οι αιτητές διαθέτουν την απαιτούμενη από την πιο πάνω παράγραφο 3 (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας πείρα στους κατάλληλους τομείς, αποφάσισε ότι θα πρέπει να λάβει υπόψη τόσο τα καθήκοντα που οι υποψήφιοι εκτελούσαν ή/και εκτελούν όσο και τα καθήκοντα που προβλέπονται στα Σχέδια Υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν ή/και κατέχουν και τα οποία ίσχυαν κατά το χρόνο που οι αιτητές κατείχαν τη θέση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στην πιο πάνω θέση υπό το φως και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Α.Ε. 1833 και 1845 αναφορικά με την ερμηνεία της «διοικητικής πείρας».
Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με την ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί στην πρόνοια της παραγράφου 3 (6) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία «μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό τουλάχιστο 15 ετών συνολικά ...» θα αποτελεί πλεονέκτημα. Ειδικότερα, η Συμβουλευτική Επιτροπή προβληματίστηκε με το κατά πόσο, για σκοπούς πλεονεκτήματος, η 15ετής πείρα θα πρέπει να είναι επιπρόσθετη της πείρας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που προβλέπει για δεκαετή ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι, λόγω της ειδικής αναφοράς που γίνεται στην παράγραφο 3 (6) του Σχεδίου Υπηρεσίας σε πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό «τουλάχιστο 15 ετών συνολικά», η ενδεδειγμένη ερμηνεία είναι ότι η χρονική διάρκεια της πείρας της παραγράφου (6) συντρέχει με αυτήν της παραγράφου (2). Υπό το φως των πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι η πείρα του Σχεδίου Υπηρεσίας συνυπολογίζεται και, κατά συνέπεια, για σκοπούς πλεονεκτήματος, απαιτείται 15ετής, συνολική, πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι ανεξάρτητα από τις δικές της αποφάσεις, αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει τελικά για την ερμηνεία και ορθή εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας έχει η ΕΔΥ.
Κατόπιν, η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού διεξήλθε όλες τις αιτήσεις αποφάσισε ότι:
- και οι 29 αιτητές ικανοποιούν εκ πρώτης όψεως τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας (περιλαμβανομένων και των αιτητών και των Ε.Μ.) ότι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα καθώς και της απαιτούμενης διοικητικής πείρας που αναφέρεται στην παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.
- 18 από τους αιτητές (περιλαμβανομένων και των Ε.Μ. Γεωργιάδη Χριστόφορου, Ευσταθίου Σπυρίδωνα και Παρέλλη Μιχάλη) ικανοποιούν κατά τεκμήριο τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφορικά με πολύ καλή γνώση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμων, των Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών, καθώς και καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της Κυπριακής Νομοθεσίας.
- Οι υπόλοιποι 11 (περιλαμβανομένων και των αιτητών και του Ε.Μ. Ζαχαρία Ζαχαριάδη) δεν διαθέτουν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να μπορούν να θεωρηθούν κατά τεκμήριο ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφορικά με πολύ καλή γνώση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών, των Γενικών Διατάξεων Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών, καθώς και καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της Κυπριακής Νομοθεσίας
Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως οι προσοντούχοι υποψήφιοι υποβληθούν σε προφορική εξέταση (Βλ. άρθρο 34(4) του Νόμου) η οποία και ορίστηκε για τις 4, 5, 6 και 28 Δεκεμβρίου 2001. Στην προφορική εξέταση προσήλθαν 23 συνολικά υποψήφιοι που ήταν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι περιλαμβανομένων και των αιτητών και των Ε.Μ.).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι οι 16 από αυτούς ικανοποιούν τις πρόνοιες των παρ. 3(2) και 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας από πλευράς πείρας/υπηρεσίας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό και κατά συνέπεια διαθέτουν τόσο την προτίμηση της παρ. 3(2) όσο και το πλεονέκτημα της παρ. 3(6). Μεταξύ των 16 ήταν και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Σπυρίδωνας Ευσταθίου , Χριστόφορος Γεωργιάδης και η αιτήτρια Ε. Παρούτη.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μιχαήλ Παρέλλη, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτός διαθέτει μόνο την προτίμηση της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Για τους υπόλοιπους 6 μεταξύ των οποίων ο αιτητής Χατζηχάννας και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ζαχαρίας Ζαχαριάδης, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι με βάση τα σχετικά στοιχεία δεν διαθέτουν κανένα από τα πιο πάνω.
Κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε σε όλους τους υποψηφίους τις ίδιες ή και παρόμοιες ερωτήσεις για να διαπιστωθεί ο βαθμός γνώσεων και ικανοτήτων τους πάνω σε θέματα που αφορούν τα καθήκοντα της θέσης και τα απαιτούμενα για αυτήν προσόντα αλλά και για αξιολόγηση των υποψηφίων αναφορικά με την προσωπικότητα τους, τις διοικητικές ,οργανωτικές και άλλες ικανότητες των υποψηφίων καθώς επίσης ερωτήσεις που θα υποβοηθούσαν τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην κρίση της για τη συγκριτική αξία και πείρα των υποψηφίων.
Υποβλήθηκαν επιπρόσθετα ερωτήσεις στους υποψήφιους εκείνους που είχε διαπιστωθεί ότι δεν διέθεταν προσόντα τα οποία μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν κατά τεκμήριο τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας για να διαπιστωθεί ο βαθμός γνώσης της εφαρμογής της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών καθώς και ικανότητα εφαρμογής της κυπριακής νομοθεσίας.
Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για ένα έκαστο των υποψηφίων όσων αφορά την απόδοση του κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται και αιτιολογείται.
Με βάση τις απαντήσεις όλων των υποψηφίων ,οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν ως εξής:
Αιτητής Βραχίμης Χατζηχάννας: " Πάρα Πολύ καλός"
Αιτήτρια Ελένη Παρούτη: "Πολύ καλή"
Ε.Μ. Ζαχαρίας Ζαχαριάδης: " Πάρα Πολύ καλός "
Ε.Μ. Σπυρίδωνας Ευσταθίου: " Πάρα Πολύ καλός"
Ε.Μ. Μιχαήλ Παρέλλης: " Εξαίρετος".
Ε.Μ. Χριστόφορος Γεωργιάδης: " Εξαίρετος"
΄Οσον αφορά την απαίτηση στην παράγραφο (5) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας για πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας, η Συμβουλευτική έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι που προσήλθαν στη ενώπιον της προφορική εξέταση έχουν κατά τεκμήριο τα πιο πάνω προσόντα.
Τέλος η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, αποφάσισε να συστήσει για επιλογή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας 20 υποψηφίους. Ανάμεσα στους 20 συστηθέντες υποψηφίους ήταν και τα 4 Ε.Μ. και ο αιτητής Βρ. Χατζηχάννας (Προσφυγή 825/2003) καθώς και η αιτήτρια Ε Παρούτη (Προσφυγή 884/2003).
Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.5.02 εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής .Αποφάσισε να υιοθετήσει τα πορίσματα της σε ότι αφορά την απαιτούμενη γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας καθώς και του πλεονεκτήματος που προνοείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. ΄Οσον αφορά την απαίτηση της παραγράφου 3 (2) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας για δεκαετή τουλάχιστον ευδόκιμη πείρα, η Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην πιο πάνω απαίτηση και να σημειώσει ότι η προτίμηση της απαίτησης της πιο πάνω παραγράφου του Σχεδίου Υπηρεσίας θα ληφθεί υπόψη μόνο σε περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε όλα τα άλλα κριτήρια. ΄Οσον αφορά την απαίτηση της παραγράφου 3 (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας η Επιτροπή αποφάσισε όπως εξετάσει και η ίδια την κατοχή ή μη από μέρους των υποψηφίων των πιο πάνω προσόντων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση.
Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπό το φως των εν γένει ενώπιον της ουσιωδών στοιχείων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η προφορική εξέταση των υποψηφίων πραγματοποιήθηκε στις συνεδρίες της ΕΔΥ με ημερομηνίες 11.6.03,12.6.03 και 13.6.03. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, κ. Πατσαλίδης, ο οποίος κλήθηκε λόγω κωλύματος του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, η Επιτροπή αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων. Ακολούθως ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων. Έλαβε επίσης δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων, των προσόντων τους καθώς και την αρχαιότητά τους. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολο τους αξία, προσόντα και αρχαιότητα καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού., καθορίζοντας την 1.8.2003 ως ημερομηνία ισχύος της προαγωγής τους.
Επιλέγοντας τους πιο πάνω, η Επιτροπή ανέφερε:
- Σχετικά με τον Γεωργιάδη Χριστόφορο ότι έχει αξιολογηθεί στο επίπεδο «Εξαίρετος» από τη Συμβουλευτική επιτροπή και στο επίπεδο του «Σχεδόν εξαίρετος» από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης και στις δύο περιπτώσεις. Διαθέτει επίσης όπως και ορισμένοι από τους μη επιλεγέντες τόσο την προτίμηση της παραγράφου 3(2) όσο και το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(6) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες ανθυποψηφίους του, η επιτροπή σημείωσε ότι ο Γεωργιάδης ουδενός υστερεί ή και υπερέχει σε αξία ,αξιολογηθείς καθόλα εξαίρετος όπως προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές των πέντε τελευταίων χρόνων .
Όσον αφορά την αρχαιότητα, υστερεί έναντι μερικών (αναφέρονται ονομαστικώς) μεταξύ των οποίων και της αιτήτριας Παρούτη Ελένης κατά δέκα μήνες στην παρούσα θέση.
Ωστόσο η επιτροπή έλαβε υπόψη την πιο πάνω διαφορά στην αρχαιότητα αλλά δεδομένου ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής έδωσε στο γεγονός αυτό περιορισμένη σημασία και αποφάσισε ότι η διαφορά αυτή δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος.
- Για τον Ευσταθίου Σπυρίδωνα σημείωσε ότι έχει αξιολογηθεί στο επίπεδο «Πάρα πολύ καλός» τόσο από τη Συμβουλευτική επιτροπή όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση.
Διαθέτει επίσης τόσο την προτίμηση της παραγράφου 3(2) όσο και το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(6) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας καθώς επίσης και τη Σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες ανθυποψηφίους του, η επιτροπή ανέφερε ότι ο Ευσταθίου Σπυρίδων ουδενός υστερεί ή και υπερέχει σε αξία, αξιολογηθείς καθόλα εξαίρετος όπως προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές των πέντε τελευταίων χρόνων . Όσον αφορά την αρχαιότητα υστερεί έναντι μερικών (αναφέρονται ονομαστικώς) μεταξύ των οποίων και της αιτήτριας Παρούτη Ελένης κατά έξι μήνες στην παρούσα θέση.
Η επιτροπή έλαβε υπόψη την πιο πάνω διαφορά στην αρχαιότητα αλλά δεδομένου ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής έδωσε στο γεγονός αυτό περιορισμένη σημασία και αποφάσισε ότι η διαφορά αυτή δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος όπως παρατίθεται πιο πάνω.
- Σχετικά με τον Ζαχαριάδη Ζαχαρία ανέφερε ότι έχει αξιολογηθεί στο επίπεδο «Πάρα πολύ καλός» από τη Συμβουλευτική επιτροπή και στο επίπεδο του «Σχεδόν εξαίρετος» από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Δεν διαθέτει την προτίμηση της παραγράφου 3(2) ούτε και το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(6) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες ανθυποψηφίους του, ουδενός υστερεί ή και υπερέχει σε αξία, αξιολογηθείς καθόλα εξαίρετος όπως προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές των πέντε τελευταίων χρόνων.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο επιλεγείς δεν διαθέτει ούτε την προτίμηση ούτε το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(6) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Όμως έκρινε υπόψη ότι συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες, που κατέχουν τόσο το πλεονέκτημα όσο και την προτίμηση, υπερέχει όσον αφορά στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και στην αξιολόγηση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, δεν υστερεί σε αξία, υπερέχει ουσιωδώς σε αρχαιότητα και επιπλέον διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
- Αναφορικά με τον Παρέλλη Μιχαήλ σημείωσε ότι έχει αξιολογηθεί στο επίπεδο «εξαίρετος» από τη Συμβουλευτική επιτροπή και στο επίπεδο του «Σχεδόν εξαίρετος» από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Διαθέτει επίσης την προτίμηση της παραγράφου 3(2) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας και έχει υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες ανθυποψηφίους του, ουδενός υστερεί ή και υπερέχει σε αξία, αξιολογηθείς καθόλα εξαίρετος όπως προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση με αυτές των πέντε τελευταίων χρόνων.
Όσον αφορά την αρχαιότητα υστερεί έναντι μερικών (αναφέρονται ονομαστικώς) μεταξύ των οποίων και της αιτήτριας Παρούτη Ελένης κατά δέκα μήνες στην παρούσα θέση. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη την πιο πάνω διαφορά σε αρχαιότητα αλλά δεδομένου ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής έδωσε στο γεγονός αυτό περιορισμένη σημασία και αποφάσισε ότι η διαφορά αυτή δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος .
Η επιτροπή σημειώνει επίσης ότι ο επιλεγείς δεν διαθέτει το πλεονέκτημα, ενώ ορισμένοι που δεν έχουν επιλεγεί το διαθέτουν. Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν είναι αρκετή για να ανατρέψει την κρίση της ότι ο επιλεγείς είναι ο καταλληλότερος, όπως αυτό προκύπτει από μια συνεκτίμηση όλων των ουσιωδών στοιχείων κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της υψηλότερης απόδοσης του κατά την ενώπιον της επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση και της υπέρ του σύστασης του Γενικού Διευθυντή. Συνεπώς, σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων, η μη κατοχή του πλεονεκτήματος ή της προτίμησης δεν αποτελεί εμπόδιο στην επιλογή του ως καταλληλότερου.
.
Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι μεταξύ των μη επιλεγέντων υπάρχουν και υποψήφιοι που κατέχουν μεταπτυχιακά ή και άλλα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία όμως δεν απαιτούνται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε και αποτελούν πλεονέκτημα ή και πρόσθετο προσόν και ως εκ τούτου αφού τους έδωσε την ανάλογη βαρύτητα, τα συνεκτίμησε με όλα τα άλλα στοιχεία.
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ
Προσφυγή 825/2003.
Σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 825/2003 υποστήριξε ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει.
Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ο διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού κ. Παπαγεωργίου, εφόσον είχε κώλυμα να συμμετάσχει ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έπρεπε να ορισθεί ως Πρόεδρος της, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. Με τον ορισμό της Διευθύντριας των Τελωνείων ως Προέδρου της Επιτροπής, υποστήριξε πως υπήρξε έκδηλη παραβίαση του άρθρου 32(1) (δ) (ιι) του Ν.1/90. Οι επίδικες θέσεις, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, αποτελούν τις αμέσως κατώτερες θέσεις Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και ως Πρόεδρος της Επιτροπής θα έπρεπε να ενεργεί ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 32(1) (δ) (ιι). Επίσης τα τρία μέλη που είχαν κώλυμα θα έπρεπε να αντικατασταθούν από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου.
Εν πρώτοις το άρθρο του Νόμου που τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση είναι το άρθρο 32(1) (δ) (ιι) του Ν.1/90 που έχει ως ακολούθως:
«(δ) για την πλήρωση κενών θέσεων για εναλλάξιμο προσωπικό συνιστάται επιτροπή:
(ι) Από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που θα ενεργεί ως Πρόεδρος. και
(ιι) από τέσσερις άλλους λειτουργούς τους οποίους θα επιλέγει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών σε συνεννόηση με τον Προϊστάμενο του Τμήματος και θα εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομικών για τη συγκεκριμένη περίπτωση:
Νοείται ότι όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης με μισθοδοτική κλίμακα αμέσως κατώτερη από τη θέση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενεργεί ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού συμμετέχει ως ένα από τα άλλα τέσσερα μέλη.»
Η επιφύλαξη του άρθρου, όπως ορθά επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των ενδιαφερομένων προσώπων, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση καθώς η επίδικη θέση (Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού) δεν είναι αμέσως κατώτερη από τη θέση του Διευθυντή. Αμέσως κατώτερη από τη θέση του Διευθυντή είναι η θέση Διευθυντή Διοίκησης. Φαίνεται επίσης στην έκθεση της Επιτροπής ότι τα αρχικά μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής (που δήλωσαν κώλυμα ) ήταν Διευθυντές Διοίκησης και κατείχαν θέση υψηλότερη (Κλ. Α15+1) από την επίδικη. Συναφώς ως Πρόεδρος της Επιτροπής ενεργεί ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών όπως εσφαλμένα αναφέρει ο αιτητής.
Αφής στιγμής τα μέλη της πρώτης Συμβουλευτικής δήλωσαν αιτιολογημένα κώλυμα συμμετοχής ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία (΄Αρθρο 32(1) (δ) (ιι) του Ν.1/90). Σημειώνεται επίσης στην έκθεση της Συμβουλευτικής ότι η επιλογή των 4 νέων μελών της Επιτροπής έγινε από το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών με την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, και σε συνεννόηση με το Διευθυντή.
Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που ήταν ex officio Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην παρούσα υπόθεση, κωλύετο να συμμετάσχει στις εργασίες της Επιτροπής αφού ένας από τους αιτητές ήταν στενός συγγενής του. (Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφέρει ακριβώς και το λόγο για τον οποίο ο κ. Παπαγεωργίου δεν έλαβε μέρος στις εργασίες της Επιτροπής). Η μη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου στις εργασίες της Επιτροπής επιβάλλετο ενόψει του άρθρου 60(2) (β) του Νόμου.
Σημειώνεται επίσης ότι το άρθρο 32 του Νόμου επιβάλλει την παρουσία του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ως μέλους της Συμβουλευτικής επιτροπής και συνεπώς ο κ. Παπαγεωργίου δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με άλλο λειτουργό που δεν ήταν Διευθυντής ή Αναπληρωτής Διευθυντής της εν λόγω Υπηρεσίας.
Επειδή ο κ. Παπαγεωργίου συμμετείχε στη Συμβουλευτική ex officio (άρθρο 32(1)(δ) του Νόμου 1/90), η αντικατάστασή του δεν ήταν επιτρεπτή (Δέστε: Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.α., (1996) 3 ΑΑΔ 274, όπου επανατονίστηκε ότι όταν ο νόμος εναποθέτει την άσκηση εξουσίας σε καθορισμένο αξιωματούχο, εκτός αν προνοείται ρητά κάτι τέτοιο, η εκχώρησή της εξουσίας του δεν επιτρέπεται).
Αναπλήρωση γίνεται βάσει του άρθρου 42(1) του Νόμου αρ. 1/90 σε περίπτωση απουσίας με άδεια ή όπου ο λειτουργός δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του. Κάτι που δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση. Δεν θα μπορούσε να διοριστεί Αναπληρωτής Διευθυντής και ταυτόχρονα να υπάρχει Διευθυντής ο οποίος ασκούσε κανονικά τα υπόλοιπά του καθήκοντα.
Οι ίδιοι ισχυρισμοί προβλήθησαν και στην Στέλιος Βασιλείου κ.α v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Προσφ. αρ. 604/2001 κ.α./18.4.2003 και απερρίφθησαν.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμη .
Πρόσκληση του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις.
Προβάλλεται περαιτέρω ότι εσφαλμένα κλήθηκε ενώπιον της ΕΔΥ ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και προέβηκε σε συστάσεις.
Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Παρόμοιο θέμα τέθηκε και ενώπιον της Ολομέλειας στην Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας ΑΕ 3065/28.11.2002. Και εκεί ο Διευθυντής του Τμήματος κωλύετο να συμμετάσχει στη διαδικασία (ήταν υποψήφιος για τη θέση) και κλήθηκε να προβεί σε συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου . Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα (στις σελ.3-4 της απόφασης):
«Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν ο μόνος αρμόδιος να προβεί σε σύσταση, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου& και τούτο για το λόγο ότι ο εν λόγω Γενικός Διευθυντής ούτε προϊστάμενος Τμήματος ήταν ούτε μπορούσε να ενεργήσει ως προϊστάμενος Τμήματος, εφόσον οι κενές θέσεις ανήκαν σε Τμήμα. Σε σύσταση μπορούσε να προβεί μόνο ο Διευθυντής του Τμήματος, στη δε απουσία του ή αν η θέση ήταν κενή, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος και όχι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών.
Προς υποστήριξη της θέσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε την απόφαση στη Λάρκος ν. ΕΔΥ, ΑΕ2482, ημερομηνίας 3.11.2000, όπου αποφασίσθηκε ότι, εφόσον ο Διευθυντής του Τμήματος Φόρου Εισοδήματος βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια, το κενό θα μπορούσε να πληρωθεί με αναπληρωματικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 42 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (1/90), ώστε ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος να προβεί σε σύσταση ενώπιον της ΕΔΥ.
Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Λάρκου. Εδώ, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν απουσίαζε, ούτε η θέση του ήταν κενή. Αντίθετα, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κατείχε τη θέση του και, επομένως, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 42 για διορισμό Αναπληρωτή Διευθυντή& και, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν μπορούσε να προβεί σε σύσταση για το λόγο ότι ήταν ένας από τους αρχικούς υποψηφίους, μόνος πλέον αρμόδιος να προβεί σε σύσταση ήταν ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου.»
Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή βρίσκει έρεισμα και στο άρθρο 17 του Ν 1/90, σύμφωνα με το οποίο «Η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει μέσω της αρμόδιας αρχής από οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο ... να βοηθήσει την επιτροπή πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο η Επιτροπή έχει να εξετάσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ...».
Πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ΕΔΥ ως προς την αναδρομική προαγωγή του αιτητή στη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ ενεργούσε υπό πλάνη καθότι δεν έλαβε υπόψη της ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αιτητής είχε προαχθεί στη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού αναδρομικά από 1.5.2001 και λήφθηκε υπόψη η προαγωγή του αιτητή από 15.11.01.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 14.5.2001 (τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεως), ο αιτητής κατείχε τη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας, Κλ. Α13, από 15.11.2001.
Με προσφυγή του ο αιτητής πέτυχε αναδρομική προαγωγή στην ίδια θέση απο 1.5.2001, η οποία όμως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα την 13.6.2003. Ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ στις 13.6.2003. Σε ένα από τους υπηρεσιακούς φακέλους του αιτητή υπάρχει επιστολή της ΕΔΥ προς τον ίδιο ημερ.4.6.2003 με την οποία κοινοποιείται η απόφαση της ΕΔΥ να προσφέρει στον αιτητή προαγωγή στην μόνιμη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας, αναδρομικά από 1.5.01.
΄Ομως παρατηρώ ότι και στην περίπτωση που λαμβανόταν υπόψη η αναδρομική αυτή προαγωγή του αιτητή , δεν μπορούσε να επιδράσει ουσιωδώς στην εγκυρότητα της πράξης καθότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εξακολουθούν να υπερέχουν σε αρχαιότητα (τα Ε/Π Μιχαήλ Παρέλλης από 15.12.97, Σπυρίδωνας Ευσταθίου από 15.8.97 και Χριστόφορος Γεωργιάδης από 15.12.97 κατέχουν τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού (Κλ. Α13) και το Ε/Π Ζαχαρίας Ζαχαριάδης κατέχει τη θέση Φροντιστή Νοσοκομείου (Κλ. Α13) από 27.12.99).
Ενόψει λοιπόν των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω, ο ισχυρισμός του αιτητή περί . πλάνης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ΕΔΥ ως προς την αναδρομική προαγωγή του αιτητή στην θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού απορρίπτεται και εν πάση περιπτώσει δεν έχει βαρύτητα.
Αναιτιολόγητη η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και πάσχουσα η τελική απόφαση της ΕΔΥ.
Προβάλλονται από τον αιτητή οι ισχυρισμοί ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη, δεν λήφθηκαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα του, καθώς και η ευρεία του πείρα σε θέματα δημόσιας διοίκησης.
Η εισήγηση του αιτητή ότι
η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη είναι αβάσιμη. Είναι προφανές ότι Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και καταγράφοντας τις εντυπώσεις που απεκόμισε από τον καθένα ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης. Η διατύπωση της έκθεσης, σε συνάρτηση και με τα όσα καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό, ανατρέπει τον ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας. Και αν ακόμα η σύσταση εθεωρείτο όχι επαρκώς αιτιολογημένη, καμία συνέπεια δεν προκύπτει από αυτό. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε και τους δύο αιτητές και όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Περιπλέον,
η ίδια η ΕΔΥ δεν περιορίσθηκε στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά κάλεσε όλους τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση, όπως εδικαιούτο δυνάμει του άρθρου 34(8) του Ν 1/90.
Σύσταση του Διευθυντή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη και ότι ο Διευθυντής δεν εξειδικεύει με αιτιολόγηση τη σύσταση του γιατί συστήνει τον κάθε ένα από τους συστηθέντες.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Tο άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που αφορά διαδικασία για πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, δεν απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου, σε αντίθεση με το άρθρο 35(4) που αφορά διαδικασία για την πλήρωση θέσεων Προαγωγής και ρητά επιβάλλει την αιτιολόγηση των συστάσεων. Το άρθρο 34(9) του Ν.1/90 δεν προβλέπει αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία, όταν ο Διευθυντής παρέχει αιτιολογία για τη σύστασή του, αυτή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (Δέστε, μεταξύ άλλων, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 833).
Ο νόμος επέβαλλε στην παρούσα υπόθεση όπως η Επιτροπή λάβει υπόψη τις συστάσεις του Προϊσταμένου, όπως και έγινε. Η αξιολόγηση στην οποία προέβηκε ο Γενικός Διευθυντής μετά τη συμπλήρωση της προφορικής εξέτασης και οι χαρακτηρισμοί τους οποίους απέδωσε στους υποψηφίους αντανακλούν τις απόψεις του σχετικά με τις δυνατότητες τους να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα της θέσης. Ο νόμος του παρείχε αυτή τη δυνατότητα λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας της θέσης του. Η σύσταση στην οποία προέβηκε τελικά, προτείνοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιλογή ως προς τους καταλληλότερους υποψήφιους για τη στελέχωση της επίδικης θέσης. Δεν υπήρχε, όπως ήδη επισημάνθηκε, νομική υποχρέωση για περαιτέρω αιτιολόγηση της επιλογής του. Συνακόλουθα η εισήγηση για αναιτιολόγητες κρίσεις και συστάσεις απορρίπτεται.
Το παράπονο του αιτητή ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν κάμνει αναφορά στο όνομα του επίσης δεν έχει βάση. Σύμφωνα με τη Νομολογία, όπως υποδεικνύεται και από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Ε/Π, ο Διευθυντής δεν είναι υπόχρεος να κάμει ονομαστική αναφορά σε υποψηφίους εκτός σε αυτούς που προτίθεται να συστήσει. Ούτε υπήρχε υποχρέωση της ΕΔΥ να κάμει στο Πρακτικό της ονομαστική αναφορά στον αιτητή.
Βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.
Ο αιτητής προβάλλει, επίσης, ότι
η ΕΔΥ προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.Η προφορική εξέταση προβλέπεται ως ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (βλ. άρθρο 34(8) του Ν. 1/90) που στοχεύει κατά το χρόνο της διεξαγωγής της στη διαπίστωση, γνώσεων, ιδιοτήτων και ικανοτήτων, στην έκταση που αυτές μπορούν να αναδειχθούν μέσω των απαντήσεων στις ερωτήσεις που υποβάλλονται. Οι εντυπώσεις αναφέρονται σε γνώσεις, ιδιότητες και ικανότητες ευλόγως συναρτημένες προς τη συγκριτική καταλληλότητα των υποψηφίων και η προφορική εξέταση ήταν νόμιμο στοιχείο κρίσης, Το ίδιο το άρθρο 34(9) περιλαμβάνει την απόδοση των υποψηφίων μεταξύ των δεδομένων τα οποία η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπόψη στην επιλογή της, όπως εξ άλλου αναγνωρίζεται και στη νομολογία (Δέστε: Republic v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081). Αναφορά από την ΕΔΥ στην προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά επομένως εισαγωγή εξωγενούς στοιχείου στη διαδικασία. Είναι βέβαια επάναγκες, όπως προνοεί το άρθρο 34(10), όπως η γενική εντύπωση της ΕΔΥ όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται, όπως εξάλλου οφείλει να αιτιολογείται και βάσει της γενικής αρχής της δέουσας αιτιολογίας. Η απαίτηση όμως να αιτιολογείται στα πρακτικά η εντύπωση της ΕΔΥ καθιστά απαραίτητο η αιτιολογία να είναι ρητή και σε αναφορά με τους όρους του νόμου, και όχι απλώς να είναι δυνατό να προκύπτει από τους φακέλους, με αποτέλεσμα η απόφαση να υπόκειται σε ακύρωση αν δεν καταγράφεται η απαιτούμενη αιτιολογία (Δέστε: Βιολάρης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Προσφ. 278/94 κ.α./ 25.6.1997).
Η προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά ενιαία και πανομοιότυπη εξέταση με τη γνωσιολογική έννοια, ούτε έλεγχο της αξίας των υποψηφίων όπως αυτή έχει ήδη καθορισθεί μέσα από τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την αξιολόγηση τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν επιδιώκει ούτε μπορεί, και μάλιστα με τα περιορισμένα χρονικά και άλλα δεδομένα της και την έλλειψη ειδικής γνώσης των μελών της ΕΔΥ, να επιβεβαιώσει, μετριάσει ή ανατρέψει. Συνιστά μάλλον, όπως είναι και ο ίδιος ο όρος που αναφέρεται στο νόμο, γενική εντύπωση της ΕΔΥ, με αναφορά στην όλη προσωπικότητα και αντίκρυση του υποψηφίου σε συσχετισμό με την καταλληλότητα του για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εν λόγω θέσης. Ως τέτοια, δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά μια άποψη των πραγμάτων που θα συνεκτιμηθεί με τα κριτήρια επιλογής. Ως εκ τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει μεν τη θέση της στη συνολική στάθμιση στην οποία προβαίνει η ΕΔΥ (Δέστε: Duncan v. Republic (1977) 3 CLR 153 - τονίζει όμως την ανάγκη να μην δίδεται σε αυτή υπέρμετρη σημασία – Δέστε επίσης: Triantafyllides v. Republic (1970) 3 CLR 235, στη σελ. 245).
΄Εχει αποφασιστεί ότι σε υψηλόβαθμες
θέσεις το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης αποτελεί στοιχείο στο οποίο μπορεί να δοθεί αυξημένη βαρύτητα (Πούρος κ.α. ν. Χ'' Στεφάνου κ.α.(2001) 3 ΑΑΔ 375, Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643) και ότι η αρχαιότητα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία (Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 105). Ωστόσο αυτές οι θέσεις της νομολογίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής όπου ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα, δεν υστερεί σε αξία. Η αρχή αυτή προκύπτει από τα λεχθέντα στη Δημοκρατία κ.α. ν. Αντωνίου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 921 (Δέστε επίσης Νικολαϊδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 882/98 κ.α./31.5.2002).Ο αιτητής εγείρει αμφιβολίες και για την αξιολόγηση της ΕΔΥ σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της. Είναι ωστόσο νομολογιακά εμπεδωμένη αρχή ότι η υποκειμενική κρίση της ΕΔΥ σχετικά με το θέμα της βαθμολογίας των υποψηφίων δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Αυτό που ελέγχεται είναι η απόφαση και η αιτιολογία, όπως διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου (Δέστε Σ. Σωτηρίου και άλλης V Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη (1998) 3 ΑΑΔ 452).
Αναφορικά με την αρχαιότητα, στο άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την πλήρωση θέσεων
Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης. Ωστόσο η νομολογία «καθιέρωσε την αρχή ότι αυτή λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων» όπως είναι εδώ η περίπτωση (Δέστε: Δημοκρατία κ.α. ν. Αντωνίου κ.α., ανωτέρω).
Προκατάληψη ή έχθρα Διευθυντού και για εκδικητικές Υπηρεσιακές Εκθέσεις – Εκθεση του 1999.
Προβάλλει επιπλέον ο αιτητής, ισχυρισμούς για προκατάληψη ή έχθρα από την πλευρά του Διευθυντή καθότι παλαιότερα οι δυο ήταν συνυποψήφιοι για προαγωγή και αντίδικοι σε προσφυγές που καταχώρησε ο αιτητής εναντίον της προαγωγής του. Κατ΄ επέκταση ισχυρίζεται μεροληπτική αξιολόγηση του στις εμπιστευτικές του εκθέσεις και μειωμένη βαθμολογία στο έτος 1999. Η Επιτροπή, ισχυρίζεται, εξακολουθεί να αποδέχεται την παράνομη και εκδικητική έκθεση γι΄ αυτόν για το 1999, που ετοίμασε ο πιο πάνω εχθρικός διευθυντής, ο οποίος μείωσε τη βαθμολογία του στις υπηρεσιακές εκθέσεις τα τελευταία χρόνια για να τον εκδικηθεί.
Ισχυρίζεται τέλος έντονη προκατάληψη της Επιτροπής εναντίον του. Ο αιτητής, που είναι Μαρωνιτικής καταγωγής, προβάλλει έντονη προκατάληψη και έχθρα της Επιτροπής εναντίον του, υπονοώντας ότι αυτή δυνατόν να οφείλεται και στη θρησκεία του. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του προβαίνει σε εκτεταμένη αναφορά στις δικαστικές αποφάσεις που πέτυχε μέχρι σήμερα, ενώ εκκρεμούν άλλες προσφυγές και εφέσεις. Ισχυρίζεται σαφείς εκδικητικές τάσεις και ενέργειες της Επιτροπής εναντίον του και σωρευτική παραβίαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης.
Το ίδιο ακριβώς θέμα απασχόλησε ξανά το Δικαστήριο (Βλ. Χατζηχάννας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1096/2000 κ.α./22.7.2002). Ο αιτητής έχει προβάλει παρόμοιους ισχυρισμούς στις προσφυγές του με αρ. 389/98 και 694/01 ημερομηνίας 30.9.1999 και 13.6.03.
Στην υπόθεση Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437, 449 και 450 τονίστηκε ότι:
"Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι τα όργανα που λαμβάνουν μέρος σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να φαίνονται ότι ενεργούν αμερόληπτα και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει οσάκις υφίστανται ειδικοί δεσμοί ή σχέσεις οι οποίες ομολογουμένως σχετίζονται με τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία ή στο αποτέλεσμα της (βλ., ανάμεσα σ' άλλα, Απόφαση του Στ.Ε. 3350/1970).
Η έλλειψη αμεροληψίας από τον Α δημόσιο υπάλληλο έναντι του Β δημόσιου υπάλληλου πρέπει να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που αναδύονται από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα ή από ασφαλή συμπεράσματα που θα συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.
Για να αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας του Α έναντι του Β δεν είναι αρκετό, από μόνο του το γεγονός ότι ο Α έχει στο παρελθόν και στη διάρκεια της εκτέλεσης των επίσημων καθηκόντων του, κάμει δυσμενείς εμπιστευτικές εκθέσεις για τον Β, ή ότι ο Α έχει με άλλο τρόπο εκφράσει επισήμως μια δυσμενή άποψη σε σχέση με τον Β με αποτέλεσμα ο Β να είχε καταχωρήσει σχετική αγωγή εναντίον του Α, ή ότι ο Β είχε στο παρελθόν δώσει μαρτυρία είτε σε ποινική δίκη ή σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Α (βλ., ανάμεσα σ' άλλα, Αποφάσεις του Στ.Ε. 2905/65, 1014/69 και 975/1970 καθώς και Σολέας ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 498)."
Η απόφαση Χρίστου ακολουθήθηκε στην υπόθεση Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 946 και αργότερα στην υπόθεση Κοντεμενιώτης ν. Ρ.Ι.Κ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027, όπου αποφασίστηκε ότι η τεταμένη σχέση μεταξύ ενός ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου, που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση του τελευταίου και που δεν του είναι αρεστή, δεν θεμελιώνει προκατάληψη. (Δέστε: Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας(1991) 4 ΑΑΔ 426, Δημητριάδη ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 ΑΑΔ 2582, Κουνούνης και άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. 535/91 και 667/91/30.9.96 και Ακάμα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 353/92/28.6.96. Δέστε, επίσης, Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 ΑΑΔ 28).
Επισημαίνω περαιτέρω πως η γενική αξιολόγηση του αιτητή στις εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη (2000,1997) έγινε και από τον άμεσα προϊστάμενο του και από το Διευθυντή και δεν υπήρξε διαφωνία μεταξύ τους ως προς την αξιολόγηση του αιτητή. Εξάλλου παρόμοιων αξιολογήσεων τύχαινε ο αιτητής και από άλλο Διευθυντή. Το 2οοο ,ο Διευθυντής που τον αξιολόγησε ήταν άλλος απο αυτόν εναντίον του οποίου καταφέρεται ο αιτητής. Συγκεκριμένα για τα έτη 1993 και 1995, στο στοιχείο Συνεργασία είχε Πολύ Ικανοποιητικά όπως την ίδια βαθμολογία στο ίδιο στοιχείο είχε και για τα έτη 1997 και 2000. Η εικόνα που παρουσιάζει ο αιτητής στα τελευταία έτη είναι περίπου η ίδια με αυτή που παρουσίαζε και σε προηγούμενα έτη που ο Διευθυντής ήταν άλλος (1992, 1993, 1995). Η ΕΔΥ εξέτασε σε παλαιότερες διαδικασίες τους ισχυρισμούς του αιτητή για προκατάληψη για την έκθεση του 1999 και τους βρήκε ατεκμηρίωτους .Είναι εξάλλου δυνατό η απόδοση ενός υπάλληλου να διαφέρει από τον ένα χρόνο στον άλλο ή και να μειωθεί σε κάποιο στάδιο της υπηρεσίας του χωρίς αυτό να μπορεί να θεμελιώσει προκατάληψη του αξιολογούντος. Είναι επίσης δυνατόν τα κριτήρια για αξιολόγηση ενός προϊστάμενου να είναι πιο αυστηρά από τα κριτήρια άλλου προϊστάμενου χωρίς αυτό να δεικνύει έλλειψη αντικειμενικότητας.
Το περιεχόμενο της επιστολής του αιτητή, ημερ. 9.2.00, η απάντηση της Επιτρόπου με ημερ. 17.2.2000, η σχετική έκθεση της αναφορικά με το παράπονο του αιτητή με αρ. Α/Π 61/99 κατά του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος με τις σχετικές διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της καθώς επίσης και η επιστολή του αιτητή προς το Γενικό Εισαγγελέα δεν τεκμηριώνουν τη μομφή προκατάληψης.
Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει τα όσα επικαλείται και ο σχετικός ισχυρισμός του απορρίπτεται. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του για ύπαρξη προκατάληψης, ενώ μετέωρη παραμένει και η εισήγησή του για προκατάληψη λόγω της θρησκείας του .
Ισχυρισμός για πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας ότι είναι ultra vireς και αντισυνταγματική
.Ο αιτητής διατείνεται επίσης ότι η πρόνοια της παραγράφου 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που αφορά το πλεονέκτημα και ζητά μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, είναι ultra vires ως προς το Νόμο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν τίθεται στην αίτηση του. Ο αιτητής δεν κάμνει καμιά αναφορά στην προσφυγή του σε θέμα αντισυνταγματικότητας. Τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Γι΄ αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία δεν εξετάζεται. Η αντισυνταγματικότητα νόμου είναι θέμα νομικό το οποίο, πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα (Δέστε: Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 862). Το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου ανατρέπεται μόνο όταν καταδειχθεί τούτο και το βάρος της απόδειξης το φέρει ο ισχυριζόμενος την αντισυνταγματικότητα (Δέστε: Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 CLR 167, και Δημοκρατία κ.α. ν. Βαρναβίδη κ.α. (1998) 3 ΑΑΔ 851).
Με τα όσα έχουν λεχθεί και με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, δεν μπορώ να διαπιστώσω έκδηλη υπεροχή του κ. Χατζηχάννα ή έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της ΕΔΥ, ούτε και απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Καμιά υπεροχή σε αξία του κ. Χατζηχάννα έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων δεν προκύπτει όσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αλλά μάλλον υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων έναντι του κ. Χατζηχάννα.
Παρενθεντικά σημειώνεται ότι ο κ. Χατζηχάννας συγκεντρώνει για το έτος 2000: 7 Εξαίρετα, 1 Πολύ Ικανοποιητικά (στη Συνεργασία/Σχέσεις), το έτος 1999: 6 Εξαίρετα, 2 Πολύ Ικανοποιητικά (Υπευθυνότητα και Συνεργασία), το έτος 1998: 7 Εξαίρετα, 1 Πολύ Ικανοποιητικά (Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα), το έτος 1997: 7 Εξαίρετα, 1 Πολύ Ικανοποιητικά (Συνεργασία/Σχέσεις) και το 1996 συγκεντρώνει 8 Εξαίρετα. ΄Ολα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα συγκεντρώνουν, σ΄ όλα τα στοιχεία, αξιολογήσεις για όλα τα αντίστοιχα έτη Εξαίρετα. Οι υποψήφιοι αυτοί είχαν επίσης και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσέθετε στο στοιχείο της αξίας. Περαιτέρω, δύο από αυτούς είχαν και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και ένας είχε
και την προτίμηση. Ο κ. Χατζηχάννας δεν διέθετε ούτε το πλεονέκτημα ούτε την προτίμηση. Υστερούσε και σε αρχαιότητα έναντι όλων των ενδιαφερομένων προσώπων.
Όσον αφορά τα προσόντα, ο κ. Χατζηχάννας έχει μεταπτυχιακές σπουδές στο επίπεδο του Master (MSc in Agricultural Extension και MA in Public Administration). Αυτά είναι καταγραμμένα στον Πίνακα που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή με τα προσωπικά στοιχεία κάθε υποψηφίου, όπου σ΄ αυτόν αναγράφονται και τα προσόντα των υποψηφίων. Σε συνδυασμό ωστόσο με όλα τα άλλα δεδομένα, αυτό δεν θεμελιώνει από μόνο του έκδηλη υπεροχή του κ. Χατζηχάννα έναντι.των ενδιαφερομένων προσώπων.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη, αναφορικά με την προτίμηση των ενδιαφερομένων προσώπων έναντι του αιτητή, είναι ατεκμηρίωτος. ΄Εχει ήδη γίνει αναφορά στο περιεχόμενο του σχετικού πρακτικού στο οποίο αναγράφεται το σκεπτικό της Επιτροπής για την προτίμηση των ενδιαφερόμενων μερών. Επιπρόσθετα ότι η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 884/2003.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ως πρώτο λόγο ακύρωσης της επίδικης πράξης ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Zαχαρίας Ζαχαριάδης δεν έχει την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση και ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα προς διακρίβωση της κατοχής της. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε αυθαίρετα ως προς το στοιχείο αυτό. η δε απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας πάσχει τόσο λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας όσο και λόγω πλάνης περί τα πράγματα, εφόσον θεωρήθηκε ως προσοντούχο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Ζ. Ζαχαριάδης.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας, με την παράγραφο 3(2), απαιτεί από τους υποψηφίους όπως κατέχουν:
«Δεκαετή τουλάχιστον ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων σε υπεύθυνη θέση, σε σχέση με την εξέταση υποθέσεων, προβλημάτων και θεμάτων ,την ετοιμασία σημειωμάτων, υπομνημάτων, εκθέσεων και πρακτικών, τη διεκπεραίωση αποφάσεων, τη διεξαγωγή αλληλογραφίας και την εφαρμογή νομοθεσίας, κατά προτίμηση στο Γενικό διοικητικό Προσωπικό στη Δημόσια Υπηρεσία»
¨Όσα επισημάνθηκαν από την αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση δημιουργούν θέμα αναφορικά με τη βάση πάνω στην οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή στήριξε την κρίση της σε σχέση με την κατοχή της απαιτούμενης διοικητικής πείρας από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Με δεδομένο ότι δέν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ικανοποιούσε την απαίτηση για δεκαετή ευδόκιμη διοικητική πείρα, η κατάληξη θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο αν έτσι φαινόταν αναντίλεκτα από το φάκελο. Ενόψει των επιχειρημάτων από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη αναζήτηση, αξιολόγηση και συσχετισμός στοιχείων από το φάκελο από το ίδιο το Δικαστήριο, προς ότι θα μπορούσε αναντίλεκτα να προσδιοριστεί ως διοικητική πείρα όπως απαιτεί η παράγραφος 3(2) πιο πάνω, θα σήμαινε ουσιαστική άσκηση πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο. Το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ζαχαριάδης σε συσχετισμό και με αναφορά στα καθήκοντα των σχεδίων υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων που κατείχε, στοιχειοθετούν την αντίστοιχη πραγματική πείρα όπως απαιτεί η παράγραφος 3(2), αποτελεί ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο δεν μπορεί να το εξετάσει πρωτογενώς. Εμπίπτει κατά κύριο λόγο στις αρμοδιότητες του διορίζοντος οργάνου.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα ως προς την αρχαιότητα του Ε/Π Ζαχαριάδη. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μέχρι την 26.12.99 κατείχε τη θέση του Φροντιστή Νοσοκομείου (Μισθοδοτική Κλίμακα Α11). Την 27.12.1999, η μισθολογική κλίμακα του με βάση τον Ν.50(ΙΙ)/99, Περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού (Αρ11), αναθεωρήθηκε σε Α13. Ορθά λοιπόν υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας ότι αφού από τις 27.12.99 η αιτήτρια και το Ε/Π υπόκειντο στους ίδιους μισθολογικούς όρους της κλίμακας Α13 αν και κατείχαν διαφορετικές θέσεις, η αποτίμηση της αρχαιότητας τους ρυθμίζεται νομοθετικά από την πιο κάτω πρόνοια του άρθρου 49(5) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 που έχει ως εξής:
«49(5) Η αρχαιότητα υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση ή τάξη της ίδιας θέσης ή διαφορετικές θέσεις με τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους, ο μισθός και ο τίτλος της οποίας άλλαξαν ως συνέπειας αναθεώρησης μισθών ή αναδιοργάνωσης ,κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την τέτοια αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων.»
Με βάση λοιπόν την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα κατά τρία σχεδόν χρόνια αφού κατείχε τη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού Κλ.Α13 απο τις 15.2.1997. Σημειώνεται, επίσης, πως η αιτήτρια κατέχει τόσο το πλεονέκτημα όσο και την προτίμηση του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας.
Στην αιτιολογία της κρίση της, για την επιλογή του κ. Ζαχαριάδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς κ. Ζαχαριάδης, δε διαθέτει ούτε την προτίμηση ούτε το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(6) του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας όμως θεώρησε ότι συγκρινόμενος με τους μη επιλεγέντες που κατέχουν τόσο το πλεονέκτημα όσο και την προτίμηση, υπερέχει ουσιωδώς σε αρχαιότητα.
Η κρίση λοιπόν της ΕΔΥ πως το Ε/Π υπερείχε ουσιωδώς σε αρχαιότητα έναντι αυτών που κατείχαν το πλεονέκτημα φανερώνει πλάνη περί τα πράγματα Η πλάνη αυτή είναι απόλυτα ουσιώδης. Η αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή του Ε/Π Ζαχαριάδη που δεν κατέχει ούτε το πλεονέκτημα αλλά ούτε την προτίμηση πάσχει λόγω ακριβώς της εν λόγω πλάνης περί τα πράγματα ότι υπερείχε ουσιωδώς σε αρχαιότητα έναντι αυτών που κατείχαν το πλεονέκτημα (μεταξύ των οποίων ήταν και η αιτήτρια).
Είναι επίσης η θέση της αιτήτριας ότι παράνομα παραγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ η εκ μέρους της κατοχή του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας
πλεονεκτήματος χωρίς να δοθεί η επιβαλλόμενη, στην προκείμενη περίπτωση, ειδική αιτιολογία και αυτή η θέση της αιτήτριας είναι ορθή, όπως εξηγείται στη συνέχεια.΄Οσον αφορά το Ε/Π Παρέλλη η αιτήτρια διατείνεται ότι πάσχει η αιτιολογία που υιοθέτησε η ΕΔΥ για την επιλογή του εφόσον ούτε και αυτός κατείχε το πλεονέκτημα. Εισηγείται ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά πλάνη και καταχρηστικά στην κρίση της για επιλογή του Ε/Π Παρέλλη και ότι παραγνώρισε το πλεονέκτημα της αιτήτριας, χωρίς επαρκή και πειστική αιτιολογία.
Η επιτροπή στο πρακτικό της σημείωσε ότι ο επιλεγείς δεν διαθέτει το πλεονέκτημα, ενώ ορισμένοι που δεν έχουν επιλεγεί το διαθέτουν. Ωστόσο , η Επιτροπή έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν είναι αρκετή για να ανατρέψει την κρίση της ότι ο επιλεγείς είναι ο καταλληλότερος, όπως αυτό προκύπτει από μια συνεκτίμηση όλων των ουσιωδών στοιχείων κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της υψηλότερης απόδοσης του κατά την ενώπιον της επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση και της υπέρ του σύστασης του Γενικού Διευθυντή. Πιο πάνω στο ίδιο πρακτικό η ΕΔΥ αναγνωρίζει ότι η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα αλλά επειδή επρόκειτο για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία έδωσε, σ΄ αυτό το στοιχείο, περιορισμένη σημασία και αποφάσισε ότι η διαφορά αυτή δεν θα μπορούσε να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος.
Η πιο πάνω διατύπωση της κρίσης της ΕΔΥ, εισηγείται η αιτήτρια, είναι καταχρηστική και φανερώνει ουσιώδη πλάνη εφόσον το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο Παρέλλης δεν υπερέχει γενικά της αιτήτριας αλλά υπερέχει μόνο στις συνεντεύξεις και στη σύσταση. Η αιτήτρια κατέχει το πλεονέκτημα, υπερέχει σε αρχαιότητα και κατέχει πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα. Κατέχει Master in Public Sector, Management of Cyprus International Institute o Management (CIIM, 1994), Diploma in Marketing Institute of Marketing 1983 και Post –Graduate Diploma in Management of Mediterranean Institute of Management Productivity Center 1980.Τα πρόσθετα προσόντα δεν απαιτούνται ούτε αποτελούν πλεονέκτημα. Ωστόσο, ισχυρίζεται η αιτήτρια, η ΕΔΥ είχε καθήκον να ερευνήσει τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης . Η αόριστη αναφορά στο πρακτικό της ΕΔΥ ότι τα πρόσθετα προσόντα κάποιων από τους υποψηφίους λήφθηκαν υπόψη δεν είναι αρκετή.
Το γεγονός ότι πρόσθετα διπλώματα δεν απαιτούντο από τα σχέδια υπηρεσίας, δε σημαίνει ότι θα πρέπει τούτα να αγνοούνται αν είναι τέτοια που σχετίζονται με τα καθήκοντα της θέσης και προσθέτουν στα προσόντα κάποιου. Στην υπόθεση Χρίστος Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 1223/98, 18/12/00 ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), έκρινε ότι ορθά προήχθηκαν οι διαθέτοντες υπέρτερα προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και μη αποτελούντα πλεονέκτημα, σχετιζόμενα όμως με τα καθήκοντα της θέσης και δεν προήχθη ο υπερέχων κατά 1 χρόνο και 2 μήνες σε αρχαιότητα όσον αφορά το ένα Ε/Μ και 1 χρόνο και 6 μήνες όσον αφορά το άλλο Ε/Μ.
Το ίδιο θέμα (η ανάγκη δηλαδή αιτιολόγησης γιατί παραγνωρίζεται ένα πρόσθετο προσόν που έχει σχέση με τη θέση) εξετάστηκε και στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (ανωτέρω), στην Tourpeki ν Republic (1973) 3 C.L.R. 593, σελ. 604 και πιο πρόσφατα στην Βραχίμης ΧατζηΧάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 3/03/ 9.1.04.
Στην προκείμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. ενώ σημειώνει την ύπαρξη των πρόσθετων προσόντων, δεν ασχολείται καθόλου με τη φύση τους. Απλώς αναφέρει ότι λήφθηκαν υπόψη. Σε ποίο βαθμό λήφθηκαν υπόψη, ποία η βαρύτητα τους η οποία αφού συνδυαστεί και με την κατοχή του πλεονεκτήματος και την αρχαιότητα δεν ήταν ικανή να καταστήσει την αιτήτρια κατάλληλη για διορισμό, δεν επεξηγείται.
Για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος το διορίζον όργανο πρέπει να δώσει πειστική ειδική αιτιολογία. Η Ολομέλεια αποφάσισε στη Γεωργίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822 ότι:
«. . . . . . . απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς. Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο.»
Σε πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, λέχθηκαν τα πιο κάτω για την αρχή αυτή στη σελ. 7:
«Αφετηρία της - σχετικής αρχής - ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι' αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στη Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.»
Κρίθηκε στην απόφαση εκείνη πως η καλύτερη απόδοση των ΕΜ στην προφορική εξέταση δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα. (Δέστε και Χατζηβασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. 1361/00/ 29.10.01).
Η ειδική αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ, στην προκείμενη περίπτωση, - καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ - καθώς και η σύσταση του Διευθυντή (μη αιτιολογημένη), υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, δεν αποτελεί πειστικό και επαρκή λόγο για την παραγνώριση του προσόντος πλεονέκτημα. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν περιέχει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του προσόντος πλεονέκτημα της αιτήτριας και την προτίμηση της προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ζαχαριάδη και Παρέλλη..
Για τους προαναφερόμενους λόγους η προσφυγή αυτή επιτυγχάνει αναφορικά και με τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ο διορισμός των ενδιαφερομένων προσώπων Ζαχαριάδη και Παρέλλη ακυρώνεται.
Κατά συνέπεια η Προσφυγή υπ΄ αρ. 825/2003 απορρίπτεται. Η Προσφυγή υπ΄ αρ. 884/2003 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, Ζαχαριάδη και Παρέλλη.
Στην προσφυγή 825/2003 επιδικάζονται έξοδα εις βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στην προσφυγή 884/2003 επιδικάζονται έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο