ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1261/2003)
31 Μαίου, 2005
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ης η αίτηση.
Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Καλλιγέρου, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι ιδιοκτήτες του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού “ΑΝΤΕΝΝΑ” (οι αιτητές) προσβάλλουν την απόφαση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) ημερομηνίας 11/12/2003, στην οποία ενσωματώθηκε προηγούμενη απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 12/9/2003, με την οποία οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι παράβασης των άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1) του 1998, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), (ο Νόμος) και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, όπως περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), (οι Κανονισμοί) και τους επιβλήθηκε συνολικό διοικητικό πρόστιμο ΛΚ 45.000.
(α) Τα γεγονότα.
Η καθ’ης η αίτηση Αρχή εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους του σταθμού πιθανές παραβάσεις των άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου και της παραγράφου ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ των πιο πάνω Κανονισμών, οι οποίες σημειώθηκαν κατά τις τηλεοπτικές μεταδόσεις από 1 μέχρι 15/12/2003. Τα πιο πάνω άρθρα και η παράγραφος ΣΤ.3 προνοούν τα ακόλουθα:
“Άρθρο 33(2)(η):
Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.
Άρθρο 34(2):
Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.
Παράγραφος ΣΤ.3:
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.”
Οι Λειτουργοί που ανέλαβαν την αυτεπάγγελτη διερεύνηση, σε πόρισμα τους διαπίστωσαν 124 παραβάσεις των πιο πάνω άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου και της παραγράφου ΣΤ.3 της Κ.Δ.Π. 10/2000 και υπέβαλαν έκθεση με τις λεπτομέρειες (ημερομηνία και ώρα της παράβασης και διάρκεια της) της κάθε μιας από τις 124 παραβάσεις. Το πιο πάνω πόρισμα εξετάστηκε από την Αρχή, η οποία αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(6) των πιο πάνω Κανονισμών. Ενημερώθηκαν παράλληλα και οι αιτητές για τις διερευνώμενες παραβάσεις και ζητήθηκε από τον εκπρόσωπο του σταθμού να υποβάλει τυχόν εξηγήσεις ή παραστάσεις και να δηλώσει κατά πόσο επιθυμούσε να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης. Σε διαδοχικές συνεδρίες της Αρχής που ακολούθησαν παρευρέθηκαν ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και η Διευθύντρια Προγραμμάτων του σταθμού, οι οποίοι υπέβαλαν τις εξηγήσεις τους τόσο προφορικά όσο και γραπτά. Στις 30/7/2003 η Αρχή σε νέα συνεδρία της αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των γραπτών και προφορικών εξηγήσεων των αιτητών, αποφάνθηκε ότι υπήρξαν παραβάσεις των πιο πάνω άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου και της παραγράφου ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ των Κανονισμών. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στους αιτητές με ταυτόχρονη πρόσκληση να υποβάλουν, εάν επιθυμούσαν, τις απόψεις τους, για σκοπούς επιβολής ποινής εντός δέκα ημερών. Οι απόψεις του σταθμού υποβλήθηκαν με επιστολή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, ο οποίος ζήτησε επιεική μεταχείριση, επικαλούμενος λόγους δημόσιου συμφέροντος σε σχέση με την ενημέρωση για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, την απουσία οικονομικού οφέλους εκ μέρους του σταθμού και την πολλαπλότητα των καταγγελιών. Η Αρχή εξέτασε την υπόθεση για σκοπούς επιβολής κυρώσεων στη συνεδρία της ημερομηνίας 31/10/2003, στην παρουσία του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του δικηγόρου του σταθμού και αφού άκουσε τις προφορικές τοποθετήσεις τους, επέβαλε χρηματική ποινή ύψους ΛΚ 45.000.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης ισχυριζόμενοι ότι
- Η παράγραφος ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης του Ν. 7(Ι)/98 (ultra vires),
- Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας του πορίσματος του ερευνώντος λειτουργού,
- Υπάρχει πολλαπλότητα των κατηγοριών και κατ’ επέκταση των ποινών,
- Υπάρχει πλάνη ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και των Κανονισμών και ότι
- Η επιβληθείσα διοικητική κύρωση ήταν υπερβολική.
(i) Η παράγραφος ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Το Παράρτημα ΙΧ (Κώδικας Διαφημίσεως, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας) αποτελεί μέρος των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 10/2000. Η παράγραφος ΣΤ, η οποία περιέχει πρόνοιες σχετικές με τη διάρκεια και τα διαστήματα χρονικής μετάδοσης διαφημιστικών και τηλεμπορικών μηνυμάτων, προνοεί μεταξύ άλλων για τις διακοπές τα ακόλουθα:
“3. Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.”
Ο δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι η Αρχή καταδίκασε τους αιτητές με βάση την πιο πάνω παράγραφο ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000, η οποία είναι καθ’ υπέρβαση (ultra vires) των άρθρων 34(1), 34(2) και 33(2)(ε) του εξουσιοδοτικού Νόμου, Ν. 7(Ι)/98, γιατί τα πιο πάνω άρθρα δεν θέτουν όρια, περιορισμούς και απαγορεύσεις στη διάρκεια των διακοπών στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις. Τα σχετικά άρθρα του Νόμου στα οποία παραπέμπει ο δικηγόρος των αιτητών έχουν ως εξής:
“33.-(1) Ο σταθμός μεταδίδει διαφημίσεις και μηνύματα τηλεμπορίας με ή χωρίς αμοιβή, εφόσον δε συγκρούονται με τη γενική πολιτική του.
(2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:
.................................. .................................................. ......................
(ε) Η διαφήμιση και η τηλεμπορία πρέπει να παρεμβάλλονται μεταξύ των εκπομπών. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (στ) έως (θ) του εδαφίου αυτού, η διαφήμιση και η τηλεμπορία μπορούν να παρεμβάλλονται και κατά τη διάρκεια των εκπομπών, εφόσον δε θίγεται η αρτιότητα και η αξία των εκπομπών, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών διακοπών του προγράμματος, καθώς και της διάρκειας και της φύσης του και εφόσον δε θίγονται τα δικαιώματα των δικαιούχων.
(στ) Στις εκπομπές που αποτελούνται από αυτόνομα μέρη, στις αθλητικές εκπομπές και στα γεγονότα και θεάματα ανάλογης διάρθρωσης που περιλαμβάνουν διαλείμματα, η διαφήμιση και η τηλεμπορία μπορεί να παρεμβάλλονται μόνο μεταξύ των μερών ή στα διαλείμματα.
(ζ) Η μετάδοση οπτικοακουστικών έργων, όπως είναι τα κινηματογραφικά έργα μακράς διάρκειας και τα έργα που έχουν παραχθεί για την τηλεόραση (εκτός από τις σειρές αυτοτελών εκπομπών, τις εκπομπές σε συνέχειες, τις ψυχαγωγικές εκπομπές και τα ντοκιμαντέρ), μπορεί να διακόπτεται μια φορά για κάθε πλήρες χρονικό διάστημα σαράντα πέντε λεπτών, με τον όρο ότι η προγραμματισμένη διάρκειά τους υπερβαίνει τα σαράντα πέντε λεπτά. Άλλη διακοπή τους επιτρέπεται, αν η προγραμματισμένη διάρκειά τους υπερβαίνει κατά είκοσι τουλάχιστο λεπτά τη διάρκεια δύο ή περισσότερων πλήρων χρονικών διαστημάτων σαράντα πέντε λεπτών.
(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.
(θ) Κατά τη διάρκεια μετάδοσης θρησκευτικών τελετών δεν πρέπει να παρεμβάλλονται διαφημίσεις και τηλεμπορικά μηνύματα. Τα προγράμματα επικαίρων, τα ντοκιμαντέρ, οι εκπομπές θρησκευτικού περιεχομένου και οι παιδικές εκπομπές με προγραμματισμένη διάρκεια μικρότερη των τριάντα λεπτών δεν πρέπει να διακόπτονται από διαφημίσεις ή τηλεμπορία. Όταν τα πιο πάνω προγράμματα έχουν προγραμματισμένη διάρκεια τριάντα τουλάχιστο λεπτών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων.
.................................................. .................................................. .....
34.«(1) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης που αφιερώνεται σε μήνυμα τηλεμπορίας, διαφημιστικά μηνύματα και λοιπές μορφές διαφήμισης, εκτός των χρονοθυρίδων ή τηλεμπορικών παραθύρων της τηλεμπορίας κατά την έννοια του άρθρου 34Α, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης. Ο χρόνος μετάδοσης των διαφημιστικών μηνυμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης.
(2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.”
Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το σημείωμα της αρμόδιας Λειτουργού που διερεύνησε το ζήτημα, οι παραβάσεις που εντοπίστηκαν αφορούσαν τη συχνότητα και τη διάρκεια διαφημίσεων τις οποίες μετέδιδε ο σταθμός από την 1/12/2002 μέχρι τις 15/12/2002 μεταξύ των ωρών 18:00-24:00, διακόπτοντας τη ροή του προγράμματος, κατά παράβαση των πιο πάνω νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων. Πολλές από τις διακοπές στο ενδιάμεσο εκπομπών είχαν διάρκεια πέραν των 3½ λεπτών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα υπερέβαινε το 20%. Από το σύνολο των παραβάσεων, οι 47 κρίθηκαν από την Αρχή ότι αφορούσαν παράβαση της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 που προεκτέθηκε. Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Αρχής, οι αιτητές είχαν ζητήσει, επικαλούμενοι την απόφαση στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 232/2002 της 29/11/2002), όπου η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα κρίθηκε ότι ήταν εκτός εξουσιοδοτικού πλαισίου (ultra vires) και ότι βρισκόταν σε σύγκρουση με το άρθρο 34(2) του Νόμου, να μην εξετασθούν οι παραβάσεις που στηρίζονταν πάνω σε αυτήν, εν αναμονή της έκβασης της Αναθεωρητικής Έφεσης 3555 που βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα. Στην απόφασή της, ημερομηνίας 30/7/2003, η Αρχή καταλήγοντας στην κρίση ότι είχαν λάβει χώρα παραβάσεις και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα, σημείωσε τα πιο κάτω σχετικά:
“Η Αρχή τονίζει ότι όσον αφορά τη θέση του σταθμού για τις παραβάσεις που αφορούν την παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας όπως εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), ότι «κοινή πεποίθηση δηλοί ότι το διοικητικόν όργανο δεν προχωρεί χωρίς τη νομολογιακή εκκαθάριση ενός θέματος. Και οι πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εφαρμοστέες άμεσα. Και σεβαστές από τη Διοίκηση», η διοίκηση υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση προς τη συγκεκριμένη Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήτοι την Απόφαση αρ. 232/2002 ημερομ. 29.11.2002 και ότι κατά την επανεξέταση της, η Αρχή εμποδίζεται από το να εκδώσει νέα πράξη με το ίδιο περιεχόμενο με την ακυρωθείσα.
Η Αρχή σημειώνει ότι επί του ιδίου θέματος υπάρχει και η Απόφαση αρ. 884/2001 ημερομ. 11.11.2002 η οποία βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την Απόφαση αρ. 232/2002. Εξάλλου, η Απόφαση αρ. 232/2002 είναι αντικείμενο εφέσεως ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα ήταν, επίσης, χρήσιμο να αναφερθεί ότι η παράγραφος ΣΤ.3 αναφέρεται μόνο στις διακοπές στο ενδιάμεσο των εκπομπών, με άλλα λόγια ο σταθμός μπορεί να ρυθμίσει ο ίδιος τη διάρκεια των διαφημιστικών διαλειμμάτων που μεταδίδονται πριν την αρχή και μετά το τέλος μιας εκπομπής.
Η φιλοσοφία ρύθμισης της συχνότητας και της διάρκειας των διαφημιστικών μηνυμάτων πηγάζει μέσα από δύο βασικές αρχές: το δικαίωμα του τηλεθεατή να παρακολουθεί απρόσκοπτα ένα πρόγραμμα χωρίς συχνές και μεγάλες σε διάρκεια διακοπές και το σεβασμό προς το έργο που επιβάλλεται να μεταδοθεί ενιαίο, ως ανθρώπινη δημιουργία.
Όπως σχολιάζει την οδηγία του Συμβουλίου 89/552/ΕΟΚ σχετικά με τη διαφήμιση, ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα Α΄», εκ. 1991, παραγ. 884:
«η διαφήμιση είναι η χρυσοφόρα πλευρά της τηλεοράσεως. Δεν είναι φυσικά καθόλου επίμεμπη καθ’ εαυτήν. Αντιθέτως καθιστά δυνατή την ανεξαρτησία των τηλεοπτικών σταθμών από την κρατική ή άλλη κηδεμονία και εξυπηρετεί αναμφισβήτητα την λειτουργία της αγοράς.
Συνεπάγεται όμως και αρκετούς κινδύνους καταχρήσεως. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, εν όψει των υψηλών εισοδημάτων από την διαφήμιση, μπορούν να κλείνουν τα μάτια ή και να επιδιώκουν όλο και μεγαλύτερη έκταση των διαφημιστικών εκπομπών και μάλιστα στον δημοφιλή τηλεοπτικό χρόνο και εις βάρος όλων των άλλων προγραμμάτων, διακόπτοντας οποιεσδήποτε και μάλιστα δημοφιλείς εκπομπές .......
Η διαφήμιση πρέπει επομένως να κατοχυρωθεί μεν, αλλά και προστατευθεί από τις ίδιες τις καταχρήσεις της. Για το λόγο αυτό η οδηγία προβλέπει κανόνες που τηρούν τη διαφήμιση στο μέτρο του εύλογου, θεμιτού και νόμιμου αφενός και απαγορεύουν τις διάφορες μορφές καταχρήσεως της αφετέρου ......»
Εν όψει των ανωτέρω η Αρχή κρίνει και αποφασίζει ότι υπάρχουν παραβάσεις ..... και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα .....”
Με την απόφασή της που ακολούθησε στις 31/10/2003, στην οποία επιβλήθηκε η επίδικη διοικητική κύρωση, η Αρχή αποφάσισε να μην επιβάλει πρόστιμο για τις παραβάσεις που αφορούσαν την παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ’ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι οι αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον να προβάλουν το επιχείρημα της υπέρβασης νομοθετικής εξουσιοδότησης της παραγράφου ΣΤ.3 αφού δεν τους επιβλήθηκε διοικητική κύρωση. Επιπρόσθετα απέρριψε την εισήγηση των αιτητών ότι το άρθρο 33(2)(ε) του Νόμου 7(Ι)/98 δεν θέτει κανένα χρονικό περιορισμό στη διάρκεια διαφήμισης που παρεμβάλλεται μεταξύ των εκπομπών, επικαλούμενη την απόφαση ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 884/2001 της 8/11/2002) στην οποία κρίθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 δεν είναι καθ’ υπέρβαση του εξουσιοδοτήσαντος Νόμου. Υπέβαλε επίσης ότι το άρθρο 34(2) του Νόμου καθορίζει ότι σε κάθε ωρολογιακή ώρα, η αναλογία χρόνου διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%, που πρακτικά σημαίνει 12 λεπτά διαφημίσεων για 60 λεπτά εκπομπής και όχι κάθε 70½ λεπτά.
Για το ερώτημα αν η παράγραφος ΣΤ.3 βρίσκεται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης έχουν εκφρασθεί διϊστάμενες απόψεις από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε δύο αποφάσεις του Γαβριηλίδη, Δ., στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 232/2002, της 29/11/2002) που επικαλούνται οι αιτητές και στη μεταγενέστερη ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 472/2002, της 21/5/2003), κρίθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 51(2)(ζ) γιατί συγκρούεται με τα άρθρα 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου. Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο αντικατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην 472/2002:
“Το άρθρο 33(2)(ε) του Νόμου, όχι μόνο δεν θέτει κανένα χρονικό περιορισμό στη διάρκεια της διαφήμισης που παρεμβάλλεται ή στις διακοπές για διαφημίσεις, αλλά, αντίθετα, εξαρτά τη διάρκειά τους από τις φυσικές διακοπές του προγράμματος καθώς και τη διάρκεια και τη φύση του προγράμματος και εφόσον δεν θίγονται τα δικαιώματα των δικαιούχων. Αν, επομένως, η φύση ή η διάρκεια του προγράμματος το επιτρέπει, τότε η διακοπή για διαφημίσεις μπορεί να είναι και μεγαλύτερη των 3½ λεπτών. Όμως, αντίθετα με το άρθρο 33(2)(ε) του Νόμου, η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα απαγορεύει να είναι πέραν των 3½ λεπτών η διακοπή για διαφημίσεις. Αν ο Νόμος ήθελε να θέσει συγκεκριμένο χρονικό περιορισμό στη διάρκεια των διακοπών για διαφημίσεις, θα το έλεγε, κατά την άποψή μου, ρητά. Δεν θα εξαρτούσε τη διάρκεια των διακοπών για διαφημίσεις από τη διάρκεια και τη φύση του προγράμματος. Επομένως, η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι, στο σημείο αυτό, ultra vires του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου το οποίο δίδει εξουσιοδότηση στην Αρχή, με Κανονισμούς, και με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να ρυθμίσει τις διακοπές για διαφημίσεις με την έκδοση Κώδικα διαφημίσεων. Αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 51(2)(ζ) θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης έδωσε στην Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, την εξουσία να καταργεί ή τροποποιεί, με Κανονισμούς, ρητές διατάξεις του Νόμου.
Η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα συγκρούεται, επίσης, και με το άρθρο 34(2) του Νόμου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μου στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Προσφυγή Αρ. 232/2002, 29.11.2002, είναι σχετικό:
“Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφαρμόζοντας την παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα σημαίνει ότι στα 20 λεπτά εκπομπής επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά, στα επόμενα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά και στα επόμενα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά. Δηλαδή, σε 1 ώρα (60 λεπτά) εκπομπής, σύμφωνα με την παράγραφο ΣΤ.3, επιτρέπονται διακοπές για διαφημίσεις μέχρι 10½ λεπτά. Αυτό συγκρούεται ευθέως με το άρθρο 34(2) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%. Δηλαδή, ενώ το άρθρο 34(2) του Νόμου επιτρέπει οι διακοπές για διαφημίσεις να είναι μέχρι 12 λεπτά την ώρα (20%), η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα απαγορεύει να είναι πέρα των 10½ λεπτών την ώρα.””
Οι δύο πιο πάνω αποφάσεις έχουν εφεσιβληθεί με τις Αναθεωρητικές Εφέσεις 3555 και 3637, εκκρεμεί δε προς τούτο η απόφαση της Ολομέλειας.
Οι αντίθετες απόψεις διατυπώθηκαν στις αποφάσεις ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (Προσφυγή αρ. 884/2001, της 8/11/2001 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε) και στην SIGMA RADIO T.V. LTD v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 1096/2001, της 8/11/2002).
Στην Προσφυγή αρ. 884/2001 το Δικαστήριο προσέγγισε το επίδικο θέμα ως ακολούθως:
“(α) Ο δικηγόρος της αιτήτριας διατείνεται πως η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι Ultra Vires του εξουσιοδοτούντος Νόμου. Η επίμαχη παράγραφος έχει ως εξής:
.................................. .................................................. ..........................
Για την προώθηση του πιο πάνω επιχειρήματος ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρεται στις πρόνοιες των άρθρων 33.2(ε) και 34(1) και (2) του Νόμου που προβλέπουν:
.................................. .................................................. ........................
Διατείνεται ο δικηγόρος της αιτήτριας πως οι διατάξεις των πιο πάνω άρθρων του εξουσιοδοτικού Νόμου δεν θέτουν οποιοδήποτε όριο, περιορισμό ή απαγόρευση στη διάρκεια των διακοπών στο ενδιάμεσο προγράμματος για τη μετάδοση διαφημίσεων. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στο χρόνο διαφημίσεων είναι να μην υπερβαίνει το 15 ή 20% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης ή η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα να μην υπερβαίνει το 20%.
Ο δικηγόρος της Αρχής απαντά ως εξής: Το άρθρο 51(1) του Νόμου προβλέπει, για την καλή εφαρμογή του Νόμου, την έκδοση από την Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμών.
Μέσα στην πιο πάνω εξουσία περιλαμβάνεται, και η παραγρ. (ε) του εδαφίου 2 για την υιοθέτηση:
22.(ε) Κώδικα που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων, ο οποίος ετοιμάζεται από την Αρχή έπειτα από διαβουλεύσεις με το Σύνδεσμο Διαφημιστών.
Η παράγραφος ΣΤ.(3) λέει ο δικηγόρος της Αρχής, δεν αντιμάχεται τις διατάξεις του Νόμου, που παρέθεσα πιο πάνω, γιατί αυτή αναφέρεται στις διακοπές για διαφημίσεις στο ενδιάμεσο των προγραμμάτων. Ο χρόνος που παρέχουν οι διατάξεις του Νόμου για διαφημίσεις, στις εκπομπές, όπως καθορίζεται, δεν επηρεάζεται. Αν δεν συμπληρωθεί ο χρόνος που μπορεί ένας σταθμός να μεταδίδει διαφημίσεις, λόγω της εφαρμογής της παραγράφου ΣΤ.(3), ο χρόνος αυτός μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών των εκπομπών, απλώς όμως δεν πρέπει η κάθε διακοπή στο ενδιάμεσο των προγραμμάτων να υπερβαίνει τα 3½ λεπτά.
Συμφωνώ με τη θέση του δικηγόρου της Αρχής. Το συγκεκριμένο ζήτημα είχε εγερθεί και ενώπιον της κατά τη διαδικασία της αυτεπάγγελτης εξέτασης, και η Αρχή έδωσε, κατά τη γνώμη μου, ορθή ερμηνεία στο Νόμο και τον Κανονισμό. Έχω την άποψη πως το άρθρο 34(1) του Νόμου οριοθετεί το χρόνο που μπορεί να αφιερωθεί στη μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας, που καθορίζεται σε 15% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης, ενώ, το εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου οριοθετεί την αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%. Αν δεχθούμε την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας σημαίνει, και αυτό στην πραγματικότητα λέει, πως ο σταθμός μπορεί να χρησιμοποιεί το 20% του χρόνου σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα για να μεταδίδει διαφημίσεις, για 16 συνεχή λεπτά δηλαδή. Ο επίμαχος Κανονισμός ΣΤ.(3) αυτό ακριβώς ρυθμίζει, έτσι που οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος, (υπογραμμίζω τη λέξη προγράμματος σε αντιδιαστολή με τη λέξη εκπομπές που αναφέρεται στο άρθρο 34) για τη μετάδοση διαφημίσεων να μη υπερβαίνει τα 3½ λεπτά. Το σύνολο του επιτρεπόμενου από το άρθρο 34 χρόνου για τη μετάδοση διαφημίσεων μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών άλλων εκπομπών.”
Η ίδια γραμμή υιοθετήθηκε στην Προσφυγή αρ. 1096/2001 στην οποία κρίθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 βρισκόταν εντός νομοθετικού πλαισίου, με το ακόλουθο σκεπτικό:
“Τέλος ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Αρχή καταδίκασε τους αιτητές με βάση την παραγ. Στ.(3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000, η οποία είναι ultra vires και εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεν μπορεί – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - «αυτεξούσια ένας κανονισμός να προνοεί για παραβάσεις αν οι παραβάσεις αυτές δεν προνοούνται σε συγκεκριμένη διάταξη Νόμου και προφανώς δεν είναι δυνατή η μετά από τέτοια διαδικασία εκτός Νόμου, επιβολή χρηματικής ποινής». Ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στο πιο πάνω άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου 7(Ι)/98 (έχει παρατεθεί στις σελ. 6-7, πιο πάνω) το οποίο δίνει τον ορισμό του όρου «κύρωση». Υποστήριξε ότι οι κυρώσεις αφορούν σε παράβαση του Νόμου και των όρων άδειας «χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη και για τους Κανονισμούς οι οποίοι δεν μπορούν από μόνοι τους (έξω από την εξουσιοδότηση του Νόμου) να καθορίζουν παραβάσεις και κυρώσεις».
Το άρθρο 51(1) του Νόμου παρέχει εξουσία στην Αρχή για έκδοση Κανονισμών «για την καλύτερη εφαρμογή» του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 51(2) του Νόμου οι Κανονισμοί μπορούν να ρυθμίζουν τα πιο κάτω θέματα:
« .................................................. ..............................................
(στ) Τρόπους ελέγχου αδειούχου σταθμού, όσον αφορά την τήρηση από αυτόν των όρων της άδειάς του και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(ζ) Κώδικα που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων, ο οποίος ετοιμάζεται από την Αρχή έπειτα από διαβουλεύσεις με το Σύνδεσμο Διαφημιστών.
.......................... .................................................. ...............
(ιδ) Την επιβολή χρηματικών ποινών λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, σε περίπτωση που αυτές δεν προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.»
Η πιο πάνω Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει εκδοθεί δυνάμει των εξουσιών που χορηγούνται στην Αρχή με το πιο πάνω άρθρο 51 του Νόμου. Οι σχετικές με το θέμα των διαφημίσεων διατάξεις της πιο πάνω Κ.Δ.Π. περιέχονται στην παραγ. Στ(3) του Παραρτήματος ΙΧ η οποία, στο βαθμό που είναι σχετική, έχει ως εξής:
«ΣΤ. ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ.
.................................. .................................................. ..........
3. Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.»
Λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου 7(Ι)/98. Έχω την άποψη ότι η Κ.Δ.Π. 10/2000 έχει θεσπισθεί με νομοθετική εξουσιοδότηση, ήτοι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου. Περαιτέρω έχω την άποψη πως το λεκτικό του εδαφίου (ζ) του άρθρου 51(2) είναι τέτοιο που επιτρέπει σαφώς την θέσπιση κανονισμών οι οποίοι να περιέχουν πρόνοιες για παραβάσεις του κώδικα διαφημίσεων.
Τέλος λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ζ)(ι) του Νόμου 7(Ι)/98 (έχει παρατεθεί στις σελ. 6-7, πιο πάνω) σύμφωνα με τις οποίες η Αρχή επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση «των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν». Θεωρώ ότι ο Νόμος παρέχει εξουσία στην Αρχή να επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση και των Κανονισμών. Επομένως η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Αγγελίδη δεν ευσταθεί. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.”
Εναντίον των δύο πιο πάνω αποφάσεων έχουν καταχωρηθεί οι Αναθεωρητικές Εφέσεις 3544 και 3578 και αναμένονται οι σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας.
Οι αρχές που διέπουν το ερώτημα αν μια δευτερογενής νομοθεσία έχει εγκριθεί κατά παράβαση του εξουσιοδοτούντος νόμου, έχουν καθοριστεί σε αριθμό αποφάσεων. (Βλ. Spyrou and Others (No.2) v. Republic (1973) 3 CLR 627, 643, Marangos and Others v. The Municipal Committee of Famagusta (1970) 3 CLR 7, 13 και Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390, 405).
Για την εξέταση της εισήγησης των αιτητών κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το κείμενο του εξουσιοδοτούντος Νόμου, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 51(1)(2)(ζ) και (ιθ):
“51.-(1) Για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου η Αρχή εκδίδει, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1) οι Κανονισμοί μπορούν να ρυθμίζουν τα πιο κάτω θέματα:
.................................. .................................................. ....................
(ζ) Κώδικα που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων, ο οποίος ετοιμάζεται από την Αρχή έπειτα από διαβουλεύσεις με το Σύνδεσμο Διαφημιστών.
.................................................. ...............................................
(ιθ) Οποιοδήποτε άλλο θέμα το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.”
Από τη φρασεολογία του άρθρου 51(2)(ζ) προκύπτει ότι ο απώτερος σκοπός είναι η ρύθμιση με Κανονισμούς των θεμάτων που αφορούν τις διαφημίσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ ή κατά τη διάρκεια των εκπομπών και των προγραμμάτων, καθορίζοντας τα επιτρεπόμενα όρια της συχνότητας και της διάρκειάς τους για την εξουδετέρωση του κινδύνου καταχρήσεων, την περιφρούρηση του δικαιώματος του τηλεθεατή να παρακολουθεί απρόσκοπτα τα προγράμματα χωρίς συχνές και μεγάλες σε διάρκεια διακοπές και το σεβασμό προς το έργο που επιβάλλεται να μεταδοθεί ενιαίο ως ανθρώπινη παραγωγή. Με την επίδικη παράγραφο ΣΤ.3 επιβάλλεται ο θεμιτός προς το σκοπό αποφυγής καταχρήσεων, περιορισμός διακοπών στο ενδιάμεσο ενός προγράμματος. Καθορίζεται επίσης ότι οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά. Υιοθετώντας τα όσα επισημάνθηκαν στην Προσφυγή αρ. 884/2001 (πιο πάνω), ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η παράγραφος ΣΤ.3 προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 33(2)(ε) και 34(1) και (2) του Νόμου κρίνω ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η σύγκριση των σχετικών διατάξεων καθιστά εμφανή τη διαφορά που υποδείχθηκε από το Δικαστήριο στην 884/2001. Στο άρθρο 34 καθορίζεται ο χρόνος διαφημίσεων στις εκπομπές και η σχετική ρύθμιση δεν επηρεάζεται από την παράγραφο ΣΤ.3, που αναφέρεται στις διακοπές για διαφημίσεις στο ενδιάμεσο προγραμμάτων. Η ουσία είναι ότι αν δεν συμπληρωθεί ο χρόνος που σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34 δικαιούται ένας σταθμός να μεταδίδει διαφημίσεις, λόγω της εφαρμογής της παραγράφου ΣΤ.3, υπάρχει η δυνατότητα συμπλήρωσης του χρόνου κατά τη διάρκεια των διακοπών των εκπομπών, χωρίς όμως η κάθε διακοπή στο ενδιάμεσο προγράμματος να υπερβαίνει τα 3½ λεπτά. Έχοντας υπόψη τους σκοπούς του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου και τις πρόνοιες του εξουσιοδοτούντος Νόμου, προκύπτει ότι η παράγραφος ΣΤ.3 βρίσκεται εντός του γράμματος και του πνεύματος του εξουσιοδοτούντος Νόμου. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Έλλειψη αιτιολογίας του πορίσματος της ερευνώντος λειτουργού.
Ο Κανονισμός 42(5) της Κ.Δ.Π. 10/2000 προνοεί ότι,
“Ο Λειτουργός εκθέτει το πόρισμά του στην Αρχή, πλήρως αιτιολογημένο συνυποβάλλοντας όλα τα σχετικά στοιχεία.”
Οι αιτητές εισηγούνται ότι το “Σημείωμα” της Λειτουργού της 7/7/2003 που αποτέλεσε τη βάση της επίδικης απόφασης περιείχε απλώς μια καταγραφή κάποιων γεγονότων και δεν ήταν πλήρως αιτιολογημένο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 42(5).
Αντίθετα οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το πόρισμα ήταν δεόντως αιτιολογημένο.
Η εισήγηση των αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πιο κάτω απόσπασμα από το “Σημείωμα” της 7/7/2003 είναι άκρως διαφωτιστικό:
“Όπως αναφέρεται στην Τροποποιημένη Συνοπτική έκθεση Παραβάσεων ημερομ. 23.6.2003 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), ο σταθμός από την 1.12.2002 μέχρι τις 15.12.2002 μεταξύ των ωρών 18:00 – 24:00, διέκοπτε το πρόγραμμά του για μετάδοση διαφημίσεων σε ώρες που απαγορεύει ο Νόμος, πολλές από τις διακοπές στο ενδιάμεσο εκπομπών είχαν διάρκεια πέραν των 3½ λεπτών, καθώς επίσης και σε ορισμένες περιπτώσεις η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ώρα υπερέβαινε το 20%.”
H “Τροποποιημένη Συνοπτική Έκθεση Παραβάσεων” που επακολούθησε είναι ένα πολυσέλιδο έγγραφο στο οποίο καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι 124 συνολικά παραβάσεις και οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ενδεχομένως παραβιάστηκαν, σε βαθμό που ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του Κανονισμού 42(5) για την παράθεση πλήρους αιτιολογίας. (Βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή αρ. 362/2003, της 27/2/2004). Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Πολλαπλότητα κατηγοριών και κατ’ επέκταση των ποινών.
Ο δικηγόρος των αιτητών υπέβαλε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν λόγω πολλαπλότητας, γιατί ενώ οι κατηγορίες είναι ταυτόσημες, έχουν την ίδια φρασεολογία και βασίζονται στα ίδια γεγονότα, επιβλήθηκε σε κάθε μια από αυτές ξεχωριστή ποινή. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι αν και οι υπό διερεύνηση παραβάσεις ήταν 43, οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι 124 παραβάσεων και η επιβολή ποινής σε 13 από αυτές συγκρούεται με την αρχή η οποία αποκλείει την επιβολή περισσότερων της μιας ποινής για το ίδιο αδίκημα.
Οι εισηγήσεις των αιτητών δεν ευσταθούν. Μια προσεκτική εξέταση της επίδικης απόφασης της 31/10/2003 δείχνει ότι δεν προκύπτει πολλαπλότητα είτε των κατηγοριών είτε των ποινών. Στο σχετικό “Σημείωμα” που τέθηκε ενώπιον της Αρχής αναφέρονται 12 παραβάσεις του άρθρου 34(2), 61 παραβάσεις του άρθρου 33(2)(η) και 47 παραβάσεις της παραγράφου ΣΤ.3 της Κ.Δ.Π. 10/2000. Στην Τροποποιημένη Συνοπτική Έκθεση Παραβάσεων στην οποία εκτίθενται αναλυτικά οι παραβάσεις, αυτές στοιχειοθετούνται με ξεχωριστούς λόγους και σε καμιά περίπτωση συμπλέκονται περισσότερες από μία νομοθετικές πρόνοιες. Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως προκύπτει από την απόφαση της επιβολής των κυρώσεων, δεν επιβλήθηκε από την Αρχή περισσότερη από μια κύρωση για κάθε μια από τις κατηγορίες για τις οποίες οι αιτητές καταδικάστηκαν σε πρόστιμο. Παρόμοιοι ισχυρισμοί για πολλαπλότητα απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 431/2004, της 7/4/2005) στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:
“Η έννοια της πολλαπλότητας (duplicity) στην ποινική δικονομία, στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, δεν έχει σχέση με τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Όπως επεσήμαινε η συνήγορος της Αρχής, πολλαπλότητα θα είχαμε αν στην ίδια κατηγορία συμπιέζονταν δύο ή περισσότερες παραβάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση καταλογίστηκε στους αιτητές, με αναφορά στον κάθε αντίστοιχο κανονισμό, μόνο μια παράβαση. Εφόσον οι αντίστοιχες παραβάσεις διατηρούνται χωριστές, επιτρέπεται να καταλογίζονται όλες παρόλον που στηρίζονται στα ίδια γεγονότα. Εκείνο που δεν επιτρέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η σωρευτική επιβολή κυρώσεων.”
(Βλ. επίσης SIGMA RADIO T.V. LTD v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή αρ. 668/2003, της 25/2/2005).
(iv) Πλάνη ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και των Κανονισμών.
Οι αιτητές εισηγούνται ότι η Αρχή εσφαλμένα και πεπλανημένα παραγνώρισε ότι οι αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών και η αναγγελία ειδήσεων από το σταθμό (trailers) δεν θεωρούνται ως διαφήμιση. Προς τούτο έγινε επίκληση του άρθρου 34(3) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι,
“(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διαφήμιση δεν περιλαμβάνει –
- Τις ανακοινώσεις του τηλεοπτικού σταθμού σχετικά με τα δικά του προγράμματα και τα δευτερεύοντα προϊόντα που παράγονται άμεσα από τα προγράμματα αυτά·
- τις τηλεοπτικές κοινωφελείς ανακοινώσεις και εκκλήσεις για αγαθοεργίες που μεταδίδονται δωρεάν.”
Είναι η θέση των αιτητών ότι επειδή με βάση την πιο πάνω πρόνοια οι “αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών” που προβλέπονται στην παράγραφο ΣΤ.3 δεν εμπίπτουν στον όρο διαφήμιση, γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση των άρθρων 33(2)(η) και 34(2), τα οποία αφορούν μόνο διαφημιστικά και τηλεμπορικά μηνύματα. Η πιο πάνω εισήγηση των αιτητών δεν ευσταθεί. Όπως επισημάνθηκε από τη δικηγόρο της καθ’ης η αίτηση, η διαφήμιση δεν περιλαμβάνει τις ανακοινώσεις του τηλεοπτικού σταθμού για τα δικά του προγράμματα, μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 34, όπως προβλέπεται ρητά στην παράγραφο (3) πιο πάνω. Στην παρούσα περίπτωση οι παραβάσεις των αιτητών που αφορούσαν διακοπή εκπομπών για μετάδοση αναγγελίας προσεχούς εκπομπής (trailer) είχαν ως νομικό υπόβαθρο το άρθρο 33(2)(η) που δεν δεσμεύεται από την πιο πάνω εξαίρεση του άρθρου 34(3)(i) και την παράγραφο ΣΤ.3 η οποία αναφέρεται και στις διακοπές στο ενδιάμεσο προγραμμάτων μεταξύ άλλων και για “αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών”. Η εισήγηση απορρίπτεται.
(iv) Η επιβληθείσα διοικητική κύρωση είναι υπερβολική.
Οι αιτητές υπέβαλαν ότι για τις 13 κατηγορίες στις οποίες υπήρξε άμεση ή έμμεση παραδοχή τους, το πρόστιμο που υποβλήθηκε ήταν υπερβολικό. Συσχετίζοντας τα έσοδα από τις διαφημίσεις με το πρόστιμο των £45.000, υποβλήθηκε ότι η ποινή του προστίμου ήταν υπέρμετρα ψηλή, άδικη και τιμωρητική.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Το άρθρο 3(2)(ζ)(i) του Νόμου καθορίζει ότι η Αρχή
“(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση –
(i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·
.................................. .................................................. ................
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου “κύρωση” περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:
- Μέχρι Λ.Κ. 5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,
- μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,
- μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,
- μέχρι Λ.Κ. 500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.”
Έχει νομολογικά καθιερωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να ελέγχει το ύψος της κύρωσης που επιβάλλεται από τη διοικητική αρχή. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση SIGMA RADIO T.V. LTD v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Προσφυγή αρ. 1096/2001, της 7/1/2003),
“Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για κυρώσεις που επιβάλλονται στη διαδικασία άσκησης ελέγχου επί του τρόπου λειτουργίας του Σταθμού. Οι κυρώσεις αυτές έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών κυρώσεων. Στη διαδικασία της προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, το Δικαστήριο «δεν ελέγχει την κρίσιν του πειθαρχικού δικαστού περί της βαρύτητος του παραπτώματος και της επιβλητέας ποινής, διότι ταύτα απόκεινται εις την ελευθέραν εκτίμησιν του δικάσαντος οργάνου. Έλεγχον όμως από απόψεως νομιμότητος την ελευθέραν εκτίμησιν του πειθαρχικού δικαστού, δικαιούται να ερευνήση μη τι ούτος περιέπεσεν εις πλάνην περί τα πράγματα» (Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, 221, Christodoulides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99, 125, 126, Κυριακόπουλος «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 305, 308).”
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο