ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 555/2004)
16 Μαΐου, 2005
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________
Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Καλλιγέρου, για την Καθ΄ Ης η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή προσβάλλει απόφαση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ΑΡΚ) με την οποία εκρίθη ότι ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ της Αιτήτριας είχε διαπράξει παραβάσεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1)/98) και των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000) και επεβλήθησαν ποινές διοικητικών προστίμων ανερχόμενες συνολικά σε £32,000.
Ορισμένες από τις παραβάσεις για τις οποίες κατηγορείτο ο σταθμός αφορούσαν την παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας της ΚΔΠ 10/2000. Ως προς αυτές, είναι εισήγηση της Αιτήτριας ότι η εν λόγω παράγραφος ΣΤ.3 είναι ultra vires του Ν. 7(Ι)/98 και δη των άρθρων 33(2)(ε), 34(1) και 34(2). Η παράγραφος ΣΤ.3 έχει ως εξής:
"Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά."
Τα άρθρα 33(2)(ε), 34(1) και 34(2) προνοούν:
"33.-(2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:
.................................. .................................................. ..........................
(ε) Η διαφήμιση και η τηλεμπορία πρέπει να παρεμβάλλονται μεταξύ των εκπομπών. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (στ) έως (θ) του εδαφίου αυτού, η διαφήμιση και η τηλεμπορία μπορούν να παρεμβάλλονται και κατά τη διάρκεια των εκπομπών, εφόσον δε θίγεται η αρτιότητα και η αξία των εκπομπών, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών διακοπών του προγράμματος, καθώς και της διάρκειας και της φύσης του και εφόσον δε θίγονται τα δικαιώματα των δικαιούχων."
"34.-(1) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης που αφιερώνεται σε μήνυμα τηλεμπορίας, διαφημιστικά μηνύματα και λοιπές μορφές διαφήμισης, εκτός των χρονοθυρίδων ή τηλεμπορικών παραθύρων της τηλεμπορίας κατά την έννοια του άρθρου 34Α, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης. Ο χρόνος μετάδοσης των διαφημιστικών μηνυμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης.
(2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%."
Η εισήγηση της Αιτήτριας είναι ότι το μεν άρθρο 32(2)(ε) δεν θέτει οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό ως προς τη διάρκεια της παρεμβαλλόμενης σε πρόγραμμα διαφήμισης, συναρτώντας τη διάρκεια της μόνο προς την αρτιότητα και την αξία της εκπομπής, των φυσικών διακοπών του προγράμματος και της διάρκειας και φύσης του, τα δε άρθρα 34(1) και 34(2) θέτουν χρονικό περιορισμό μόνο ως προς το σύνολο του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης διαφημίσεων. Ο νομοθέτης λοιπόν, καταλήγει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια, δεν εξουσιοδότησε σταθερό περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια της παρεμβαλλόμενης σε πρόγραμμα διαφήμισης, παραπέμποντας με και σε απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Γαβριηλίδη, στην οποία γίνεται δεκτή η εν λόγω θέση (ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 472/2002, 21.5.2003). Προς έμφαση μάλιστα της θέσης του, ο κ. Χριστοφίδης παραπέμπει και στη σύγκρουση η οποία, όπως εισηγείται, θα υπήρχε αν τα πράγματα ήσαν άλλως, καθ΄όσον από τη μία πλευρά το άρθρο 34(2) επιτρέπει συνολικό χρόνο διαφημίσεων 12 λεπτών ανά ώρα (20%) και από την άλλη πλευρά η παράγραφος ΣΤ.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 33(2)(η) θα επέτρεπε συνολικό χρόνο διαφημίσεων μόνο 10 λεπτών.
Με όλο το σέβας, δεν θα ακολουθήσω την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή. Το σκεπτικό της είναι ότι το άρθρο 33(2) συναρτά τη διάρκεια παρεμβαλλόμενης διαφήμισης μόνο προς τις φυσικές διακοπές του προγράμματος καθώς και τη διάρκεια και τη φύση του προγράμματος και δεν θέτει συγκεκριμένο χρονικό περιορισμό της παρεμβαλλόμενης διαφήμισης. Δεν βλέπω όμως ότι σκοπός του άρθρου 33(2) είναι αυτός. Το άρθρο 33(2) δεν προορίζεται να καθορίσει τους παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄όψη ως προς τη διάρκεια παρεμβαλλόμενης σε πρόγραμμα διαφήμισης. Προορίζεται να καθορίσει υπό ποίες συνθήκες είναι επιτρεπτή η καθόλου παρεμβολή διαφήμισης σε πρόγραμμα. Εξ ου και η παρεμβολή επιτρέπεται εφ΄όσον δεν θίγεται η αρτιότητα και η αξία της εκπομπής, λαμβανομένων προς τούτο υπ΄όψη των φυσικών διακοπών του ίδιου προγράμματος, που εύλογα έτσι επιτρέπουν την παρεμβολή διαφήμισης, της διάρκειας και της φύσης του.
Τα δε άρθρα 34(1) και 34(2) ουδόλως αφορούν τη διάρκεια της επιτρεπτά παρεμβαλλόμενης διαφήμισης παρά μόνο το συνολικό τους χρόνο ως ποσοστό αναλογίας προς το σύνολο του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης του σταθμού και της κάθε ωρολογιακής ώρας μετάδοσης αντιστοίχως.
Ως προς το επιχείρημα που συμπλέκει το άρθρο 34(2) με το άρθρο 33(2)(η) και την παράγραφο ΣΤ.3, να παρατηρηθεί μόνο ότι το κάθε άρθρο έχει τη δική του αναφορά και εμβέλεια.
Υιοθετώ την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Αρτεμίδη, Π., στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 884/01, 8.11.2002, στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για την ΑΡΚ και στην οποία, εξετάζοντας το ίδιο θέμα, είπε τα ακόλουθα (σελίδες 4-7):
"Διατείνεται ο δικηγόρος της αιτήτριας πως οι διατάξεις των πιο πάνω άρθρων του εξουσιοδοτικού Νόμου δεν θέτουν οποιοδήποτε όριο, περιορισμό ή απαγόρευση στη διάρκεια των διακοπών στο ενδιάμεσο προγράμματος για τη μετάδοση διαφημίσεων. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στο χρόνο διαφημίσεων είναι να μην υπερβαίνει το 15 ή 20% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης ή η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα να μην υπερβαίνει το 20%.
Ο δικηγόρος της Αρχής απαντά ως εξής: Το άρθρο 51(1) του Νόμου προβλέπει, για την καλή εφαρμογή του Νόμου, την έκδοση από την Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμών.
Μέσα στην πιο πάνω εξουσία περιλαμβάνεται, και η παραγρ. (ε) του εδαφίου 2 για την υιοθέτηση:
22.(ε) Κώδικα που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων, ο οποίος ετοιμάζεται από την Αρχή έπειτα από διαβουλεύσεις με το Σύνδεσμο Διαφημιστών.
Η παράγραφος ΣΤ.(3), λέει ο δικηγόρος της Αρχής, δεν αντιμάχεται τις διατάξεις του Νόμου, που παρέθεσα πιο πάνω, γιατί αυτή αναφέρεται στις διακοπές για διαφημίσεις στο ενδιάμεσο των προγραμμάτων. Ο χρόνος που παρέχουν οι διατάξεις του Νόμου για διαφημίσεις, στις εκπομπές, όπως καθορίζεται, δεν επηρεάζεται. Αν δεν συμπληρωθεί ο χρόνος που μπορεί ένας σταθμός να μεταδίδει διαφημίσεις, λόγω της εφαρμογής της παραγράφου ΣΤ.(3), ο χρόνος αυτός μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών των εκπομπών, απλώς όμως δεν πρέπει η κάθε διακοπή στο ενδιάμεσο των προγραμμάτων να υπερβαίνει τα 3½ λεπτά.
Συμφωνώ με τη θέση του δικηγόρου του Αρχής. Το συγκεκριμένο ζήτημα είχε εγερθεί και ενώπιον της κατά τη διαδικασία της αυτεπάγγελτης εξέτασης, και η Αρχή έδωσε, κατά τη γνώμη μου, ορθή ερμηνεία στο Νόμο και τον Κανονισμό. Έχω την άποψη πως το άρθρο 34(1) του Νόμου οριοθετεί το χρόνο που μπορεί να αφιερωθεί στη μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας, που καθορίζεται σε 15% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης, ενώ, το εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου οριοθετεί την αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20% του χρόνου σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα για να μεταδίδει διαφημίσεις, για 16 συνεχή λεπτά δηλαδή. Ο επίμαχος Κανονισμός ΣΤ.(3) αυτό ακριβώς ρυθμίζει, έτσι που οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος, (υπογραμμίζω τη λέξη προγράμματος σε αντιδιαστολή με τη λέξη εκπομπές που αναφέρεται στο άρθρο 34) για τη μετάδοση διαφημίσεων να μη υπερβαίνει τα 3½ λεπτά. Το σύνολο του επιτρεπόμενου από το άρθρο 34 χρόνου για τη μετάδοση διαφημίσεων μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών άλλων εκπομπών."
Εισηγείται έπειτα ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια ότι το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού, στη βάση του οποίου ενήργησε η ΑΡΚ, δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο όπως απαιτείται από τον Κανονισμό 42(5) της ΚΔΠ 100/2000, καθ΄ότι συνίσταται στην απλή καταγραφή γεγονότων και νομικών προνοιών και στη διατύπωση συμπερασμάτων για παραβάσεις. Η επάρκεια της αιτιολογίας όμως είναι πάντοτε σχετική και συναρτάται προς τα δεδομένα και το ζητούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τι περισσότερο θα μπορούσε να είχε λεχθεί, αφού η αιτιολόγηση του συμπεράσματος για διάπραξη παραβάσεων είναι ακριβώς η διαπίστωση γεγονότων που συνιστούν παράβαση του νόμου και των κανονισμών και ως προς τούτο το πόρισμα ήταν πλήρες.
Άλλη εισήγηση, που αφορά ορισμένες παραβάσεις, είναι ότι εσφαλμένα εθεωρήθη ότι οι αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών προγραμμάτων και εισήγήσεων ήσαν διαφημίσεις. Η εισήγηση βασίζεται στη διάκριση που γίνεται στο νόμο και στους κανονισμούς μεταξύ διαφημίσεων, τηλεμπορίας και αναγγελιών προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών, και στο άρθρο 34(3), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 23(Ι)/2000, το οποίο ρητά αναφέρει ότι η διαφήμιση δεν περιλαμβάνει ανακοινώσεις σχετικά με τα προγράμματα του σταθμού. Η απάντηση σε αυτό δίδεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για την ΑΡΚ - όπως ρητά αναφέρεται στο άρθρο 34(3), η σχετική πρόνοια του είναι "Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου" μόνο. Η καταδίκη για τις εν λόγω παραβάσεις όμως αφορούσε όχι το άρθρο 34 αλλά το άρθρο 33(2)(η) ως προς το οποίο δεν έχει εφαρμογή ο περιορισμός του άρθρου 34(3) και ως προς το οποίο εφαρμόζεται ο ευρύτερος ορισμός του όρου "διαφήμιση", όπως περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, που περιλαμβάνει και κάθε μορφή ανακοίνωσης που μεταδίδεται για λόγους αυτοπροβολής.
Έπειτα η Αιτήτρια εισηγείται ότι υπάρχει πολλαπλότητα κατηγοριών κατά το ότι, ενώ συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως εξειδικεύεται στην αγόρευση, αφορούν τα ίδια γεγονότα και έτσι συνιστούν το ίδιο ουσιαστικά αδίκημα, διατυπώνονται με πολλαπλότητα και επιβάλλεται κύρωση σε όλες. Όπως παρατηρεί βέβαια και η ευπαίδευτη συνήγορος για την ΑΡΚ, η εισήγηση είναι με ανακρίβεια που αναφέρεται σε πολλαπλότητα, με σχετική παραπομπή στα λεχθέντα από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 362/03, 27.2.2004. Το παράπονο της Αιτήτριας δεν είναι ότι σε μια κατηγορία περιέχονται περισσότερα του ενός αδικήματα αλλά ότι διάφορες κατηγορίες αφορούν τα ίδια γεγονότα, οπότε το θέμα ανάγεται στην καταλληλότητα επιβολής ποινής για όλες τις κατηγορίες παρά στην ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου. Και έτσι όμως, παρατηρώ ότι η εισήγηση δεν είναι ορθή ούτε επί των δικών της όρων. Κατά πρώτο, οι ομάδες κατηγοριών που αναφέρει η αιτήτρια ως βασιζόμενες στα ίδια γεγονότα δεν είναι έτσι. Παίρνω την πρώτη ομάδα, αλλά τα ίδια ισχύουν και για άλλες. Λέγει η Αιτήτρια ότι οι κατηγορίες 1-6 αφορούν τα ίδια γεγονότα. Αυτό είναι ανακριβές, αφού οι κατηγορίες 1-2 αφορούν την εκπομπή "Η Λάμψη", οι κατηγορίες 3-5 αφορούν την εκπομπή "Θησαυροφυλάκιο", και η κατηγορία 6 αφορά την εκπομπή "Τα Νέα του ΑΝΤ1". Έπειτα, η κάθε κατηγορία, ακόμα και ως προς την ίδια εκπομπή, αφορά διαφορετική χρονικά παράβαση στα πλαίσια της ίδιας εκπομπής. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η κάθε παράβαση βασίζεται αυτοτελώς στα δικά της γεγονότα και το ότι ορισμένες παραβάσεις μπορεί να αφορούν την ίδια εκπομπή της ίδιας ημέρας ουδόλως είναι θέμα πολλαπλότητας έστω και αν θα μπορούσε να αντανακλά στο θέμα των κυρώσεων.
Ακόμα όμως και στο βαθμό που οι κατηγορίες είχαν "συγγένεια" εκπομπής και ημέρας, η ΑΡΚ δεν επέβαλε κυρώσεις σε όλες τις κατηγορίες. Κατ΄ακρίβεια η ΑΡΚ επέβαλε κυρώσεις μόνο για τις παραβάσεις του άρθρου 34(2) και δεν επέβαλε κυρώσεις για τις παραβάσεις του άρθρου 33(2)(η) και της παραγράφου ΣΤ3.
Η τελευταία εισήγηση της Αιτήτριας είναι ότι οι συνολικές ποινές των £32.000 είναι υπερβολικά ψηλές και τιμωρητικές. Έτσι τιθέμενο βέβαια το πράγμα δεν μπορεί, όπως παρατηρεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για την ΑΡΚ παραπέμποντας και στην απόφαση του Αρτέμη, Δ., στην υπόθεση Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία "Ο Λόγος" ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 598/03, 23.11.2004, να αποτελέσει αντικείμενο στην προσφυγή αφού το δικαστήριο δεν ελέγχει, όπως ελέγχει το Εφετείο, επί ποινικής έφεσης κατά της ποινής, την επάρκεια των κυρώσεων. Ο έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση πλάνης ή άλλου σχετικού προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου λόγου ακύρωσης και τέτοιος δεν προτείνεται. Στην ανάπτυξη της εισήγησης της Αιτήτριας δίδεται και μία άλλη διάσταση, ότι η ΑΡΚ, ενώ αποφασίζει ότι υπάρχουν παραβάσεις, δεν εξειδικεύει ως προς ποίες κατηγορίες. Τέτοιος λόγος ακύρωσης βέβαια δεν περιλαμβάνεται στην προσφυγή, και αν όμως εξετάζετο αυτεπαγγέλτως, είναι καθαρό από το όλο σκεπτικό της ΑΡΚ στις σελίδες 25-30 της απόφασης ότι η διαπίστωση ενοχής αφορούσε όλες τις κατηγορίες που εξέταζε η ΑΡΚ.
Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Αιτήτρια θα καταβάλει £500 έξοδα στην ΑΡΚ.
Θα ήθελα να εκφράσω την ευαρέσκεια μου για τη βοήθεια που είχα από τους ευπαίδευτους συνήγορους ως εκ της σαφήνειας, τάξης και πληρότητας με την οποία παρουσίασαν τα επιχειρήματα τους.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο