ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 303/2004, 28 Ιουνίου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 303/2004)

 

28 Ιουνίου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

                  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

                  2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.

 

Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της προαγωγής των επτά ενδιαφερόμενων μερών στο βαθμό του Υπαστυνόμου, που δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας στις 2/2/2004.

 

(α) Τα γεγονότα.

Ο αιτητής, ο οποίος αποτελεί μέλος της Αστυνομικής Δύναμης από τις 3/6/1982 και κατέχει το βαθμό του Αναπληρωτή Υπαστυνόμου από την 1/1/1998, ήταν υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Υπαστυνόμου. Η επιλογή των υποψηφίων για όλες τις θέσεις της Δύναμης καθορίζεται με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), ο οποίος προνοεί ότι,

 

“3.-(1) Προαγωγή σ’ όλους τους βαθμούς της Δύναμης θα διενεργείται με επιλογή μεταξύ εκείνων που κατέχουν τα προσόντα για προαγωγή, σύμφωνα με τους παρόντες Κανονισμούς.

 

     (2) Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.

 

     (3) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστον έξι μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν:

 

     Νοείται ότι στον όρο μετεκπαίδευση στο εξωτερικό δεν περιλαμβάνεται η παρακολούθηση σεμιναρίων ή άλλων μαθημάτων διάρκειας μικρότερης των δέκα εβδομάδων.”

 

 

Η διαδικασία της προαγωγής προϋποθέτει την αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή από την Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως. Όπως αναφέρεται στον Κανονισμό 4 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89),

 

“4.-(1) Οι υποψήφιοι για προαγωγή μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου αξιολογούνται και ταξινομούνται από Επιτροπή Αξιολόγησης και στη συνέχεια από το Συμβούλιο Κρίσεως.

 

     (2) Κανένας δεν αξιολογείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης εκτός αν κατέχει τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς προσόντα.”

 

Η διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης (η οποία αποτελείται από ένα Βοηθό Αρχηγό και τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς οι οποίοι ορίζονται από τον αρμόδιο Υπουργό) καθορίζεται με τον Κανονισμό 6(2) και (3), σύμφωνα με τον οποίο,

 

 

 

     “(2) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα διεξέρχεται και μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων και θα αξιολογεί τούτους με βάση τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό 3 των παρόντων Κανονισμών μαζί με αναφορά σε θέματα απόδοσης, ενεργητικότητας, κατάρτισης στα αστυνομικά καθήκοντα, προσωπικού κύρους και προσωπικότητας, αισθήματος πειθαρχίας, ικανότητας αποτελεσματικής διεκπεραίωσης καθηκόντων και ευθυνών και ικανότητας να εξασφαλίζει από τους άνδρες του το βέλτιστο και να αποφέρει αποτελέσματα:

 

     Νοείται ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συμβουλεύεται τον υπεύθυνο Αξιωματικό πόλεως ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό υπαίθρου ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Κλάδου, ανάλογα με την περίπτωση, που υπηρετεί ο αξιολογούμενος υποψήφιος:

 

     Νοείται περαιτέρω ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης οφείλει να καλεί, να ενημερώνει και να ακούει τους μη συνιστώμενους υποψηφίους.

 

     (3) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συντάσσει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έκθεση αξιολόγησης πάνω σε ειδικό έντυπο που θα καθορίζεται από τον Αρχηγό και θα εγκρίνεται από τον Υπουργό, την οποία θα παραδίδει στον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας ή της Μονάδας που υπηρετεί ο αξιολογούμενος. Ακολούθως ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής της Μονάδας, αφού ετοιμάσει κατάλογο όλων των προσοντούχων με αλφαβητική σειρά, τον υποβάλλει μαζί με τις εκθέσεις αξιολόγησης κάθε υποψηφίου στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως που αναφέρεται στον Κανονισμό 7 των παρόντων Κανονισμών.”

 

 

Η περαιτέρω αξιολόγηση των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως (το οποίο αποτελείται από τον Υπαρχηγό της Δύναμης και δύο Ανώτερους Αξιωματικούς οι οποίοι ορίζονται από τον αρμόδιο Υπουργό) καθορίζεται με τις πρόνοιες του Κανονισμού 8(2), (3), (4), (5) και (6), ο οποίος προνοεί ότι,

 

     “(2) Το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιόν του, τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά.

 

     (3) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου Κρίσεως δύναται να παρευρίσκεται ως παρατηρητής ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διοικητής Μονάδας κάθε υποψηφίου.

 

     (4) Το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελετήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό και καταρτίζει πίνακα που περιέχει τα ονόματα όσων συνιστώνται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά.

 

     (5) Ο αριθμός των προσώπων που συνιστώνται από το Συμβούλιο Κρίσεως για προαγωγή δε θα υπερβαίνει το διπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων.

 

     (6) Ο πίνακας και τα έντυπα που συντάχθηκαν με βάση την παράγραφο (4) του παρόντος Κανονισμού θα αποστέλλονται από το Συμβούλιο Κρίσεως στον Αρχηγό ο οποίος, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 13Α του Νόμου.”

 

 

Στην παρούσα περίπτωση οι υποψήφιοι για προαγωγή στην επίδικη θέση αξιολογήθηκαν αρχικά από την Επιτροπή Αξιολόγησης και ακολούθως από το Συμβούλιο Κρίσεως. Οι αξιολογήσεις των υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης περιλήφθηκαν σε ξεχωριστές εκθέσεις για τον κάθε ένα υποψήφιο. Οι εκθέσεις αυτές υποβλήθηκαν από τον αρμόδιο Διοικητή της μονάδας του κάθε υποψηφίου στο Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο αφού κάλεσε τους υποψηφίους σε προσωπικές συνεντεύξεις προέβη στην αξιολόγησή τους με αναφορά στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και ατομικών δελτίων των υποψηφίων. Ο αιτητής έλαβε συνολικά 69,45 βαθμούς, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη έλαβαν από 75,13 μέχρι 75,77 βαθμούς. Ακολούθως το Συμβούλιο Κρίσεως υπέβαλε στον Αρχηγό Αστυνομίας κατάλογο ο οποίος περιείχε τα ονόματα των 54 συνιστωμένων υποψηφίων. Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του ο Αρχηγός της Αστυνομίας κατέληξε στην επίδικη απόφαση με το πιο κάτω σκεπτικό.

 

ΠΡΑΚΤΙΚΟ – ΣΚΕΠΤΙΚΟ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

     Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Ν. 158(1)/99 που Κωδικοποιεί τις Γενικές του Διοικητικού Δικαίου που πρέπει να διέπουν τη Δράση της Δημόσιας Διοίκησης, οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας, πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, για να καθίσταται δυνατή η άσκηση του δικαστικού ελέγχου.

 

2. Αιτιολογία είναι, γενικά, η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση της πράξης, καθώς και οι σκέψεις του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση της διοικητικής πράξης.

 

3. Το Συμβούλιο Κρίσεως ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 (4) και (5) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989, (Κ.Δ.Π. 52/89) μου υπέβαλε κατάλογο ονομάτων όσων συνιστώνται για προαγωγή σε Ανώτερο Υπαστυνόμο με αλφαβητική σειρά.

 

4. Αφού μελέτησα τον κατάλογο των Λοχιών της Αστυνομίας, τους κατέταξα σε κατάλογο κατά σειρά βαθμολογίας. Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Κανονισμός 8 (6) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), έλαβα υπόψη μου τον κατάλογο συνιστώμενων υποψηφίων για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας, τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως καθώς και το περιεχόμενο του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου κάθε υποψηφίου. Αξιολόγησα και συνεκτίμησα όλα αυτά στο σύνολο τους με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, πάντοτε μέσα στο πνεύμα του Κανονισμού 3 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989, (Κ.Δ.Π. 52/89) και ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το εδάφιο 1 του άρθρου 13Α του Περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, προήγαγα τους καταλληλότερους των υποψηφίων.

 

5. Κατά την απόφαση μου αυτή, έλαβα υπόψη τη σειρά βαθμολογίας εκτός της περίπτωσης του Αναπλ. Υπαστυνόμου ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΣΙΗ Παναγιώτη, ο οποίος βρίσκεται στην 32η θέση του καταλόγου συνιστώμενων για προαγωγή και προχώρησα στην πλήρωση των θέσεων εκτιμώντας και ενεργώντας με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ισχύει σήμερα.

 

6. Κατά την απόφαση μου αυτή, δηλαδή για παραγνώριση της σειράς βαθμολογίας, κάτι το οποίο να σημειωθεί ότι δεν αντίκειται στους υφιστάμενους Κανονισμούς, έλαβα σοβαρά υπόψη το πτυχίο Οικονομικών Επιστημών που κατέχει ο υποψήφιος Αναπλ. Υπ/μος ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΣΙΗΣ Παναγιώτης, το οποίο σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (3) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) θεωρείται επιπρόσθετο προσόν. Ο προαγόμενος υπερέχει σε αξία και προσόντα έναντι των δύο που προηγούνται στον κατάλογο συνιστώμενων για προαγωγή, δηλαδή από αυτούς που βρίσκονται στις θέσεις 30 (Αναπλ. Υπαστυνόμος ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Ερωτόκριτος Λοχ. 4764) και 31 (Γ/Αναπλ. Υπαστυνόμος ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ιωάννα, Λοχ. 3341).

 

7. Με βάση τον Κανονισμό 3(2) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή, μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και στα προσόντα. Συγκρινόμενος ο προαγόμενος Αναπλ. Υπ/μος ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΣΙΗΣ Παναγιώτης με τους Αναπλ. Υπ/μο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Ερωτόκριτο και Γ/Αναπλ. Υπ/μο ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Ιωάννα, που προηγούνται στον κατάλογο συνιστώμενων για προαγωγή, υπερέχει σε αξία και προσόντα, ενώ έναντι της ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ υστερεί σημαντικά σε αρχαιότητα, την οποία έλαβα σοβαρά υπόψη. Ερμηνεύοντας όμως το γράμμα και το πνεύμα του προαναφερόμενου Κανονισμού 3(2) έχω προσδώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο πτυχίο που κατέχει ο ΚΟΥΝΤΟΥΡΕΣΙΗΣ και έτσι αποφάσισα να τον προαγάγω σε Υπαστυνόμο.”

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί

 

(i)                 Η αξιολόγηση των στοιχείων του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου των υποψηφίων, με βάση το σχετικό έντυπο αξιολόγησης από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι πεπλανημένη, αφού στηρίχτηκε σε παράνομα και αυθαίρετα κριτήρια,

 

(ii)               Η διαβάθμιση και αποτίμηση της αρχαιότητας των υποψηφίων στο ειδικό έντυπο αξιολόγησης και βαθμολογίας του Συμβουλίου Κρίσεως έγινε κάτω από καθεστώς νομικής πλάνης,

 

(iii)             Η διαβάθμιση και αποτίμηση του στοιχείου των προσόντων με την απόδοση σε αυτά 10 επί συνόλου 100 μονάδων, με βάση το ειδικό έντυπο, ήταν το αποτέλεσμα νομικής πλάνης και εξουδετέρωσε τη σημασία τους ως ουσιώδους στοιχείου κρίσης.

 

(iv)              Το Συμβούλιο Κρίσεως προέβη αυθαίρετα, με βάση το ειδικό έντυπο, σε αξιολόγηση και βαθμολόγηση των υποψηφίων για την προσωπική συνέντευξη, χωρίς να διενεργήσει στην πραγματικότητα προσωπική συνέντευξη,

 

(v)                Οι καθ’ων η αίτηση παρενέβησαν αυθαίρετα και παράνομα κατά την εξέλιξη της διαδικασίας προαγωγών αντικαθιστώντας τα έντυπα αξιολόγησης και βαθμολογίας των υποψηφίων και γιατί,

 

(vi)              Παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της αμερόληπτης κρίσης της διοίκησης.

 

 

 

 

 

(i) Η αξιολόγηση των στοιχείων του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου των υποψηφίων, με βάση το σχετικό έντυπο αξιολόγησης από το Συμβούλιο Κρίσεως, είναι πεπλανημένη.

 

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η αξιολόγηση και η βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με τα στοιχεία του προσωπικού του φακέλου και του ατομικού του δελτίου στηρίχθηκε σε παράνομα και αυθαίρετα κριτήρια για τα οποία έγινε κατανομή μονάδων χωρίς αιτιολογία. Πιο συγκεκριμένα υποβάλλει ότι το αναφερόμενο με Α/Α 1 κριτήριο του “επεξηγηματικού εντύπου” που σημειώνεται ως “Γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα Αστυνομικών δραστηριοτήτων”, είναι αυθαίρετο, γιατί δεν εναπόκειται στον αιτητή να επιλέξει την τοποθέτησή του σε διαφορετικά τμήματα και δραστηριότητες της Δύναμης, ούτως ώστε να αποκτήσει τις αντίστοιχες γνώσεις και εμπειρίες, αλλά η σχετική εξουσία ανήκει στον Αρχηγό. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το είδος καθηκόντων υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων, δεν μπορεί να αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσεως και αμφισβητεί την εγκυρότητα και την αιτιολογία της βαθμολογίας που του δόθηκε για το συγκεκριμένο κριτήριο και ανερχόταν σε 0.75 με ανώτατη βαθμολογία την 1.00 μονάδα. Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι το “επεξηγηματικό έντυπο” που χρησιμοποιήθηκε έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί κατάλληλα ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των υποψηφίων, σε αντίθεση με το προηγούμενο που αποδοκιμάστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ήγειρε το ίδιο θέμα στην υπόθεση Σαμανίδης ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 889/01 της 10/2/2003) σε σχέση με το κριτήριο της “ευδόκιμης υπηρεσίας σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων” για το οποίο ο κάθε υποψήφιος μπορούσε να αποκομίσει κατά ανώτατο όριο 1.25 μονάδες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το κριτήριο σχετιζόταν με τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσαν οι υποψήφιοι κατόπιν οδηγιών των ανωτέρων τους και δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσης. Στην ίδια όμως υπόθεση είχε κριθεί προηγουμένως ότι συνέτρεχε και άλλος λόγος ακυρότητας που αφορούσε την πεπλανημένη θεώρηση του στοιχείου της αρχαιότητας, για το οποίο το Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:

 

     “Σε σχέση με το στοιχείο υπ. αρ. 2 - «ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, ανώτατη βαθμολογία 1.25» - ο κ. Καραπατάκης υπέβαλε ότι το αυθαίρετο του στοιχείου εστιάζεται στο ότι δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αιτητών όπως και του κάθε μέλους της Αστυνομικής Δύναμης από ποιο «πόστο» της Αστυνομίας θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, αλλά αυτό εναπόκειται στην κυρίαρχη εξουσία του Αρχηγού Αστυνομίας η οποία καθοδηγείται από τις ανάγκες της Αστυνομικής Δύναμης. Το ίδιο – συνέχισε – ισχύει και για τη μετάθεση των αιτητών και του κάθε μέλους της Δύναμης από το ένα «πόστο» στο άλλο.

 

     Ήταν η θέση του ότι δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσεως η απασχόληση των μελών της Αστυνομικής Δύναμης σε ορισμένα καθήκοντα και να δίνεται 1.25 μονάδα σε όποιο μέλος της αστυνομικής δύναμης είχε ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, και σε όσα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης που η υπηρεσία τους έταξε να υπηρετούν σε ένα περιορισμένο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων να μην τους δίνεται η 1.25 μονάδα, ή μέρος αυτής.

 

......................................................................................................

 

     Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την βαθμολογία του Κριτηρίου (ιιι). Αυτή αποτελείται από 10 βαθμούς. Ήταν η θέση του κ. Γιωργαλλή, εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση, πως εν όψει της βαθμολογίας που δόθηκε στους αιτητές 1, 3 και 4 στα Κριτήρια (ι) και (ιι) – Προσωπική Συνέντευξη και Έκθεση Επιτροπής Αξιολόγησης – ακόμη και με την προσθήκη του συνόλου της βαθμολογίας των 10 βαθμών του Κριτηρίου (ιιι) η βαθμολογία τους δεν θα ήταν δυνατό να καλύψει τη διαφορά μεταξύ της βαθμολογίας τους και εκείνης των Ε.Μ.. Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε και σε σχέση με τον αιτητή 2 – Βαλανό. Ακόμη και η προσθήκη της ανώτατης βαθμολογίας των επίμαχων στοιχείων 2, 5, και 6 του κριτηρίου (ιιι) δεν θα μπορούσε να καλύψει τη διαφορά μεταξύ της βαθμολογίας τους και εκείνης των Ε.Μ..”

 

 

Στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έντυπο αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων το οποίο υποβλήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας στον αρμόδιο Υπουργό έχει αναθεωρηθεί και το κριτήριο για το οποίο αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι δεν ήταν “η ευδόκιμη υπηρεσία σε φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων” με ανώτατη βαθμολογία 1.25 μονάδες, αλλά “γνώσεις και εμπειρίες” σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, με ανώτατη βαθμολογία 1.00 μονάδα. Η βαθμολόγηση δε βασίζεται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, σε συνάρτηση με τις παρατηρήσεις του άμεσα προϊσταμένου και τις απόψεις του Αστυνομικού Διευθυντή. Με βάση τα πιο πάνω δόθηκε στον αιτητή βαθμολογία 0.75 για την οποία προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι είναι αναιτιολόγητη.

 

Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1489/99 της 11/5/2001) στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:

 

     “Ύστερα η κα Κουντουρή λέγει ότι η αξιολόγηση και βαθμολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως επί του ειδικού εντύπου με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου ήταν αναιτιολόγητη, και ως προς τα αναφερόμενα κριτήρια και ως προς την προσωπική συνέντευξη, παραπέμποντας στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743, 20.2.2000. Και πάλι μεταφέρω αυτολεξεί τα όσα παρατήρησα στη Μιχαηλίδης, ανωτέρω, σελίδες 3-4:

 

     “Η βασική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι όλες οι πιο πάνω βαθμολογήσεις των υποψηφίων είναι αναιτιολόγητες, παραπέμποντας και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, ΑΕ 2743, 20.7.2000. Η Ευθυμίου όμως αφορούσε διαδικασίες δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), το άρθρο 34(10) του οποίου απαιτεί αιτιολογία. Έγινε μάλιστα και ρητή διαφοροποίηση της από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου (1993) 3 ΑΑΔ 325, η οποία ήταν πανομοιότυπη προς την ενώπιον μου υπόθεση, με βάση το ότι οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989, ΚΔΠ 52/89, βάσει των οποίων έγινε η αξιολόγηση, δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της.

 

     Η τοποθέτηση της Ολομέλειας επί του θέματος, όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, είναι καθοριστική και στην παρούσα προσφυγή. Ούτε ο Κανονισμός 6(3), που αφορά την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ούτε ο Κανονισμός 8(2) και 8(4), που αφορά την αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως, απαιτούν αιτιολόγηση. Όπως απεφασίσθη δε στην Αντωνίου, το σχετικό έντυπο, που ήταν το ίδιο με εκείνο στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά έγκυρη διοικητική εφαρμογή του Κανονισμού και η ιδέα της βαθμολόγησης η οποία το διέπει συνάδει με τους Κανονισμούς όσο και με την αρχή της ισότητας ως ενιαίο μέτρο κρίσεως. Η Ευθυμίου αναγνωρίζει ότι, καθ’ όσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το νομοθέτη, η αρχή της αιτιολόγησης, ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, υποχωρεί ανάλογα. Εφ’ όσον η μέθοδος της βαθμολόγησης υιοθετείται στο ειδικό έντυπο που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο Υπουργός σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6(3) και 8(4) και συνάδει με τους Κανονισμούς, δεν τίθεται θέμα περαιτέρω εφαρμογής της γενικής αρχής της αιτιολόγησης.”

 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω αιτιολόγηση της βαθμολογίας που δόθηκε στον αιτητή, η οποία εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να εξετασθεί και σε σχέση με το τι έχει λεχθεί στην υπόθεση Σαμανίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Το ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσον οι 0.25 μονάδες που κατ’ ισχυρισμόν στερήθηκε ο αιτητής σε σχέση με το συγκεκριμένο κριτήριο, θα ήταν δυνατό να καλύψει τη διαφορά στη βαθμολογία, ούτως ώστε να υπερτερούσε των ενδιαφερόμενων μερών. Η απάντηση είναι αρνητική. Σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως και στον αιτητή, αποδόθηκαν για το κριτήριο των “γνώσεων και εμπειριών σε ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων” 0.75 μ. Όμως έστω και αν ο αιτητής αποκόμιζε την ανώτατη βαθμολογία της 1.00 μ. δεν θα ήταν δυνατό, με βάση τη συνολική τελική βαθμολογία του που ήταν 69.45 μ. να υπερσκελίσει οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη, που είχαν αντίστοιχες βαθμολογίες από 75,13 μέχρι 75,77.

 

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

 

(ii) Η διαβάθμιση και αποτίμηση της αρχαιότητας έγινε κάτω από καθεστώς νομικής πλάνης.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2) της Κ.Δ.Π. 52/89 “η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα”.

 

Επειδή ο τρόπος κατανομής των μονάδων για την αρχαιότητα είχε αποδοκιμαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μια σειρά ακυρωτικών αποφάσεων (βλ. Σαμανίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Χήρα ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1040/2001 της 18/10/2002) οι καθ’ων η αίτηση υιοθέτησαν ένα νέο σύστημα κατανομής 12.00 μονάδων για την αρχαιότητα από ένα σύνολο 100.00 μονάδων. Είναι η θέση του αιτητή ότι η νέα αυτή κατανομή είναι αυθαίρετη γιατί η αποτίμηση 12.00 μονάδων σε σύνολο 100.00 εκμηδενίζει τη σημασία της ως ουσιώδους στοιχείου κρίσης.

 

Η πιο πάνω εισήγηση είναι αβάσιμη. Το νέο σύστημα κατανομής των μονάδων για την αρχαιότητα αναβαθμίστηκε. Το Συμβούλιο, όπως εξηγείται στο ειδικό έντυπο, κατένειμε τις 55 μονάδες (οι υπόλοιπες 45 δίδονται από την Επιτροπή Αξιολόγησης) με τον ακόλουθο τρόπο:

 

       I) Προφορική εξέταση                                  12 βαθμοί

       ΙΙ)  Προσωπική συνέντευξη                           9 βαθμοί

       ΙΙΙ) Ακαδημαϊκά Προσόντα                             8 βαθμοί

       IV) Αρχαιότητα                                               12 βαθμοί

       V)  Προσωπικός Φάκελος                           14 βαθμοί

                                                                              

Σύνολο     55 βαθμοί

 

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής με 21 χρόνια υπηρεσίας βαθμολογήθηκε ως προς την αρχαιότητα με 10,20 βαθμούς. Η εξέταση της βαθμολογίας αποκαλύπτει ότι στα ενδιαφερόμενα μέρη Στυλιανού (19 χρόνια υπηρεσίας), Αδάμου (17 χρόνια υπηρεσίας), Παπαδόπουλο (14 χρόνια υπηρεσίας), Καπνουλλά (14 χρόνια υπηρεσίας) και Κουντουρέσιη (12 χρόνια υπηρεσίας), έναντι των οποίων ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα, δόθηκαν 9,80, 9,40, 8,60, 8,60 και 7,80 βαθμοί αντίστοιχα, ενώ στα ενδιαφερόμενα μέρη Θεοδώρου (30 χρόνια υπηρεσίας) και Χαραλάμπους (29 χρόνια υπηρεσίας) που ήταν αρχαιότεροι του αιτητή, δόθηκαν 11,80 και 11,60 βαθμοί αντίστοιχα. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι, τόσο η παραχώρηση των 12 συνολικά μονάδων από το σύνολο των 100 για την αρχαιότητα, όσο και ο τρόπος βαθμολογίας των υποψηφίων αναλόγως των ετών υπηρεσίας τους, αντικατοπτρίζει τη δέουσα βαρύτητα που δόθηκε σε αυτό τον παράγοντα.

 

(iii) Ο καθορισμός από το Συμβούλιο Κρίσεως 8 μονάδων για τα ακαδημαϊκά προσόντα είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο Κρίσεως υποβάθμισε τη σημασία των προσόντων παραχωρώντας συνολικά                      10 μονάδες από τις 100, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2) της Κ.Δ.Π. 52/89, κατά την προαγωγή θα δίδεται μεγαλύτερη σημασία στην αξία και τα προσόντα.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εισήγηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τον προηγούμενο λόγο ακύρωσης και έτσι εγείρεται θέμα ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Και τούτο γιατί ο αιτητής επικαλούμενος ως προς το θέμα της αρχαιότητας τον Κανονισμό 3(2), υποστήριξε αφενός ότι με την κατανομή των 12 μονάδων, είχε εξουδετερωθεί η σημασία της ως στοιχείου επιλογής, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υπερβολική επίδραση των άλλων δύο παραγόντων, δηλαδή της αξίας και των προσόντων και αφετέρου ισχυρίζεται ότι εκμηδενίστηκε, με βάση την κατανομή των ανάλογων μονάδων στο ειδικό έντυπο, η σημασία των προσόντων, άποψη που προφανώς υποδεικνύει ότι δόθηκε δυσανάλογα υπερβολική βαρύτητα στην αξία και την αρχαιότητα. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Σαββίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, 257,

 

“Ένας περαιτέρω λόγος για απόρριψη της αίτησης είναι ότι δεν είναι επιτρεπτό, ειδικά σε αναθεωρητικές εφέσεις, διάδικος να ισχυρίζεται ταυτόχρονα δύο διαφορετικά πράγματα – να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει στην ίδια υπόθεση (approbate and reprobate). (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 393· Nicos Dometakis v. The Republic of Cyprus, through The Public Service Commission (1988) 3 C.L.R. 1673).”

 

 

Ανεξάρτητα από το πιο πάνω, το θέμα των προσόντων εξετάστηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως με τη δέουσα βαρύτητα. Ο αιτητής αποκόμισε μέσα στα πλαίσια της βαθμολογίας των στοιχείων του Προσωπικού Φακέλου, 1.00 μονάδα από σύνολο 2 μονάδων για το δίπλωμα Η/Υ και για το δίπλωμα Αγγλικών G.C.E. Grade B. Για τα ακαδημαϊκά προσόντα (τα οποία περιλήφθηκαν ως ανεξάρτητο κριτήριο με ανώτατη βαθμολογία 8.00) ο αιτητής δεν πήρε οποιεσδήποτε μονάδες γιατί δεν διέθετε κάποιο από τα προσδιοριζόμενα προσόντα, και επομένως δεν θα ήταν δυνατό να έχει βαθμολογικό όφελος από την αξιολόγησή τους, έστω και αν το Συμβούλιο Κρίσεως αποφάσιζε να διαθέσει περισσότερες μονάδες ως ανώτατη βαθμολογία για το συγκεκριμένο κριτήριο. Η πιο πάνω διαπίστωση οδηγεί εξάλλου στο συμπέρασμα, το οποίο εντοπίσθηκε ορθά και από τη δικηγόρο των καθ’ων η αίτηση, ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να εγείρει λόγο ακυρότητας σχετιζόμενο με την αποδοθείσα βαρύτητα των πιο πάνω ακαδημαϊκών προσόντων, αφού ο ίδιος δεν κατείχε οποιοδήποτε από αυτά. Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο ισχυρισμός του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

(iv) Η αξιολόγηση για την προσωπική συνέντευξη ήταν αυθαίρετη γιατί δεν διενεργήθηκε προσωπική συνέντευξη.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 8 της Κ.Δ.Π. 52/89 το Συμβούλιο Κρίσεως καλεί ενώπιον του τους υποψηφίους για προαγωγή και κατά την κρίση του προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα και γεγονότα που αφορούν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση της απόδοσης των υποψηφίων καταγράφεται στα πρακτικά και αξιολογείται με τα υπόλοιπα κριτήρια, με ανάλογη βαθμολογική διαβάθμιση στο ειδικό έντυπο. Είναι η θέση του αιτητή ότι ενώ στην παρούσα περίπτωση, με βάση το ειδικό έντυπο, προβλέπονταν τόσο η προφορική εξέταση όσο και η προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων ως αυτοτελή κριτήρια για τα οποία υπήρχε πρόβλεψη ανώτατης βαθμολογίας μέχρι 12.00 και 9.00 μονάδες αντίστοιχα, τελικά οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν μόνο σε προφορική εξέταση και γι’ αυτό το λόγο η αξιολόγηση και βαθμολόγηση τους από το Συμβούλιο Κρίσεως για την προσωπική συνέντευξη ήταν αυθαίρετη και παράνομη. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση παρέπεμψε στο ίδιο το έντυπο αξιολόγησης που περιέχει τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης και αποτελεί κατά την άποψή της μαχητό τεκμήριο, ότι αυτή διενεργήθηκε. Η θέση της δικηγόρου των καθ’ων η αίτηση είναι ορθή.

 

Τα επιμέρους κριτήρια και ιδιότητες της προσωπικής συνέντευξης (ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος και εμφάνιση) θα μπορούσαν να εντοπισθούν και να αξιολογηθούν, μέσα στα πλαίσια και της προφορικής εξέτασης μέσω των απαντήσεων των υποψηφίων στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν σε σχέση με την αστυνομική πρακτική και τις γενικές γνώσεις. Ο αιτητής αξιολογήθηκε και βαθμολογήθηκε για το γνωσιολογικό υπόβαθρο του αφενός και για τις ικανότητες έκφρασης, αυτοπεποίθησης και γενικής εμφάνισης αφετέρου. Ο ισχυρισμός του ότι δεν έγινε προσωπική συνέντευξη και ότι παράνομα βαθμολογήθηκαν οι υποψήφιοι γι’ αυτήν, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

(v) Η αντικατάσταση του ειδικού εντύπου αξιολόγησης ήταν αυθαίρετη και παράνομη.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 12/6/2003 ο Αρχηγός Αστυνομίας έθεσε ενώπιον του Υπουργού για έγκριση το ειδικό έντυπο που θα εχρησιμοποιείτο από το Συμβούλιο Κρίσεως, μέσα στην οποία αναφέρονταν μεταξύ άλλων και τα εξής:

 

Αναθεώρηση του Εντύπου Αξιολόγησης και Βαθμολόγησης

των υποψηφίων ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως

για τις προαγωγές του 2003

 

     Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Κανονισμός 8(4) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), υποβάλλω συνημμένα δεόντως αιτιολογημένο ειδικό έντυπο το οποίο έχω καθορίσει δυνάμει του πιο πάνω κανονισμού, για έγκριση του. Το ειδικό έντυπο θα χρησιμοποιηθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως, για σκοπούς αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων για προαγωγή και την ολοκλήρωση της διαδικασίας προαγωγών, μέχρι το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Αστυνομία και Πυροσβεστική Υπηρεσία, για το έτος 2003.

 

2. Η ανάγκη τροποποίησης και αναθεώρησης του υφιστάμενου εντύπου κρίνεται ως άκρως επιβεβλημένη. Αφενός λόγω του ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης έχει ολοκληρωθεί και η συνέχιση της δεν μπορεί να υλοποιηθεί με το υφιστάμενο έντυπο, καθότι κρίθηκε με πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, τα κριτήρια του είναι υποκειμενικά και μη μετρήσιμα, με ιδιαίτερη αναφορά σ’ ένα ουσιώδη παράγοντα, εκείνο της αρχαιότητας. Αφετέρου η εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας δεν επιτρέπει την περαιτέρω αναμονή και την παραμονή του θέματος σε εκκρεμότητα, καθότι η διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων επιβάλλεται να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του χρόνου, για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να προστεθεί ακόμη ένα πρόβλημα λειτουργικότητας, πλην των μαζικών αφυπηρετήσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως Υπηρεσία.

 

3. Η αναμονή για τροποποίηση στην ολότητα τους, των υφιστάμενων Κανονισμών ή και η πλήρωση των κενών θέσεων με αυτούς, δεν ενδείκνυται ως ορθός τρόπος επίλυσης του προβλήματος και ως ορθότερη λύση, προκρίνεται η αναθεώρηση του εντύπου. Η υιοθέτηση του συνημμένου εντύπου, η οποία θα ισχύσει μόνο για φέτος, θα μας δώσει τη δυνατότητα να μελετήσουμε εις βάθος τις εισηγούμενες τροποποιήσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων, ώστε να προχωρήσουμε με ένα ολοκληρωμένο, προσεγμένο, αξιοκρατικό και ορθολογικό σύστημα αξιολόγησης και προαγωγών.

 

4. Ενόψει των πιο πάνω, η αναθεώρηση του εντύπου, υποχρεωτικά θα ορίζει τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, με ανακατανομή των 55 μονάδων που υπολείπονται, αφού όπως ανέφερα και πιο πάνω, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης έχει ήδη ολοκληρωθεί.”

 

 

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ενέκρινε το πιο πάνω αναθεωρημένο έντυπο, με βάση το οποίο το Συμβούλιο Κρίσεως προχώρησε στη συνέχεια στην αξιολόγηση και βαθμολόγηση των υποψηφίων.

 

Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω αναθεώρηση του υφιστάμενου εντύπου, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της Επιτροπής Αξιολόγησης, συνιστούσε παράνομη και αυθαίρετη επέμβαση και αλλαγή των κριτηρίων αξιολόγησης και της βαθμολογίας, εν αγνοία των υποψηφίων, με αποτέλεσμα την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υποψηφίων προς τους καθ’ων η αίτηση. Αντίθετα η δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση απάντησε με το επιχείρημα ότι η τροποποίηση του εντύπου δεν ήταν αυθαίρετη αλλά έγινε για σκοπούς συμμόρφωσης με ακυρωτικές αποφάσεις. Η θέση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η ανάγκη τροποποίησης της αναθεώρησης του εντύπου προέκυψε ως αποτέλεσμα σειράς ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η διαδικασία προαγωγής όπως καθορίζεται από τους σχετικούς Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 52/89 που προεκτέθηκαν, διαχωρίζει τα στάδια αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης (Καν. 6(3)) και του Συμβουλίου Κρίσεως (Καν. 8(4)) προβλέποντας για το κάθε όργανο τη χρήση ξεχωριστού ειδικού εντύπου που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό. Το γεγονός ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία της Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν συνιστούσε κώλυμα για τους καθ’ων η αίτηση να προβούν, συμμορφούμενοι προς τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου, σε κατάλληλη τροποποίηση του ειδικού εντύπου που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως. Ούτε υπήρχε οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια που να καθιστούσε απαραίτητη την ενημέρωση των υποψηφίων για τις οποιεσδήποτε προτιθέμενες αλλαγές στο έντυπο.

 

(vi) Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και αμεροληψίας.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν απέστειλε έγκαιρα στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τον κατάλογο των συνιστωμένων υποψηφίων για προαγωγή που κατάρτισε το Συμβούλιο Κρίσεως στις 25/9/2003 (μέσα στον οποίο δεν περιλαμβανόταν ο αιτητής) για σκοπούς ετοιμασίας ένστασης μέσα στα πλαίσια προσφυγών που αφορούσαν άλλες προαγωγές, με αποτέλεσμα, κατά την άποψη του αιτητή, “να ενταθούν οι υποψίες μεταξύ των μελών της Αστυνομικής Δύναμης για αλλοιώσεις στον εν λόγω κατάλογο και να καμφθεί το τεκμήριο της αμερολήπτου κρίσεως της Διοικήσεως”.

 

Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος και ατεκμηρίωτος. Σύμφωνα με τη νομολογία η προβολή ισχυρισμού για την ύπαρξη μεροληψίας και προκατάληψης αποτελεί σοβαρή μομφή που προϋποθέτει και την ανάλογη μαρτυρία για την απόδειξή του. Όπως τονίστηκε στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 426, 431,

 

“Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη κρίση της διοίκησης σε κάθε περίπτωση. Απόφαση που φέρει το στίγμα της προκατάληψης υπόκειται σε ακύρωση. Η ανάγκη αμεροληψίας του οργάνου που συμμετέσχε στη λήψη της απόφασης αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας της. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι συνδέεται άμεσα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, που είναι εμπεδωμένη με συνταγματικές διατάξεις, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.

 

..........................................................................................................

 

Η προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων.”

 

 

Ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του και η αόριστη αναφορά του σε εκκρεμούσες προσφυγές εναντίον άλλων προαγωγών δεν αποδεικνύει βέβαια ύπαρξη μεροληψίας ή προκατάληψης, αφού ο ίδιος εξάλλου δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των συνιστωμένων από το Συμβούλιο Κρίσεως και δεν μπορεί ως εκ τούτου να εγείρει παραδεκτά, ισχυρισμούς που αφορούν τη διαδικασία μετά τον καταρτισμό του καταλόγου. Όπως επισημάνθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στη Σοφοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 117/92 κ.ά., της 29/7/94,

 

“Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου               Κεφ. 285 (βλ. Ν. 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί.

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο