ELMA HOLDINGS LTD ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 728/2003, 14 Ιουλίου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 728/2003)

 

14 Ιουλίου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ELMA HOLDINGS LTD.,

 

Αιτήτρια,

 

ν

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Αλ. Μαρκίδης,  για την Αιτήτρια.

 

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η ELMA HOLDINGS LTD (η αιτήτρια) ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (η Επιτροπή), με την οποία η αιτήτρια καταδικάστηκε σε πρόστιμο £5.000 για τη μη παροχή όλων των αναγκαίων εχεγγύων για την προστασία των επενδυτών, είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα.

 

(α) Τα γεγονότα.

Η αιτήτρια (πρώην Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου ΗΡΑ Λτδ) είναι εγγεγραμμένη εταιρεία στην Κύπρο και οι μετοχές της εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ). Μέσα στις εξουσίες και αρμοδιότητες της Επιτροπής (που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου αρ. 64(Ι)/2001 περιλαμβάνεται η γενική εποπτεία της κεφαλαιαγοράς και των συναλλαγών κινητών αξιών. Όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 61(1)(ιγ) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002,

 

“61. (1) Δε γίνεται δεκτή η αίτηση προς εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο εκτός εάν ο εκδότης ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις και οποιαδήποτε τυχόν άλλη προϋπόθεση προκύπτουσα από την κείμενη νομοθεσία της            Δημοκρατίας –

 

                  ...........................................................................................

 

                  (ιγ) ικανοποιεί το Συμβούλιο ότι παρέχει όλα τα αναγκαία προς προστασία των επενδυτών εχέγγυα.”

 

 

Ο Κανονισμός 81(1) επιβάλλει στους εκδότες τις πιο κάτω “συνεχείς υποχρεώσεις”:

 

“81. (1)   Εκτός των λοιπών υποχρεώσεων του δυνάμει του Νόμου ή των Κανονισμών αυτών, ο εκδότης εισηγμένων τίτλων, οφείλει να τηρεί αδιαλείπτως και ανελλιπώς, τις καθορισμένες στο συνημμένο στους Κανονισμούς αυτούς Παράρτημα ΣΤ συνεχείς υποχρεώσεις και να ικανοποιεί κατά πάντα χρόνο τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής του.”

 

 

Κατόπιν πληροφορίας από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής ότι η αιτήτρια είχε προβεί σε πώληση ενεχυριασμένων μετοχών διορίστηκε από την Επιτροπή Ερευνών Λειτουργός για να διαπιστωθεί αν η αιτήτρια τηρούσε ορθά το μητρώο της. Με βάση το πόρισμα που ετοίμασε ο Ερευνών Λειτουργός, η αιτήτρια κλήθηκε να απαντήσει για ενδεχόμενη παραβίαση εκ μέρους της των πιο πάνω Κανονισμών 61(1)(ιγ) και 81(1). Μετά την υποβολή των θέσεων της αιτήτριας, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η αιτήτρια δεν παρείχε όλα τα αναγκαία εχέγγυα για την προστασία των επενδυτών, και πιο συγκεκριμένα ότι δεν σημειώνονταν οι ενεχυριάσεις μετοχών στο μητρώο της εταιρείας, ότι διεκπεραιώθηκαν συναλλαγές οι οποίες αφορούσαν ενεχυριασμένους τίτλους και ότι έγιναν προσπάθειες αλλοίωσης των στοιχείων που αφορούσαν την ημερομηνία αποδέσμευσης ενεχυριασμένων μετοχών προς όφελος των Τραπεζών Universal Bank και Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ. Με βάση τις πιο πάνω παραβάσεις επιβλήθηκε στην αιτήτρια διοικητικό πρόστιμο £5.000 και πρόστιμο £10.000 στο Μ. Ιωαννίδη, Εκτελεστικό Πρόεδρο της αιτήτριας, αφού έκρινε ότι οι πιο πάνω παραβάσεις οφείλονταν σε αμέλεια ή εσκεμμένη παράλειψη του πιο πάνω.

 

Η αιτήτρια αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 4/8/2003. Ένα περίπου χρόνο αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 26/7/2004, η Επιτροπή αποφάσισε να ανακαλέσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε τόσο στην αιτήτρια όσο και στον Εκτελεστικό Διευθυντή της. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω προς τούτο το σχετικό μέρος της πιο πάνω απόφασης που αφορά την αιτήτρια:

 

“Η Επιτροπή, αφού μελέτησε και συζήτησε το θέμα και έλαβε υπόψη της τις πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (προσφυγή υπ’ αριθμό 612/2002) και Suphire (Stockbrokers) Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (προσφυγή υπ’ αριθμό 1206/2002) επί του θέματος αποφάσισε:

 

(i)         να ανακαλέσει την απόφαση της ημερομηνίας 30.5.2003 ως προς το ύψος του διοικητικού προστίμου το οποίο επέβαλε στην εταιρεία Elma Holdings Ltd για παράβαση των Κανονισμών 61(1)(ιγ) και 81(1) των Κανονισμών του ΧΑΚ, ήτοι το ποσό των £5,000 (αριθμός προσφυγής 728/2003).”

 

 

(β) Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης μετά την ανάκληση της ποινής;

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της Επιτροπής από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ότι η ανάκληση της ποινής κατέστησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο και ότι το Δικαστήριο δεν έχει τη δικαιοδοσία να προβεί στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Και τούτο γιατί η διαδικασία της επιβολής προστίμου είναι μια σύνθετη ενέργεια που αρχίζει με τη διερεύνηση των πιθανών παραβάσεων και καταλήγει στην επιβολή της ποινής. Η απόφαση για την καταδίκη της αιτήτριας ενσωματώθηκε στην τελική απόφαση της επιβολής του προστίμου και εφόσον υπήρξε ανάκληση του προστίμου, δεν μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της καταδίκης ως προπαρασκευαστικής ενδιάμεσης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση της απόφασης Ιωσηφíδης ν. Δημοκρατíας (1998) 3 ΑΑΔ 490 και υποβλήθηκε ότι εφόσον το πρόστιμο δεν είχε καταβληθεί, η αιτήτρια δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά η οποία θα δικαιολογούσε την αξίωση αποζημιώσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

 

Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας είναι εκ διαμέτρου αντίθετη αφού, όπως τόνισε, η Επιτροπή δεν ανακάλεσε την καταδίκη αλλά μόνο το πρόστιμο. Έτσι παραμένει προς εξέταση το αντικείμενο της προσφυγής.

 

Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι ορθή αφού η επιβολή της ποινής του προστίμου έχει τη δική της αυτοτέλεια. Επικροτώ προς τούτο και υιοθετώ την προσέγγιση του Δικαστή Γαβριηλίδη στην υπόθεση Μιχαλάκης Ιωαννíδης ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Προσφυγή 729/2003 της 22/2/2005) στην οποία εξετάστηκε ακριβώς το ίδιο ερώτημα και από την οποία παραθέτω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα:

 

     “Ενόψει της πιο πάνω απόφασης της καθ’ης η αίτηση, ο δικηγόρος της εισηγήθηκε ότι η επίδικη πράξη κατέστη άνευ αντικειμένου εφόσον, αν και η ανακλητική απόφαση αναφέρεται μόνο στην ποινή που επιβλήθηκε, και καλεί τον αιτητή να προβάλει τα ελαφρυντικά του, εν τούτοις, δεδομένου ότι η καταδίκη και η ποινή συνιστούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, η ανάκληση της ποινής έχει συμπαρασύρει και την καταδίκη ως ενσωματωθείσαν στην ποινή.

 

     Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε την αντίθετη άποψη. Εισηγήθηκε ότι η απόφαση για την καταδίκη συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, όπως αυτοτελή διοικητική πράξη συνιστά και η απόφαση για την ποινή. Επομένως, κατέληξε, η ανάκληση της ποινής δε συμπαρασύρει και την καταδίκη, εφόσον, μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αιτητής καλείται να προβάλει τα ελαφρυντικά του με προοπτική να του επιβληθεί νέα ποινή για την ίδια καταδίκη.

 

     Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Η πράξη της καταδίκης έχει αυτοτέλεια, όπως αυτοτέλεια έχει και η πράξη της επιβολής ποινής. Εξού και είναι δυνατή η προσβολή είτε της μίας είτε της άλλης, είτε, βέβαια, και των δύο, ανάλογα με την περίπτωση. Οι δύο πράξεις δεν συνδέονται παρά μόνο με συνάφεια, ως εκ της οποίας είναι δυνατή η προσβολή τους με την ίδια προσφυγή. Ακολουθεί ότι με την απόφαση της 26.7.2004 η προσφυγή δεν κατέστη άνευ αντικειμένου. Θα υπεισέλθω, επομένως, στην ουσία της.”

 

 

Τα γεγονότα στην πιο πάνω προσφυγή είναι ακριβώς τα ίδια με τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής. Μια προσεκτική εξέταση της φρασεολογίας της σχετικής απόφασης, στην οποία περιέχεται η ανάκληση του προστίμου, αποδεικνύει ότι η ανάκληση περιορίστηκε στην ποινή του προστίμου και όχι στην καταδίκη. Η πιο πάνω προσέγγιση εκ μέρους της Επιτροπής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καταδίκη της αιτήτριας έχει αυτοτελή χαρακτήρα και εφόσον παραμένει σε ισχύ το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την εγκυρότητά της.

 

(γ) Οι λόγοι της προσφυγής.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί

 

(i)                 Η Επιτροπή δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένη,

 

(ii)               Η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική γιατί συγκρούεται με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών,

 

(iii)             Λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και από αναρμόδιο όργανο,

 

(iv)              Δεν είναι αιτιολογημένη, προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 26(1) και 28(1) και (2) του Ν. 158(Ι)/99 και δεν προηγήθηκε της έκδοσης της η δέουσα έρευνα, και γιατί

 

(v)                Παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(i)     Η Επιτροπή δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένη.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ως λόγος μη νόμιμης σύνθεσης της Επιτροπής, η αποχώρηση του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Άκη Χατζηπιερή από τη συνεδρία της 7/4/2003, καθώς και από την κρίσιμη συνεδρία της 30/5/2003. Η αποχώρηση του Αντιπροέδρου έγινε, σύμφωνα με τη θέση της αιτήτριας, υπό το κράτος της εσφαλμένης αντίληψης ότι αυτός, δεν εδικαιούτο να συμμετάσχει αφού απουσίαζε από τη συνεδρία της 13/1/2003, όταν λήφθηκε η απόφαση για το διορισμό του Ερευνώντος Λειτουργού.

 

Η εικόνα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί, είναι η ακόλουθη:

 

Στις 13/1/2003, όταν η Επιτροπή αποφάσισε το διορισμό Ερευνώντος Λειτουργού για να εξετάσει αν η αιτήτρια τηρούσε ορθά το μητρώο της, ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επιτροπής κ. Άκης Χατζηπιερής “δεν παρευρέθηκε στη συνεδρία για λόγους υγείας”.

 

Στη συνεδρία της 7/4/2003 υποβλήθηκε το πόρισμα του Ερευνώντα Λειτουργού, το οποίο μελετήθηκε από την Επιτροπή, και αποφασίστηκε να κληθεί η αιτήτρια να προβεί σε παραστάσεις για ενδεχόμενες παραβιάσεις των Κανονισμών. Ο Αντιπρόεδρος αποχώρησε από τη συνεδρία για τον πιο κάτω λόγο:

 

“Ο κ. Άκης Χατζηπιερής αποχώρησε από την αίθουσα συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης αναφορικά με το πιο πάνω θέμα για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής. Ο                       κ. Χατζηπιερής απουσίαζε από τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 13.1.2003 όπου λήφθηκε η απόφαση για το διορισμό του κ. Άλκη Πιερίδη ως ερευνώντα λειτουργού με σκοπό να διερευνήσει κατά πόσο γίνεται ορθή τήρηση του μητρώου της εταιρείας Elma Holdings Ltd.”

 

 

Στην κρίσιμη συνεδρία της 30/5/2003, κατά την οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή οι παραστάσεις της αιτήτριας πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ο κ. Άκης Χατζηπιερής αποχώρησε με την πιο κάτω αιτιολογία:

 

“Ο κ. Άκης Χατζηπιερής αποχώρησε από την αίθουσα συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης αναφορικά με το πιο πάνω θέμα για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής. Ο                       κ. Χατζηπιερής απουσίαζε από τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 13.1.2003 όπου λήφθηκε η απόφαση για το διορισμό του κ. Άλκη Πιερίδη ως ερευνώντα λειτουργού με σκοπό να διερευνήσει κατά πόσο γίνεται ορθή τήρηση του μητρώου της εταιρείας Elma Holdings Ltd.”

 

 

Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας είναι ορθή. Η εθελοντική αποχώρηση του Αντιπροέδρου από τις δύο τελευταίες συνεδρίες “για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής” οφειλόταν σε πλάνη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του αφού, όπως εξηγήθηκε στις συνεδρίες της 7/4/2003 και 30/5/2003, θα εξεταζόταν η μελέτη του πορίσματος του Ερευνώντος Λειτουργού και οι παραστάσεις της αιτήτριας. Όπως σημειώθηκε στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (πιο πάνω):

 

     “Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η καθ’ης η αίτηση δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένη όταν έλαβε την επίδικη απόφαση. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, στη συνεδρία της 7.4.2003, κακώς το μέλος της καθ’ης η αίτηση Άκης Χατζηπιερής “αποχώρησε από την αίθουσα συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης αναφορικά με το πιο πάνω θέμα για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής” γιατί “απουσίαζε από τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 13.1.2003 όπου λήφθηκε η απόφαση για το διορισμό του κ. Άλκη Πιερίδη ως Ερευνώντα Λειτουργού με σκοπό τη διερεύνηση κατά πόσο γίνεται ορθή τήρηση του μητρώου της εταιρείας Elma Holdings Ltd.” (Παράρτημα 4 στην Ένσταση). Επίσης, κακώς αποχώρησε από την τελευταία κρίσιμη συνεδρία της 30.5.2003 για τον ίδιο λόγο, επειδή, δηλαδή, απουσίαζε από τη συνεδρία της καθ’ης η αίτηση της 13.1.2003. (Παράρτημα 8 στην Ένσταση). Και τούτο διότι η απόφαση περί διορισμού «ερευνώντος λειτουργού» βασίζεται σε στοιχεία, που απλώς δικαιολογούν έρευνα, αλλά το θέμα, που τίθεται μετά την συμπλήρωση της έρευνας και την υποβολή του πορίσματος του Ερευνώντος Λειτουργού, είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως και δεν μπορεί να λεχθεί ότι κάποιος, που δεν έλαβε μέρος στη συνεδρία, στην οποίαν αποφασίσθηκε η έρευνα, δεν μπορεί να παρακαθήσει στην εξέταση του πορίσματος και την περαιτέρω διαδικασία.

 

     Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή με βρίσκει και πάλι σύμφωνο. Ο κ. Άκης Χατζηπιερής δε συμμετέσχε στις κρίσιμες συνεδρίες της 7.4.2003 και της 30.5.2003 για λόγους που νομικά δε δικαιολογούσαν τη μη συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η καθ’ης η αίτηση να είναι κακώς συγκροτημένη κατά τις εν λόγω συνεδρίες, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. (Βλ., μεταξύ άλλων, Kyprianou v. The Republic (1976)               3 CLR 210 και Mytides v. The Republic (1988) 3 CLR 737).”

 

 

Το ίδιο ερώτημα εξετάστηκε και στην υπόθεση Mytides v. The Republic (1988) 3 CLR 737 στην οποία κρίθηκε από την Ολομέλεια πως η μη συμμετοχή μελών συλλογικού οργάνου, τα οποία θεωρούσαν ότι δεν εδικαιούντο να συμμετάσχουν, ανέτρεπε το τεκμήριο της κανονικότητας. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά:

 

     “In Kyprianou v. The Republic (supra) A. Loizou, J. after expounding on the above principles concluded as follows at p. 213:

 

     “On the other hand, if a member or members are excluded on an erroneous view that they could not participate at such a meeting, the collective organ in question cannot be considered as properly composed when an administrative decision is taken even if there is quorum and, therefore, such decision should be annulled on the ground of wrong composition of the organ.”

 

 

Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση της καταδίκης της αιτήτριας ακυρώνεται. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη, δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας που έχουν προβληθεί.

 

 

 

Η καθ’ης η αίτηση διατάσσεται όπως καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

 

Η απόφαση αυτή δεσμεύει και την προσφυγή 857/2003 η οποία επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος της καθ’ης η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο