ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΦΑΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 537/2004, 18 Αυγούστου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 537/2004)

 

18 Αυγούστου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΦΑΣ,

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

 

Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αντώνης Καφάς (αιτητής) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης Μοδίτης (ενδιαφερόμενο μέρος) προάχθηκε στη θέση του Διευθυντή Κέντρου Παραγωγικότητας από τις 15/4/2004.

 

(α) Τα γεγονότα.

Επειδή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του Νόμου 1/90 η πλήρωση των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων εξαιρείται της διαδικασίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η Ε.Δ.Υ. αφού εξέτασε το ζήτημα της κατοχής από τους υποψηφίους των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, έκρινε ότι επτά από τους δεκατρείς υποψηφίους διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική εξέταση. Κατά τη συνεδρία της 24/3/2004 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως “Πολύ Καλό” και το ενδιαφερόμενο μέρος ως “Εξαίρετο”. Ακολούθως αφού σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε από τη συνεδρία, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως “Πολύ Καλό” και το ενδιαφερόμενο μέρος ως “Εξαίρετο”, αιτιολογώντας προς τούτο τις εντυπώσεις της. Αφού δε προέβη στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μέσα στα πλαίσια όλων των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιόν της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς να παραλείψει να λάβει υπόψη την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί παρατηρείται

 

(i)                 Έλλειψη δέουσας έρευνας των προσόντων των υποψηφίων,

 

(ii)               Πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς την αξιολόγηση του διδακτορικού τίτλου του ενδιαφερόμενου μέρους,

 

(iii)             Παραγνώριση της υπέρτερης πείρας του αιτητή,

 

(iv)              Σύγκρουση της σύστασης της Διευθύντριας με τα στοιχεία των φακέλων και

 

(v)                Γιατί δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

 

 

(i) Έλλειψη δέουσας έρευνας των προσόντων των υποψηφίων.

Το σχέδιο υπηρεσίας καθορίζει ότι τα απαιτούμενα προσόντα είναι τα πιο κάτω:

 

“(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) σε οποιοδήποτε θέμα και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε οποιοδήποτε κλάδο της Διεύθυνσης ή Διοίκησης.

         Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

(2)Δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σε θέματα σχετικά με τις δραστηριότητες του Κέντρου Παραγωγικότητας, από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα.

(3)Άριστη γνώση των γενικών οικονομικών και επιχειρηματικών προβλημάτων της Κύπρου, ιδιαίτερα σε σχέση με τη λειτουργικότητα και αποδοτικότητα δημοσίων ή/και ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων, καθώς και πολύ καλή γνώση των εργασιακών σχέσεων της Κύπρου και του ρόλου που διαδραματίζουν στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας τα συμμετέχοντα σ’ αυτές μέρη, δηλαδή η Κυβέρνηση, οι εργοδότες και οι συντεχνίες.

(4)Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική, διοικητική και διευθυντική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία, καθώς και ευχέρεια να μιλά δημόσια.

(5)Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας σε περίπτωση Ελληνοκύπριου υποψηφίου ή της Τουρκικής και της Αγγλικής σε περίπτωση Τουρκοκύπριου υποψηφίου.

Σημ.: Αναφορικά με τους υποψηφίους –

(i)    Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης· και

(ii)  οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.”

 

 

Αναφορικά με την κατοχή των προβλεπόμενων γνώσεων της παραγράφου (3) του σχεδίου υπηρεσίας τόσο η Γενική Διευθύντρια όσο και η Ε.Δ.Υ. υπέβαλαν στους υποψηφίους σχετικές ερωτήσεις και όπως σημειώθηκε στα πρακτικά, από τις απαντήσεις που δόθηκαν η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις της παραγράφου (3).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω γενική διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. δεν είναι ικανοποιητική αφού δεν επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στο σχετικό συμπέρασμα. Υπέβαλε επίσης ότι έπρεπε να είχε καταγραφεί στα πρακτικά ποιες από τις απαντήσεις που δόθηκαν συνηγορούσαν σε αυτή την κατάληξη και ότι η καταγραφείσα αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση είναι ελλιπής και στοιχειοθετεί έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με το συγκεκριμένο προσόν.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(10) του Ν. 1/90, η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται. Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. αιτιολογώντας την καταγραφείσα γενική εντύπωσή της ανέφερε για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος τα εξής:

 

“2. ΚΑΦΑΣ Αντώνιος: Πολύ καλός. Οι γνώσεις του στον τομέα της ειδικότητάς του βρίσκονται σε ψηλό επίπεδο, δεν έχει, όμως, ξεκάθαρες και ολοκληρωμένες θέσεις και απόψεις πάνω σε σοβαρές πτυχές των μελλοντικών δραστηριοτήτων του Κέντρου Παραγωγικότητας. Σε μερικές ερωτήσεις απάντησε με γενικότητες και δεν εμβάθυνε. Είναι σοβαρός, ψύχραιμος και έχει αυτοπεποίθηση.

 

....................................................................................................

 

5. ΜΟΔΙΤΗΣ Ιωάννης: Εξαίρετος. Έχει άριστες εμπειρίες και απόψεις για τις ευθύνες και τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Έχει συγκροτημένη σκέψη και υψηλού βαθμού κριτική ικανότητα, ευθυκρισία, αυτοπεποίθηση και διαθέτει διευθυντική ικανότητα. Απάντησε ορθά, με σαφήνεια, συντομία και χωρίς πλεονασμούς σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Είναι ευγενικός, ψύχραιμος και εμπνέει εμπιστοσύνη. Είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

 

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. έχει αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση της. Δεν ήταν υποχρεωμένη να καταγράψει τις συγκεκριμένες ερωτήσεις και τις δοθείσες απαντήσεις που την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι υποψήφιοι διέθεταν την απαιτούμενη άριστη γνώση των γενικών οικονομικών και επιχειρηματικών προβλημάτων της Κύπρου και πολύ καλή γνώση των εργασιακών σχέσεων. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Πούρος κ.ά. ν. Χ” Στεφάνου κ.ά. ((2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 388) τονίστηκε ότι,

 

     “Μας φαίνεται πως η νομολογία δεν δικαιολογεί την άποψη ότι πρέπει να καταγράφεται το περιεχόμενο (δηλαδή ερωτήσεις-απαντήσεις) της προφορικής εξέτασης. Ο νόμος απαιτεί ρητή αιτιολογία της γενικής εντύπωσης. Η νομολογία εξηγεί τί είναι που συνιστά μια τέτοια αιτιολογία και τί όχι. Υποδεικνύεται ότι πρέπει να δίνονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση. Που σημαίνει, όπως τέθηκε στην Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743/10.7.99, τον ‘προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων’ που τη δικαιολογούν. Και, βέβαια, όπως επίσης λέχθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), ‘το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωση τους’ αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίσει γνώμη για την αξιολόγηση. Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ’ αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση.”

 

 

Συνακόλουθα η εισήγηση απορρίπτεται.

 

(ii) Πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς την αξιολόγηση του διδακτορικού τίτλου του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι υπήρξε πλάνη εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. ως προς την αξιολόγηση του διδακτορικού τίτλου του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Τα ακαδημαϊκά προσόντα και άλλα προσόντα που απαιτούνταν στο σχέδιο υπηρεσίας αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., η οποία σε ότι αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος, κατέγραψε τα ακόλουθα προσόντα, με το πιο κάτω σχόλιο:

 

Απολυτήριο Τεχνικής Σχολής Λεμεσού

     (19 9/14)                                          1960-66,

 

Πολυτεχνείο Κρασνοντάρ Ε.Σ.Σ.Δ. (1969-1977):

(i)                 Diploma in Engineering (28.6.74)

(ii)               Doctor of Philosophy in Technical

Sciences (14.12.77),

 

Πανεπιστήμιο Τσουκούμπα, Ιαπωνία:

(i)                 Master of Economics (Management)

Science and Public Policy Studies)

(25.3.83),

(ii)               Παρακολούθησε πρόγραμμα έρευνας

            προβλημάτων, προγραμματισμού και

           οργάνωσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων

            (1.10.80-31.3.81)

 

9. ΜΟΔΙΤΗΣ Ιωάννης: Κρίθηκε ως προσοντούχος υποψήφιος. Κατέχει δίπλωμα Master of Science in Engineering, που απέκτησε από το Krasnodar Polytechnic Institute στη Ρωσία. Από το ίδιο Πανεπιστήμιο απέκτησε, επίσης, τον τίτλο “Doctor of Philosophy in Technical Sciences” και από το Tsukuba University, στην Ιαπωνία, απέκτησε τον τίτλο “Master of Economics” με κύριο θέμα μελέτης “Program in Management Science and Public Policy Studies”, βάσει των οποίων ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας σό,τι αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα.”

 

 

Για τον αιτητή σημειώθηκαν τα πιο κάτω:

 

“ΚΑΦΑΣ Αντώνης: Κρίθηκε ως προσοντούχος υποψήφιος. Κατέχει πτυχίο Φυσικής από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Master of Science in Quantitative Business Methods, βάσει των οποίων ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας σ’ ό,τι αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα.”

 

 

Καταλήγοντας στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους η Ε.Δ.Υ. σημείωσε στα πρακτικά της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε υπέρτερα των άλλων υποψηφίων ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία, αν και δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και έτσι τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, σημειώνοντας ειδικότερα το διδακτορικό δίπλωμα του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. ενεργώντας κάτω από συνθήκες πλάνης έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο διδακτορικό δίπλωμα του ενδιαφερόμενου μέρους, χωρίς ο τίτλος αυτός να είναι σχετικός αφού αφορούσε έρευνα στον τομέα της τεχνολογίας τροφίμων και την οινολογία.

 

Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υποστήριξε ότι ο διδακτορικός τίτλος ήταν σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης και πιο συγκεκριμένα με την παράγραφο (1)(β) του σχεδίου υπηρεσίας, που προβλέπει ότι ο κάτοχος της θέσης είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση των στόχων του Κέντρου Παραγωγικότητας για αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με την εκμετάλλευση κεφαλαίων, πρώτων υλών, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

 

Η πιο πάνω εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Σύμφωνα με τις σχετικές νομολογιακές αρχές το Δικαστήριο δεν αποφασίζει πρωτογενώς αν τα προσόντα ενός υποψηφίου ικανοποιούν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, αλλά περιορίζεται στην εξέταση αν η ερμηνεία που είχε δοθεί από το αρμόδιο όργανο ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπóψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 72). Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, αναγνώρισε ότι αυτός διέθετε υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, σημειώνοντας ρητά στα πρακτικά της ότι έλαβε επίσης υπόψη την ψηλότερη απόδοση του στην προφορική εξέταση, τις ετήσιες αξιολογήσεις με βάση τις οποίες το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε έναντι οποιουδήποτε υποψηφίου και ότι επιπλέον διέθετε τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Σε ό,τι δε αφορά το διδακτορικό ειδικότερα, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι παρόλο που δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και του έδωσε την “ανάλογη βαρύτητα”. Αποδοχή της εισήγησης του αιτητή θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από το Δικαστήριο του έργου της πρωτογενούς αξιολόγησης των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους και της πρωτογενούς ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας και καταστρατήγηση των σχετικών νομολογιακών αρχών. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (Α.Ε. 3242 και 3254 της 21/3/2005) στην οποία σημειώθηκαν τα πιο κάτω:

 

     Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517

 

“Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (Βλ. Petsas v. Republic,                3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).”

 

 

Με βάση τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(iii) Παραγνώριση της υπέρτερης πείρας του αιτητή.

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η Ε.Δ.Υ. αγνόησε τη μεγαλύτερη πείρα του, ως στοιχείο που προσμετρούσε στην αξία, η οποία προέκυπτε από την υπέρτερη αρχαιότητά του. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο αιτητής υπερτερούσε σε αρχαιότητα όπως προκύπτει από τη χρονολογία προαγωγής τους στην προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας. Ο αιτητής κατείχε τη θέση αυτή από 1/4/1998 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος από 15/5/2003. Όμως το στοιχείο αυτό δεν παραγνωρίστηκε. Το σημείωσε εμφαντικά η Ε.Δ.Υ. όταν προέβη σε συγκρίσεις για σκοπούς επιλογής του καταλληλότερου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στα πρακτικά:

 

     “Σ’ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο επιλεγείς υστερεί έναντι του Καφά Αντώνιου κατά πέντε χρόνια και έναντι της Μικελλίδου Μαρίας κατά δύο χρόνια, στην παρούσα τους θέση. Η Επιτροπή, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω υποψήφιοι αξιολογήθηκαν σε αρκετά χαμηλότερο από τον επιλεγέντα επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση (Μοδίτης: Εξαίρετος, Καφάς, Μικελλίδου: Πολύ καλοί) και, επιπλέον, δεν υπερέχουν σε προσόντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρόκειται για θέση Διευθυντική, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, έκρινε το στοιχείο αυτό, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιορισμένης βαρύτητας, το οποίο δεν μπορεί από μόνο του να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή του Μοδίτη, όπως αναλύεται πιο πάνω.”

 

 

Η άποψη του αιτητή ότι η αρχαιότητά του συνεπαγόταν και μεγαλύτερη πείρα είναι ορθή. Όμως δεν μπορούσε να του προσδώσει προβάδισμα, αφού έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης διευθυντικών θέσεων και θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής συνιστά στοιχείο περιορισμένης σημασίας. Όπως τονίσθηκε στη Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,

 

“Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα του εφεσίβλητου, στην οποία έκανε ειδική αναφορά. Παρατήρησε όμως, ορθά, ότι η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αποτελεί στοιχείο περιωρισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις, όπως η παρούσα περίπτωση. Η Ε.Δ.Υ. είχε καθήκον να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία για την επιλογή του καλύτερου υποψήφιου.”

 

 

Επομένως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

(iv) Σύγκρουση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η σύσταση βρίσκεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, γιατί δεν εξηγεί την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους που ήταν ισοδύναμο με τον αιτητή σε βαθμολογημένη αξία και σε προσόντα, ενώ υστερούσε σε αρχαιότητα και πείρα. Σύμφωνα με τον αιτητή, ενόψει της ισοβαθμίας στην αξία και στα προσόντα, αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύστασης θα έπρεπε να έχει η σαφής υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και πείρα και όχι το οριακό προβάδισμα του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση. Συμπερασματικά ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η σημασία σύστασης χωρίς αιτιολόγηση δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική και επειδή η Ε.Δ.Υ. έδωσε ουσιαστική βαρύτητα στη σύσταση, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Είναι ορθό ότι η Γενική Διευθύντρια προέβη στη σύστασή της χωρίς να την αιτιολογήσει. Όμως σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν υφίσταται νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης του Διευθυντή (βλ. άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση συνάδει με τα αντικειμενικά στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Ως προς την αξία, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογούνται ως εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων των τελευταίων 11 ετών (1993-2003). Ως προς τα προσόντα υπάρχει υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους λόγω της κατοχής του διδακτορικού τίτλου που προαναφέρθηκε, ενώ σε σχέση με την αρχαιότητα, υπάρχει εμφανές προβάδισμα του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στην προηγούμενη θέση. Επιπρόσθετα η Γενική Διευθύντρια κατέληξε στην εισήγησή της, με βάση την καλύτερη εντύπωση που αποκόμισε από την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση, χαρακτηρίζοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο και τον αιτητή ως πολύ καλό. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ήταν εύλογα επιτρεπτή και είχε έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Όπως έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί από το Δικαστήριο, η αρχαιότητα δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο υπεροχής ούτε αποφασιστικό παράγοντα σε περιπτώσεις πλήρωσης ψηλών ιεραρχικών θέσεων.                   (Βλ. Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673, 680).

 

(v) Υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ότι η προφορική εξέταση αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι δόθηκε σε αυτήν υπερβολική βαρύτητα. Ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η προφορική εξέταση δεν ήταν το μοναδικό κριτήριο επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους. Αιτιολογώντας την επιλογή της η Ε.Δ.Υ. σημείωσε τα πιο κάτω:

 

“Επιλέγοντας το Μοδίτη Ιωάννη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός απέδωσε καλύτερα από όλους τους υποψηφίους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογηθείς ως εξαίρετος, και, επίσης, διαθέτει υπέρτερα των άλλων υποψηφίων (πλην του Βιολάρη Ιωάννη) ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, τόσο στην περίπτωση του Μοδίτη όσο και στην περίπτωση του Βιολάρη, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Συγκεκριμένα, οι Μοδίτης και Βιολάρης διαθέτουν δίπλωμα διδακτορικού επιπέδου (Dr of Philosophy in Technical Sciences και Dr of Philosophy (Economics), αντίστοιχα), ενώ οι υπόλοιποι υποψήφιοι διαθέτουν προσόντα σε επίπεδο Master. Ωστόσο, όσον αφορά το Βιολάρη, αυτός διαθέτει μεν ίσου επιπέδου προσόντα με το Μοδίτη, υστέρησε όμως καταφανώς στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, αξιολογηθείς ως Καλός. Επιπλέον, ο Μοδίτης έχει υπέρ του τη σύσταση της Γενικού Διευθυντή.”

 

 

Όπως προκύπτει καθαρά από το πιο πάνω απόσπασμα των πρακτικών, το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε καταλληλότερο του αιτητή, όχι μόνο επειδή απέδωσε καλύτερα στην προφορική εξέταση αλλά επίσης επειδή διέθετε υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα και είχε υπέρ του τη σύσταση της Διευθύντριας, που αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα στον προσδιορισμό της αξίας. Επιπρόσθετα δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η ουσιαστικότερη βαρύτητα που αποκτά το αποτέλεσμα των προφορικών εξετάσεων για θέσεις όπως η επίδικη που κατατάσσονται στα ψηλότερα στρώματα της υπηρεσιακής πυραμίδας. Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε τα ακόλουθα:

 

     “Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του εφεσίβλητου ότι υπερτερεί σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους. Εξέταση των προσωπικών τους φακέλων δείχνει ότι η βαθμολογία τους είναι περίπου η ίδια για τα χρόνια 1980-1992. Υπ’ όψιν λαμβάνεται η γενική αξιολόγηση και όχι η επί μέρους βαθμολογία. Περαιτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του προϊσταμένου και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι γνωστό το βάρος που η νομολογία δίδει στη σύσταση του προϊσταμένου, ενώ όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, μεγάλη σημασία δίδεται επίσης και στην προφορική εξέταση. Συνεπώς το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αξία.

 

     Είναι αλήθεια ότι ο αιτητής είναι κατά δέκα χρόνια αρχαιότερος. Η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα τρία κριτήρια, αλλά δεν είναι αφ’ εαυτής αποφασιστική. Η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία, μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.”

 

 

Όπως ήδη επισημάνθηκε τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκαν ως εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων τα τελευταία 11 χρόνια. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση και έτυχε της σύστασης της Διευθύντριας. Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο