ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ι. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1075/2003 και 1241/2003, 15 Σεπτεμβρίου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1075/2003 και 1241/2003)

 

 

15 Σεπτεμβρίου, 2005

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1075/2003)

 

1.      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ι. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2.      ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτητές,

v.

 

ΑΡΧΗ  ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

 

(Υπόθεση Αρ. 1241/2003)

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Αιτητής,

v.

 

ΑΡΧΗ  ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην Υποθ. 1075/2003.

 

Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή στην Υποθ. 1241/2003.

 

Κ. Στιβαρού (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Με τις παρούσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή), ημερ.21.10.2003 με την οποία, μετά από επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεκδ. Προσφυγές 173/02, 185/02 και 191/02 διόρισε εκ νέου αναδρομικά από 1.1.2002  στις τέσσερις θέσεις Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (θέση πρώτου διορισμού)  και τα τέσσερα  ενδιαφερόμενα πρόσωπα, Αλέκο Αλεξάνδρου (Ε.Μ. 1), Ανδρέα Κυπρίδημο (Ε.Μ. 2), Δημήτρη Λυσάνδρου (Ε.Μ. 3) και Χαράλαμπο Χαραλάμπους (Ε.Μ. 4).

 

Στις 11.7.01 η Αρχή κυκλοφόρησε Γνωστοποίηση Κενών θέσεων αρ.Ρ1 534.5 η οποία, περιλάμβανε και δυο από τις επίδικες θέσεις. Μεταγενέστερα, με νέα γνωστοποίηση, η Αρχή προκήρυξε την πλήρωση ακόμα δυο θέσεων. Τις τέσσερις συνολικά θέσεις, διεκδίκησαν μεταξύ άλλων, οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Σε πρώτο στάδιο, 12 υποψήφιοι που κρίθηκαν προσοντούχοι κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη από την τριμελή Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων (εφεξής η Επιτροπή). Η Επιτροπή κατέγραψε τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων σε έκθεση την οποία διαβίβασε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή.

 

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατά τη συνεδρίαση της στις 21.11.01, αφού μελέτησε όλα τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην Αρχή ως τους καταλληλότερους υποψήφιους για διορισμό στις επίδικες θέσεις.

 

Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αφού αξιολόγησε και έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του (προσόντα, πείρα, ικανότητες, αρχαιότητα και λοιπά δεδομένα των αιτήσεων των υποψηφίων, τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων καθώς και τις συστάσεις και απόψεις των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής), επέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα  για να τους προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν οι Προσφυγές αρ. 173/02, 185/02 και 191/02, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.

 

Στις 29.5.2003, εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση στις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές, σύμφωνα με την οποία, η απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 20.12.2001, με την οποία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προάχθηκαν στις επίδικες θέσεις ακυρώθηκε, για το λόγο ότι βασίστηκε σε διαδικασία μη θεσμοθετημένη με Κανονισμούς και σε αποτελέσματα συνεντεύξεων που έγιναν από μη θεσμοθετημένο όργανο (την Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών συνεντεύξεων).

Για το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενημερώθηκε ανάλογα το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 2.9.2003. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την εν λόγω  συνεδρίαση, αφού έλαβαν υπόψη τους την ακυρωτική  απόφαση του δικαστηρίου, αποφάσισαν  να παραπέμψουν  το όλο θέμα για επανεξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα Προσωπικού.

 

Τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα Προσωπικού σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε την 26.9.2003, μελέτησαν με προσοχή και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στους υποψηφίους και τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον τους και ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, σημειώνοντας ότι δεν θα λαμβανόταν υπόψη κατά την επανεξέταση η διαδικασία και τα αποτελέσματα της Επιτροπής Προσωπικών Συνεντεύξεων.

 

Ακολούθως, τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ύστερα από μελέτη και αξιολόγηση όλων των στοιχείων που είχαν ενώπιόν τους και αφού έλαβαν υπόψη τις αιτήσεις και τα υπηρεσιακά στοιχεία κάθε υποψηφίου , τους προσωπικούς τους φακέλους ,την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα κάθε υποψηφίου στην Αρχή, των προσόντων του κάθε υποψηφίου, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων που κάλυπταν και αναφέρονταν στην επίδοση τους μέχρι τον ουσιώδη χρόνο καθώς επίσης, την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, έχοντας κατά νου ότι παρόλο που η θέση ανήκε στην κατηγορία πρώτου διορισμού, εντούτοις όλοι υποψήφιοι τύγχαναν υπάλληλοι της Αρχής , αποφάσισαν ομόφωνα να συστήσουν στην Αρχή για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Στις  21.10.2003  συνήλθε σε συνεδρία το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής και  προχώρησε στην εξέταση του θέματος.

 

Τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν στους υποψηφίους και τα οποία τέθηκαν ενώπιον τους, δηλαδή, τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, αξία, ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα του κάθε υποψηφίου, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση κάθε υποψήφιου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986.

 

Μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την περίοδο 1996-2000.

 

Επιπρόσθετα έλαβαν δεόντως υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και απόψεις των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού.

 

Στη συνέχεια τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής  έχοντας  ως γνώμονα την υποχρέωση τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο αποφάσισαν ομόφωνα το διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων στις τέσσερις θέσεις Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, κλ. Α9, αναδρομικά από την 1 Ιανουαρίου 2002.

 

Αποτελεί κοινό λόγο  ακυρότητας στις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες προσφυγές ότι ο Γενικός Εκτελεστικός Διευθυντής παρευρίσκετο παράνομα  ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής κατά την επανεξέταση πλήρωσης των επίδικων θέσεων.

 

Στην προσφυγή 1241/2003, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή  υποβάλλει ειδικότερα  ότι ενώ  συστάσεις Διευθυντή για τους υποψήφιους δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης της Αρχής, κατά την επανεξέταση της διαδικασίας , ισχυρίζεται ότι συστάσεις του Διευθυντή λήφθηκαν υπόψη, αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό  το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν εκδόθηκε η ακυρωθείσα απόφαση της Αρχής ημερ. 20.12.2001. Περαιτέρω υποστηρίζει  ότι ένας από τους λόγους που η προσβαλλόμενη τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του,  είναι αναιτιολόγητη έγκειται και στο ότι ενώ έχει σημειωθεί στα πρακτικά ότι λήφθηκαν υπόψη οι συστάσεις του Διευθυντή για τη διαμόρφωση της κρίσης του Διοικητικού Συμβουλίου υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, δεν σημειώνεται ποίες ήταν οι συστάσεις αυτές σε σχέση με τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και πώς  συνεκτιμήθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Η  παράλειψη αυτή στην αιτιολογία, όπως εισηγείται στη γραπτή του αγόρευση, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων γιατί αυτό κατά τη θέση του, θα συνεπαγόταν πρωτογενή εκτίμηση και αξιολόγηση των στοιχείων αυτών  από το Δικαστήριο, πράγμα ανεπίτρεπτο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση αντέτεινε ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας που αφορούσε στην επανεξέταση των επίδικων θέσεων, κλήθηκε ο Διευθυντής για να δώσει οποιαδήποτε σύσταση και η σχετική αναφορά στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ, ότι λήφθηκαν υπόψη οι συστάσεις του Διευθυντή, οφείλεται  προφανώς σε γραφικό λάθος.

 

 

Ο Διευθυντής, σημειώνει η ευπαίδευτη συνήγορος, είχε κληθεί σε διαδικασία που προηγήθηκε κατά την ίδια συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και συγκεκριμένα στη διαδικασία πλήρωσης θέσεων Επιστημονικού Προσωπικού που αφορούσε σε θέσεις προαγωγής (Πρακτικά Συνεδριάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού 26.9.2003 Αρ. Πρακτικού 3959 και Αρ. Πρακτικού 3960).

 

Λέγει περαιτέρω ότι  από  τη στιγμή που ούτε στην αρχική διαδικασία κλήθηκε για να δώσει συστάσεις ο Γενικός Διευθυντής, δεν τίθεται θέμα κλήσης του κατά την επανεξέταση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των αιτητών περί παράνομης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και αλλοίωσης του πραγματικού και νομικού καθεστώτος,  κατά την επανεξέταση.

 

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για θέματα Προσωπικού απαρτίζεται από τρία μέλη της Αρχής (Καν.19(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού (΄Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1996, Κ.Δ.Π. 291/86). Ο Κανόνας 6 του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα που ρυθμίζει τη διαδικασία της Υπεπιτροπής προβλέπει ότι στις συνεδρίες της μπορούν να παρίστανται αλλά όχι ως μέλη, ο Διευθυντής και οποιοιδήποτε υπάλληλοι κατέχουν θέση κλίμακας Α15 και άνω, η παρουσία των οποίων κρίνεται χρήσιμη ή επιθυμητή.

 

Η παρουσία του Διευθυντή Προσωπικού είναι δυνατή, γιατί όπως καθορίζεται από τον Κανονισμό 6(2) του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος ΙΙ των Κανονισμών, τα μέλη της Υπεπιτροπής μπορούν να ακούουν τις απόψεις του Διευθυντή και άλλων προϊσταμένων τμημάτων ή υπηρεσιών της Αρχής, κατά την απόλυτή τους κρίση. Ο Κανονισμός σαφώς αναφέρει ότι μόνον ο Διευθυντής και υπάλληλοι που κατέχουν την κλίμακα Α15 και άνω δικαιούνται να είναι παρόντες, με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτό  θα κριθεί επιθυμητό από τα μέλη της Επιτροπής .  Λειτουργός με κλίμακα Α15 και άνω δικαιούται να παρίσταται στη συνεδρία συνεχώς, ενώ προϊστάμενος με χαμηλότερη κλίμακα μπορεί να παρίσταται στη συνεδρία, αλλά αφού ακουστεί θα πρέπει να αποχωρήσει.

 

Στα πρακτικά της συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 21.11.2001 σημειώνονται ως παρακαθήμενοι, κατά την αρχική διαδικασία οι κ.κ. Κώστας Δ. Ιωάννου Αρχιμηχανικός και Γενικός Διευθυντής  και  Μιχαήλ Αντωνίου Διευθυντής Προσωπικού. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία σύσταση Διευθυντή  καταγραμμένη στο σχετικό πρακτικό.

 

Παρατηρώ επίσης ότι στα  πρακτικά της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου  ημερομηνίας 20.12.2001, δεν αναφέρεται πουθενά ότι είχαν ληφθεί υπόψη συστάσεις Διευθυντή για τους υποψηφίους.

 

Κατά την επανεξέταση για την πλήρωση των επιδίκων θέσεων, στα  πρακτικά συνεδριάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 26.9.2003 σημειώνεται στους παρακαθήμενους το όνομα του κ. Κώστα Ιωάννου, Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή. Δεν αναγράφεται πουθενά ότι ο κ. Ιωάννου απεχώρησε ή δεν παρευρέθηκε  κατά τη διαδικασία  επανεξέτασης  των επίδικων θέσεων.

 

Σημειώνεται επίσης, στο πρακτικό της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου  ημερ 21.10.2003, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο  μεταξύ των στοιχείων κρίσεως που έλαβε υπόψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης υπόθεσης ήταν και οι συστάσεις του Διευθυντή.

 

Τα πρακτικά μιας συνεδρίας αντανακλούν την πραγματική εικόνα του περιεχομένου της όταν επικυρωθούν από ένα Συμβούλιο και υπογραφούν από το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό. Η αγόρευση της καθ΄ ης η αίτηση  δεν μπορεί να διορθώσει ή να προσθέσει, εκ των υστέρων, στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, ότι δεν έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Γενικού Εκτελεστικού Διευθυντή και ότι η σχετική διατύπωση στο πρακτικό περί του αντιθέτου  οφείλεται  προφανώς σε λάθος.

 

Αποτελεί εμπεδωμένη νομολογιακή αρχή ότι οι  συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, αυτοτελές και αυθύπαρκτο και έχουν βαρύνουσα σημασία για το διορίζον Διοικητικό όργανο.

 

Στα πλαίσια   της πρώτης διαδικασίας όπως έχει πιο πάνω σημειωθεί ,ανάμεσα στα στοιχεία κρίσης που λήφθηκαν υπόψη από το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την έκδοση της απόφασης του που ακυρώθηκε, δεν  υπήρχαν συστάσεις Διευθυντή.

 

Επομένως η λήψη υπόψη, από το Διοικητικό Συμβούλιο, των συστάσεων του Διευθυντή, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αποτέλεσε νέο στοιχείο που δεν υπήρχε στον ουσιώδη χρόνο και δεν μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη. Ακολουθεί πως έχει σημειωθεί παράβαση  της σαφούς  νομολογιακής αρχής  σύμφωνα με την οποία το νομικό και πραγματικό καθεστώς των πράξεων που εκδίδονται "εις εκτέλεσιν ακυρωτικής αποφάσεως είναι το της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως". Προκειμένου δε για ακύρωση διορισμού οφείλει η Διοίκηση κατά τη νέα πλήρωση της θέσης να ενεργήσει "επί τη βάσει του κατά την έκδοσιν του ακυρωθέντος διορισμού υφισταμένου νομικού και πραγματικού καθεστώτος" (Δέστε Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως (ανατύπωση) 1988", σελ. 244 και 247). (Δέστε επίσης  Kyprianides v. Republic (1968) 3 CLR 653, Republic v. Safirides (1985) 3 CLR 163, Mytides v. Republic (1988) 3 CLR 737Δέστε επίσης , Λυώνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 683/14.6.90 και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη κ.α., Α.Ε. 1086/13.12.90 - Δέστε επίσης  Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437 όπου εξετάστηκε κατά πόσο τα στοιχεία, στα οποία βασίστηκε το διορίζον Σώμα κατά την επανεξέταση, «... αποτελούσαν μέρος του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της πρώτης απόφασης, ή ήταν νέα στοιχεία.», (σελ. 446). Δέστε επίσης Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και Προσφυγή Υποθ. Αρ.327/2004 Ανδρέα Σαββίδη κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ.18/3/2005).

 

Η προαναφερόμενη παράβαση κρίνει το αποτέλεσμα των προσφυγών, όμως  θα προχωρήσω και στην εξέταση και άλλου λόγου ακυρότητας ο οποίος άπτεται της ουσίας της προσβαλλόμενης πράξης και είναι κοινός και στις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές.

 

Έχει υποβληθεί από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των αιτητών στις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες προσφυγές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού , οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών στις αντίστοιχες προσφυγές χρησιμοποιούν τη δική τους επιχειρηματολογία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στην προσφυγή 1075/2003, προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης του, υποδεικνύει πρώτα την ανάγκη αιτιολόγησης της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής καθώς αυτό επιβάλλεται από τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) όπως έχουν τροποποιηθεί.

 

Εισηγείται  συγκεκριμένα  ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν εφάρμοσε ίσο ή ενιαίο  μέτρο κρίσεως μεταξύ των υποψηφίων καθιστώντας τη σύσταση της αναιτιολόγητη. Σημειώνει ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έλαβε υπόψη τις αξιολογήσεις των υποψηφίων, παρόλο που η θέση είναι πρώτου διορισμού, χωρίς να λάβει ωστόσο  υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια, συγκεκριμένα την  αρχαιότητα και την πείρα. Καταλήγει ότι το προβάδισμα, σε αρχαιότητα, των αιτητών Χ. Ι. Χαραλάμπους και Χρ. Χριστοφόρου παραγνωρίστηκε ενώ δόθηκε βαρύτητα στις αξιολογήσεις. Παρέπεμψε σε αριθμό πρόσφατων πρωτόδικων αποφάσεων εναντίον της Αρχής, στις οποίες είχαν εξεταστεί οι προεκτάσεις της παραγνώρισης της αρχαιότητας και της πείρας χωρίς την απαιτούμενη αιτιολόγηση (Κωνσταντίνου ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ. 269/01 της 5/7/2002, Αντώνη Χρυσάνθου ν. Α.Η.Κ. , Προσφυγή αρ. 1082/02 της 19/3/2004 ,Λεωνίδα Παπασάββα  ν. Α.Η.Κ. , ,Γιώργου Ασιήκαλλη κ.α ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ1359/00,1360/00 ημερ.18/12/2001). Τρίαρος ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ. 88/01 της 19/8/2002, Σάββα ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ. 760/01 της 22/11/2002, Αυξέντη ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ. 195/02 της 23/12/2002).

 

Η σύσταση υποβάλλει είναι γενική και αόριστη και η αντιφάσκουσα γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία υιοθετήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατά το τελικό στάδιο λήψης της επίδικης απόφασης, χωρίς περαιτέρω έρευνα, καθιστά ουσιαστικά την τελική κρίση του Συμβουλίου το ίδιο αναιτιολόγητη και υποκείμενη σε ακύρωση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην Προσφυγή 1241/2003 καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα ότι  η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας καθότι  η Αρχή απέτυχε να διορίσει τους πιο κατάλληλους, υπό  τις περιστάσεις, υποψηφίους.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τον Καν.13(5) των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, να διορίσει τους πιο κατάλληλους υπό τις περιστάσεις υποψηφίους για να εκτελούν τα καθήκοντα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.  Υποβάλλει ότι η μη αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στην καταλληλότητα των υποψηφίων σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας καθιστά την τελική απόφαση του μεμπτή.

 

Σε συνάρτηση με την πιο πάνω επιχειρηματολογία του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή 1241/2003 προβάλλει περαιτέρω ισχυρισμούς για μη κατοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και συγκεκριμένα του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και της παρακολούθησης κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών τους σπουδών, των εξειδικευμένων μαθημάτων που απαιτεί το σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης (θέματα σχετικά με την Παραγωγή, Μεταφορά, Διανομή και Εκμετάλλευση Ηλεκτρικού Ρεύματος).

 

 Όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή 1241/2003,  το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Δημήτρης Λυσάνδρου  δεν κατέχει το  απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι το ίδιο ενδιαφερόμενο πρόσωπο καθώς και τα άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Αλέκος Αλεξάνδρου, Ανδρέας Κυπρίδημος και Χαράλαμπος Χαραλάμπους, δεν φαίνεται από την ανάλυση των μαθημάτων κατά τη διάρκεια των σπουδών τους  ότι έχουν διδαχθεί  τα μαθήματα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Το άρθρο 3(2) του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, ΚΔΠ 291/86 προνοεί ότι:

 

«(2) Αντίγραφα των πρακτικών θα τίθενται ενώπιον των Μελών της Αρχής κατά την επομένην συνεδρίαν της ολομελείας της Αρχής εις την οποίαν θα συζητηθούν τα θέματα εις τα οποία αναφέρονται τα πρακτικά και η κατά τον τρόπον τούτον κοινοποίησις των πρακτικών θα συνιστά επαρκή γνωστοποίησιν προς την Αρχήν των αποφάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής  και της αιτιολογίας τούτων.»

 Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατέληξε στην ομόφωνη εισήγηση υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών, διατυπώνοντας το σκεπτικό της στα πρακτικά ως ακολούθως:

 

«Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση τους, τα Μέλη έλαβαν υπόψη ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι υπάλληλοι της Αρχής και ως προς τη βαθμολογημένη αξία:

 

α) προκύπτει ξεκάθαρα ότι όλοι ανεξαίρετα οι επιλεγέντες, υπερέχουν έναντι του υποψηφίου Χριστόφορου Χριστοφόρου και μάλιστα στην περίπτωση των υποψηφίων Αλεξάνδρου Αλέκου και Χαραλάμπους Χαράλαμπος με τους οποίους έχει αντίστοιχα έτη βαθμολογίας, η υπεροχή των εν λόγω υποψηφίων αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως συντριπτική, αφού για τα ίδια χρόνια αξιολόγησης (1996-2000) ο Αλεξάνδρου συγκέντρωσε 24Α, Χαραλάμπους 18Α και ο Χριστοφόρου μόλις 2Α.

 

β) προκύπτει ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, ο υποψήφιος Νικολάου υστερεί έναντι των υποψηφίων Λυσάνδρου, Αλεξάνδρου και Χαραλάμπους. Συγκεκριμένα, έχει μόνο 3Α έναντι 8Α του Λυσάνδρου με τον οποίο έχουν τις ίδιες εξαμηνιαίες εκθέσεις και διετία στην οποία αφορούν (1998-2000) αφορά στη δοκιμαστική περίοδο υπηρεσίας τους και βέβαια υστερεί των 24Α του Αλεξάνδρου και 18Α του Χαραλάμπους οι οποίοι είναι αρχαιότεροι του στην υπηρεσία.

 

γ) προκύπτει ότι για τα τελευταία πέντε χρόνια, ο υποψήφιος Χαραλάμπους Ι Χαραλάμπους υστερεί έναντι των επιλεγέντων υποψηφίων εκτός του Λυσάνδρου, ο οποίος όμως διαθέτει πρόσθετα προσόντα μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας σχετικά όμως με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης, δηλαδή γνώση χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του ειδικού σεμιναρίου που έχει στον προσωπικό του φάκελο καθώς επίσης γνώσεις σε θέματα διοίκησης, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του σχετικού προγράμματος της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης που επίσης βρίσκεται στο προσωπικό του φάκελο.

 

Κατά την κρίση των μελών, οι πιο πάνω γνώσεις και ή προσόντα του εν λόγω υποψηφίου έχουν άμεση σχέση με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης και τον καθιστούν ικανότερο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εν λόγω θέσης σε σύγκριση με τον υποψήφιο Χαραλάμπους.»

 

Το ίδιο σκεπτικό με την ίδια λεκτική διατύπωση υιοθέτησε εν συνεχεία το διοικητικό συμβούλιο στη συνεδρίαση του 21.10.2003 κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σημειώνεται περαιτέρω, στο σχετικό πρακτικό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ότι τα μέλη της, πριν την κατάληξή τους στην  πιο πάνω κρίση υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων, εξέτασαν και έλαβαν υπόψη  όλα τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων με ειδική αναφορά στους προσωπικούς φακέλους, πείρα, αξία, αρχαιότητα και προσόντα σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων.

 

Παρατηρώ ότι είναι ορθή η διαπίστωση, στην έκθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Αλέκος Αλεξάνδρου και Χαράλαμπος Χαραλάμπους έχουν πολύ καλύτερη βαθμολογία κατά την περίοδο 1996-2000 σε σύγκριση με αυτή των αιτητών Χαράλαμπου Ι Χαραλάμπους και Χριστόφορου Χριστοφόρου, κατά τα αντίστοιχα έτη.

 

 Ο Αλέκος  Αλεξάνδρου συγκεντρώνει 24Α και ο Χ. Χαραλάμπους 18Α έναντι του αιτητή Χαράλαμπου Ι. Χαραλάμπους ο οποίος συγκεντρώνει 10Α και του αιτητή Χ. Χριστοφόρου ο οποίος συγκεντρώνει 2Α κατά την περίοδο 1996-2000.

 

Σχετικά με την αρχαιότητα παρατηρώ ότι ο Χαράλαμπος Ι Χαραλάμπους κατέχει τη θέση Χειριστή Μηχανών 2ας τάξης (Κλίμακα Α2 συνδυασμένη με την Κλίμακα Α5) από την 1.12.1988.

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κ. Χ. Χαραλάμπους προσλήφθηκε στην Α.Η.Κ. ως Τεχνικός  2ας Τάξεως (Κλίμακα Α2 - Α5 συνδυασμένη με τη θέση Τεχνικού 1ης Τάξης στη Συνδυασμένη Κλίμακα Α7) την 1.12.1991.

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κ. Αλεξάνδρου προσλήφθηκε στην Α.Η.Κ. στη θέση Ηλεκτρολόγου Εφαρμοστή Σταθμού (Συνδυασμένες Κλίμακες Α2-Α5-Α6+2) την 1.10.92.

Προκύπτει λοιπόν από την εξέταση των προσωπικών φακέλων ότι ο  αιτητής Χ.Ι. Χαραλάμπους υπερτερεί σε αρχαιότητα έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων Χ.Κ. Χαραλάμπους και Αλεξάνδρου αλλά υστερεί σε βαθμολογία.

 

 Με τη θεώρηση ωστόσο τόσο της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι προσοντούχοι με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας (γεγονός βέβαια που αμφισβητείται από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή στην προσφυγή 1241) και με δεδομένη την υπεροχή αυτή των ενδιαφερόμενων προσώπων στη βαθμολογία, θα μπορούσε, κατά την κρίση μου, η βαθμολογία να αποτελέσει στοιχείο το οποίο θα παρείχε ασφαλές έρεισμα για την υπερπήδηση της σημαντικής αρχαιότητας του αιτητή Χ Ι Χαραλάμπους έναντι των πιο πάνω ενδιαφερόμενων προσώπων.

 

Στην περίπτωση όμως των ενδιαφερομένων προσώπων Ανδρέα Κυπρίδημου και Δημήτρη Λυσάνδρου, η βαθμολογία τους σε σύγκριση με αυτή του αιτητή Χαράλαμπου Ι. Χαραλάμπους για τα συγκεκριμένα έτη δεν θα μπορούσε  κατά την άποψη μου να αποτελέσει εξίσου ασφαλές έρεισμα για παράκαμψη της σημαντικής υπεροχής του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι των ενδιαφερόμενων προσώπων Κυπρίδημου και Λυσάνδρου.

 

Ο Ανδρέας Κυπρίδημος έχει περίπου την ίδια βαθμολογία με αυτή του αιτητή Χ.Ι Χαραλάμπους και συναφώς η διατύπωση της αιτιολογίας της κρίσης  της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι «ο υποψήφιος Χ.Ι Χαράλαμπος υστερεί έναντι όλων των επιλεγέντων υποψηφίων εκτός του Λυσάνδρου»  δεν ανταποκρίνεται στα στοιχεία των φακέλων.

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κυπρίδημος προσλήφθηκε στην Α.Η.Κ. ως Τεχνικός  2ας Τάξεως (Κλίμακα Α2 - Α5 συνδυασμένη με τη θέση Τεχνικού 1ης Τάξης στη Συνδυασμένη Κλίμακα Α7) την 1.2.1996.

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λυσάνδρου προσλήφθηκε στην Α.Η.Κ. στη θέση του Χειριστή Μηχανών  2ας Τάξεως (Κλίμακα Α2 - Α5 συνδυασμένη με τη θέση Χειριστή Μηχανών 1ης Τάξης στη Συνδυασμένη Κλίμακα Α7) την 1.9.1998.

 

Ο κ.Λυσάνδρου υστερεί στη βαθμολογία των εμπιστευτικών εκθέσεων σε σύγκριση με αυτή του αιτητή κ. Χ.Ι.Χαραλάμπους για την περίοδο 1996-2000. Ωστόσο κρίθηκε καταλληλότερος έναντι του Χ.Ι Χαραλάμπους καθότι, όπως  αναφέρεται στη διατύπωση της αιτιολογίας της κρίσης τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου, διαθέτει πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά  σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, και ότι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο του προσέδιδαν την ανάλογη υπεροχή (Έγινε αναφορά στο ότι έχει γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών σύμφωνα με το πιστοποιητικό του ειδικού σεμιναρίου που έχει στον προσωπικό του φάκελο καθώς επίσης γνώσεις σε θέματα διοίκησης σύμφωνα με το πιστοποιητικό του σχετικού προγράμματος της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης που επίσης βρίσκεται στο προσωπικό του φάκελο).

 

Με δεδομένη ωστόσο την υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή Χ.Ι .Χαραλάμπους και την ισοδύναμη περίπου βαθμολογία με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους Α. Κυπρίδημου, καθώς επίσης την οριακή καλύτερη βαθμολογία του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Λυσάνδρου, έχω την εντύπωση ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν περιλαμβάνει πραγματική συζήτηση και στάθμιση των διαφόρων στοιχείων που την οδήγησαν στην επιλογή της.

 

Παρατηρώ επίσης ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στη σημαντική αρχαιότητα του αιτητή  Χ. Χριστόφορου έναντι των ενδιαφερόμενων προσώπων Λυσάνδρου και Κυπρίδημου. Σημειώνεται ότι ο κ. Χ. Χριστοφόρου προσλήφθηκε στην Α.Η.Κ. στη θέση του Χειριστή Μηχανών, 2ας τάξεως (Κλίμακα Α2 συνδυασμένη με την Κλίμακα Α5) την 1.12.1991.  Κατόπιν εξέτασης της βαθμολογίας του κ. Χριστοφόρου την περίοδο 1996-2000 και σύγκρισης της με τη βαθμολογία των  ενδιαφερόμενων προσώπων Κυπρίδημου και Λυσάνδρου, προκύπτει ότι ο αιτητής Χριστοφόρου υστερεί έναντι του κ.Κυπρίδημου και του  κ.Λυσάνδρου, αλλά  πολύ οριακά κατά την άποψη μου, τουλάχιστον έναντι του τελευταίου. 

 

Η επίδικη θέση ναι μεν ανήκε στην κατηγορία "Πρώτου Διορισμού", αλλά η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατέγραψε ρητά στα πρακτικά της ότι "όλοι οι υποψήφιοι τυγχάνουν υπάλληλοι της Αρχής" και αναφέρθηκε επίσης σαφέστατα στην πείρα και την αρχαιότητα κάθε υποψηφίου στην Αρχή, ως κριτήρια που αξιολογήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη προς το σκοπό διαμόρφωσης της γνωμοδότησής της.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731, κρίθηκε ότι υπεροχή σε αρχαιότητα τεσσάρων χρόνων σημαίνει πως ο κάτοχός της έχει πολύ μεγαλύτερη πείρα από τους άλλους υποψηφίους. Κρίθηκε ακόμα ότι επί ίσων υποψηφίων, εύλογα μπορεί να υποτεθεί πως ο υποψήφιος με τη μεγαλύτερη υπηρεσία έχει και περισσότερη πείρα, ενώ έχει επανειλημμένα αναφερθεί η αρχή της νομολογίας ότι η πείρα προσμετρά στην αξία (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 788/97 της 30/11/1998. Βλέπε επίσης Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 597/99 της 19/9/2000).

 

Με τη θεώρηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου  ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι προσοντούχοι με βάση το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας και με δεδομένη την ισοδυναμία τους όπως αυτή διαγράφεται από τις αξιολογήσεις τους (έστω ακόμη και αν υστερούν οριακά έναντι ορισμένων ενδιαφερόμενων προσώπων), κατά τη γνώμη μου απαιτείται κάτι ουσιαστικότερο από τις γενικότητες και αοριστολογίες που η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής περιέχει για να δικαιολογηθεί η παράκαμψη της σημαντικής αρχαιότητας στην περίπτωση των αιτητών Χ. Ι. Χαραλάμπους και Χ. Χριστοφόρου.

 

Κρίνω ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν περιλαμβάνει πραγματική συζήτηση και στάθμιση των διαφόρων στοιχείων για την επιλογή των υποψηφίων και συνεπώς ελλείπει η αναγκαία αιτιολογία.

 

Περαιτέρω η αναφορά που γίνεται στην πείρα και την αρχαιότητα ως στοιχεία κρίσης που λήφθηκαν υπόψη, έρχεται, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, σε αντίθεση με την υπηρεσιακή εικόνα των Χ. Ι. Χαραλάμπους (έναντι Κυπρίδημου και Λυσάνδρου) και Χριστοφόρου (έναντι του Λυσάνδρου) και είναι συνεπώς τρωτή η αιτιολογία της κρίσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τελική απόφαση της Αρχής που βασίσθηκε βασικά σ' αυτήν και την υιοθέτησε, χωρίς να προσπαθήσει να την επαληθεύσει ή να την τεκμηριώσει.

 

Κατά την κρίση μου, η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων ήταν τέτοια που καθιστούσε  επιτακτική την παράθεση πειστικών λόγων από το Διοικητικό Συμβούλιο που να δείχνουν γιατί ξεχώριζαν τα  ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κυπρίδημος και Λυσάνδρου και μάλιστα σε βαθμό που εξουδετέρωνε το κριτήριο της αρχαιότητας  στην περίπτωση των αιτητών Χ. Ι. Χαραλάμπους  και  Χριστοφόρου.

      

       Για τους  λόγους που υποδεικνύονται πιο πάνω, δηλαδή: (α)  λήψη υπόψη,από το Διοικητικό Συμβούλιο, των συστάσεων του Διευθυντή κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, που αποτέλεσε νέο στοιχείο που δεν υπήρχε στον ουσιώδη χρόνο και δεν μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη και (β) σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής που υιοθετήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο και που δεν περιλάμβανε πραγματική συζήτηση και στάθμιση των διαφόρων στοιχείων όπως αρχαιότητα και πείρα για την επιλογή των υποψηφίων και συνεπώς έλλειψη της αναγκαίας αιτιολογίας, η προσφυγή επιτυγχάνει.

                  

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα. 

 

 

 

 

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο