OMAS (CYPRUS) LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ YΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Προσφυγή αρ. 906/2003, 9 Σεπτεμβρίου 2005
print
Τίτλος:
OMAS (CYPRUS) LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ YΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Προσφυγή αρ. 906/2003, 9 Σεπτεμβρίου 2005
OMAS (CYPRUS) LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ YΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Προσφυγή αρ. 906/2003, 9 Σεπτεμβρίου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Προσφυγή αρ. 906/2003

 

9 Σεπτεμβρίου, 2005

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

OMAS (CYPRUS) LTD.

Αιτητές,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  YΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Καθών η αίτηση.

 

------------------

Γ. Αμπίζας, για τους αιτητές

Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση των καθών η αίτηση  που περιέχεται σε επιστολή ημερ. 22/7/03 και με την οποία τους επιβλήθηκε φορολογία £8.918,48 για την περίoδο 1/12/96-28/2/03. 

 

Γεγονότα

Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.  Είναι επίσης εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φ.Π.Α. από την 1/9/96 με αρ. εγγραφής 10080943F. Το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) Λευκωσίας προέβη σε έλεγχο των βιβλίων και αρχείων τα οποία οι αιτητές όφειλαν να τηρούν με βάση τη σχετική νομοθεσία.  Ο έλεγχος κάλυπτε την περίοδο 1/12/96-28/2/03.  Αποτέλεσμα του πιο πάνω ελέγχου ήταν ότι με επιστολή του Εφόρου ημερ. 22/7/03 στάληκε στους αιτητές η πιο κάτω βεβαίωση φορολογίας την οποία προτιμώ να παραθέσω αυτούσια.

«Βεβαίωση Φόρου

 

Αναφέρομαι στον έλεγχο που άρχισε στις 28/1/02 και σας πληροφορώ, ότι από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων που τηρείτε για την περίοδο 01/12/96-29/02/2003 έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας υποχρεώσεις. 

 

1. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών ύψους £275,20 που επιβάλατε στα τιμολόγια με αύξοντες αριθμούς 97004 και 98008 και ημερομηνίες 12/06/1997 και 14/12/1998 αντίστοιχα.

 

2.  Αποδώσετε λιγότερο φόρο εκροών συνολικού ύψους £54,63 το έτος 01/03/97-28/02/98 λόγο αριθμητικού λάθους.

 

3. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών ύψους £230,96 για παροχές υπηρεσιών που λανθασμένα θεωρήσατε ως εξαιρούμενες.  Οι παροχές αυτές έχουν τιμολογηθεί με τα τιμολόγια με αύξοντες αριθμούς 98022 και 3 και ημερομηνίες 7/06/2000 και 14/12/1998 αντίστοιχοιχα.

 

4. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών ύψους £1226,13 επειδή μια φορά προβήκατε σε λανθασμένη αντίστροφη χρέωση για υπηρεσίες που λάβατε από το εξωτερικό και την άλλη φορά δεν προβήκατε καθόλου σε αντίστροφη χρέωση.

 

5.  Έχετε διεκδικήσει για έκπτωση φόρο ύψους £321,16 που αποδίδεται σε έξοδα φιλοξενίας την φορολογική περίοδο 1/09/2000-30/11/2000 τον οποίο δεν δικαιούστε σύμφωνα με το άρθρο 25/13(ε) του Ν. 246/90. (πίνακας 1).

 

6.  Δεν έχετε προβεί ποτέ σε επιμερισμό του φόρου εισροών σας παρόλο ότι παρείχατε υπηρεσίες στο εξωτερικό οι οποίες (μέχρι την 01/02/2002) εμπίπτουν στο Πρώτο Παράρτημα του Ν. 246/90.  Για την παροχή των υπηρεσιών αυτών λάβατε υπηρεσίες του ιδίου Παραρτήματος από το εξωτερικό για τις οποίες έπρεπε να εφαρμόσετε την αντίστροφη χρέωση.  Ως αποτέλεσμα ο συνολικός φόρος εισροών σας το φορολογικό έτος 01/03/2000-28/02/2001 και 01/03/2001-28/02/2002 έχει αυξηθεί σε £5991,47 και £2135,58 αντίστοιχα (πίνακας 2).  Σύμφωνα με τα τιμολόγια που εκδώσατε και την κατάσταση τιμολογίων που προσκομίσατε, το ποσοστό των φορολογητέων σας δραστηριοτήτων τα δύο φορολογικά έτη, ανέρχεται μόνο σε 3,02% και 5,77% αντίστοιχα.  Ο εξαιρούμενος φόρος υπολογίστηκε σε £5930,55 και £2105,98 αντίστοιχα και είναι μεγαλύτερος από τα ποσά που αναφέρονται στον Καν. 5(1) των περί Φ.Π.Α. Κ.Δ.Π. 207/91 (Επιμερισμός του Φόρου Εισροών) Κανονισμοί του 1991 και γι’ αυτό δεν θεωρείται ότι αποδίδεται στις φορολογητέες παροχές υπηρεσιών. (πίνακας 3).

 

Το έτος 01/03/2000-28/02/2001 έχετε διεκδικήσει ολόκληρο το ποσό του εξαιρούμενου φόρου δηλαδή £5,930,56 το οποίο δεν δικαιούστε.  Το έτος 01/03/2001-28/92/2002 ο εξαιρούμενος φόρος που έχετε διεκδικήσει είναι μόνο £483,41 τον οποίο δεν δικαιούστε. (πίνακας 3).

 

7.  Επίσης έχετε διεκδικήσει το ποσό των £396,44 λόγω λανθασμένου υπολογισμού  του φόρου εισροών από την εφαρμογή της αντίστροφης χρέωσης το οποίο δεν αποτελεί φόρο εισροών σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 246/90 γι’ αυτό βεβαιώνεται (πίνακας 3).

 

Ενόψει του πιο πάνω:

Το ποσό των £8918,48 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς την περίοδο από 01/12/96-28/02/2003 δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) του περί Φ.Π.Α. Νόμου 246/90 (πίνακας 4).

 

Τα αιτήματα σας για επιστροφή φόρου £1150 και £140 που υποβάλατε τις περιόδους 01/09/2000-20/1/2000 και 01/12/01-28/02/2002, απορρίπτονται και

 

. καλείστε δυνάμει του άρθρου 36 και της παραγράφου 4(1) του δέκατου παραρτήματος του Ν.246/90 και 95(1)/2000 αντίστοιχα, να καταβάλετε το ποσό των £7018,24 (εφτά χιλιάδες δέκα οκτώ λίρες και είκοσι τέσσερα σεντ) το οποίο αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για το διάστημα από 01/12/96 μέχρι 28/02/2003.  Στον υπολογισμό του πληρωτέου ποσού λήφθηκε υπόψη το πιστωτικό σας υπόλοιπο ύψους £1900,24.

 

Η πληρωμή του εν λόγω ποσού πρέπει να γίνει μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής σε ένα από τα καταστήματα των εμπορικών τραπεζών ή των συνεργατικών ιδρυμάτων που συνεργάζονται με την Υπηρεσία Φ.Π.Α., χρησιμοποιώντας το μέρος του εντύπου Φ.Π.Α. 4 με την ένδειξη «απόδειξη πληρωμής» που εσωκλείεται.  Μετά την πληρωμή του πρώτου αντίτυπου θα πρέπει να αποσταλεί στον Έφορο Φ.Π.Α., 1482 Λευκωσία.

 

Παρακαλώ σημειώστε ότι το ποσό αυτό αποτελεί αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία και ότι η πληρωμή του δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων.

 

Εναντίον της πιο πάνω διοικητικής πράξης μπορείτε να υποβάλετε γραπτώς ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής. Πρόσθετα μπορείτε να καταχωρήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής.»

 

Οι αιτητές με επιστολή τους, ημερ. 10/9/03, μέσω του λογιστικού γραφείου KPMG, υπέβαλαν ένσταση.  Προτού οι καθών η αίτηση απαντήσουν επί της εν λόγω ένστασης, οι αιτητές στις 7/10/03 καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή.  Απάντηση επί της ένστασης πήραν πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στις 9/1/04. 

 

Με προβλημάτισε το κατά πόσο οι αιτητές είχαν δικαίωμα να καταχωρήσουν προσφυγή προτού πάρουν απάντηση στην ένσταση τους.  Αφού έλαβα υπόψη τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που διέπουν το θέμα επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας σε αντιδιαστολή με τις πρόνοιες του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν. 4/78 ως έχει τροποποιηθεί), έχω καταλήξει ότι στην παρούσα περίπτωση δεν αποτελούσε προϋπόθεση η ύπαρξη απόφασης επί της ένστασης προτού καταχωρηθεί η προσφυγή όπως είναι η περίπτωση επιβολής φορολογίας εισοδήματος.  Εκεί, με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 20(4) και 21(1) των προαναφερθέντων περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων η απόφαση επί της ένστασης είναι αναγκαία προϋπόθεση για καταχώρηση προσφυγής (βλ. Νίκος Οδυσσέως ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 481 σελ. 488-489).  Άλλωστε αν δούμε και την απόφαση της 9/1/04 επί της ένστασης φαίνεται ότι αυτή απλώς επιβεβαιώνει την απόφαση της 22/7/03.  Αν οι αιτητές δεν καταχωρούσαν την παρούσα προσφυγή και αφού ληφθεί υπόψη ότι οι καθών η αίτηση καθυστέρησαν να αποφασίσουν επί της ένστασης τους, τότε δυνατό να έχαναν τα χρονικά πλαίσια αμφισβήτησης της απόφασης ημερ. 22/7/03.  Επομένως καταλήγω ότι δεν πρέπει να υπάρχει πρόβλημα στο παραδεκτό της παρούσας προσφυγής. 

 

Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης οι θέσεις των αιτητών διατυπώνονται καταρχήν στην προαναφερθείσα επιστολή των ελεγκτών τους ημερ. 10/9/03.  Βασικός ισχυρισμός τους είναι ότι οι υπηρεσίες που έλαβαν οι πελάτες τους (αιτητές) από την εταιρεία Deloitte &Touche Consulting Hadjipavlou Sofianos & Cambanis S.A. (πιο κάτω αναφερόμενης απλώς ως D.T.C.) τόσο για το έργο της Nielsen, όσο και για το έργο της Βetonwork δε συνδέονται με το γραφείο της εταιρείας στην Κύπρο, για τους εξής λόγους:

(α)  στο Γραφείο της εταιρείας στη Λευκωσία δε λήφθηκε καμιά υπηρεσία από τη D.T.C. εφόσον οι υπηρεσίες από την D.T.C. αφορούσαν την προμήθεια προσωπικού που εργάστηκε στο εξωτερικό, στις εγκαταστάσεις της Nielsen ή της Betonwork ή στα γραφεία της D.T.C. στην Αθήνα, ως προβλεπόταν και στα σχετικά συμβόλαια.  Προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι εν λόγω υπηρεσίες από την D.T.C. ύψους £48.482 και £17.700 για τα έτη 2000 και 2001 αντίστοιχα «δεν μπορούσαν να ληφθούν από το μικρό γραφείο της εταιρείας στη Λευκωσία, το οποίο εξυπηρετούσε την αγορά της Κύπρου και το έτος 2001 ήταν κλειστό».

(β) οι διευθυντές της εταιρείας, που συνήψαν τα σχετικά συμβόλαια ζουν και εργάζονται μόνιμα στην Αθήνα απ’ όπου ασκούσαν και τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας και λαμβάνοντο οι αποφάσεις, ιδίως για τα έργα της Nielsen και της Betonwork.  Σύμφωνα με τους λογιστές των αιτητών η διεύθυνση των εργασιών ενός προσώπου σε μια χώρα δύναται να δημιουργήσει μόνιμη εγκατάσταση, όπως προβλέπεται σε αρκετές συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας μεταξύ της Κύπρου και άλλων χωρών καθώς και στον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο 118(1)/02 άρθρο 2(β)(ε).

 

Εξετάζοντας τους νομικούς ισχυρισμούς από τη γραπτή αγόρευση των αιτητών φαίνεται να επαναλαμβάνεται η πιο πάνω άποψη των ελεγκτών τους.  Είναι δηλαδή η θέση των αιτητών ότι ο Έφορος Φ.Π.Α. δεν ερμήνευσε ορθά τα άρθρα 9 και 10 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) και ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι τα δυο συμβόλαια που είχαν υπογράψει οι αιτητές, ενέπιπταν στις πρόνοιες των άρθρων 9 και 10 του νόμου διότι αφορούν τη λήψη υπηρεσιών την Κύπρο από το εξωτερικό.  Οι αιτητές όμως θεωρούν ότι οι υπηρεσίες που λήφθηκαν από το εξωτερικό συνδέονται άμεσα με την έδρα της εταιρείας η οποία, πάντοτε σύμφωνα με τους αιτητές, βρίσκεται στην Αθήνα, και γιαυτό δε θα έπρεπε να φορολογηθούν.

 

Το ένα από τα συμβόλαια αφορά σύμβαση μεταξύ των εταιρειών ΟΜΑS (CYPRUS) LTD. ( αιτητών) και της D.T.C. για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ανάπτυξης λογισμικού στην εταιρεία Α.C. Nielsen Company & CO. S.A. για την οποία οι αιτητές θα πληρώνονταν τα ποσά που αναφέρονται στη σύμβαση.  Ο Έφορος κατάληξε ότι οι αιτητές πρόσφεραν υπηρεσίες στην A.C.Nielsen Company & Co. S.A. του Βελγίου και πληρώθηκε για τις υπηρεσίες που πρόσφερε το συμφωνηθέν ποσό και φόρο προστιθέμενης αξίας.  Όμως για να διεκπεραιώσουν αυτό το συμβόλαιο οι αιτητές συνήψαν το δεύτερο συμβόλαιο με την εταιρεία D.Τ.C. για την παροχή των προαναφερθεισών υπηρεσιών.  Έτσι οι ληφθείσες υπηρεσίες από τους αιτητές έκρινε ότι εμπίπτουν στην παραγρ. 3 του Παραρτήματος Ι του Ν. 246/90 που προβλέπει ως ακολούθως:

 

«Υπηρεσίες που παρέχονται από πρόσωπο που βρίσκεται στο εξωτερικό και λαμβάνονται από πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία

...................................................................................................................

3.  Υπηρεσίες συμβούλων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, γραφείο επιβλέψεων, κτηματομεσιτών, γραφείο μελετών (consultancy bureaux), δικηγόρων, λογιστών και άλλες παρόμοιες υπηρεσίες καθώς επίσης και υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων και παροχής πληροφοριών.»

 

1.4  Το άρθρο 9 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου Ν. 246/90 προβλέπει ως ακολούθως:

 

9.(1)  Όταν οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο Παράτημα Ι, εξαιρουμένων των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ –

 

(α) Παρέχονται από πρόσωπο που βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία, και

 

(β) λαμβάνονται από οποιοδήποτε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία για τους σκοπούς οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκεί,

 

τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και ειδικότερα εκείνες που αφορούν την επιβολή φόρου για παροχή υπηρεσιών και το δικαίωμα του υποκείμενου στο φόρο προσώπου να πιστώνεται με το φόρο εισροών, ως εάν ο ίδιος παρείχε τις υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης του.

 

(2)  Παροχές υπηρεσιών οι οποίες με βάση το εδάφιο (1) θεωρούνται ότι πραγματοποιούνται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δε λαμβάνονται υπόψη ως παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από το πρόσωπο αυτό όταν θα υπολογίζεται στην περίπτωσή του ο επιμερισμός της πίστωσης του φόρου εισροών την οποία δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 26.

 

(3)  Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η παροχή των υπηρεσιών θεωρείται ότι πραγματοποιείται –

 

(α)  Με την αντιπαροχή η οποία έχει πράγματι δοθεί γι’ αυτές, και

 

(β)  σε χρόνο οποίος αποφασίζεται με βάση κανόνες που καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9 εφόσον οι υπηρεσίες του Παραρτήματος Ι παρέχονται από πρόσωπο  που βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία, δηλαδή στην περίπτωση μας την D.Τ.C. στην Αθήνα και λαμβάνονται από οποιονδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία και υπόκειται σε φόρο για σκοπούς επιχείρησης που ασκεί, όπως είναι οι αιτητές, τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις εκείνες που αφορούν την επιβολή φόρου για παροχή υπηρεσιών και το δικαίωμα του υποκείμενου στο φόρο προσώπου είναι να πιστώνεται με το φόρο εισροών ως εάν παρείχε ο ίδιος τις υπηρεσίες στη Δημοκρατία, ενέργεια που περιγράφεται ως αντίστροφη χρέωση. 

 

Οι πιο πάνω υπηρεσίες που έλαβαν οι αιτητές τις παρείχαν στην εταιρεία Nielsen στο Βέλγιο.  Έτσι σύμφωνα με την παράγραφο (xviii) του Παραρτήματος ΙΙΙ του Ν. 246/90 η παροχή υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, εφόσον παρέχονται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία, (δηλαδή τους αιτητές), σε πρόσωπο που βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία, εξαιρείται από το φόρο.  Επομένως εφόσον οι υπηρεσίες προς την εταιρεία A.C.Nielsen στο Βέλγιο αποτελούν εκροές που εξαιρούνται από το φόρο, τότε δεν παρέχεται το δικαίωμα της πίστωσης του φόρου εισροών, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.  Σύμφωνα με το εδ. (2) του άρθρου 9 του Ν. 246/90 παροχές υπηρεσιών οι οποίες με βάση το εδ. (1) θεωρούνται ότι πραγματοποιούνται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, δε λαμβάνονται υπόψη ως παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από το πρόσωπο αυτό όταν θα υπολογίζεται στην περίπτωση του ο επιμερισμός της πίστωσης του φόρου εισροών την οποία δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 26 του Νόμου.  Σχετικός είναι και ο Καν. 5(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (Επιμερισμός του Φόρου Εισροών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 207/91).  Όταν ο Φόρος εισροών είναι «εξαιρούμενος φόρος εισροών» που αποδίδεται πλήρως σε εξαιρούμενη παροχή τότε δεν επιτρέπεται η πίστωση του φόρου.  Ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω ότι στην απόφαση του ο Έφορος κατάληξε αφού θεώρησε ότι οι αιτητές έχουν την έδρα τους στην Κύπρο όπου είναι εγγεγραμμένοι ως εταιρεία, ενώ οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η κύρια έδρα τους είναι στην Αθήνα και από εκεί γίνεται η διεύθυνση των εργασιών τους.

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν με τα ενώπιον του Εφόρου γεγονότα ήταν εύλογα επιτρεπτή η κατάληξη του ότι οι αιτητές έχουν την έδρα τους στην Κύπρο αφού αν η θέση αυτή είναι ορθή, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι αιτητές, τότε και η επίδικη απόφαση είναι ορθή.  Στην απόφαση του αυτή ο Έφορος κατάληξε αφού έλαβε υπόψη ότι τόσο στη σύμβαση μεταξύ των αιτητών και της A.C. Nielsen καθώς και στη σύμβαση μεταξύ των αιτητών και της D.T.C., ως έδρα των αιτητών καθορίζεται η διεύθυνση Ζήνωνος Σώζου 32, Λευκωσία, Κύπρος. Επίσης όλα τα τιμολόγια που απέστειλαν οι αιτητές προς την Α.C. Nielsen (Βέλγιο) αναφέρουν ως διεύθυνση των αιτητών την προαναφερθείσα διεύθυνση Ζήνωνος Σώζου 32 και στο κάτω μέρος γράφουν ότι είναι πληρωτέα στην Omas (Cyprus) Ltd. (αιτητές) σε λογαριασμό της Λαϊκής Τράπεζας όπου αναφέρεται και ο αριθμός Φ.Π.Α των αιτητών.  Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι η έδρα τους ήταν στο εξωτερικό και γενικά της παρούσας προσφυγής, ήταν στους ίδιους τους αιτητές.  Παρόλο, που ακόμα και στο στάδιο των διευκρινίσεων, φάνηκε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε διαφορά, οι αιτητές προτίμησαν να αφήσουν τα γεγονότα ως είχαν χωρίς την προσκόμιση μαρτυρίας για απόδειξη των ισχυρισμών τους.

 

Σημειώνω εδώ ότι η προαναφερθείσα επιστολή της 9/1/04 (που αποτελεί απόφαση επί της ένστασης των αιτητών), αυστηρώς ομιλούντες δεν είναι κάτι που εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής εφόσον αυτή είναι μεταγενέστερη της καταχώρησης της υπόθεσης.  Επειδή όμως έχω προσέξει ότι αυτή ουσιαστικά επαναλαμβάνει, με συνοπτική μάλιστα μορφή, το σκεπτικό του Εφόρου για την υπό εξέταση απόφαση του ημερ. 22/7/03, προτιμώ να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο της αφού τούτο βοηθά στο να γίνει πιο κατανοητή η απόφαση του.  Αυτό έχει ως εξής:

 

«Αμφισβήτηση βεβαίωσης φόρου

 

Αναφέρομαι στην αμφισβήτηση της βεβαίωσης φόρου που υποβάλατε μέσω των ελεγκτών σας και λήφθηκε στις 22/09/2003 και σας πληροφορώ ότι απορρίπτεται στο σύνολο της επειδή δεν έχετε προσκομίσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τον έλεγχο τα οποία θα μπορούσαν να μειώσουν την βεβαίωση φόρου.

 

Τα δύο συμβόλαια με τις εταιρείες του εξωτερικού και στις δύο περιπτώσεις τα έχει συνάψει η ΟMAS (CYPRUS LTD) η οποία είναι εγγεγραμμένη ως Κυπριακή εταιρεία με βάσει τον περί Εταιρειών Νόμο και με έδρα την Κύπρο.  Επομένως έχει δική της νομική οντότητα.  Και για τα δύο συμβόλαια λαμβάνει υπηρεσίες από εταιρεία στο εξωτερικό που είναι εγγεγραμμένη στο εξωτερικό.  Επειδή οι υπηρεσίες που λαμβάνει από το εξωτερικό είναι του Πρώτου Παραρτήματος του Ν. 246/90 είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει την αντίστροφη χρέωση και να αποδώσει φόρο εκροών. Τις υπηρεσίες που λαμβάνει τις παρέχει σε λήπτη του εξωτερικού και ως εκ τούτου με βάση το Τρίτο Παράρτημα του Ν. 246/90 είναι εξαιρούμενες.  Συνεπώς δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών που προκύπτει από την εφαρμογή της αντίστροφης χρέωσης.

 

Ως εκ τούτου η βεβαίωση φόρου που σας κοινοποιήθηκε με την επιστολή μας ημερομηνίας 22/07/2003 εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό της.»

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η απόφαση του Εφόρου με βάση τα ενώπιον του γεγονότα ήταν εύλογα επιτρεπτή με αποτέλεσμα να μην ενδείκνυται η επέμβαση του δικαστηρίου τούτου (βλ. Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1, Goodstones v. Republic (1999) 3 Α.Α.Δ. 707, Λεύκος Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106 και Στυλιανού ν. Δημοκρατίαw (2000) 3 Α.Α.Δ. 782.).  Προέβηκε ο Έφορος σε βεβαίωση του φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του όπως διαλαμβάνεται και στο άρθρο 34(1)(2) του Ν. 246/90.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθών η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση της 22/7/03 επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο