ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΓΙΑΓΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1135/2004, 13 Δεκεμβρίου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Υπόθεση Αρ. 1135/2004)

 

13  Δεκεμβρίου, 2005

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΓΙΑΓΚΟΥ,

                                    Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Η

1.      ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ν. Μιχαηλίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης του τεμαχίου 511, Φ/Σχ 29/04 στην Περιστερώνα της επαρχίας Λευκωσίας. Στις 14.11.03 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα διάταγμα επίταξης του πιο πάνω τεμαχίου και τεσσάρων άλλων ακινήτων για σκοπούς ανέγερσης του νέου δημοτικού σχολείου Περιστερώνας και τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου της περιοχής που θα εξυπηρετούσε το σχολείο.

 

Είχε προηγηθεί επιτόπια επίσκεψη λειτουργών του αρμόδιου τμήματος του καθ’ ου η αίτηση 2 μαζί με τον κοινοτάρχη και τον πρόεδρο του Συνδέσμου Γονέων στους τέσσερις προτεινόμενους χώρους. Η Εθνική Επιτροπή για την οδική ασφάλεια των μαθητών, μελέτησε περαιτέρω τους εναλλακτικούς χώρους  από την άποψη οδικής ασφάλειας και κατέληξε στην επιλογή δυο χώρων για τους οποίους πήρε πληροφορίες σχετικά με τα δευτερεύοντα οδικά δίκτυα στον περίγυρο τους. Στη συνέχεια, οι καθ’  ων η αίτηση μελέτησαν τον προτεινόμενο χώρο Γ, ο οποίος συμπεριλαμβάνει το ακίνητο του αιτητή και κρίθηκε κατάλληλος από άποψη χωροθέτησης αφού βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από τον πυρήνα του χωριού και εντός οικιστικής ζώνης. Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και το διάταγμα επίταξης δημοσιεύτηκαν στις 14.11.03 και κοινοποιήθηκαν με σχετικές επιστολές στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες. Οι ενστάσεις των ιδιοκτητών των επηρεαζόμενων τεμαχίων, μεταξύ των οποίων και η ένσταση του αιτητή, απορρίφθηκαν στις 20.8.04 από την εξ Υπουργών Επιτροπή. Στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δημοσιεύτηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης (ΑΔΠ1175) και παράταση του διατάγματος επίταξης ημερ. 3.11.04. Ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση του εν λόγω διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η προσφυγή αρ. 55/04 που είχε ασκήσει εναντίον του διατάγματος επίταξης αποσύρθηκε.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται στην παρούσα προσφυγή συνοψίζονται στα ακόλουθα:

 

1.      Η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας διότι δεν επιδιώκετο ο αναφερόμενος στο διάταγμα δημόσιος σκοπός ωφελείας αλλά αλλότριος σκοπός.

2.                  Δεν εφαρμόστηκε  η λιγότερο επαχθής λύση για τους διοικούμενους και παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας.

3.                  Δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα και ο κατάλληλος σχεδιασμός του έργου.

4.                  Ελλείπει η αιτιολογία.

5.                  Παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας σε βάρος μάλιστα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του αιτητή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υπέβαλε προδικαστικά ότι τα νομικά σημεία της αίτησης είναι διατυπωμένα με γενικότητα και αοριστία, κατά παράβαση του Καν.7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και άρα δεν επιτρέπεται να συζητηθούν. Η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όλοι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης που αναπτύχθηκαν στην αγόρευση του αιτητή  σε συνάρτηση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, καλύπτονται πλήρως από τα νομικά σημεία που παρατέθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως. Συγκεκριμένα οι νομικοί ισχυρισμοί υπό (1) ανωτέρω αντιστοιχούν  στα εισαγωγικά της αίτησης νομικά σημεία 3, 6, 11 και 12.Ο νομικός ισχυρισμός υπό (2) αντιστοιχεί στα νομικά σημεία 1, 2, 3, 4, 8, 9 και 10. Οι υπ’ αρ. (3) και (4) λόγοι αντιστοιχούν στα νομικά  σημεία  4, 5 και 12. Ο λόγος ακυρώσεως υπό (5) πιο πάνω, καλύπτεται πλήρως από τα σημεία 1, 2, 6, 7 και 8 της αίτησης ακυρώσεως.

 

Ο αιτητής έθεσε ζήτημα αναφορικά με την έλλειψη πρακτικού και την παράλειψη της Υπουργικής Επιτροπής, αρμόδιας για την έκδοση του επίδικου διατάγματος απαλλοτρίωσης, να συνεδριάσει σε σώμα.

 

Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος (Ν. 15/62) προνοεί στο άρθρο 6:

 

«6. –(1) Αμα τη παρόδω της εν τη γνωστοποιήσει απαλλοτριώσεως καθοριζομένης προθεσμίας, η απαλλοτριούσα αρχή ή οσάκις απαλλοτριούσα αρχή είναι η Δημοκρατία, ο αρμόδιος Υπουργός προβαίνει το ταχύτερον δυνατόν εις την εξέτασιν οιωνδήποτε ενστάσεων κατά της απαλλοτριώσεως αίτινες ήθελον υποβληθή διαρκούσης της ως είρηται προθεσμίας, και, εκτός εάν η τοιαύτη αρχή είναι δημοτική αρχή ή Κοινοτική Συνέλευσις, τας διαβιβάζει εις το Υπουργικόν Συμβούλιον ομού μετά τοιούτων παρατηρήσεων και υποδείξεων ως η απαλλοτριούσα αρχή ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ο αρμόδιος Υπουργός, ήθελε κρίνει καταλλήλους.

 

(2) Οσάκις, λαμβανομένων υπ΄ όψιν απασών εν γένει των περιστάσεων, κρίνεται σκόπιμος η απαλλοτρίωσις της ιδιοκτησίας εις ην αφορά η γνωστοποίησις απαλλοτριώσεως διά τους εν ταύτη καθωρισμένους σκοπούς, κηρύττεται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου, διά διατάγματος (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένου ως «διάταγμα απαλλοτριώσεως») δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας:

 

..................................................................................................................................................................................................................... .......................................................................................»

 

 

Είναι σαφές ότι η απόφαση για έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης που λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, προϋποθέτει την διερεύνηση των ενστάσεων με ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών του και τη συζήτηση του θέματος σε συλλογική σύνθεση. Στην προκείμενη περίπτωση, η εξ Υπουργών Επιτροπή (στην οποία εκχωρήθηκαν οι δυνάμει του πιο πάνω άρθρου εξουσίες για εξέταση ενστάσεων και έγκριση έκδοσης διαταγμάτων απαλλοτριώσεως), δεν συγκλήθηκε ως συλλογικό όργανο ούτε έγινε συνεδρία με την ταυτόχρονη παρουσία όλων των μελών της.

 

Ο Υπουργός Παιδείας ως αρμόδιος Υπουργός ζήτησε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία που αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε νομικό κώλυμα για την απόρριψη των ενστάσεων που είχαν υποβληθεί. Ακολούθως διαβίβασε όλα τα σχετικά γεγονότα στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως με επιστολή ημερ. 2.7.04 και την εισήγηση όπως η Υπουργική Επιτροπή απορρίψει τις υποβληθείσες ενστάσεις. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με επιστολή ημερ. 12.7.04 ζητά τις απόψεις των συναρμόδιων Υπουργών που αποτελούν την Υπουργική Επιτροπή «επειδή δεν κατέστη δυνατό να συγκληθεί η συνεδρίαση της Υπουργικής Επιτροπής και επειδή επείγει η έκδοση και δημοσίευση του σχετικού Διατάγματος». Κάθε Υπουργός, απαντά ξεχωριστά και εισηγείται απόρριψη των ενστάσεων και έκδοση του σχετικού Διατάγματος, αναφέροντας αόριστα με πανομοιότυπη φρασεολογία ότι «έχει μελετήσει τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν καθώς και τις παρατηρήσεις του αρμόδιου Υπουργού». Ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος (Ν. 158(1)/99) προβλέπει ότι κάθε συλλογικό όργανο συνεδριάζει νόμιμα εφόσον κληθούν όλα τα μέλη του και βρίσκεται σε απαρτία και τηρεί άρτια πρακτικά για τις αποφάσεις που λαμβάνει (άρθρα 23 και 24). Η παράλειψη συγκρότησης της Υπουργικής Επιτροπής και λήψης συλλογικής απόφασης αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου και πλήττει το κύρος της επίδικης απόφασης.

 

 Ο αιτητής επίσης παραθέτει μια σειρά ισχυρισμών που στοιχειοθετούν κατά την άποψη του την έλλειψη της αναγκαίας προκαταρκτικής έρευνας. Υποστηρίζει ότι η Εθνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας Μαθητών (στο εξής «η Επιτροπή») στη συνεδρία ημερ. 11.3.02 απέκλεισε τους χώρους Β και Δ και κατέληξε στην περαιτέρω μελέτη των χώρων Α και Γ (επίδικος), χωρίς προηγουμένως να έχουν ζητηθεί οι απόψεις του αρμόδιου Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως σχετικά με τα προβλεπόμενα οδικά δίκτυα. Ο ισχυρισμός  ευσταθεί διότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτουν ποίοι ήταν οι λόγοι του προκαταρκτικού αποκλεισμού των χώρων Β και Δ. Η Επιτροπή ζήτησε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως να υποδείξει τα προτεινόμενα οδικά δίκτυα που επηρεάζουν την περιοχή και όλα τα εναλλακτικά τεμάχια στις 28.3.02. Το Τμήμα Πολεοδομίας απάντησε στις 17.6.02, δηλαδή, όταν η Επιτροπή είχε ήδη αποκλείσει τους δύο εναλλακτικούς χώρους χωρίς όμως να είχε ενώπιόν της τις αναγκαίες πληροφορίες. Οταν η Επιτροπή κατέληξε στις 16.9.02 ότι και οι δυο χώροι Α και Γ είναι αποδεκτοί με κάποιες προϋποθέσεις και οριστικοποίησε την πρόταση της, γνώριζε μόνο για τα προβλεπόμενα οδικά δίκτυα και τη ρυμοτομία που επηρεάζουν στους χώρους Α και Γ μόνο, εφόσον η απάντηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αφορούσε αποκλειστικά τα συγκεκριμένα. Δεν φαίνεται να  έγινε οποιαδήποτε πολεοδομική και χωροταξική ανάλυση όλων των εναλλακτικών χώρων.

 

Στο διοικητικό φάκελο διαπιστώνω ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία που κλονίζουν το θεμέλιο της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, ενώ  το Τμήμα Πολεοδομίας πρότεινε το χώρο Α ως καταλληλότερο λόγω εμβαδού (επιστολή ημερ. 17.6.02), «οι εκπρόσωποι της Αστυνομίας και της Συνομοσπονδίας Συνδέσμων Γονέων Μέσης Εκπαίδευσης διατύπωσαν επιφυλάξεις για την καταλληλότητα του χώρου Γ για ανέγερση σχολείου λόγω της εγγύτητας του χώρου αυτού σε παρακείμενο ποταμό», και παρά το ότι η ίδια η Επιτροπή θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση για την αποδοχή του χώρου (Γ), τη διεξαγωγή μελέτης από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού «για να επιβεβαιωθεί ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα από τη γειτνίαση του χώρου αυτού στον ποταμό» - μελέτη η οποία δεν πραγματοποιήθηκε -  εντούτοις προωθείται περαιτέρω η επιλογή του χώρου  Γ. Η μόνη εισήγηση υπέρ του επίδικου χώρου ήταν αυτή του κοινοτάρχη του χωριού με την αιτιολογία ότι βρίσκεται στον πυρήνα του χωριού.

 

Ενδεικτική της τελικής επιλογής του χώρου Γ είναι η επιστολή ημερ. 29.1.03 που απέστειλε το Τμήμα Πολεοδομίας στο αρμόδιο υπουργείο και  αναφέρει τα εξής:

 

«2. Από την επιτόπου επίσκεψη διαπιστώθηκε ότι ο προτεινόμενος χώρος βρίσκεται εντός της Οικιστικής Ζώνης Η2 και σε πολύ κοντινή απόσταση από τον πυρήνα του χωριού (μεσολαβεί ο ποταμός Περιστερώνας) για τον οποίο, όπως πληροφορηθήκαμε, εκπονείται σχέδιο ανάπλασης του. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι η θέση του χώρου σε σχέση με τις περιοχές εξυπηρέτησης είναι πολύ κεντροβαρής και αναμένεται ότι η διακίνηση των μαθητών προς και από το χώρο θα γίνεται σε μεγάλο βαθμό με τα πόδια.

 

3. Με βάση τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, έχω την άποψη ότι ο συγκεκριμένος χώρος κρίνεται κατάλληλος από άποψη χωροθέτησης. Σε περίπτωση όμως επιλογής του θα πρέπει:

 

(α)   Να διερευνηθεί από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου σας κατά πόσον η έκταση του συνάδει με τα πρότυπα του πίνακα 2 της Δήλωσης Πολιτικής, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται.

 

(β)   Να γίνουν οι απαιτούμενες κατασκευές και να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια του χώρου στην πλευρά όπου εφάπτεται με τον ποταμό.

 

(γ)   Να βελτιωθούν οι προσβάσεις προς τον προτεινόμενο χώρο και να μελετηθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας πεζόδρομου που θα ενώνει το σχολικό χώρο με την περιοχή του πυρήνα του οικισμού (επανακατασκευή της παλαιάς γέφυρας για χρήση από τους πεζούς).

 

(δ)   Να διερευνηθεί η πιθανότητα χρήσης των δύο γειτονικών γηπέδων για κάλυψη των αναγκών του σχολικού χώρου.»

 

 

Η Επιτροπή, το Τμήμα Πολεοδομίας και ο ίδιος ο Επάρχος (βλ. επιστολή ημερ. 19.3.04 προς Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού), πρότειναν τη διεξαγωγή έρευνας από τις αρμόδιες Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου αναφορικά με το (α) κατά πόσο η έκταση του χώρου Γ ικανοποιούσε, (β) προβλήματα που δημιουργούσε η γειτνίαση με το ποταμό, (γ) η καταλληλότητα του χώρου από γεωλογικής απόψεως. Οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και ακολούθως εξέδωσαν το προσβαλλόμενο διάταγμα χωρίς να διερευνήσουν τα σημαντικά αυτά τεχνικά θέματα. Η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να προβούν στην αναγκαία έρευνα  που θα υποστύλωνε την επίδικη απόφαση, καθιστά και την αιτιολογία τρωτή.

 

Στις υποθέσεις αυτές η Διοίκηση έχει καθήκον εκτεταμένης έρευνας των δυνατοτήτων πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και προετοιμασίας ολοκληρωμένης μελέτης για το έργο. (Ιδε Μεστάνας και Αλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185, Δ. Ουζουνιάν κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 639. Ιδε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, 87, Οικονόμου "Ο Δικαστικός Ελεγχος της Διακριτικής Εξουσίας" (1966) 186).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και το επίδικο διάταγμα ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του αιτητή.

 

 

 

                                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο