YURIY POLISHCHUK ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 27/2005, 19 Δεκεμβρίου 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 27/2005)

 

19 Δεκεμβρίου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

YURIY POLISHCHUK, από την Ουκρανία,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

                              ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

                             2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Χρ. Τιμοθέου για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Αιτητή.

 

Γ. Χατζηχάννα, Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, που είναι Ουκρανικής υπηκοότητας, προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της 19/11/2004 της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (καθ’ης η αίτηση) με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή που καταχώρισε για την απόρριψη αιτήματός του για την παροχή προσφυγικού ασύλου.

 

(α) Τα γεγονότα.

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και δεν αμφισβητούνται από την πλευρά του αιτητή, ο τελευταίος έφθασε για πρώτη φορά νόμιμα στην Κύπρο στις 29/1/2000 (με σκοπό να ιδρύσει μια εταιρεία) και ακολούθως αναχώρησε στις 5/7/2001. Στις 21/8/2001 επανήλθε στην Κύπρο (γιατί οι εργασίες του στην Ουκρανία, όπως ανέφερε ο ίδιος, δεν πήγαιναν καλά) και αναχώρησε ξανά στις 2/8/2002. Στις 23/8/2002 έφθασε ξανά στην Κύπρο (για να ιδρύσει με γνωστούς του δικηγόρους μια εταιρεία στην Κύπρο). Στις 27/11/2002 υπέβαλε αίτηση για την παροχή πολιτικού ασύλου και κλήθηκε στις 3/11/2003 σε συνέντευξη για να εξεταστεί κατά πόσο συνέτρεχαν οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν την παροχή ασύλου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(1)/2000 (όπως έχει τροποποιηθεί). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διεξήχθη στη ρωσική γλώσσα στην παρουσία μεταφράστριας, ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για διάφορους λόγους. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του στο στρατό υπηρέτησε σε κάποιο Σύνταγμα κοντά στην περιοχή του Τσέρνομπιλ και γι’ αυτό το λόγο εδικαιούτο κάποια επιπρόσθετα ωφελήματα τα οποία δεν του παραχωρήθηκαν. Το 1995 είχε απολυθεί από την αστυνομία γιατί ως τροχονόμος είχε πυροβολήσει εν ώρα υπηρεσίας κατά λάθος κάποιο συγγενή αξιωματικού της αστυνομίας, ενώ το 1996 ισχυρίστηκε ότι συνελήφθηκε και φυλακίστηκε για τρεις μήνες χωρίς λόγο. Τέλος, δήλωσε ότι το 1999 λήστεψαν την εταιρεία που διατηρούσε μαζί με δύο φίλους του και ότι κατά την άποψή του, στο περιστατικό ενεχόταν η αστυνομία. Η Αρχή Προσφύγων απέρριψε το αίτημα γιατί οι λόγοι που είχε προβάλει για την εγκατάλειψη της χώρας του δεν σχετίζονταν με δικαιολογημένους φόβους δίωξης, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2003, αφού είχε επιστρέψει στη χώρα του δύο φορές μετά την πρώτη του άφιξη στην Κύπρο, χωρίς κανένα κίνδυνο. Σύμφωνα με την Αρχή Προσφύγων, αν οι φόβοι του αιτητή ήταν γνήσιοι θα εγκατέλειπε την Ουκρανία και δεν θα επέστρεφε πίσω στη χώρα του για κανένα λόγο.

 

Ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε στις 19/11/2004 από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Στην πιο πάνω απόφαση τονίστηκαν μεταξύ άλλων και τα πιο κάτω:

 

“Ο προσφεύγων στη διοικητική του προσφυγή ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματος του και επανέλαβε τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. (βλ. ερυθρό 8-12, Αν. Αρχ.).

 

Στην παρούσα διοικητική προσφυγή δεν έχουν υποβληθεί από τον προσφεύγοντα οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να αλλάζουν την έκβαση της υπόθεσης του ώστε να του παραχωρηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, η συμπληρωματική προστασία ή καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Η προσεκτική μελέτη του πραγματικού υλικού που περισυνέλεξε και ορθά έλαβε υπόψη η Αρχή Προσφύγων, υπαγόμενη στο σχετικό νομικό θεσμικό πλαίσιο που ορθά αναφέρθηκε και καταγράφεται από την Αρχή Προσφύγων, ορθά την οδήγησε στην αιτιολογημένη και ορθή απόφαση της που αποστάληκε και στον προσφεύγοντα (βλ. ερυθρό 57 και 58,            Υπ. Ασ.).

 

Με όσα εξέθεσα ανωτέρω, εύκολα καταδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση προσφυγής δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του Πρόσφυγα που προβλέπεται στο άρθρο 3 του Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Επίσης δεν απέδειξε ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ως προβλέπεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2). Ούτε και πληροί τις προϋποθέσεις να του παραχωρηθεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ως προβλέπει το άρθρο 19Α του ιδίου Νόμου.”

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων της 19/11/2004 είναι παράνομη αφού,

 

(i)                 Λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας και κάτω από καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα,

 

(ii)               Λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες,

 

(iii)             Παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή και γιατί

 

(iv)              Η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

 

 

 

 

 

 

 

(i)     Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.

 

Εκ μέρους του αιτητή υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του ότι δεν δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στους ισχυρισμούς του ότι τόσο αυτός όσο και η οικογένεια του καταδιώκονταν από άγνωστα πρόσωπα, ότι απολύθηκε αδικαιολόγητα από την αστυνομική δύναμη και ότι φυλακίστηκε άδικα. Επιπρόσθετα υποδείχθηκε ότι επέστρεψε στη χώρα του και διέμενε λόγω φόβου για τη ζωή του σε απομακρυσμένο χωριό, αλλά λόγω της συνέχισης των απειλών εναντίον του αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο με την οικογένειά του.

 

Αντίθετα εκ μέρους της καθ’ης η αίτηση υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της ότι ο αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, όπως απαιτεί το άρθρο 3(1) και ότι η επίδικη απόφαση είναι ορθή.

 

Το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (αρ. 6(1)/2000), όπως έχει τροποποιηθεί, προνοεί ότι,

 

“3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή.”

 

 

Το άρθρο 13 του Νόμου το οποίο καθορίζει τη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων από την Υπηρεσία Ασύλου, προβλέπει ότι η αίτηση εξετάζεται από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος αφού προβεί σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, συντάσσει σχετική έκθεση και την υποβάλλει στον Προϊστάμενο. Το άρθρο 17(1)(β) προνοεί ότι “για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα που εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (Handbook of Procedures and Criteria for Determining Refugee Status). Στην παράγραφο 204 του πιο πάνω “Εγχειρίδιου” για το “ευεργέτημα της αμφιβολίας”, προνοείται ότι,

 

“Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.”

 

 

Το άρθρο 13(4) του Νόμου καθορίζει ότι ο Προϊστάμενος “δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα από αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος”.

 

Στην παρούσα περίπτωση, μετά τη συνέντευξη και αφού ο αιτητής προέβαλε τους ισχυρισμούς που προεκτέθηκαν, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την έκθεσή της, από την οποία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα πιο κάτω:

 

“Ο ΑΑ αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 29/1/2000. Ήρθε στην Κύπρο για να ξεκινήσει τη δική του εταιρεία και να αποκτήσει άδεια παραμονής, όπως ο ίδιος δήλωσε στη συνέντευξη του. Στον αιτητή δόθηκε άδεια παραμονής για δύο χρόνια λόγω του ότι ήταν διευθυντής εταιρείας, αλλά στη συνέχεια ακυρώθηκε η άδεια του. Σύμφωνα με το γραφείο της ΥΑΜ Λεμεσού, στις 30/5/2001, διαπιστώθηκε ότι ο ΑΑ ασχολήτουν με προώθηση ομοεθνών του στην παράνομη εργοδότηση, έναντι προμήθειας και κατακράτησης μέρους των ημερομισθίων τους μετά την κάθοδο τους στην Κύπρο.

 

Στις 5/7/2001, ο ΑΑ επισκέφτηκε την χώρα καταγωγής του για δουλειές (όπως ο ίδιος δήλωσε) και επέστρεψε στην Κύπρο στις 21/8/2001. Στις 2/8/2002 επισκέφτηκε και πάλι τη χώρα του, αλλά οι δουλειές που επιδίωκε αυτή τη φορά δεν ήτανε καρποφόρες και επέστρεψε στην Κύπρο στις 23/8/2002 για να διεκδικήσει άδεια παραμονής με άλλο τρόπο. Είχε σκοπό όπως δήλωσε να ξεκινήσει μαζί με γνωστούς του δικηγόρους υπεράκτια εταιρεία εδώ στην Κύπρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Κύπρο βρίσκεται και η σύζυγος του και από 23/8/2002 και οι δύο τους γιοι.

 

Β. Βασικοί ισχυρισμοί του αιτήματος:

 

Ο ΑΑ ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για τους τέσσερις λόγους που αναφέρονται πιο κάτω:

 

·        Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο στρατό (1987-1989) υπηρέτησε κοντά στην περιοχή του Τσέρνομπιλ. Για αυτό το λόγο είχε κάποια επιπρόσθετα ωφελήματα τα οποία δεν του παραχωρήθηκαν.

·        Το 1995 έχασε τη δουλειά του ως τροχονόμος στην αστυνομία γιατί όπως ισχυρίζεται πυροβόλησε εν ώρα υπηρεσίας κατά λάθος κάποιον συγγενή αξιωματικού της αστυνομίας.

·        Το 1996 τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν για τρεις μήνες χωρίς λόγο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Στις 22/7/1999 η υπόθεση αυτή έκλεισε.

·        Το 1999 λήστεψαν την εταιρεία που είχε μαζί με άλλα δύο άτομα.

 

Γ. Γενική αξιοπιστία του ΑΑ:

 

Ο ΑΑ δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε ουσιώδη βάση για αναγνώριση του ως πρόσφυγας. Οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεν είναι πειστικοί και ούτε έχει βάσιμο φόβο δίωξης. Οι ισχυρισμοί του είναι πολύ γενικοί και αόριστοι και όπως ο ίδιος δήλωσε, στην Κύπρο ξεκίνησε τη δική του εταιρεία για να διεκδικήσει άδεια παραμονής.

 

Αξιολογώντας το προφίλ του αιτητή διαπιστώνεται ότι πρόκειται για άτομο που ήρθε στην Κύπρο με μοναδικό σκοπό την απόκτηση μεγάλων εσόδων. Όπως ο ίδιος δήλωσε, αφίχθηκε στην Κύπρο το 2000 με σκοπό το ξεκίνημα υπεράκτιας εταιρείας. Περαιτέρω, αναφέρω ότι ο αιτητής φαίνεται να μην θέλει να φανερώσει κάποια γεγονότα που έχουν σχέση με τους πραγματικούς λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, παρόλο που διευκρινίστηκε η εχεμύθεια που υπάρχει. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η στάση του έδειχνε ότι προσπαθεί να κρύψει και να προφυλαχτεί από κάτι. Συγκεκριμένα, αυτό διαπιστώθηκε όταν αναφέρθηκε στον πυροβολισμό ενάντια στο συγγενή του αξιωματικού της αστυνομίας και στη σύλληψη του (που όπως υποστηρίζει έγινε χωρίς λόγο) το 1996.

 

Δ. Νομική αξιολόγηση:

 

Ο αιτών δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την αίτηση του για αναγνώριση της ιδιότητας του Πρόσφυγα διότι οι ισχυρισμοί του δεν θεωρούνται αξιόπιστοι και κατά συνέπεια δεν μπορεί να του δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Παράλληλα, στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης που είναι απαραίτητα για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή, σύμφωνα με το Άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Δυνάμει της υποπαραγράφου (ι), παράγραφο (α), του εδαφίου (1) του άρθρου 12 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2003 η αίτηση του ΑΑ απορρίπτεται αφού απέτυχε να αποδείξει ότι εμπίπτει στην κατά το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2003 έννοια του πρόσφυγα. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να προκύπτει ότι ο ΑΑ υπέστη στη χώρα του δίωξη για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων.

 

Επίσης, στον ΑΑ δεν μπορεί να δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας για το λόγο ότι δεν είναι αξιόπιστος. ΄Έτσι, δεν μπορεί ούτε να του παράσχετε η συμπληρωματική προστασία του Άρθρου 19 Α των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 μέχρι του 2003.

 

Ε. Εισήγηση:

 

Κατόπιν των ανωτέρω εισηγούμαι την απόρριψη του αιτήματος, καθόσον στο πρόσωπο του αιτητή, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2003 καθώς επίσης και του ΄Αρθρου 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα.

 

Παράλληλα, από τα παραπάνω και δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης, καθώς επίσης και περίπτωση ο αιτητής να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κρίνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή του Άρθρου 3 της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων.”

 

 

Η Αρχή Προσφύγων υιοθέτησε την πιο πάνω εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Ο αιτητής αν και μπορούσε να υποβάλει το αίτημα του για την παροχή ασύλου από τις 29/1/2000 όταν ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο, παρέλειψε να το πράξει. Αντίθετα δήλωσε ότι ο σκοπός της τότε άφιξης του ήταν η ίδρυση εταιρείας, ενώ στις 23/8/2002 υποστήριξε ότι σκόπευε να δημιουργήσει υπεράκτια εταιρεία με γνωστούς του δικηγόρους. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του δεν υποστηρίζουν τη θέση που προέβαλε αργότερα ότι εγκατέλειψε την Ουκρανία λόγω του ότι καταδιωκόταν από άγνωστα πρόσωπα που πιθανόν σχετίζονταν με τα σώματα ασφαλείας της Ουκρανίας. Με τη διοικητική του προσφυγή ο αιτητής επανέλαβε τους ισχυρισμούς του, που δεν είχαν γίνει αποδεκτοί, χωρίς να προσθέσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι τα διοικητικά όργανα που είχαν την ευθύνη για την αξιολόγηση των στοιχείων και των πληροφοριών που ο ίδιος ο αιτητής έθεσε ενώπιόν τους, ακολούθησαν τη σωστή διαδικασία, διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν επαρκώς την επίδικη απόφαση.

 

Εξίσου αβάσιμη είναι και η εισήγηση ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων βασίστηκε στην έκθεση της λειτουργού αντί να προβεί η ίδια σε δική της έρευνα. Δεν υπάρχει διοικητική αρχή η οποία υπαγορεύει τη διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το όργανο που εξετάζει μια αίτηση. Το εξετάζον όργανο μπορεί να αναθέσει σε άλλο όργανο τη διεξαγωγή και τη συλλογή στοιχείων. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Επομένως αυτό που εξετάζεται δεν είναι κατά πόσο η έρευνα έχει διεξαχθεί ή όχι από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αλλά κατά πόσο με την έρευνα που είχε προηγηθεί είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Τέλος σημειώνεται ότι δεν έχει αποκαλυφθεί οποιαδήποτε πλάνη στη διαπίστωση των κρίσιμων για την απόρριψη του αιτήματος γεγονότων.

 

(ii)   Λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι λήφθηκε υπόψη στη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης ένα εξωγενές στοιχείο το οποίο επέδρασε δυσμενώς στην έκβαση της αίτησης. Το παράπονο αφορά στο περιεχόμενο μιας επιστολής ημερομηνίας 30/5/2001 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Λεμεσού προς το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αναπληρωτή Λειτουργό Μεταναστεύσεως, στην οποία εκφράζονταν υπόνοιες του Γραφείου Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Λεμεσού, σχετικά με παράνομη δραστηριότητα του αιτητή ο οποίος σε συνεργασία με Ελληνοκύπριο φερόταν να ασχολείται συστηματικά με τη διευθέτηση παράνομης εργοδότησης ομοεθνών του στην Κύπρο, έναντι προμήθειας και κατακράτησης μέρους των ημερομισθίων τους. Με την επιστολή γινόταν εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι εφόσον ουδέποτε κατηγορήθηκε ή καταδικάστηκε για όσα του προσάπτονταν στην πιο πάνω επιστολή, θα έπρεπε να κληθεί να δώσει τις απόψεις του και ότι η ύπαρξη της στο φάκελο είχε μολύνει τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του.

 

Ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Όπως ορθά εισηγήθηκε η δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση, η πιο πάνω επιστολή αναφέρεται ως μέρος του φακέλου του αιτητή, όμως δεν λήφθηκε υπόψη κατά την εξέταση του αιτήματος και ούτε είχε σχέση με την παραχώρηση ή όχι του καθεστώτος του πρόσφυγα, ούτως ώστε να αναζητηθεί η άποψη του αιτητή. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, το αίτημα απορρίφθηκε λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας του αιτητή να τεκμηριώσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Η επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως δεν φαίνεται ότι άσκησε οποιαδήποτε επιρροή κατά τη διερεύνηση των σχετικών με το αίτημα στοιχείων.

 

(iii) Παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή.

 

Έχει υποβληθεί επίσης εκ μέρους του αιτητή ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του να ακουστεί. Πιο συγκεκριμένα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 παράνομα δεν κλήθηκε σε συνέντευξη κατά τη διαδικασία στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, με αποτέλεσμα να στερηθεί του θεμελιώδους δικαιώματος ακρόασης και να καταστεί παράνομη η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το άρθρο 13 του Ν. 6(1)/2000 προβλέπει την προσωπική συνέντευξη αιτητών ασύλου στη διαδικασία της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως και έγινε στην παρούσα υπόθεση, αφού ο αιτητής κλήθηκε και παρέστη στη συνέντευξη της 3/11/2003. Σε αυτή την περίπτωση η συνέντευξη επιβάλλεται από το Νόμο. Όμως στη δευτεροβάθμια διαδικασία της διοικητικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής η προσωπική συνέντευξη έχει δυνητικό χαρακτήρα, αφού σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ του Νόμου 6(1)/2000:

 

“28Ζ. (1) Οι διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δύνανται να είναι τόσο γραπτές όσο και ακροαματικές.

(2) Η Αναθεωρητική Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος της υποβάλλει σχετική έκθεση.

(3) Τόσο η Αναθεωρητική Αρχή όσο και ο αρμόδιος λειτουργός δύνανται να καλούν τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη.

(4) Η Αναθεωρητική Αρχή, κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής δύναται, σε περίπτωση που το κρίνει σκόπιμο, να αποφασίσει τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας στην οποία έχει την εξουσία να καλεί ενώπιόν της:

     (α) Τον αιτητή·

     (β) οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ήθελε αποφασίσει·

     (γ) τον αρμόδιο λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής·

     (δ) εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Ασύλου.

(5) Οι ακροαματικές διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής γίνονται σε κλειστές συνεδριάσεις.

(6) Σε περίπτωση που ο αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία, η Αναθεωρητική Αρχή δύναται είτε να καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, είτε να καλεί τον αιτητή σε ακροαματική διαδικασία, όπως αυτή ήθελε κρίνει σκόπιμο:

Νοείται ότι το κατά πόσον στοιχεία που υποβάλλονται από τον αιτητή αποτελούν νέα στοιχεία, κρίνεται από την Αναθεωρητική Αρχή.

(7) Η Αναθεωρητική Αρχή δύναται να ρυθμίζει περαιτέρω θέματα που άπτονται των διαδικασιών της, με εσωτερικούς της κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.”

 

 

Στην παρούσα περίπτωση η παρουσία του αιτητή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ήταν δυνητική και εφόσον η Αρχή έκρινε ότι δεν είχαν προβληθεί νέα στοιχεία, η απόφαση της να μην καλέσει τον αιτητή δεν μπορεί να καταστήσει τη ληφθείσα απόφαση ως παράνομη.

 

Η επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου δεν ενισχύει τη θέση του αιτητή, γιατί σύμφωνα με τη νομολογία οι γενικές αρχές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας, ο οποίος να διέπει ειδικότερα το ζήτημα. (Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

(iv) Έλλειψη αιτιολογίας.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Η αιτιολογία υπάρχει στο ίδιο το κείμενο της επίδικης απόφασης, όπως επίσης στην έκθεση της αρμόδιας λειτουργού, όπως επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με £600 έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

 

 

 

                              

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο