(2005) 4 ΑΑΔ 33
[*33]14 Ιανουαρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ELENA BONDAR,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1156/2004)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής ― Προϋποθέσεις επιτυχίας της αίτησης ― Έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημία ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια με ενδιάμεση μονομερή αίτησή της, ζήτησε την αναστολή της ισχύος τους διατάγματος κράτησής της, μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι θεμελιωμένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να εκδίδει προσωρινά διατάγματα με τα οποία να αναστέλλεται η ισχύς μιας διοικητικής πράξης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13 των Περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί αυτή τη διακριτική του εξουσία λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και τις σχετικές νομικές αρχές. Η αναστολή μιας διοικητικής πράξης θεωρείται εξαιρετικό μέτρο διότι διαταράσσει την αρχή της άμεσης εκτελεστότητας των διοικητικών πράξεων. Για να διαταχθεί αναστολή μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης θα πρέπει να έχει προηγηθεί η προσβολή της με προσφυγή [*34]και παρεμπίπτον διάταγμα αναστολής εκδίδεται σε τέτοιες περιπτώσεις (α) αν η πράξη ή απόφαση της οποίας ζητείται η αναστολή είναι έκδηλα παράνομη ή (β) αν ο αιτητής πείσει το Δικαστήριο ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αν δεν ανασταλεί η πράξη ή απόφαση μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.
Η έκδηλη ή προφανής παρανομία είναι εκείνη όπου η παράβαση είναι οφθαλμοφανής και δεν χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Η παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. Η έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά καθοριστεί, συνεπάγεται όμως καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.
Το Δικαστήριο, στο στάδιο εξέτασης αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δυνάμει του προαναφερόμενου Κανονισμού 13, δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υποθέσεως.
2. Το Δικαστήριο δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση η διοικητική απόφαση εναντίον της οποίας προσέφυγε η αιτήτρια είναι έκδηλα παράνομη. Δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν έκδηλα παράνομα δηλαδή ότι είναι υπόλογοι για οφθαλμοφανή παράβαση του Νόμου για τη διαπίστωση της οποίας το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να προβεί σε διερεύνηση των γεγονότων και μάλιστα των αντιφατικών μεταξύ τους γεγονότων που οι δύο πλευρές έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
3. Αναφορικά με το ζήτημα της ανεπανόρθωτης ζημιάς, την οποία η αιτήτρια θα πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι θα υποστεί για να επιτύχει το ζητούμενο διάταγμα, παρατηρείται ότι στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης δεν αναφέρεται οτιδήποτε με σκοπό την τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού. Η αιτήτρια, στην προκείμενη περίπτωση και με τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απέτυχε να αποδείξει και αυτό το στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Mohammed Rahal v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741,
[*35]Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752,
Ahmed, Υπόθ. Αρ. 979/2004, ημερ. 8.12.2004.
Αίτηση.
Α. Αλεξάνδρου, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή στις 9.12.2004, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, με την οποία ζητά δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ημερ. 6.9.2004, για έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης μέχρι την απέλαση της, μετά την καταχώριση αίτησης από την αιτήτρια για παραχώρηση πολιτικού ασύλου, είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς εξουσία. Περιπλέον η αιτήτρια, στην προαναφερόμενη προσφυγή της, ζητά δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να θεωρούν την αιτήτρια ως αλλοδαπή και όχι ως αιτήτρια πολιτικού ασύλου, μετά την καταχώριση αίτησης για πολιτικό άσυλο, είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς εξουσία. Στην προσφυγή επίσης ζητείται ενδιάμεσο διάταγμα αναστολής της ισχύος των προαναφερομένων αποφάσεων.
Η προσφυγή της αιτήτριας ορίστηκε για ακρόαση στις 7.2.2005.
Με την υπό εξέταση μονομερή της αίτηση, όπως περιορίστηκε, η αιτήτρια ζητά διάταγμα το οποίο να αναστέλλει την ισχύ του διατάγματος κράτησης της μέχρι την τελική εκδίκαση της προαναφερόμενης προσφυγής.
Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αιτήτριας, η οποία υποστηρίζει την υπό εξέταση αίτηση, αυτή παρέμεινε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1999 μέχρι την 1.9.2004 οπόταν σύμ[*36]φωνα με απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης δεν ανανεώθηκε η άδεια παραμονής της και συνελήφθη με διάταγμα κράτησης και απέλασης της την 23.9.2004. Στις 4.10.2004 και ενώ εκρατείτο σε Αστυνομικά Κρατηρήρια, καταχώρησε αίτηση για αναγνώριση της, από την Κυπριακή Δημοκρατία, ως Πολιτικού Πρόσφυγα η οποία ακόμη εκκρεμεί. Το διάταγμα απέλασης, μετά την υποβολή της αίτησης της για Πολιτικό Άσυλο, έχει ανασταλεί επ’ αόριστο από τη Λειτουργό Μετανάστευσης. Το διάταγμα κράτησης της όμως παραμένει σε ισχύ. Η αιτήτρια δηλώνει ότι είναι έτοιμη να υπογράψει οποιαδήποτε εγγύηση διατάξει το Δικαστήριο με σκοπό να επιτύχει την έκδοση του ζητούμενου παρεμπίπτοντος διατάγματος αναστολής της κράτησης της. Στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης της η αιτήτρια λέει ότι από την ημερομηνία της κράτησης της στερείται την ελευθερία της παράνομα και δεν έχει πρόσβαση σε βασικές ανάγκες για την επιβίωση της.
Στην ένσταση τους οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αίτηση είναι αβάσιμη και δεν συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για αναστολή του προαναφερόμενου διατάγματος κράτησης. Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κας Άννυς Σιακαλλή, Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 22.12.2004. Στην ένορκη δήλωση της η κα. Σιακαλλή εκφράζει τη διαφωνία της με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας στο βαθμό που οι δύο ένορκες δηλώσεις διαφέρουν ως προς τα γεγονότα. Στην ένορκη δήλωση της κας Σιακαλλή παρατίθεται επίσης το ιστορικό της παραμονής της αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία. Σύμφωνα με αυτό η αιτήτρια αφίχθηκε στην Κύπρο στις 28.8.1999, με το όνομα Elena Jareb και της παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτριας μέχρι τις 11.9.1999. Από τότε δεν ανανέωσε την άδεια της και παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο μέχρι την αναχώρηση της στις 17.8.2002. Γι’ αυτό το λόγο τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων (stop-list). Την 21.9.2002 η αιτήτρια πέτυχε νέα είσοδο στην Κύπρο μαζί με την ανήλικη κόρη της αφού άλλαξε το επίθετο της σε Bondar. Της παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτριας μέχρι 4.10.2002. Στις 16.4.2003 η αιτήτρια συνελήφθη για παράνομη παραμονή και αλλαγή των στοιχείων του διαβατηρίου της με σκοπό να πετύχει είσοδο στη Δημοκρατία. Εν όψει του γεγονότος όμως ότι η ανήλικη κόρη της αιτήτριας φοιτούσε σε Κυπριακό Σχολείο η κα. Σιακαλλή έδωσε οδηγίες να αφεθεί ελεύθερη και να διευθετήσει τα της παραμονής της. Στη συνέχεια παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 15.8.2003. Νέο αίτημα της αιτήτριας ημερ. 21.8.2003 για παράταση της άδειας παραμονής της απορρίφθηκε. Στην συνέχεια υποβλήθηκε παράπονο, [*37]από την αιτήτρια, στην Επίτροπο Διοικήσεως το οποίο επίσης απορρίφθηκε. Επειδή η ανήλικη κόρη της αιτήτριας συνέχιζε να φοιτά σε σχολείο η κα. Σιακαλλή παρέτεινε την άδεια παραμονής της μέχρι 30.6.2004, της τόνισε όμως ότι σε περίπτωση που δεν αναχωρούσε θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνση της από τη Δημοκρατία. Επόμενο αίτημα της αιτήτριας για παράταση της άδειας παραμονής της απορρίφθηκε. Στις 6.9.2004 η κα. Σιακαλλή εξέδωσε εναντίον της αιτήτριας διάταγμα κράτησης και απέλασης καθότι αυτή κατέστη απαγορευμένη μετανάστης. Στις 27.9.2004 όμως ανέστειλε το διάταγμα απέλασης της αιτήτριας για το λόγο ότι ενόσω βρισκόταν υπό κράτηση, υπέβαλε, στις 24.9.2004, αίτηση για άσυλο. Όπως αναφέρει η κα. Σιακαλλή στην ένορκη δήλωση της θα διατηρήσει την αναστολή του διατάγματος απέλασης της αιτήτριας μέχρι το πέρας της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της για παροχή (πολιτικού) ασύλου. Στις 4.10.2004 η αιτήτρια καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, η οποία απερρίφθη στις 15.10.2004. Στην συνέχεια καταχωρήθηκε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης η οποία επίσης απερρίφθη στις 30.12.2004, όπως έχει δικαστική γνώση το παρόν Δικαστήριο. Το αίτημα της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο απερρίφθη στις 12.10.2004, κοινοποιήθηκε η απόφαση στην αιτήτρια στις 26.10.2004 και την 1.11.2004 καταχωρήθηκε έφεση της αιτήτριας, κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Είναι θεμελιωμένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να εκδίδει προσωρινά διατάγματα με τα οποία να αναστέλλεται η ισχύς μιας διοικητικής πράξης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13 των Περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί αυτή τη διακριτική του εξουσία λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και τις σχετικές νομικές αρχές. Η αναστολή μιας διοικητικής πράξης θεωρείται εξαιρετικό μέτρο διότι διαταράσσει την αρχή της άμεσης εκτελεστότητας των διοικητικών πράξεων. Για να διαταχθεί αναστολή μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης θα πρέπει να έχει προηγηθεί η προσβολή της με προσφυγή και παρεμπίπτον διάταγμα αναστολής εκδίδεται σε τέτοιες περιπτώσεις (α) αν η πράξη ή απόφαση της οποίας ζητείται η αναστολή είναι έκδηλα παράνομη ή (β) αν ο αιτητής πείσει το Δικαστήριο ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν ανασταλεί η πράξη ή απόφαση μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής (Δέστε Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», 2η έκδοση, σελ. 49-51).
[*38]Η έκδηλη ή προφανής παρανομία είναι εκείνη όπου η παράβαση είναι οφθαλμοφανής και δεν χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Η παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. Η έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά καθοριστεί, συνεπάγεται όμως καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.
Το Δικαστήριο, στο στάδιο εξέτασης αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δυνάμει του προαναφερόμενου Κανονισμού 13, δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υποθέσεως.
Κατά την εξέταση της υπόθεσης αυτής άντλησα καθοδήγηση από την πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Asad Mohammed Rahal v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741. Στην υπόθεση εκείνη εξετάστηκε η προσφυγή αιτητή πολιτικού ασύλου ο οποίος ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος απέλασης και κράτησης του. Με την προσφυγή αμφισβητήθηκε η εξουσία της Διευθύντριας (του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης) να εκδίδει διατάγματα απέλασης και κράτησης προσώπων που είναι αιτητές πολιτικού ασύλου. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω στη συνέχεια αυτούσιο απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην προαναφερόμενη υπόθεση, την οποία έδωσε ο Νικολάου, Δ.:
«Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ’ ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.»
[*39]Στην προαναφερόμενη απόφαση έγινε επίσης αναφορά και στην υπόθεση Jamil Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752 στην οποία ο Κωνσταντινίδης, Δ., πρωτοδίκως, ανέφερε τα εξής:
«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.»
Η κατάληξη της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερόμενη υπόθεση αρ. 1023/2004 ήταν ότι νόμιμα είχε εκδοθεί το διάταγμα απέλασης και επομένως ότι νόμιμα είχε εκδοθεί και το διάταγμα κράτησης, ως διοικητικό μέτρο, με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, εφόσον το διάταγμα κράτησης προοριζόταν να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης, αν παρίστατο ανάγκη, του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρούσε συσχετισμός μεταξύ της κράτησης του αιτητή στην υπόθεση εκείνη και κράτησης βάσει του άρθρου 7(4) (β) του περί Προσφύγων Νόμου δεδομένου ότι στην περίπτωση εκείνη ο αιτητής δεν κρατείτο «λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου» και επομένως δεν ίσχυε η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7(4) (α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Έχοντας κατά νου τα ενώπιον μου στοιχεία και ειδικά τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα ισχυρίζεται η αιτήτρια και όπως τα ισχυρίζεται η κα. Σιακαλλή για τους καθ’ ων η αίτηση, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση η διοικητική απόφαση εναντίον της οποίας προσέφυγε η αιτήτρια είναι έκδηλα παράνομη. Κατά την εκτίμηση μου δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν έκδηλα παράνομα δηλαδή ότι είναι υπόλογοι για οφθαλμοφανή παράβαση του Νόμου για τη διαπί[*40]στωση της οποίας το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να προβεί σε διερεύνηση των γεγονότων και μάλιστα των αντιφατικών μεταξύ τους γεγονότων που οι δυο πλευρές έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με το ζήτημα της ανεπανόρθωτης ζημιάς, την οποία η αιτήτρια θα πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι θα υποστεί για να επιτύχει το ζητούμενο διάταγμα, παρατηρώ ότι στην ένορκη δήλωση της προς υποστήριξη της αίτησης αυτή δεν αναφέρει οτιδήποτε με σκοπό την τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού. Όμως δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι η αιτήτρια, εξαιτίας του διατάγματος κράτησης της, το οποίο είναι σε ισχύ, στερείται την ελευθερία της για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και χωρίς συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία. Στην πρόσφατη απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 979/2004, αναφορικά με τον Jamil Ahmed, ημερ. 8.12.2004, ο Χατζηχαμπής, Δ. παρατήρησε ότι η εισήγηση ότι στέρηση της ελευθερίας του ανθρώπου δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα υπό μορφή αποζημίωσης, δεν είναι κάτι το οποίο εξετάζεται αόριστα και θεωρητικά αλλά εξετάζεται σε συνάρτηση με όλα τα δεδομένα της υπόθεσης. Στην υπόθεση εκείνη, στην οποία επίσης ζητείτο παροχή ενδιάμεσης θεραπείας και της οποίας τα γεγονότα προσομοίαζαν σε μεγάλο βαθμό με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο παράγων της στέρησης της ελευθερίας του αιτητή δεν βάρυνε σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτρέπει την έκδοση του ζητούμενου διατάγματος. Συμφωνώ με τα όσα ανέφερε ο αδελφός Δικαστής κ. Χατζηχαμπής στην προαναφερόμενη υπόθεση και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια, στην προκείμενη περίπτωση και με τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απέτυχε να αποδείξει και αυτό το στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς την οποία ισχυρίζετραι ότι υφίσταται, όπως απέτυχε να αποδείξει και το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας για την οποία, κατά τον ισχυρισμό της, είναι υπόλογοι οι καθ’ ων η αίτηση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι, ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, είναι ορθό και δίκαιο να απορρίψω την αίτηση της χωρίς διαταγή για έξοδα. Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Το μόνο το οποίο θα ήθελα να σχολιάσω είναι τον ισχυρισμό της αιτήτριας που φαίνεται στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης της, ημερ. 8.12.2004, ότι δεν έχει πρόσβαση σε βασικές ανάγκες για την επιβίωση της, κατά τη διάρκεια της κράτησης της σε Αστυνομικά Κρατητήρια. Δεν προτίθεμαι να αποφανθώ αναφορικά με αυτό το θέμα για το οποίο το Δικαστήριο δεν έχει τα απα[*41]ραίτητα στοιχεία ενώπιον του. Όμως θεωρώ σκόπιμο να παρατηρήσω ότι, κατά τη διάρκεια της κράτησης της σε Αστυνομικά Κρατητήρια, η αιτήτρια δικαιούται να έχει τις απαραίτητες συνθήκες για αξιοπρεπή διαβίωση. Ως εκ τούτου καλώ τους αρμοδίους στα Αστυνομικά Κρατητήρια όπου κρατείται η αιτήτρια να πάρουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι η αιτήτρια θα μπορεί να απολαμβάνει αξιοπρεπούς διαβιώσεως κατά τη διάρκεια της κράτησης της εκεί.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο