(2005) 4 ΑΑΔ 220
[*220]28 Μαρτίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 9/2003)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αριθμοποίηση κριτηρίων ― Είναι επιτρεπτή και όταν δεν προβλέπεται στο νόμο, αλλά ελέγχεται δικαστικώς η βαρύτητα που αποδίδεται σε αυτά.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορική εξέταση ― Κατά πόσο επιβάλλεται η καταγραφή των λεπτομερειών της στο πρακτικό.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πλεονέκτημα ― Δεν έχει σημασία αν διαθέτει κανείς το πλεονέκτημα με περισσότερους από έναν τρόπους.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Νόμιμη αν και κατά νόμον αναιτιολόγητη, αλλά σχεδόν μηδενικής αξίας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορική εξέταση ― Μπορεί να δοθεί σε αυτήν αυξημένη βαρύτητα στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου ― Στην κριθείσα περίπτωση διαπιστώθηκε πλημμέλεια, λόγω παραγνώρισης του πλεονεκτήματος ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της επιλογής των εδιαφερομένων μερών για πλήρωση της θέσης Λειτουργού Στατιστικής, Στατιστική [*221]Υπηρεσία (Θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας μερικώς την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η μη θεσμικά προβλεπόμενη αριθμοποίηση κριτηρίων είναι επιτρεπτή, αλλά η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σ’ αυτά ελέγχεται, όπως σε κάθε περίπτωση. Στην προκείμενη περίπτωση παρουσιάζεται πρόβλημα εξ αιτίας της συμπερίληψης του πλεονεκτήματος στην αριθμοποίηση, χωρίς μάλιστα αιτιολόγηση για την αποτίμησή του με μόνο 5 μονάδες όταν για τη μη επιλογή υποψηφίου που διαθέτει πλεονέκτημα χρειάζεται, σύμφωνα με τη νομολογία, ειδική αιτιολογία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του. Ωστόσο η εν προκειμένω αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος δεν επέδρασε σε οποιοδήποτε στάδιο, είτε δυσμενώς προς την αιτήτρια είτε ευμενώς προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
2. Το άλλο ζήτημα διαδικασίας στη Συμβουλευτική Επιτροπή έχει σχέση με τα στοιχεία της προφορικής εξέτασης. Η αιτήτρια παραπονείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή «παρέλειψε να καταγράψει επαρκώς ή και καθόλου τις λεπτομέρειες της προφορικής εξέτασης». Ζήτημα, όπως αυτό, εξετάστηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή του περιεχομένου της προφορικής εξέτασης.
3. Δεν έχει σημασία αν διαθέτει κανείς πλεονέκτημα με περισσότερο από ένα τρόπο. Ως πλεονέκτημα μετρά μόνο το ένα προσόν. Ο,τιδήποτε το επιπλέον λαμβάνεται υπόψη αλλά σε μικρότερο βαθμό, ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
4. Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπως και την αιτήτρια. Η σύσταση δεν συνοδευόταν από αιτιολογία. Ο νόμος δεν την απαιτεί για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως η σύσταση ήταν νόμιμη. Η αξία όμως μη αιτιολογημένης σύστασης δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις η σύσταση μοιάζει αυθαίρετη.
5. Οι γενικές εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση απέβησαν πράγματι καθοριστικές στην επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων. Εγείρεται επομένως το κατά πόσο η διαφορά στην εντύπωση την οποία η Ε.Δ.Υ. απεκόμισε για την απόδοση στην προφορική εξέταση, μπορούσε να ήταν [*222]ικανός λόγος να προτιμηθούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Αναγνωρίζεται στο διοικητικό όργανο ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται στα στοιχεία. Διακρίνονται όμως εδώ αδυναμίες στην αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. Η όποια πάντως εκτίμηση αναφορικά με την μεταξύ των υποψηφίων διαφορά θα έπρεπε να είχε συσχετιστεί και με τη σημασία του πλεονεκτήματος, ώστε να εξηγείται γιατί η υποκειμενικότητα της εντύπωσης, στον αναφερθέντα βαθμό, να υπερίσχυε έναντί του. Χρειαζόταν ειδική αιτιολογία η οποία όμως δεν δόθηκε. Επιβάλλεται επομένως η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα.
Μικρότερη ήταν η διαφορά μεταξύ της αιτήτριας με την Καλογήρου σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης αλλά, στη σύγκριση μεταξύ τους, εφόσον και οι δύο διέθεταν το πλεονέκτημα, η άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι αυτή η υπέρ της Καλογήρου διαφορά υπερίσχυε έναντι της αρχαιότητας της αιτήτριας ήταν επιτρεπτή.
Τέλος, επιτρεπτή ήταν και η επιλογή του Κυπριδάκη. Απέδωσε αρκετά καλύτερα από ό,τι η αιτήτρια στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση και κατείχε το πλεονέκτημα. Ζήτημα αρχαιότητας δεν εγειρόταν μεταξύ τους.
6. Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Βίκη και Δημητρίου και επικυρώνεται ως προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κυπριδάκη και Καλογήρου. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της Δημοκρατίας. Επίσης επιδικάζονται έξοδα υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων Κυπριδάκη και Καλογήρου και εναντίον της αιτήτριας.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κουντούρη κ.ά. ν. Α.Η.Κ. (2001) 4 Α.Α.Δ. 366,
Ελισσαίου ν. Α.Η.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 412,
Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,
[*223]Κουρσάρος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 512,
Παρέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432.
Προσφυγή.
Α. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 1- Σ. Βίκη.
Μ. Συμεωνίδου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 2 - Α. Δημητρίου.
Χ. Κιτρομηλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 3 - Ι. Κυπριδάκη.
Α. Παπαντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 4 - Ε. Καλογήρου.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 31 Ιουλίου 2002, η Ε.Δ.Υ. προέβη στην πλήρωση πέντε κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Στατιστικής, Στατιστική Υπηρεσία, θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Επέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Σωφρόνη Βίκη, Αντώνη Δημητρίου, Ισίδωρο Κυπριδάκη, Εύη Καλογήρου και ακόμα μια υποψήφια. Η αιτήτρια, η οποία επίσης ήταν υποψήφια, προσβάλλει την απόφαση. Με την προσφυγή της έθεσε και προώθησε ζητήματα σε σχέση τόσο με τη διαδικασία στη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και με τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. στάθμισε τα δεδομένα. Άλλα ζητήματα, που περιλήφθησαν στις αγορεύσεις αλλά που δεν καλύπτονται από τα νομικά σημεία της προσφυγής δεν θα με απασχολήσουν.
Ως προς τη διαδικασία στη Συμβουλευτική Επιτροπή τέθηκαν δύο ζητήματα. Το ένα αφορά στην αριθμοποίηση κριτηρίων. Η αιτήτρια προβάλλει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε τέτοια εξουσία. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε τη βαρύτητα των κριτηρίων ως εξής:
[*224]«Ειδική Γραπτή Εξέταση 65
Προφορική Εξέταση 30
Πλεονέκτημα (Μεταπτυχιακό
δίπλωμα/τίτλος, πείρα σχετική
με τα καθήκοντα της θέσης) 5
100»
Η αιτήτρια πήρε συνολικά 67.8 μονάδες ενώ τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κυπριδάκης, Καλογήρου, Βίκης και Δημητρίου πήραν, αντιστοίχως, 66.2, 65.6, 65.4 και 63.4. Ας σημειωθεί για τα επί μέρους ότι (α) στη γραπτή εξέταση η αιτήτρια πήρε 35.8 μονάδες ενώ τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα πήραν, με την ίδια σειρά, 36, 34.8, 41.0 και 38.4· (β) στην προφορική εξέταση η αιτήτρια πήρε 27 μονάδες και χαρακτηρίστηκε ως πάρα πολύ καλή όπως το ίδιο χαρακτηρίστηκαν και οι Καλογήρου, Κυπριδάκης και Δημητρίου αλλά με 25.8, 25.2 και 25.0 μονάδες αντίστοιχα ενώ ο Βίκης με 24.4 χαρακτηρίστηκε ως πολύ καλός· και (γ) τόσο αυτή όσο και οι Κυπριδάκης και Καλογήρου πήραν 5 μονάδες επειδή διέθεταν το πλεονέκτημα.
Στην Κουντούρη κ.ά. ν. Α.Η.Κ. (2001) 4 Α.Α.Δ. 366, υπέδειξα ότι η μη θεσμικά προβλεπόμενη αριθμοποίηση κριτηρίων είναι επιτρεπτή αλλά ότι η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σ’ αυτά ελέγχεται, όπως σε κάθε περίπτωση. Αυτή η άποψη επικροτήθηκε κατ’ έφεση: βλ. Ελισσαίου ν. Α.Η.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 412. Στην προκείμενη περίπτωση παρουσιάζεται πρόβλημα εξ αιτίας της συμπερίληψης του πλεονεκτήματος στην αριθμοποίηση, χωρίς μάλιστα αιτιολόγηση για την αποτίμηση του με μόνο 5 μονάδες όταν για τη μη επιλογή υποψηφίου που διαθέτει πλεονέκτημα χρειάζεται, σύμφωνα με τη νομολογία, ειδική αιτιολογία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του. Διακρίνεται η περίπτωση αριθμοποίησης των επιπλέον προσόντων των μη προβλεπομένων από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης. Διαπιστώνω ωστόσο ότι η εν προκειμένω αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος δεν επέδρασε σε οποιοδήποτε στάδιο, είτε δυσμενώς προς την αιτήτρια είτε ευμενώς προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και είναι σημαντικό το ότι, όπως θα δούμε, κατά την τελική στάθμιση των δεδομένων η Ε.Δ.Υ. δεν συνάρτησε ο,τιδήποτε με τους αριθμούς.
Το άλλο ζήτημα διαδικασίας στη Συμβουλευτική Επιτροπή έχει σχέση με τα στοιχεία της προφορικής εξέτασης. Η αιτήτρια παραπονείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή «παρέλειψε να καταγράψει επαρκώς ή και καθόλου τις λεπτομέρειες της προφορικής εξέ[*225]τασης». Ζήτημα, όπως αυτό, εξετάστηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή του περιεχομένου της προφορικής εξέτασης.
Ως προς τη στάθμιση στην οποία προέβη η Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια προβάλλει πως η Ε.Δ.Υ. δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στην αρχαιότητα της, στα υπέρτερα προσόντα της, που συμπεριλάμβαναν το πλεονέκτημα, ενώ ταυτόχρονα απέδωσε υπερβολική σημασία στα αποτελέσματα της ενώπιον της προφορικής εξέτασης και δεν αιτιολόγησε την υπερίσχυση τους έναντι του πλεονεκτήματος. Ως προς την αρχαιότητα σημειώνω ότι η σημασία της περιοριζόταν εν προκειμένω στη σύγκριση μεταξύ της αιτήτριας και της Καλογήρου. Η πρώτη υπηρετούσε ως Βοηθός Στατιστικής στη Στατιστική Υπηρεσία από το 1993, η δε Καλογήρου από το 1999. Οι άλλοι τρεις ενδιαφερόμενοι, δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Ο συνήγορος της αιτήτριας υπογράμμισε το ότι η αιτήτρια διέθετε το πλεονέκτημα με τρεις διαφορετικούς τρόπους – δύο μεταπτυχιακά και πείρα – ενώ τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κυπριδάκης και Καλογήρου το διέθεταν με μόνο ένα τρόπο, μεταπτυχιακό ο πρώτος και πείρα η δεύτερη. Όπως ήδη ανέφερα, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Βίκης και Δημητρίου δεν το διέθεταν καθόλου. Υπενθυμίζω, ως προς αυτή τη διάσταση, πως δεν έχει σημασία αν διαθέτει κανείς πλεονέκτημα με περισσότερο από ένα τρόπο. Ως πλεονέκτημα μετρά μόνο το ένα προσόν. Ο,τιδήποτε το επιπλέον λαμβάνεται υπόψη αλλά σε μικρότερο βαθμό, ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης: βλ. την απόφαση μου στη Γιαννάκης Κουρσάρος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 512 και την Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (ανωτέρω).
Προχωρώ στον τρόπο με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. προσήγγισε το έργο της. Σύμφωνα με την εντύπωση της, η αιτήτρια υστέρησε στην προφορική εξέταση. Κατέγραψε τα εξής αποτελέσματα:
Αιτήτρια: σχεδόν πολύ καλή
Καλογήρου: σχεδόν πάρα πολύ καλή
Βίκης : πάρα πολύ καλός
Δημητρίου : πάρα πολύ καλός
Κυπριδάκης: σχεδόν εξαίρετος
Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπως και την αιτήτρια. Η σύσταση δεν συνοδευόταν από αιτιολογία. Ο νόμος δεν την απαιτεί για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και επομένως η σύσταση ήταν νόμιμη. Όμως, όπως [*226]ανέφερα στην Παρέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1432, η αξία μη αιτιολογημένης σύστασης δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική αφού, σε τέτοιες περιπτώσεις, η σύσταση μοιάζει αυθαίρετη.
Η επιλογή της Ε.Δ.Υ. αιτιολογήθηκε ως εξής:
«Επιλέγοντας τον Κυπριδάκη Ισίδωρο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως Σχεδόν Εξαίρετος, δηλαδή στο ψηλότερο σημείο, από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, διαθέτει το πλεονέκτημα (όπως και ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν) και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.
Επιλέγοντας τους Βίκη Σωφρόνη και Δημητρίου Αντώνιο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτοί αξιολογήθηκαν ως Πάρα πολύ καλοί τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι εν λόγω επιλεγέντες δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα, ενώ ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγησαν το διαθέτουν, παρατήρησε όμως ότι οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν κατά πολύ ψηλότερα κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων, γενικά, υπερέχουν.
Επιλέγοντας την Καλογήρου Εύη, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως Σχεδόν πάρα πολύ καλή από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δηλαδή σε ψηλότερο από την Επιτροπή επίπεδο σε σύγκριση με τους μη επιλεγέντες, διαθέτει το πλεονέκτημα, όπως και ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή......................... η Επιτροπή παρατήρησε ότι η υπεροχή των μη επιλεγέντων σε αρχαιότητα δεν είναι δυνατόν να υπερκεράσει τη γενική υπεροχή έναντί τους της Καλογήρου Εύης, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω.
Τέλος, η Επιτροπή σημείωσε ότι ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγησαν εξασφάλισαν στη γραπτή εξέταση, η οποία σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή, υψηλότερη από ορισμένους επιλεγέντες βαθμολογία, παρατήρησε όμως ότι αυτοί υστερούσαν των επιλεγέ[*227]ντων στην αξιολόγησή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και, επιπλέον, δεν διαθέτουν τη σύσταση του Διευθυντή ή/και το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.»
Στην αιτήτρια η Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε ονομαστικά μόνο κατά τη σύγκριση με άλλη υποψήφια της οποίας η επιλογή δεν προσβλήθηκε.
Φαίνεται λοιπόν ότι οι γενικές εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση απέβησαν πράγματι καθοριστικές στην επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων. Εγείρεται επομένως το κατά πόσο η διαφορά στην εντύπωση την οποία η Ε.Δ.Υ. απεκόμισε για την απόδοση στην προφορική εξέταση μπορούσε να ήταν ικανός λόγος να προτιμηθούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Αναγνωρίζεται στο διοικητικό όργανο ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται στα στοιχεία: βλ. Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (ανωτέρω) όπου εξετάστηκε και η απόδοση ιδιαίτερης σημασίας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Διακρίνω όμως εδώ αδυναμίες στην αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. Επιλέγοντας τους Βίκη και Δημητρίου η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι αυτοί «αξιολογήθηκαν κατά πολύ ψηλότερα» στην ενώπιον της προφορική εξέταση. Ενώ η διαφορά τους με την αιτήτρια – αυτή σχεδόν πολύ καλή και εκείνοι πάρα πολύ καλοί – δεν μου φαίνεται να ήταν τόσο πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη και το ότι στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στα αποτελέσματα της οποίας αναφέρεται και η Ε.Δ.Υ., η αιτήτρια βαθμολογήθηκε ψηλότερα από όλους. Σημειώνω και το λάθος της Ε.Δ.Υ. ότι ο Βίκης χαρακτηρίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «πάρα πολύ καλός» όταν στην πραγματικότητα, με τις μονάδες που πήρε, χαρακτηριζόταν ως μόνο «πολύ καλός». Η όποια πάντως εκτίμηση αναφορικά με την εν λόγω μεταξύ των υποψηφίων διαφορά θα έπρεπε να είχε συσχετιστεί και με τη σημασία του πλεονεκτήματος ώστε να εξηγείται γιατί η υποκειμενικότητα της εντύπωσης, στον αναφερθέντα βαθμό, να υπερίσχυε έναντι του. Χρειαζόταν ειδική αιτιολογία η οποία όμως δεν δόθηκε. Επιβάλλεται επομένως η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα.
Μικρότερη ήταν η διαφορά μεταξύ της αιτήτριας με την Καλογήρου σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης αλλά, στη σύγκριση μεταξύ τους, εφόσον και οι δύο διέθεταν το [*228]πλεονέκτημα, η άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι αυτή η υπέρ της Καλογήρου διαφορά υπερίσχυε έναντι της αρχαιότητας της αιτήτριας ήταν επιτρεπτή.
Τέλος, επιτρεπτή ήταν και η επιλογή του Κυπριδάκη. Απέδωσε αρκετά καλύτερα από ό,τι η αιτήτρια στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση – υπενθυμίζω ότι χαρακτηρίστηκε ως σχεδόν εξαίρετος – και κατείχε το πλεονέκτημα. Ζήτημα αρχαιότητας δεν εγειρόταν μεταξύ τους.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Βίκη και Δημητρίου και επικυρώνεται ως προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κυπριδάκη και Καλογήρου. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της Δημοκρατίας. Επίσης επιδικάζονται έξοδα υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων Κυπριδάκη και Καλογήρου και εναντίον της αιτήτριας.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο