Γου Μενέλαος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 355

(2005) 4 ΑΑΔ 355

[*355]12 Μαΐου, 2005

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΓΟΥ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

3. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΑΙ/Ή

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

ΚΑΙ/Ή ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΥΛΑΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 341/2003)

 

Φυλακές ― Δεσμοφύλακες ― Άμεση απόλυση δεσμοφύλακα σύμφωνα με τον Καν. 4(2) των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 19/2000) ― Ερμηνεία του κανονιστικού πλαισίου ― Η διαδικασία της άμεσης απόλυσης κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Οι αιτητές, οι οποίοι υπηρετούσαν ως έκτακτοι δεσμοφύλακες στις Κεντρικές Φυλακές, προσέφυγαν κατά της απόφασης του Διευθυντή των Φυλακών να τερματίσει τις υπηρεσίες τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το καθεστώς των έκτακτων δεσμοφυλάκων ρυθμίζεται με τους Κανονισμούς της ΚΔΠ 19/2000, οι οποίοι κατήργησαν στις 4/2/2000 τους προγενέστερους περί Φυλακών (Υπηρεσία Φυλακών) Κανονισμούς του 1948 έως 1982. 

Σχετικός είναι εν προκειμένω ο Κανονισμός 4 που αναφέρεται στην “Πρόσληψη και απόλυση έκτακτου δεσμοφύλακα”.

[*356]Η πρόνοια του Κανονισμού 4(2) παρέχει τη δυνατότητα άμεσης απόλυσης έκτακτου δεσμοφύλακα από το Διευθυντή, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση, αν με οποιοδήποτε τρόπο ο έκτακτος δεσμοφύλακας επιδεικνύει κακή διαγωγή. Τι συνιστά κατά περίπτωση κακή διαγωγή αποτελεί ζήτημα πραγματικό και επαφίεται στο Διευθυντή να αποφασίσει. Χρήσιμη προς τούτο καθοδήγηση παρέχει ο Κανονισμός 14 που καθορίζει τις αρχές συμπεριφοράς του προσωπικού φυλακών.

Ο Κανονισμός 15 προβλέπει ότι η παραβίαση του Κανονισμού 14 αποτελεί παράπτωμα το οποίο μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 36 επ. που συνιστούν τον “Πειθαρχικό Κώδικα”. Στην παρούσα περίπτωση όμως δεν ασκήθηκε πειθαρχικός έλεγχος ούτε τροχιοδρομήθηκε η συνοπτική πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό 42. Επρόκειτο, αντίθετα για περίπτωση εφαρμογής του Κανονισμού 4(2) που παρέχει την ευχέρεια στο Διευθυντή να προβεί στην άμεση απόλυση έκτακτων δεσμοφυλάκων, που με οποιοδήποτε τρόπο επιδεικνύουν κακή διαγωγή. Η συμμετοχή των αιτητών στο δείπνο που οργανώθηκε από πρώην υπόδικο με την ευκαιρία της απαλλαγής του από ποινικές κατηγορίες που αφορούσαν σοβαρά κακουργήματα και η παρουσία στον ίδιο χώρο πρώην υποδίκων και καταδίκων για άλλες εγκληματικές πράξεις, θεωρήθηκε εύλογα από τη Διεύθυνση των Φυλακών, ως συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του δεσμοφύλακα. Ο Κανονισμός 4(2) θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την απόλυση σε τέτοια περίπτωση την προηγούμενη ακρόαση του έκτακτου δεσμοφύλακα. Οι αιτητές υπέβαλαν γραπτώς τις θέσεις τους στο Διευθυντή των Φυλακών στις 28/1/2003, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αιτητές δεν αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους και δεν επέδειξαν οποιαδήποτε μεταμέλεια, προσπάθησαν δε να υποβαθμίσουν τη σημασία του γεγονότος. Συνεπώς φαίνεται ότι η απόλυσή τους, παρά την αυστηρότητά της ως κύρωση, ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης των εξουσιών του Διευθυντή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 4(2).

2.  Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι πεπλανημένα θεωρήθηκε πως το συγκεκριμένο περιστατικό συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο ενείχε έλλειψη τιμιότητας και ότι η παρουσία των αιτητών σε γλέντι αθωωθέντος κατηγορουμένου αποτελούσε έκφραση ελεύθερης απόλαυσης της ιδιωτικής ζωής τους.

[*357]Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η απόλυση των αιτητών προέκυψε ως αποτέλεσμα επίδειξης κακής διαγωγής. Η διαγωγή των δεσμοφυλάκων, τόσο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όσο και κατά την καθημερινή τους ζωή, υπάγεται στα πλαίσια των αρχών συμπεριφοράς του προσωπικού, όπως προσδιορίζονται στον Κανονισμό 14 του οποίου η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από τη νομολογία που προδιαγράφει το ρόλο του Δικαστηρίου, σε περιπτώσεις τέτοιας φύσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο διοικητικό όργανο.

3.  Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν αναφέρονται σε αυτή οι ισχυρισμοί των αιτητών, το περιεχόμενο των γραπτών τους καταθέσεων και “γενικά τι ακριβώς διεμείφθη κατά την εκδίκαση των καθ’ ισχυρισμών πειθαρχικών παραπτωμάτων”.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι αιτητές δεν αντιμετώπιζαν πειθαρχική δίκη ούτως ώστε να ήταν αναγκαία η τήρηση των διατάξεων των Κανονισμών 36 επ. κυρίως σε σχέση με συμπλήρωση κατηγορητηρίου, παράδοση εγγράφων και τήρηση πρακτικών. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόρροια εφαρμογής του Κανονισμού 4(2).

4.  Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών, ότι ο Διευθυντής ήταν αναρμόδιος να εξετάσει την παρούσα περίπτωση.  Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι αιτητές παραβλέπουν το γεγονός ότι στην παρούσα περίπτωση δεν έλαβε χώρα διαδικασία πειθαρχικής δίκης, αλλά εφαρμόστηκε ο Κανονισμός 4(2), σύμφωνα με τον οποίο έκτακτος δεσμοφύλακας ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο επιδεικνύει κακή διαγωγή απολύεται αμέσως και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση από το Διευθυντή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σωκράτους ν. Γενικού Εισαγγελέα, Υπόθ. Αρ. 699/99, ημερ. 31.5.2000,

Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409.

Προσφυγή.

[*358]Α. Ευσταθίου, για τους Αιτητές.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι τρεις αιτητές, οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσαν ως έκτακτοι δεσμοφύλακες στις Κεντρικές Φυλακές, προσβάλλουν την εγκυρότητα της απόφασης του Διευθυντή των Φυλακών της 29/1/2003 με την οποία τερματίστηκαν οι υπηρεσίες τους.

(α) Τα γεγονότα.

Οι αιτητές είχαν προσληφθεί στη θέση του έκτακτου δεσμοφύλακα στο Τμήμα Φυλακών το 2001. Η συμμετοχή τους σε γιορταστικό τραπέζι ενός πρώην υπόδικου το 2003, οδήγησε στην απόλυση τους. Πιο συγκεκριμένα οι αιτητές είχαν προσκληθεί και παρευρέθηκαν το βράδυ της 26/1/2003 σε γιορταστικό τραπέζι στο σπίτι του Γεώργιου Στυλιανού “Αράπη” στο χωριό Αυγόρου. Ο τελευταίος τελούσε υπό κράτηση στις Φυλακές ως υπόδικος από τις 18/6/2001 με την κατηγορία της “συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος” σχετικά με τοποθέτηση βομβών σε αυτοκίνητα δεσμοφυλάκων. Το Κακουργιοδικείο το οποίο εκδίκαζε την υπόθεση τον απάλλαξε στις 20/1/2003 λόγω αναξιοπιστίας του μάρτυρα κατηγορίας. Στο γιορταστικό τραπέζι που οργανώθηκε ως αποτέλεσμα της απαλλαγής του, παρευρέθηκαν γύρω στα 40 άτομα, μεταξύ των οποίων και διάφορα πρόσωπα που είχαν απασχολήσει την ποινική δικαιοσύνη είτε ως κατάδικοι για εγκληματικές πράξεις είτε ως υπόδικοι. Η παρουσία των αιτητών ως συνδαιτημόνων στο πιο πάνω γλέντι, θεωρήθηκε από τη Διεύθυνση των Φυλακών ως ανάρμοστη συμπεριφορά. Τους ζητήθηκε ως εκ τούτου να υποβάλουν γραπτώς τις θέσεις τους για το περιστατικό. Στις γραπτές αναφορές τους προς το Διευθυντή, οι αιτητές παραδέχτηκαν ότι είχαν προσκληθεί από τον πρώην υπόδικο Γεώργιο Στυλιανού, ότι ανταποκρίθηκαν και παρευρέθηκαν στο τραπέζι και ότι παρευρίσκονταν εκεί μεταξύ άλλων και πρώην υπόδικοι και κατάδικοι τους οποίους και κατονόμασαν. Περιέγραψαν προς τούτο τα εδέσματα που προσφέρθηκαν και τα ποτά που καταναλώθηκαν.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(2) των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 19/2000) έκτακτος δεσμοφύλακας που με οποιοδήποτε τρόπο επιδεικνύει κακή διαγωγή απολύεται [*359]αμέσως και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση από το Διευθυντή, αφού προηγουμένως του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί.

Η Διεύθυνση των Φυλακών αποφάσισε σε έκτακτη συνεδρία της στις 29/1/2003 τον τερματισμό των υπηρεσιών τους. Στο σχετικό “Πρακτικό Απόλυσης” που κοινοποιήθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αναφέρονται τα πιο κάτω:

“Σήμερα 29.1.2003 και ώρα 12:00 συνήλθε έκτακτα η Διεύθυνση υπό την Προεδρία του Διευθυντή Τμήματος Φυλακών Πανίκου Κυριάκου και των Λειτουργών Θ. Πετάση, Α. Ποντικίδη και Ν. Στράτη για εκδίκαση σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας.

Οι αναφερόμενοι πιο πάνω δεσμοφύλακες το βράδυ της 26.1.2003 προσκλήθηκαν και παρευρέθηκαν στο σπίτι του Γεώργιου Στυλιανού «Αράπη» στο χωριό Αυγόρου επ’ ευκαιρία της αθώωσης του και μαζί με πέντε άλλα εγκληματικά στοιχεία για τα οποία γίνεται αναφορά πιο κάτω, παρακάθησαν και γλέντησαν σε τρικούβερτο φαγοπότι. Στο τραπέζι σερβιρίστηκαν διάφορα οινοπνευματώδη ποτά, σούβλα, πατάτες, γεμιστά και κυνήγι, λαγός, τσίκλες, τρασιήλες, αμπελοπούλια. Στο πάρτυ παρευρίσκοντο γύρω στα 30-40 άτομα, μεταξύ αυτών και γυναικόπαιδα.

Ο Γεώργιος Στυλιανού «Αράπης» μαζί με τον Mousa Hilmi Al Akad Salih, κρατήθηκαν στις Φυλακές ως υπόδικοι από τις 18.6.2001 για την υπόθεση 17756/01 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορούμενοι για «Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος», δηλ. τοποθέτηση βομβών σε αυτοκίνητα δεσμοφυλάκων. Απαλλάχθηκαν στις 20.1.2003 με απόφαση του Κακουργιοδικείου λόγω αναξιοπιστίας του μάρτυρα κατηγορίας. Εκκρεμεί όμως εναντίον του Αράπη η υπόθεση 14507/01 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας για κατοχή εκρηκτικών υλών.

Ο Ανδρέας Αντωνίου «Κόκκαλος» καταδικάστηκε στις 17.12.2002 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για την υπόθεση 1011/02 σε 16 μήνες φυλάκιση με ισχύ από 20.12.2001 «Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος» (εικονικά δυστυχήματα) και απολύθηκε στις 27.12.2002 με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας για αναστολή ποινής.

Η Άντρη Παντελή, σύζυγος του Κόκκαλου, κρατήθηκε ως [*360]υπόδικος στις Φυλακές από τις 21.1.2002 για την ίδια υπόθεση που αναφέρθηκε πιο πάνω και απολύθηκε στις 12.6.2002 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού λόγω εγκυμοσύνης.

Ο Χρίστος Χαραλάμπους Χριστούδιας κρατήθηκε στις Φυλακές ως υπόδικος από τις 20.9.01 για την υπόθεση 18287/01 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορούμενος για «Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος» (πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων κ.α.), απολύθηκε με εγγύηση στις 3.7.2002 και η υπόθεση ορίσθηκε για εκδίκαση για τις 3.4.2003.

Ο Σάββας Λούκα Σιδερένιου ο οποίος ήταν κατάδικος στις Φυλακές σε δύο περιπτώσεις, για ναρκωτικά, στις 6.3.2000 μέχρι 31.3.2000 και 28.3.2001 μέχρι 23.5.2001. Επίσης ήταν υπόδικος από τις 18.7.2001 μέχρι τις 11.4.2002 για Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.

Οι δεσμοφύλακες κλήθηκαν όλοι και έδωσαν γραπτές καταθέσεις παραδεχόμενοι τα γεγονότα. Ουδείς αντιλήφθηκε ή συνειδητοποίησε το μέγεθος του σφάλματος που διέπραξε για να ζητήσει συγγνώμη ή να δείξει μεταμέλεια. Η συμπεριφορά αυτή είναι ασύγνωστη, αχαρακτήριστη, προκλητική και επικίνδυνη. Πρόκειται για αδύνατους, επιπόλαιους και ευάλωτους χαρακτήρες. Εξυπακούει συνεργασία, πάρε δώσε με τους κατάδικους και συνδρομή σε εγκληματικές ενέργειες. Κλονίζει συθέμελα την ασφάλεια των Φυλακών και θέτει σε άμεσο κίνδυνο συναδέλφους και τις οικογένειες τους. Οι Φυλακές είναι το πιο ευαίσθητο και υψηλού κινδύνου Ίδρυμα. Πρέπει να εμπεδωθεί η τιμιότητα, η εμπιστοσύνη και να εκλείψουν οι δούρειοι ίπποι και οι πεμπτοφαλαγγίτες από τις τάξεις των δεσμοφυλάκων.

Για τους πιο πάνω λόγους οι τέσσερεις έκτακτοι δεσμοφύλακες κλήθηκαν ενώπιον της Διεύθυνσης αυθημερόν και τους ανακοινώθηκε ο τερματισμός των υπηρεσιών τους αφού προηγουμένως τους δόθηκε η ευκαιρία και πρόβαλαν τους δικούς τους ισχυρισμούς.

Για το δεσμοφύλακα 290 Δημοσθένη Κωνσταντίνου γίνεται εισήγηση για διορισμό ερευνώντα Λειτουργού σύμφωνα με το άρθρο 81(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και να ζητηθεί από την Επιτροπή να τεθεί σε άμεση διαθεσιμότητα σύμφωνα με το άρθρο 85 του ιδίου Νό[*361]μου.”

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών υπέβαλε ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί

(i)   Παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα ακρόασης των αιτητών και δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά,

(ii)  Υπήρξε ουσιώδης πλάνη περί τα πράγματα και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης,

(iii) Η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και

(iv) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

(i)  Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία εκδίκασης του παραπτώματος και δεν καταγράφηκαν τα αναγκαία στοιχεία της διαδικασίας, όπως π.χ. η τήρηση πρακτικών, το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και οι λόγοι υπεράσπισης και έτσι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης τους.

Εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση υποβλήθηκε ότι η διαδικασία καθορίζεται με το άρθρο 4(2) των Κανονισμών που παρέχει στο Διευθυντή των Φυλακών την εξουσία απόλυσης έκτακτου δεσμοφύλακα χωρίς προειδοποίηση, αφού του δώσει την ευκαιρία να ακουστεί. Υποβλήθηκε επίσης ότι η διαδικασία της απόλυσης με βάση τον Κανονισμό 4 δεν αποτελεί πειθαρχική διαδικασία και επομένως δεν υπήρχε υποχρέωση τήρησης των διατάξεων σχετικά με την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου, αφού μάλιστα δεν περιλαμβάνεται στις πειθαρχικές ποινές που έχει τη δυνατότητα να επιβάλει ο Διευθυντής σύμφωνα με τον Κανονισμό 59 κατόπιν πειθαρχικής δίκης. Αντίθετα, υποστηρίχθηκε ότι η απόλυση όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 4, είναι μεν αυστηρότατο μέτρο, αλλά ευρίσκεται εντός της σφαίρας των εξουσιών που παρέχονται από την Κ.Δ.Π. 19/2000 στο Διευθυντή, σε περίπτωση που έκτακτος δεσμοφύλακας επιδεικνύει με οποιοδήποτε τρόπο κακή διαγωγή. Έγινε δε επίκληση της απόφασης Σωκράτους ν. Γενικού Εισαγγελέα (Προσφυγή 699/99 της 31/5/2000), στην οποία κρίθηκε νόμιμη η άμεση απόλυση έκτακτου δεσμοφύλακα με απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών [*362]βάσει του προϊσχύσαντος Κανονισμού 6 των Κανονισμών (Υπηρεσία Φυλακών) των Φυλακών του 1948 έως 1982, που καταργήθηκαν με την ΚΔΠ 19/2000.

Το καθεστώς των έκτακτων δεσμοφυλάκων ρυθμίζεται με τους Κανονισμούς της ΚΔΠ 19/2000 οι οποίοι κατήργησαν στις 4/2/2000 τους προγενέστερους περί Φυλακών (Υπηρεσία Φυλακών) Κανονισμούς του 1948 έως 1982.

Ο Κανονισμός 4 που αναφέρεται στην “Πρόσληψη και απόλυση έκτακτου δεσμοφύλακα” προβλέπει τα πιο κάτω:

“4.-(1) Οι υποψήφιοι για πρόσληψη στη θέση του έκτακτου δεσμοφύλακα θα πρέπει να πληρούν όλα τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της μόνιμης θέσης δεσμοφύλακα.

(2) Έκτακτος δεσμοφύλακας ο οποίος παραμελεί ή αρνείται ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία δεν μπορεί να εκτελεί οποιαδήποτε από τα καθήκοντά του ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε νόμιμη διαταγή ανωτέρου του ή δεν τηρεί την αναγκαία εχεμύθεια ή με οποιοδήποτε τρόπο επιδεικνύει κακή διαγωγή απολύεται αμέσως και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση από το Διευθυντή, αφού προηγουμένως του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί.”

Είναι προφανές ότι η πιο πάνω πρόνοια του Κανονισμού 4(2) παρέχει τη δυνατότητα άμεσης απόλυσης έκτακτου δεσμοφύλακα από το Διευθυντή, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση, αν με οποιοδήποτε τρόπο ο έκτακτος δεσμοφύλακας επιδεικνύει κακή διαγωγή. Τι συνιστά κατά περίπτωση κακή διαγωγή αποτελεί ζήτημα πραγματικό και επαφίεται στο Διευθυντή να αποφασίσει. Χρήσιμη προς τούτο καθοδήγηση παρέχει ο Κανονισμός 14 που καθορίζει τις αρχές συμπεριφοράς του προσωπικού φυλακών ως ακολούθως:

“14. Το κάθε μέλος του προσωπικού των Φυλακών υποχρεούται να σέβεται και να εφαρμόζει τόσο εντός όσο και εκτός των Φυλακών τις ακόλουθες αρχές συμπεριφοράς:

...................................................................................................

(θ)     να είναι ευπαρουσίαστος, να είναι θετικός και υπεύθυνος και γενικά με τη συμπεριφορά του να αποτελεί το καλό πα[*363]ράδειγμα. Σε καμιά περίπτωση όμως η οικειότητα την οποία αναπτύσσει με τον κρατούμενο δε θα πρέπει να ξεπερνά αυτή που του επιτρέπει το καθήκον, η αξιοπρέπεια, το κύρος, το λειτούργημα και ο βαθμός του,

.............................................................................................................

(ιβ) ως δημόσιος λειτουργός πρέπει να συμπεριφέρεται με τρόπο που να τιμά τη θέση του και σε κάθε περίπτωση να επιδεικνύει ακεραιότητα χαρακτήρα τόσο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του όσο και κατά την καθημερινή του ζωή,

(ιγ) να αισθάνεται ότι η εργασία του αποτελεί κοινωνική προσφορά και ότι με την αφοσίωσή του στο καθήκον εμπνέει την εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου στο έργο που επιτελεί,

.............................................................................................................

(ιε) να μη διαπράττει και να μην αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες ή να προβαίνει σε πράξεις για τις οποίες μπορεί να κατηγορηθεί για δωροδοκία, δωροληψία ή διαφθορά και πολύ περισσότερο να δέχεται δώρα ή εξυπηρετήσεις είτε για τον εαυτό του είτε για άλλους.”

Ο Κανονισμός 15 προβλέπει ότι η παραβίαση των πιο πάνω αποτελεί παράπτωμα το οποίο μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 36 επ. που συνιστούν τον “Πειθαρχικό Κώδικα”. Στην παρούσα περίπτωση όμως δεν ασκήθηκε πειθαρχικός έλεγχος ούτε τροχιοδρομήθηκε η συνοπτική πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό 42. Επρόκειτο, αντίθετα για περίπτωση εφαρμογής του Κανονισμού 4(2) που παρέχει την ευχέρεια στο Διευθυντή να προβεί στην άμεση απόλυση έκτακτων δεσμοφυλάκων που με οποιοδήποτε τρόπο επιδεικνύουν κακή διαγωγή. Η συμμετοχή των αιτητών στο δείπνο που οργανώθηκε από πρώην υπόδικο με την ευκαιρία της απαλλαγής του από ποινικές κατηγορίες που αφορούσαν σοβαρά κακουργήματα και η παρουσία στον ίδιο χώρο πρώην υποδίκων και καταδίκων για άλλες εγκληματικές πράξεις, θεωρήθηκε εύλογα από τη Διεύθυνση των Φυλακών, ως συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του δεσμοφύλακα. Ευρισκόμενη μάλιστα σε αντίθεση με τις αρχές συμπεριφοράς προσωπικού, όπως καθορίζονται στον Κανονισμό 14 (πιο πάνω), θεωρήθηκε προφανώς ότι [*364]συνιστούσε πράξη υπερβολικής οικειότητας με πρώην κρατουμένους μη συνάδουσα με την αξιοπρέπεια, το κύρος και το λειτούργημά τους. Οι αιτητές είχαν υποχρέωση, κατά τον Κανονισμό 14 (ιβ), να συμπεριφέρονται και κατά την καθημερινή τους ζωή με τρόπο που να τιμά τη θέση τους και σε κάθε περίπτωση με τρόπο που θα αποδείκνυε την ακεραιότητα του χαρακτήρα τους. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά τους κρίθηκε από τη Διεύθυνση ως κακή διαγωγή και οδήγησε στην άμεση απόλυσή τους. Ο Κανονισμός 4(2) θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την απόλυση σε τέτοια περίπτωση την προηγούμενη ακρόαση του έκτακτου δεσμοφύλακα. Όπως έχει ήδη λεχθεί, οι αιτητές υπέβαλαν γραπτώς τις θέσεις τους στο Διευθυντή των Φυλακών στις 28/1/2003, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αιτητές δεν αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους και δεν επέδειξαν οποιαδήποτε μεταμέλεια, προσπάθησαν δε να υποβαθμίσουν τη σημασία του γεγονότος. Συνεπώς φαίνεται ότι η απόλυσή τους, παρά την αυστηρότητά της ως κύρωση, ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης των εξουσιών του Διευθυντή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 4(2).

(ii) Πλάνη περί τα πράγματα και πλημμελής άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι πεπλανημένα θεωρήθηκε πως το συγκεκριμένο περιστατικό συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο ενείχε έλλειψη τιμιότητας και ότι η παρουσία των αιτητών σε γλέντι αθωωθέντος κατηγορουμένου αποτελούσε έκφραση ελεύθερης απόλαυσης της ιδιωτικής ζωής τους.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η απόλυση των αιτητών προέκυψε ως αποτέλεσμα επίδειξης κακής διαγωγής. Η διαγωγή των δεσμοφυλάκων, τόσο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όσο και κατά την καθημερινή τους ζωή, υπάγεται στα πλαίσια των αρχών συμπεριφοράς του προσωπικού όπως προσδιορίζονται στον Κανονισμό 14 του οποίου η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από τη νομολογία που προδιαγράφει το ρόλο του Δικαστηρίου, σε περιπτώσεις τέτοιας φύσης το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο διοικητικό όργανο. (Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409).

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(iii)  Έλλειψη αιτιολογίας.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση [*365]είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν αναφέρονται σε αυτή οι ισχυρισμοί των αιτητών, το περιεχόμενο των γραπτών τους καταθέσεων και “γενικά τι ακριβώς διεμείφθη κατά την εκδίκαση των καθ’ ισχυρισμών πειθαρχικών παραπτωμάτων”.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Θα πρέπει να σημειωθεί, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ότι οι αιτητές δεν αντιμετώπιζαν πειθαρχική δίκη ούτως ώστε να ήταν αναγκαία η τήρηση των διατάξεων των Κανονισμών 36 επ. κυρίως σε σχέση με συμπλήρωση κατηγορητηρίου, παράδοση εγγράφων και τήρηση πρακτικών. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόρροια εφαρμογής του Κανονισμού 4(2). Εξάλλου οι θέσεις των αιτητών δόθηκαν γραπτώς στο Διευθυντή στις 28/1/2003 και αποτελούν μέρος των διοικητικών φακέλων.

Στην υπόθεση Σωκράτους ν. Γενικού Εισαγγελέα (πιο πάνω) που επικαλέστηκε ο δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση, εξετάστηκε το ζήτημα της νομιμότητας τερματισμού της υπηρεσίας έκτακτου δεσμοφύλακα, κάτω από συνθήκες παρόμοιες με την παρούσα και κατ’ εφαρμογή του προϊσχύσαντος Κανονισμού 6 των Κανονισμών (Υπηρεσία Φυλακών) των Φυλακών του 1948 ως 1982, που επίσης περιείχε πρόβλεψη για άμεση απόλυση, λόγω κακής διαγωγής. Η σχετική πρόνοια του τότε ισχύοντος Κανονισμού 6 ήταν η ακόλουθη:

“6. Εάν εις Προσωρινός Δεσμοφύλαξ εις οιονδήποτε χρόνον παραμελήση ή αρνηθή ή δι’ οιανδήποτε άλλην αιτίαν (εκτός ασθενείας μη προξενηθείσης εξ ιδικής του κακής διαγωγής) καταστή ανίκανος να εκτελέση οιονδήποτε των καθηκόντων του, ή παραλείψη να συμμορφωθή προς οιανδήποτε διαταγήν του Επιθεωρητού ή οιουδήποτε άλλου μέλους του μονίμου προσωπικού της Υπηρεσίας των Φυλακών, το οποίον ενεργεί υπό τας οδηγίας του Επιθεωρητού, ή προς οιονδήποτε άλλον σχετικόν όρον, ή αποκαλύψη οιανδήποτε πληροφορίαν αφορώσαν οιονδήποτε ζήτημα αναφερόμενον εις τας Φυλακάς ή τεθείσαν υπό την φροντίδα του, εις οιονδήποτε μη εξουσιοδοτημένον πρόσωπον, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον δείξη κακήν διαγωγήν, θα απολύεται αμέσως άνευ οιασδήποτε προειδοποιήσεως.”

Ο Δικαστής Γαβριηλίδης απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, που ήταν οι ίδιοι όπως και στην παρούσα υπόθεση, τόνισε τα ακόλουθα:

“Κατά την κρίση μου, οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται από τους δικηγόρους του αιτητή δεν ευσταθούν. Η απόλυσή του δεν έγινε ως αποτέλεσμα πειθαρχικής διαδικασίας. Τέτοια διαδι[*366]κασία, όπως άλλωστε ρητά αναφέρει και ο ίδιος ο Διευθυντής στο κυανούν 128 του Τεκμηρίου 1 ενώπιόν μου, δεν υπήρξε. Ο αιτητής, όταν κλήθηκε από το Διευθυντή στο γραφείο του, και ρωτήθηκε ενώπιον των δικηγόρων του τι είχε να πει για τα πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία παραδεχόταν στην κατάθεσή του ότι διέπραξε, απάντησε ότι παραδεχόταν. Στη βάση της παραδοχής αυτής, ο Διευθυντής τον απέλυσε ασκώντας τις εξουσίες του σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 των Κανονισμών (Υπηρεσία Φυλακών) των Φυλακών του 1948 έως 1982, (πιο πάνω). Ο αιτητής δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να εκθέσει τις απόψεις του, όπως δε εξελίχθηκαν τα πράγματα δεν ετίθετο ζήτημα να ακολουθηθεί η διαδικασία του Κανονισμού 11, αφού ο αιτητής παραδέχθηκε ενοχή στα πειθαρχικά αδικήματα τα οποία του καταλογίζονταν, ο δε Διευθυντής, ενόψει της φύσεως τους, είχε τη δυνατότητα να τον απολύσει, εφαρμόζοντας τον Κανονισμό 6.

Όσον αφορά την αμφισβήτηση των πραγματικών γεγονότων που περιέχεται στην αγόρευση των δικηγόρων του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτοί απέτυχαν να τεκμηριώσουν την εκδοχή τους, ως εβαρύνοντο.”

(iv)  Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι ο Διευθυντής ήταν αναρμόδιος να εξετάσει την παρούσα περίπτωση. Η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί ήταν εκείνη που ισχύει για πειθαρχικά αδικήματα τα οποία διαπράττονται από κρατούμενους και το αρμόδιο όργανο ήταν το προβλεπόμενο από τον περί Φυλακών Νόμο (αρ. 62(Ι)/96) Συμβούλιο Φυλακών, που έχει την εξουσία διεξαγωγής ερευνών και ανακρίσεων μέσα στις φυλακές.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι αιτητές παραβλέπουν το γεγονός ότι στην παρούσα περίπτωση δεν έλαβε χώρα διαδικασία πειθαρχικής δίκης, αλλά εφαρμόστηκε ο Κανονισμός 4(2) σύμφωνα με τον οποίο έκτακτος δεσμοφύλακας ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο επιδεικνύει κακή διαγωγή απολύεται αμέσως και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση από το Διευθυντή.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο