Dejic Milos ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 403

(2005) 4 ΑΑΔ 403

[*403]23 ΜΑΪΟΥ, 2005

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

MILOS DEJIC,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 371/2005)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής ― Προϋποθέσεις ― Έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημιά ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εσωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,

Cruz Varas v. Sweden [1991] 14 EHRR 1.

Αίτηση.

Χ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά με Μ. Σιαμπαρτά, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*404]KPONIΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, Σέρβος τη καταγωγή, έχει καταχωρήσει την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή των καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 28.3.05 (παράρτ. Α), για έκδοση κατά του αιτητή νέων διαταγμάτων απέλασης/κράτησης του με ημερ. 24.3.04, ύστερα από επανεξέταση του θέματος του ως η σχετική εισήγηση της Επιτρόπου Διοίκησης, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Με ενδιάμεση αίτηση, ημερομηνίας 7.4.2005, ο αιτητής ζητά την έκδοση του πιο κάτω προσωρινού διατάγματος:-

«Αναστολή εκτέλεσης (stay of execution) της προσβαλλόμενης απόφασης των καθ’ ων η οποία εξεδόθη εναντίον του Αιτητή μέχρι της εκδικάσεως της με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο καταχωρηθείσας προσφυγής.»

Τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τόσο την αίτηση όσο και την ένσταση, έχουν ως ακολούθως:-

Ο αιτητής ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 17.1.95 αφού του δόθηκε άδεια διαμονής και εργασίας ως πιεστής-τυπογράφος. Παρέμεινε συνεχώς στην Κύπρο μέχρι σήμερα αφού η σχετική άδεια διαμονής και εργασίας ανανεωνόταν κατά καιρούς μέχρι και τις 30.6.2004. Πριν από τον αιτητή, το 1994, ήρθε στην Κύπρο η τότε μνηστή του Yelena Spacic, στην οποία είχε παραχωρηθεί άδεια διαμονής και εργασίας ως προσοντούχος νοσοκόμος. Η Yelena Spacic παραμένει στην Κύπρο με άδεια παραμονής που φαίνεται ότι έληξε στις 30.6.2004. Εν τω μεταξύ ο αιτητής τέλεσε το γάμο του στην Κύπρο με την εν λόγω Yelena Spacic στις 24.7.2000 και στις 23.11.2000 απέκτησαν τέκνο, το γιό τους ονόματι Marcos. Ο Marcos, φυσικά, παραμένει με τους γονείς του στην Κύπρο μέχρι σήμερα. Είναι ηλικίας σχεδόν πέντε χρόνων και πηγαίνει στο ελληνικό νηπιαγωγείο, ένεκα δε τούτου γνωρίζει μόνο ελληνικά.

Σημειώνω ότι εναντίον της συζύγου του αιτητή Yelena καθώς και του γυιού του Marcos εκδόθηκαν εντάλματα κράτησης και απέλασης, τα οποία όμως διατάγματα ανεστάλησαν από τη Λει[*405]τουργό Μετανάστευσης μέχρι την εκδίκαση των προσφυγών που καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αντίθετα η Λειτουργός αρνήθηκε για τον αιτητή την αναστολή των διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του αυτής με αποτέλεσμα να παραμένει υπό κράτηση και να απειλείται ανά πάσα στιγμή η απέλαση του.

Ο αιτητής στην ένορκη δήλωση του αναφέρει ότι για πάνω από δέκα χρόνια είναι στην Κύπρο, έχει δημιουργήσει εδώ την οικογένεια του, το σπίτι του, τους οικογενειακούς φίλους του και ότι έχει ενσωματωθεί πλήρως στην Κυπριακή κοινωνία και στον Κυπριακό τρόπο ζωής.

Ο αιτητής, στην ένορκο δήλωση του, αναφέρει ότι δικαιούται στο αδιατάρακτο της οικογενειακής του ζωής, αφού αν ο ίδιος απελαθεί θα παραμείνει πίσω στην Κύπρο η οικογένεια του με δυσμενή επακόλουθα για τον ίδιο και ιδιαίτερα τα άλλα μέλη της οικογένειας του. Υποβάλλει ότι τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του είναι φιλήσυχοι άνθρωποι και δεν έχουν δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στις αρχές της Κύπρου, πράγμα που παραμένει αναντίλεκτο, αφού η καθ’ ης η αίτηση δεν προβάλλει οποιονδήποτε αντίθετο ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση της ένστασης.

Η καθ’ ης η αίτηση αντίθετα ισχυρίζεται ότι ο αιτητής και η σύζυγος του από το έτος 2001 εργάζονται παράνομα, αφού τέτοια άδεια δεν τους είχε εκδοθεί.

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, εναντίον του αιτητή, της συζύγου του και γυιού του είχαν εκδοθεί εντάλματα κράτησης και απέλασης και προηγουμένως, στις 14.2.2005. Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 183/2005 με ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής.

Στις 24.2.2005 η προσφυγή αποσύρθηκε από τον αιτητή αφού, εν τω μεταξύ, είχε αφεθεί ελεύθερος με την υπόσχεση εκ μέρους του αιτητή ότι θα αναχωρούσε από την Κύπρο στις 20.3.2005, πράγμα όμως που ο αιτητής και τα μέλη της οικογενείας του δεν έπραξαν.

Είναι γεγονός ότι οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στο διοικητικό δίκαιο είναι πολύ αυστηρές και απαγορευτικές. Οι αρχές αυτές εξηγούνται, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, στην απόφαση της Ολομέλειας στην [*406]Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εσωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233. Όπως αναφέρεται στις σελίδες 246-247:-

«Σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε η νομολογία μας – βλ. ενδεικτικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Moyo and Another v. Republic (ανωτέρω) – προσωρινά διατάγματα δυνάμει του Κανονισμού 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (όπως ο Κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί), δύνανται να εκδοθούν στις εξής δύο περιπτώσεις:

(α)   Όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία· ή

(β)   Όπου καταφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημίας εφόσον σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη Διοίκηση οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία.»

Η έκδηλη παρανομία συνοψίστηκε (στη σελ. 249) ως

«...... εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»»

Στη μακρά αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εντοπίζει την έκδηλη παρανομία στο γεγονός ότι η καθ’ ης η αίτηση παραγνώρισε την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως στην οποία κατέφυγε ο αιτητής. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση.  Δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να υποχρεώνει δεσμευτικά τη διοίκηση να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της Επιτρόπου Διοικήσεως. Δεν μπορεί να αποτελέσει στέρεη βάση για έκδηλη παρανομία, όπως ερμηνεύτηκε από τη νομολογία. Υποβάλλει επίσης ο δικηγόρος του αιτητή ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία λόγω παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της δέουσας έρευνας και της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας. Αλλά τα θέματα αυτά δεν μπορούν να υπαχθούν στον όρο της έκδηλης παρανομίας αφού υπόκεινται σε στάθμιση κρίσης και όχι αντικειμενικά αναντίλεκτα. Για τα θέματα της χρηστής διοίκησης και της έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας απαιτείται εξέταση του διαθέσιμου υλικού και των γεγονότων ούτως ώστε αυτά να σταθμιστούν για να εκφρασθεί η ανάλογη κρίση. Όπως προκύπτει και από τη νομολογία δεν αναδύεται αυτόματα έκδηλη παρανομία στα θέματα που ο αιτητής θέτει.

[*407]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του ισχυρίστηκε ότι με την απέλαση του αιτητή στη χώρα καταγωγής του θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά. Θεωρεί δε τη ζημιά αυτή ως ηθική βλάβη, χωρίς όμως να την προσδιορίζει παρά μόνο αναφέρθηκε αόριστα ότι η ζημιά αυτή δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, γιατί ο αιτητής είναι οικογενειάρχης. Στην ένορκη δήλωση του αιτητή στην παράγραφο 9(ι) προσδιορίζει την ανεπανόρθωτη ζημιά ως οικονομική και κοινωνική. Στη συμπληρωματική δε ένορκη δήλωση της συζύγου του ότι θα χάσει την εργασία του.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα απαραιτήτως χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή με άλλο τρόπο.

Με όσα ο αιτητής αναφέρει ή επικαλείται στην ένορκη δήλωση του για να καταδείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα απλώς σκιαγραφεί τη δυσχέρεια που αναπόφευκτα θα υποστεί τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του ως επακόλουθο της προσβαλλόμενης απόφασης. Όμως, η σοβαρότητα της δυσχέρειας που θα υποστεί όπως αυτή τουλάχιστον περιγράφεται στην ένορκη δήλωση του, δεν εξισούται αλλά ούτε και ταυτίζεται με την έννοια της ανεπανόρθωτης ζημιάς που απαιτείται ως προϋπόθεση για να επιτύχει η αίτηση.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι αν απελαθεί θα διαταραχτεί η οικογενειακή του ζωή αφού θα παραμείνουν πίσω στην Κύπρο η σύζυγος του και το τέκνο του έχω να παρατηρήσω ότι, ως είναι παραδεκτό, έχουν εκδοθεί εντάλματα απέλασης και εναντίον της συζύγου και του τέκνου τους και ως εκ τούτου δεν θα διαταραχθεί η οικογενειακή τους ζωή. Στην υπόθεση Cruz Varas v. Sweden [1991] 14 EHRR 1 το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η απέλαση παντρεμένου ζεύγους μαζί με το παιδί τους, σε συνθήκες οι οποίες δεν εμφάνιζαν αξεπέραστα εμπόδια στη συνέχιση της οικογενειακής τους ζωής στη χώρα αυτή δεν αποτελούν παραβίαση του δικαιώματος για προστασία της οικογενειακής ζωής.

[*408]Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγω ότι ο αιτητής απέτυχε να θεμελιώσει το αίτημα για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

Η ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο