Τσιάκκας Νίκος και Άλλοι ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλης (2005) 4 ΑΑΔ 435

(2005) 4 ΑΑΔ 435

[*435]24 Μαΐου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡA 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

1. ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑ,

2. ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΤΣΙΑΚΚΑ,

3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΙΑΚΚΑ,

Αιτητές,

v.

1. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 107/2004)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Εγκατάσταση αγωγών υψηλής τάσης υπεράνω ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας ― Λήψη της συγκατάθεσης του Επάρχου στην περίπτωση άρνησης συγκατάθεσης εκ μέρους των ιδιοκτητών της ακίνητης ιδιοκτησίας ― Μόνη εκτελεστή η τελική απόφαση της Α.Η.Κ. για εγκατάσταση των αγωγών ― Η προσφυγή κατά του Επάρχου είναι απαράδεκτη ― Στην εξετασθείσα υπόθεση κρίθηκε ότι η Α.Η.Κ. ενήργησε από κάθε άποψη εντός των πλαισίων του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, χωρίς να συντρέχει παραβίαση του άρθρου 23 αλλά ούτε και του άρθρου 28 του Συντάγματος ― Περιστάσεις.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Mallouros a.o. v. The Electricity Authority of Cyprus and another (1974) 2 C.L.R. 220,

[*436]Ramadan v. The Electricity Authority 1 R.S.C.C. 49,

Σχίζας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.α., Υπόθ. Αρ. 1503/2000, ημερ. 8.1.2002,

Συμεού ν. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.ά., Υπόθ. Αρ. 18/2000, ημερ. 8.6.2001,

Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 128/2001, ημερ. 7.10.2003,

Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 210.

Προσφυγή.

Φ. Τσαγγαρίδης, για τους Αιτητές.

Κ. Στιβαρού, για τους Καθ’ ων η αίτηση αρ. 1.

Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ’ ων η αίτηση αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση 1, η οποία λήφθηκε κατά ή περί την 24.11.2003, με την οποία αποφασίστηκε η εγκατάσταση αγωγών ψηλής τάσης (132 KV) πάνω από την περιουσία των αιτητών, είναι εξ υπαρχής άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Οι αιτητές ζητούν επίσης δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συγκατάθεση του καθ’ ου η αίτηση 2, ημερ. 15.12.2003, η οποία δόθηκε σε αίτηση της καθ’ ης η αίτηση 1, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Κατά τους αιτητές η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη επειδή στερείται της δέουσας έρευνας και/ή νόμιμης αιτιολογίας, λήφθηκε με πλάνη περί τον νόμο και/ή τα πράγματα, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 31 (1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, αντίκειται στα άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος, αντιβαίνει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Τα ουσιώδη γεγονότα είναι συνοπτικά τα εξής:

[*437]Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες τεμαχίων γης στα Κάτω Πολεμίδια περιλαμβανομένων και των τεμαχίων 728 και 729 του Φυλ./Σχ. 53/56. Στο παρελθόν η καθ’ ης η αίτηση 1 πληροφόρησε τους αιτητές για την πρόθεση της για διέλευση αγωγών ψηλής τάσης στα ακίνητα των αιτητών και ζήτησε τη συγκατάθεση τους. Οι αιτητές αρνήθηκαν να συγκατατεθούν και η καθ’ ης η αίτηση 1 ζήτησε την συγκατάθεση του καθ’ ου η αίτηση 2 η οποία και δόθηκε. Οι αιτητές καταχώρησαν την Προσφυγή 495/2000 και το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 18.9.2002 ακύρωσε την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση 1. Στις 20.10.2003 οι αιτητές υπέβαλαν νέαν αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για παράταση της ισχύος της πολεοδομικής άδειας, για το τεμάχιο 729, για ακόμη 1 έτος. Στις 23.12.2003 η καθ’ ης η αίτηση 1 πληροφόρησε τον αιτητή 1 ότι αυτή απευθύνθηκε εκ νέου στον καθ΄ ου η αίτηση 2 ο οποίος και παραχώρησε τη συγκατάθεση του για διέλευση της ηλεκτροφόρας γραμμής. Αυτό έγινε χωρίς οι καθ’ ων η αίτηση 1 να απευθυνθούν πρώτα στους αιτητές για τη δική τους συγκατάθεση.

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 18.9.2002 στην Προσφυγή 495/2000 (απόφαση του Γ.Κ. Νικολάου, Δ.) παρατηρείται πως εκτελεστή είναι μόνο η απόφαση της Α.Η.Κ., κατόπιν της τελείωσης της με την απαιτούμενη συγκατάθεση του Επάρχου. Όσον αφορά το μέρος της προσφυγής που στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας, θεωρήθηκε απαράδεκτο. Στην απόφαση εκείνη παρατηρήθηκε πως το ογκώδες υλικό στους διοικητικούς φακέλους διερευνήθηκε και μελετήθηκε προσεχτικά, με ανοικτό μυαλό και ευαισθησία προκειμένου να εξευρεθεί η καλύτερη δυνατή και η λιγότερο ζημιογόνα  αλλά και πρακτικώς εφικτή λύση. Όμως το Δικαστήριο έκρινε πως ο Έπαρχος είχε παρανοήσει τη σημασία κάποιων στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιόν του. Αυτά τα στοιχεία ήταν η ύπαρξη της εκκρεμούσας αίτησης για πολεοδομική άδεια για ανάπτυξη των τεμαχίων 728 και 729.   Κρίθηκε πως ο Έπαρχος εξέτασε την υπόθεση από την πτυχή ενδεχόμενης μελλοντικής οικοπεδοποίησης και/ή οικοδομικής ανάπτυξης των επηρεαζομένων τεμαχίων των αιτητών, ενώ στην πραγματικότητα είχε ήδη εκδηλωθεί διάβημα για την ανάπτυξη τους εφόσον εκκρεμούσε αίτηση τους στην πολεοδομική αρχή.   Ο Έπαρχος έκρινε μεν ότι οι ανάγκες των αιτητών είχαν προτεραιότητα, όμως λόγω πλάνης δεν τις έλαβε υπόψη. Αυτό καθιστούσε ανίσχυρη τη συγκατάθεση του και ως εκ τούτου μη νόμιμη την τελική απόφαση της Α.Η.Κ..

Στην προκείμενη περίπτωση η συγκατάθεση του Επάρχου ζη[*438]τήθηκε με επιστολή της Α.Η.Κ. ημερ. 24.11.2003. Στην επιστολή εκείνη παρατηρήθηκε ότι η Αρχή θα έπρεπε να προβεί στην επανεξέταση του θέματος υπό το φως της προαναφερόμενης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επίσης τονίστηκε πως ο μόνος επηρεασμός της περιουσίας των αιτητών οφείλεται στη διασταύρωση του ακινήτου τους από τους εναέριους αγωγούς της γραμμής μεταφοράς της Α.Η.Κ. και όχι από την εγκατάσταση οποιουδήποτε πυλώνα.

Η συγκατάθεση του Επάρχου δόθηκε στις 15.12.2003 και σ’ αυτή παρατηρείται ότι η Α.Η.Κ. εξέτασε επισταμένα όλα τα πιθανά ενδεχόμενα διέλευσης της πορείας της γραμμής σε συνεργασία με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και την τοπική αρχή. Σημειώνεται επίσης ότι πολεοδομική άδεια προς όφελος των αιτητών, η οποία εκδόθηκε την 1.12.2000, δεν υλοποιήθηκε και έληξε στις 30.11.2003. Επίσης άδεια οικοδομής στα τεμάχια 728 και 729, η οποία εκδόθηκε από την τοπική αρχή στις 5.2.2002, έληξε στις 30.11.2003, χωρίς να υλοποιηθεί. Ο Έπαρχος έλαβε ακόμα υπόψη τη νέα αίτηση των αιτητών για ανέγερση κατοικίας επί του τεμαχίου 728 η οποία εκκρεμούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώπιον της Πολεοδομικής Αρχής. Συναφώς ο Έπαρχος σημείωσε πως η Πολεοδομική Αρχή ζήτησε τις απόψεις της Α.Η.Κ. και η Α.Η.Κ. απάντησε στην Πολεοδομική Αρχή δίνοντας τις απόψεις της αναφορικά με τη νέα, εκκρεμούσα, αίτηση των αιτητών. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία ο Έπαρχος παραχώρησε τη συγκατάθεση του για διέλευση αγωγού υψηλής τάσης (132 KV) πάνω από τα τεμάχια των αιτητών. Προς διασφάλιση όμως των θεμιτών συμφερόντων των αιτητών έθεσε τον εξής όρο στην Α.Η.Κ.: «Επιπρόσθετα, όμως, εάν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες, η ίδια η Αρχή να μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις της με δικές της δαπάνες. Νοείται περαιτέρω ότι εάν τότε ικανοποιηθώ ότι τούτο είναι για λόγους τεχνικούς ανέφικτο, η Αρχή θα καταβάλει στους ιδιοκτήτες δίκαιη αποζημίωση που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθοριστεί από το αρμόδιο δικαστήριο».

Εξέτασα με προσοχή τα ενώπιόν μου στοιχεία υπό το φως των υποβολών και εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Συμφωνώ με τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής κ. Γ.Κ. Νικολάου στην προαναφερόμενη απόφαση του αναφορικά με το ζήτημα του απαράδεκτου της προσφυγής [*439]εναντίον της καθ’ ης η αίτηση 2 εφόσον η μόνη εκτελεστή απόφαση είναι εκείνη της καθ’ ης η αίτηση 1, προϋπόθεση για την οποία ήταν και η συγκατάθεση του οικείου Επάρχου. Επομένως θα εξετάσω μόνο την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση 1 ημερ. 24.11.2003 και θα θεωρήσω την προσφυγή εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση 2 ημερ. 15.12.2003 ως απαράδεχτη.

Κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έχοντας υπόψη όλα τα πραγματικά σχετικά γεγονότα όπως ήταν οι προαναφερόμενες άδειες της τοπικής αρχής και της Πολεοδομίας, οι οποίες είχαν εκπνεύσει λόγω μη υλοποιήσεως τους καθώς και η εκκρεμούσα νέα αίτηση των αιτητών. Λήφθηκαν επίσης υπόψη τα πραγματικά γεγονότα ως προς την εναέρια γραμμή της Α.Η.Κ. η οποία διέρχεται πάνω από ή κοντά στο τεμάχιο 728 των αιτητών καθώς και τον επηρεασμό των ακινήτων των αιτητών από τη διασταύρωση, πάνω από τα τεμάχια τους, εναερίων αγωγών της γραμμής μεταφοράς της Α.Η.Κ.. Λήφθηκαν ακόμα υπόψη εναλλακτικές προτάσεις, η Α.Η.Κ. όμως κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική πρόταση λιγότερο επαχθής. Θεωρώ την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση 1, όπως συμπληρώθηκε με τη συγκατάθεση του καθ’ ου η αίτηση 2, ως δεόντως αιτιολογημένη και ως βασιζόμενη στα ορθά πραγματικά γεγονότα και την ορθή νομική θέση. Είναι απόφαση που λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον που άπτεται του εγειρομένου ζητήματος αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη και προστατεύει επαρκώς και τα θεμιτά συμφέροντα των αιτητών. Κρίνω ότι το μεμπτό στοιχείο της προαναφερόμενης απόφασης της Α.Η.Κ., η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση ημερ. 18.9.2002 στην Προσφυγή 495/2000, έχει θεραπευθεί στην προκείμενη περίπτωση καθότι στα πλαίσια της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης συνυπολογίστηκε και η εκκρεμούσα νέα αίτηση για αξιοποίηση των ακινήτων των αιτητών, η οποία υποβλήθηκε όταν  οι σχετικές άδειες πολεοδομίας και τοπικής αρχής εξέπνεαν, χωρίς να αξιοποιηθούν από τους αιτητές.

Είναι προφανές, κατά την κρίση μου, ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν μέσα στα πλαίσια και δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, όπως τροποποιήθηκε. Είναι επίσης προφανές πως οι πρόνοιες του προαναφερόμενου άρθρου 31 δεν καταστρατηγούν τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος εφόσον, όπως έχει αποφασιστεί, ο επηρεασμός της ιδιοκτησίας από τη διέλευση εναερίων ηλεκτροφόρων αγωγών, πάνω από μιαν ακίνητη περιουσία, καλύπτεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του Συντάγ[*440]ματος, το οποίο επομένως δεν παραβιάζεται (Δέστε: Mallouros and another v. The Electricity Authority of Cyprus and another (1974) 2 C.L.R. 220 και Ramadan v. The Electricity Authority, 1 R.S.C.C. 49 – Δέστε, επίσης, Σχίζας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.ά., Προσφυγή 1503/2000, ημερ. 8.1.2002, Συμεού ν. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.ά., Προσφυγή 18/2000, ημερ. 8.6.2001 και Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 128/2001, ημερ. 7.10.2003).

Με βάση τις προαναφερόμενες αυθεντίες θεωρώ ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου 23 του Συντάγματος και επίσης ούτε και του άρθρου 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του Νόμου, της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης.

Εκτιμώ ότι το γεγονός πως οι καθ’ ων η αίτηση 1 απευθύνθηκαν απευθείας στον καθ’ ου η αίτηση 2 για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του, μετά την προηγούμενη άρνηση των αιτητών να δώσουν τη συγκατάθεση τους και την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, δεν παραβιάζει οποιοδήποτε θεμιτό δικαίωμα ή συμφέρον των αιτητών. Ήταν λογικό οι καθ’ ων η αίτηση 1 να θεωρήσουν ότι συνέχιζε να ισχύει η άρνηση συγκατάθεσης των αιτητών, στο αίτημα τους για διέλευση ηλεκτροφόρων αγωγών υψηλής τάσεως πάνω από τα ακίνητα τους και να απευθυνθούν στον καθ’ ου η αίτηση 2 για τη συγκατάθεση του δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου Νόμου.

Πριν τελειώσω θα ήθελα να παρατηρήσω πως, στο βαθμό που το Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει, είμαι ικανοποιημένος πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση τα σωστά πραγματικά και νομικά δεδομένα και είναι δεόντως αιτιολογημένη και ορθή εφόσον λαμβάνει υπόψη και το δημόσιο συμφέρον αλλά και τα θεμιτά συμφέροντα και δικαιώματα των αιτητών τα οποία και προστατεύονται επαρκώς. Όμως θα πρέπει να προσθέσω πως τα δικαστήρια δεν επεμβαίνουν σε  τεχνικά θέματα, εφόσον διαπιστώσουν πως έγινε η δέουσα έρευνα (Δέστε: Χαριθέα Κώστα Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 210).  Στην προκείμενη περίπτωση είμαι ικανοποιημένος ότι έγινε η δέουσα έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση και λήφθηκαν υπόψη οι σωστές παράμετροι περιλαμβανομένου και του στοιχείου ότι η τάση των ηλεκτροφόρων αγωγών που θα τοποθετηθούν πάνω από τα ακίνητα των αιτητών είναι επιτρεπτή σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

[*441]Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ την προσφυγή ως αβάσιμη και την απορρίπτω, με έξοδα εις βάρος των αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο