Suphire Securities and Financial Services Ltd (Πρώην Suphire Stockbrokers Ltd) ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2005) 4 ΑΑΔ 481

(2005) 4 ΑΑΔ 481

[*481]3 Iουνίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

SUPHIRE SECURITIES AND FINANCIAL SERVICES LTD

(ΠΡΩΗΝ SUPHIRE STOCKBROKERS LTD),

Αιτήτρια,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 74/2004)

 

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της παραγράφου 3 (στ) του Παραρτήματος Β΄, Μέρος ΙΙ του Κανονισμού 63 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95, ως τροποποιήθηκε) ― Το ζήτημα κατά πόσο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διέθετε την απαιτούμενη αρμοδιότητα προς έκδοση της επίδικης απόφασης.

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Σύνθεση ― Περιστάσεις της κακής σύνθεσης της Επιτροπής στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την σε βάρος της επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους Λ.Κ. 2.500.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή είχε αποκλειστική αρμοδιότητα ή εξουσία. Της την παρείχε ρητά ο Κανονισμός 63(6) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών και δεν εξαρτάτο από το άρθρο 38(1) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου. Δεν υπήρχε πρόνοια για ανάλογη ή παράλληλη αρμοδιότητα του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου. Το άρθρο 10(3)(α) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, το οποίο αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου του [*482]Χ.Α.Κ. προβλέπει ότι η «εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή.». Επομένως δεν έχει εδώ σημασία το πώς ερμηνεύει κανείς την αναφορά σε «κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή» στο άρθρο 38(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου· ούτε προκύπτει ζήτημα έκδοσης Κανονισμών βάσει της επιφύλαξης του άρθρου 26(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου για ενεργοποίηση αρμοδιότητας.

     Εκείνο που θα μπορούσε να απασχολήσει είναι μόνο η έκταση της εξουσίας της Επιτροπής. Ως προς αυτό, σε ό,τι αφορά την εταιρεία της οποίας η αιτήτρια ήταν διαχειρίστρια, το πρόβλημα περιοριζόταν στο μέγεθος των κυρώσεων, δεδομένου ότι ο Καν. 63(6) προβλέπει χαμηλότερο διοικητικό πρόστιμο από ό,τι το άρθρο 38(1) αλλά σε ό,τι αφορά την αιτήτρια, πρόβλημα προκύπτει επιπλέον από το ότι ο Καν. 63 δεν φαίνεται να καλύπτει, ρητά τουλάχιστον, τους διαχειριστές επενδύσεων. Η Επιτροπή επικαλέστηκε, στην περίπτωση της αιτήτριας, το άρθρο 38(3) το οποίο της παρέχει εξουσία να επιβάλλει πρόστιμο σε διαχειριστές επενδύσεων. Αυτό όμως λειτουργεί σε συνάρτηση με το άρθρο 38(1) στο πλαίσιο του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου και όχι ως επέκταση του Καν. 63 που εκδόθηκε δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου. Αλλά, τελικά, το κατά πόσο εν προκειμένω υπήρχε ή δεν υπήρχε πρόνοια με βάση την οποία η αιτήτρια να υπέχει ευθύνη δεν αποτελεί ζήτημα αρμοδιότητας.

2.  Το επόμενο ζήτημα είναι αυτό της συγκρότησης και σύνθεσης.  Ένα από τα μέλη της Επιτροπής, ο κ. Ν. Νικολαΐδης, που είχε λάβει μέρος στην πρώτη συνεδρία, ημερ. 21 Απριλίου 2003, παραιτήθηκε πριν από τη δεύτερη, ημερ. 1 Σεπτεμβρίου 2003, και διορίστηκε έγκαιρα άλλο πρόσωπο, ο κ. Γ. Κουφάρης. Είναι προφανές ότι η Επιτροπή ήταν, και στις δύο ημερομηνίες, νομίμως συγκροτημένη, αλλά διαφορετικά τη μια φορά από την άλλη. Ωστόσο, προκύπτει ζήτημα σύνθεσης ένεκα της μη συμμετοχής του κ. Κουφάρη κατά την εξέταση του υπό αναφορά θέματος στη δεύτερη συνεδρία. Ο κ. Κουφάρης απεχώρησε από τη συνεδρία «για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής».

Μια τέτοιου είδος στόχευση συζητήθηκε εκτενώς στη Μάριος Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956, και κρίθηκε μη επιτρεπτή. Η εν λόγω απόφαση υιοθετείται και για [*483]τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

Κατά συνέπεια και στην προκείμενη περίπτωση η σύνθεση της Επιτροπής κατά την εξέταση του θέματος στη συνεδρία, ημερ. 1 Σεπτεμβρίου 2003, ήταν παράνομη. Με αυτό ως δεδομένο δεν ενδείκνυται η εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

A. L. Prochoice Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθ. Αρ. 741/2002, ημερ. 23.4.2004,

Nicos Efrem Shares Agency Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 557/2002, ημερ. 1.7.2004,

Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λίμενων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956.

Προσφυγή.

Κ. Καλλής, για την Αιτήτρια.

Κ. Καντούνας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προέβη σε έλεγχο συμμόρφωσης των επενδυτικών εταιρειών με τις διατάξεις του Κανονισμού 63(2) και της παραγράφου 3(στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ, των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, (Κ.Δ.Π. 214/95 όπως τροποποιήθηκε). Αυτές οι διατάξεις αφορούν στο όριο επένδυσης του ενεργητικού των εταιρειών σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη.

Σε συνεδρία, ημερ. 21 Απριλίου 2003, η Επιτροπή μελέτησε υπηρεσιακό σημείωμα, ημερ. 17 Απριλίου 2003, αναφορικά με τα αποτελέσματα διεξαχθείσας έρευνας και αποφάσισε «σαν θέμα πολιτικής και πριν την εξέταση της κάθε εταιρείας χωριστά» πως θα καλούσε την εταιρεία σε απολογία μόνο σε περιπτώσεις σημαντικής παράβασης, την οποία όρισε ως παράβαση πέραν του 3% του επιτρεπόμενου ορίου ενώ τις άλλες περιπτώσεις θα τις αντιμετώπιζε με μια επίπληξη αν η εταιρεία προέβαινε σε συμμόρφωση εντός ταχθείσας προθεσμίας. Εν συνεχεία, με αυτό το κριτήριο, η [*484]Επιτροπή εξέτασε την περίπτωση της εταιρείας Ισχύς Επενδυτική Λτδ και αποφάσισε να καλέσει σε απολογία τους διοικητικούς  συμβούλους της. Επίσης αποφάσισε να καλέσει σε απολογία τόσο αυτήν όσο και την αιτήτρια ως «διαχειριστή επενδύσεων» της εν λόγω εταιρείας. Η κλήση προς απολογία έγινε με επιστολή, ημερ. 2 Μαΐου 2003, η δε αιτήτρια προέβη σε απολογία με επιστολή, ημερ. 8 Μαΐου 2003.

Η Επιτροπή συνέχισε την εξέταση του θέματος σε συνεδρία, ημερ. 1 Σεπτεμβρίου 2003, κατά την οποία ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με την περίπτωση της αιτήτριας. Καθώς σημειώνεται στα πρακτικά, η Επιτροπή «αφού έλαβε υπόψη τις παραστάσεις του διαχειριστή επενδύσεων ημερομηνίας 8.5.03, αποφάσισε, με βάση την εξουσία που της παρέχεται από το άρθρο 38(3) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, (Ν. 64(Ι)/01 όπως τροποποιήθηκε), όπως επιβάλει στην εταιρεία Suphire Stockbrokers Ltd διοικητικό πρόστιμο ύψους Θ2.500 για την παράβαση της παραγράφου 3(στ) του Παραρτήματος Β΄, Μέρος ΙΙ του Κανονισμού 63 των Κανονισμών του ΧΑΚ από την εταιρεία Ισχύς Επενδυτική Λτδ.». Πρόκειται για την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η αιτήτρια προβάλλει με την προσφυγή της (α) ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο· (β) ότι έπασχε η σύνθεση και/ή συγκρότηση της Επιτροπής· (γ) ότι παραβιάστηκε η αρχή της προηγούμενης ακρόασης κατά την επιβολή της ποινής· και (δ) ότι η απόφαση αντίκειται στα Άρθρα 23 και 25 του Συντάγματος τα οποία προστατεύουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα σε κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία και το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος κλπ.

Προς υποστήριξη της άποψης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση   λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, οι συνήγοροι της αιτήτριας επικαλέστηκαν την A.L. Prochoice Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, υπόθ. Αρ. 741/2002, ημερ. 23 Απριλίου 2004 (Γαβριηλίδη, Δ.). Εκεί η Επιτροπή, ενεργώντας με βάση την εξουσία  που της παρείχε το άρθρο 38(1) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου, επέβαλε διοικητικό πρόστιμο για παράβαση του Κανονισμού 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών, ο οποίος αφορά στην τήρηση ιδιαίτερου τραπεζικού λογαριασμού ή λογαριασμών για χρήματα εντολέων.  Σύμφωνα με το άρθρο 38(1):

«38. – (1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε πε[*485]ρίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»

Κρίθηκε, πρώτο, ότι «η κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή» δεν περιλαμβάνει το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς· και, δεύτερο, ότι εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει αρμοδιότητα αφού το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου διατηρούσε ανάλογη αρμοδιότητα και δεν εκδόθηκε, κατά τα οριζόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 26(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου, Κανονισμός με τον οποίο να «εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων» που παρέχονται στην Επιτροπή με το άρθρο 26(α). Αυτή η διάταξη είχε τότε ως εξής*:

«26. Η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α) Να εποπτεύει και ελέγχει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου και τις καταρτιζόμενες στο Χρηματιστήριο συναλλαγές, να καθορίζει μετά από εισήγηση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου άλλα πράγματα ή άλλες κινητές αξίες ως χρηματιστηριακά πράγματα, να εποπτεύει και ελέγχει τους εκδότες των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο τίτλων και τα Μέλη του Χρηματιστηρίου, να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών περιλαμβανομένων συμβούλων επενδύσεων, χρηματιστηριακών γραφείων και χρηματιστών, η οποία στην περίπτωση χρηματιστηριακών γραφείων και χρηματιστών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για εγγραφή τους, ως Μελών του Χρηματιστηρίου, να ανακαλεί τις άδειες αυτές για ειδικούς λόγους όπως ειδικότερα καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές εναντίον χρηματιστών, χρηματιστηριακών εταιρειών και συμβούλων επενδύσεων κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:

[*486]Νοείται ότι όπου στην παρούσα παράγραφο προβλέπεται η ανάθεση αρμοδιότητας στην Επιτροπή ανάλογης με αρμοδιότητα που ασκείται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου με βάση τις διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών από την Επιτροπή κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου.»

Εξέτασα τέτοιο ζήτημα στη Nicos Efrem Shares Agency Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 557/2002, ημερ. 1 Ιουλίου 2004. Κατέληξα ότι «δεν υπήρξε ενεργοποίηση των σχετικών, ως προς τον υπό αναφορά τομέα, αρμοδιότητων της Επιτροπής αφού δεν εκδόθηκαν οι προβλεπόμενοι Κανονισμοί» με τους οποίους να «εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών από την Επιτροπή κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες ασκούνται χωρίς να προσκρούουν στις αρμοδιότητες που ασκούνται από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου» και ότι με αυτό ως δεδομένο δεν χρειαζόταν να εξετάσω το κατά πόσο ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί περιλαμβάνονται στην «κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή».

Στην παρούσα όμως περίπτωση, αντίθετα με ό,τι στις προαναφερθείσες, η Επιτροπή είχε αποκλειστική αρμοδιότητα ή εξουσία. Της την παρείχε ρητά ο Κανονισμός 63(6) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών και δεν εξαρτάτο από το άρθρο 38(1) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου.  Δεν υπήρχε πρόνοια για ανάλογη ή παράλληλη αρμοδιότητα του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου. Το άρθρο 10(3)(α) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, το οποίο αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου του Χ.Α.Κ. προβλέπει ότι η «εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή.». Επομένως δεν έχει εδώ σημασία το πώς ερμηνεύει κανείς την αναφορά σε «κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή» στο άρθρο 38(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου· ούτε προκύπτει ζήτημα έκδοσης Κανονισμών βάσει της επιφύλαξης του άρθρου 26(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου για ενεργοποίηση αρμοδιότητας.

[*487]Εκείνο που θα μπορούσε να απασχολήσει είναι μόνο η έκταση της εξουσίας της Επιτροπής. Ως προς αυτό, σε ό,τι αφορά την εταιρεία της οποίας η αιτήτρια ήταν διαχειρίστρια, το πρόβλημα  περιοριζόταν στο μέγεθος των κυρώσεων, δεδομένου ότι ο Καν. 63(6) προβλέπει χαμηλότερο διοικητικό πρόστιμο από ό,τι το άρθρο 38(1) αλλά σε ό,τι  αφορά την αιτήτρια, πρόβλημα προκύπτει επιπλέον από το ότι ο Καν. 63 δεν φαίνεται να καλύπτει, ρητά τουλάχιστον, τους διαχειριστές επενδύσεων. Η Επιτροπή επικαλέστηκε, στην περίπτωση της αιτήτριας, το άρθρο 38(3) το οποίο της παρέχει εξουσία να επιβάλλει πρόστιμο σε διαχειριστές επενδύσεων.  Αυτό όμως λειτουργεί σε συνάρτηση με το άρθρο 38(1) στο πλαίσιο του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου και όχι ως επέκταση του Καν. 63 που εκδόθηκε δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου. Αλλά, τελικά, το κατά πόσο εν προκειμένω υπήρχε ή δεν υπήρχε πρόνοια με βάση την οποία η αιτήτρια να υπέχει ευθύνη δεν αποτελεί ζήτημα αρμοδιότητας.

Προχωρώ στο επόμενο ζήτημα, της συγκρότησης και σύνθεσης.  Ένα από τα μέλη της Επιτροπής, ο κ. Ν. Νικολαΐδης, που είχε λάβει μέρος στην πρώτη συνεδρία, ημερ. 21 Απριλίου 2003, παραιτήθηκε πριν από τη δεύτερη, ημερ. 1 Σεπτεμβρίου 2003, και διορίστηκε έγκαιρα άλλο πρόσωπο, ο κ. Γ. Κουφάρης. Είναι προφανές ότι η Επιτροπή ήταν, και στις δύο ημερομηνίες, νομίμως συγκροτημένη, αλλά διαφορετικά τη μια φορά από την άλλη. Ωστόσο, προκύπτει ζήτημα σύνθεσης ένεκα της μη συμμετοχής του κ. Κουφάρη κατά την εξέταση του υπό αναφορά θέματος στη δεύτερη συνεδρία. Ο κ. Κουφάρης απεχώρησε από τη συνεδρία «για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής». Παραθέτω το σχετικό μέρος των πρακτικών:

«Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής καλωσόρισαν τον κ. Γιώργο Κουφάρη ο οποίος διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ως Μέλος της Επιτροπής, σε αντικατάσταση του κ. Νίκου Νικολαΐδη, για πενταετή θητεία.

“11. Επενδυτικές εταιρείες – ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων της παρ. 3 του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ των Κανονισμών του ΧΑΚ μετά από έλεγχο για τις 31.12.2002.

Ο κ. Γιώργος Κουφάρης αποχώρησε από την αίθουσα συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης αναφορικά με το πιο πάνω θέμα για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής.»

Μια τέτοιου είδος στόχευση συζητήθηκε εκτενώς στη Μάριος [*488]Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956, και κρίθηκε μη επιτρεπτή. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., με την προσέγγιση του οποίου συμφωνώ πλήρως, εξήγησε ότι:

«Η ύπαρξη απαρτίας δεν σώζει την κατάσταση. Στη Mytides (ανωτέρω) υπήρχε απαρτία και κατά το βαθύτερο νόημά της, όπως το κατανοώ, κατά την εξέταση της νομιμότητας της σύνθεσης, συνυπολογίζονται οι λόγοι για τους οποίους μέλη του συλλογικού οργάνου δεν συμμετέχουν. Εκεί, όπως και στην Αντέννα Λτδ (ανωτέρω), η μη συμμετοχή οφειλόταν σε πλάνη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής. Στην παρούσα περίπτωση δεν λέχθηκε οτιδήποτε αλλά τα δεδομένα είναι εύγλωττα και ανατρέπουν το τεκμήριο της κανονικότητας. Όπως ήδη σημείωσα τα δυο μέλη ήταν παρόντα κατά την εξέταση των προηγούμενων θεμάτων. Αποχώρησαν όταν έφθασε η ώρα για την επανεξέταση και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν πως έλαβαν υπόψη τους τις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση ακριβώς επειδή παρέμειναν εκείνοι που την είχαν διεξαγάγει.  Είναι προφανές, συνεπώς, πως η αποχώρηση ήταν σκόπιμη.  Για ποιο λόγο; Επειδή θεωρούσαν πως δεν εδικαιούντο να συμμετάσχουν ή επειδή ενώ θεωρούσαν ότι μπορούσαν να συμμετάσχουν το απέφυγαν για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για χρήση των εντυπώσεων; Στην πρώτη περίπτωση η σύνθεση θα πάσχει ευθέως κατά την Mytides (ανωτέρω). Στη δεύτερη περίπτωση θα πάσχει ως διαμορφωθείσα κατά τρόπο καταχρηστικό. Οι υποψήφιοι δικαιούνται κρίσης υπό το πρίσμα όλων των δεδομένων και για όλα τα εγειρόμενα ζητήματα, από το συλλογικό όργανο όπως αυτό είναι συγκροτημένο κατά τον ουσιώδη χρόνο της επανεξέτασης. Δεν έτυχαν τέτοιας κρίσης αφού, σκόπιμα όπως κρίνω, δύο μέλη δεν συμμετέσχαν. Εφόσον αυτή η μη συμμετοχή δεν οφειλόταν σε λόγους συναρτημένους προς ό,τι θα μπορούσε να ενταχθεί στις δυνατότητες που παρέχονταν λαμβανομένων υπόψη και των αρχών σε σχέση με εν γένει κώλυμα συμμετοχής, αλλά στην προσπάθεια διάσωσης των εντυπώσεων από την προφορική εξέταση είχε αλλότριο σκοπό. Οπότε ήταν εξ ίσου μεμπτή με αποτέλεσμα το μή νόμιμο, πλέον, της σύνθεσης, όπως στην υπόθεση Mytides. Δεν μπορώ να δω το λόγο για τον οποίο η κατά πλάνη ορισμένη σύνθεση είναι παράνομη ενώ η στοχευθείσα καταχρηστικώς, για σκοπό αλλότριο όπως προσπάθησα να εξηγήσω, είναι νόμιμη.»

Καταλήγω λοιπόν ότι και στην προκείμενη περίπτωση η σύνθεση της Επιτροπής κατά την εξέταση του θέματος στη συνεδρία, ημερ. 1 Σεπτεμβρίου 2003, ήταν παράνομη. Με αυτό ως δεδομένο [*489]δεν ενδείκνυται η εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

* Τροποποιήθηκε έκτοτε με τον Ν. 71(Ι)/2004, άρθρο 15(α).


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο