Χρυσοστόμου Αντώνης και Άλλος ν. Δήμου Λεμεσού (2005) 4 ΑΑΔ 618

(2005) 4 ΑΑΔ 618

[*618]5 Αυγούστου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

2. ΜΑΡΙΟΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 708/2004)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Διαφορές στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, που δεν μπορούν να ελεγχθούν δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Περιστάσεις υπό τις οποίες αποφασίστηκε στην κριθείσα περίπτωση ότι η σχέση των αιτητών/εργοδοτουμένων στο Δήμο Λεμεσού, διεπόταν από το ιδιωτικό δίκαιο.

Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τεχνίτη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι οι αιτητές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας, ούτε και μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στη Δημοτική Υπηρεσία όπως καθορίζεται από το άρθρο 53 του Ν 111/85, εφόσον ρητά εξαιρούνται απ’ αυτήν. Οι δύο αιτητές προσλήφθηκαν από την τριμελή επιτροπή που καθορίζεται από το άρθρο 56 του Ν 111/85 και παρόλο που εργοδοτήθηκαν για αρκετά χρόνια από τους καθ’ ων η αίτηση και εντάχθηκαν στο μόνιμο και συντάξιμο προσωπικό των καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί επ’ ουδενί λόγω ότι αυτοί ανήκουν στη Δημόσια η τη Δημοτική Υπηρεσία. Για αυτούς δεν υπήρχαν οποιαδήποτε σχέδια υπηρεσίας εγκεκριμένα ή μη, ούτε δημοτικοί κανονισμοί που ίσχυαν γι’ αυτούς αλλά ούτε και υπόκεινται στην πειθαρχική [*619]εξουσία του Δημοτικού Συμβουλίου όπως οι Δημοτικοί Υπάλληλοι σύμφωνα με το άρθρο 57 του Ν 111/85. Προσλήφθηκαν χωρίς συγκεκριμένα καθήκοντα και στη συνέχεια τους ανατίθεντο καθήκοντα από τους εργοδότες τους ανάλογα με τις ανάγκες των εργοδοτών. Η άποψη της εργοδοτούσας αρχής για το status των αιτητών, αντικειμενικά κρινόμενη, δεν μπορεί να είναι άλλη από το ότι τους θεωρούσαν τουλάχιστον κάτι διαφορετικό από τους δημοτικούς υπαλλήλους. Οι αιτητές υπό τις περιστάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως εργάτες που απασχολούνται τακτικώς εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή των νομικών προσώπων ή οργανισμών που προνοούνται στο άρθρο 122 του Συντάγματος.

Η σχέση των εργοδοτουμένων-αιτητών με τον εργοδότη καθ’ ου η αίτηση Δήμο έχει τα χαρακτηριστικά της ιδιωτικής εργοδότησης, δηλαδή της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο.

Κατά συνέπεια η σχέση αιτητών και καθ’ ων η αίτηση είναι σχέση που διέπεται από το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Loizou & a.o. v. C.I.T.A, 4 R.S.C.C. 48,

Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 329/97 κ.ά., ημερ. 29.5.1998.

Προσφυγή.

Δ. Μέρτακκα, για τους Αιτητές.

Α. Νεοκλέους, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 29.4.2004, η [*620]οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές την 1.5.2004, και αφορά στην προαγωγή στις θέσεις Τεχνιτών, Τεχνικό Τμήμα – Δημόσιος Κήπος, των εξής προσώπων: 1. Φίλιππου Χρυσοστόμου, 2. Διαμαντή Χατζιαντώνη, 3. Νίκου Ονησιφόρου, 4. Γιώργου Βασιλείου και 5.  Ιουλιανού Αντωνίου, αντί των αιτητών. Οι αιτητές ζητούν απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία η προαναφερόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη κάθε εννόμου αποτελέσματος.

Οι αιτητές, όπως και τα πέντε προαναφερόμενα πρόσωπα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εργάτες στο Δήμο Λεμεσού.

Ο πρώτος αιτητής κ. Αντώνης Χρυσοστόμου προσλήφθηκε επί προσωρινής βάσεως από το Δήμο Λεμεσού από 19.7.93 μέχρι 31.10.93 ως Γενικός Εργάτης. Θα εργαζόταν σύμφωνα με το καθορισμένο ωράριο και τους λοιπούς όρους εργασίας του Δήμου Λεμεσού καθώς και τις οδηγίες των προϊσταμένων του. Στις 2.8.1994 με επιστολή του προς τον πρώτο αιτητή ο καθ’ ου η αίτηση Δήμος τον πληροφορούσε ότι από τις 19.1.94 κατατάσσεται στο τακτικό προσωπικό του Δήμου Λεμεσού, στη θέση Εργάτη Καθαριότητας (αυτοκινήτων αποκομιδής σκυβάλων). Του κοινοποιήθηκαν επίσης και οι εβδομαδιαίες απολαβές του. Στις 10.11.99 απεστάλη στον πρώτο αιτητή εγκύκλιος του καθ’ ου η αίτηση Δήμου με την οποία του κοινοποιείτο πως του παρείχετο το δικαίωμα, αν επιθυμούσε, να ενταχθεί στο μόνιμο και συντάξιμο προσωπικό του Δήμου. Αυτό θα είχε ισχύ από την 1.1.2000. Ο πρώτος αιτητής στις 19.11.99 υπέγραψε το μέρος του προαναφερομένου εντύπου-εγκυκλίου με το οποίο επέλεγε να ενταχθεί στο μόνιμο και συντάξιμο προσωπικό του Δήμου.

Ο δεύτερος αιτητής κ. Μάριος Αδαμίδης προσλήφθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση Δήμο τον Σεπτέμβριο του 1997 υπό τους όρους που προσλήφθηκε και ο πρώτος αιτητής και στη συνέχεια έγινε μόνιμος εργάτης στο Δημόσιο Κήπο (Υπηρεσία Πρασίνου). Και ο δεύτερος αιτητής υπέγραψε στις 11.11.99 το προαναφερόμενο έντυπο-εγκύκλιο και παρόλο που δεν διέγραψε τη φράση «Δεν επιθυμώ», ουσιαστικά φαίνεται ότι επέλεξε και αυτός να ενταχθεί στο μόνιμο και συντάξιμο προσωπικό του καθ’ ου η αίτηση Δήμου.

Οι προαναφερόμενοι αιτητές προσλήφθηκαν στον καθ’ ου η αίτηση Δήμο ως εργάτες δυνάμει του άρθρου 56 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν 111/85). Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τριμελής επιτροπή εκ των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου οριζομένη και προεδρευομένη υπό του Δημάρχου έχει εξουσία να εργοδοτεί, υπό [*621]τα τρέχοντα ημερομίσθια, οιουσδήποτε εργάτες, αναγκαίους για την υπηρεσία του Δήμου και για την εκτέλεση οιασδήποτε εργασίας για την οποία υφίσταται πρόνοια σε οιονδήποτε τρέχοντα προϋπολογισμό εγκεκριμένο από το Δημοτικό Συμβούλιο.

Το άρθρο 53 του Ν 111/85 προνοεί ότι το Δημοτικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εφαρμόζει σχέδια υπηρεσίας για τις θέσεις της Δημοτικής Υπηρεσίας, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Επίσης έχει εξουσία να εκδίδει και δημοτικούς κανονισμούς αναφορικά με θέματα που αφορούν τους δημοτικούς υπαλλήλους.  Στο εδάφιο (3) του άρθρου 53 προνοείται ρητά πως ο όρος «Θέσις της Δημοτικής Υπηρεσίας» σημαίνει οιανδήποτε θέσιν προβλεπομένην από τα άρθρα 54 και 55 «αλλά δεν περιλαμβάνει εργάτας διοριζομένους δυνάμει του άρθρου 56».

Τα άρθρα 54 και 55 προνοούν το διορισμό ανωτέρων και κατωτέρων υπαλλήλων των Δήμων και το άρθρο 57 προνοεί για πειθαρχική εξουσία του Δημοτικού Συμβουλίου επί των Δημοτικών Υπαλλήλων.

Το άρθρο 122 του Συντάγματος δίνει τον ορισμό όρων που αφορούν στη Δημόσια Υπηρεσία. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ορισμούς αναφορικά με δημόσιες θέσεις και αξιώματα αναφορικά με τους δημοσίους υπαλλήλους και τη δημόσια υπηρεσία. Αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία προνοείται ρητά ότι σ’ αυτή δεν ανήκουν εργάτες εκτός αν αυτοί απασχολούνται τακτικώς ως εργάτες σε μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή σε νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς που κατονομάζονται και στους οποίους περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου που δεν έχουν νομική προσωπικότητα αλλά ιδρύονται από το Νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και των οποίων τα κεφάλαια παρέχονται ή είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.

Το πρώτο θέμα που εγείρεται, υπό μορφή προδικαστικής ενστάσεως, είναι ότι το ζήτημα που αναφύεται με την υπό εξέταση προσφυγή δεν είναι ζήτημα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθεί από το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Θεωρώ το ζήτημα αυτό ως θεμελιώδους σημασίας για την τύχη της προσφυγής αυτής και θα το εξετάσω κατά προτεραιότητα.

Στην υπόθεση Doloros Loizou & Another v. C.I.T.A, 4 R.S.C.C. 48 αποφασίστηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ότι το κατά πόσο ένας εργάτης απασχολείται τακτικώς σε [*622]μόνιμο έργο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 122 του Συντάγματος, είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε κάθε υπόθεση, στη βάση όλων των σχετικών περιστάσεων. Λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ των σχετικών παραγόντων, η περίοδος υπηρεσίας του (εργάτη), η μονιμότητα της θέσης του, η φύση των καθηκόντων του, και η άποψη της εργοδοτούσας αρχής αναφορικά με το status του.

Στην υπόθεση Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 εξετάστηκε κατά πόσο το ζήτημα των διορισμών ωρομισθίων εργατών, που ασκούσαν δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα σε διάφορα κυβερνητικά τμήματα, ήταν ζήτημα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

Καθοριστική για την τύχη της παρούσας προσφυγής είναι η πρόσφατη απόφαση στην Δημήτρης Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577. Στην υπόθεση εκείνη η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως σημείο αναχώρησης, σε σχέση με το ζήτημα του κατά πόσο μια σχέση είναι σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί το άρθρο 122 του Συντάγματος «καθόσον είναι η υπαγωγή του Αιτητή στη δημόσια υπηρεσία που καθιστά τη διαφορά που προκύπτει από τέτοια υπηρεσία θέμα δημοσίου δικαίου εντασσόμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος». Η Ολομέλεια, στην υπόθεση εκείνη, έκαμε αναφορά και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 329/97, 826/97, 441/97, ημερ. 29.5.98, όπου ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), αναφερόμενος στην υπόθεση Doloros Loizou (ανωτέρω),  παρατήρησε ότι ιδιαίτερη σημασία έχει η άποψη της εργοδοτούσας αρχής αναφορικά με το status του εργάτη και ότι ο παράγοντας αυτός καταδεικνύεται, ως αντικειμενικό γεγονός, από τις περιστάσεις της υπόθεσης και όχι την απλή εισήγηση του εργοδότη για τις προθέσεις του.

Στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω), Α.Ε. 3365, η Ολομέλεια έκρινε πως εργάτες που εργοδοτούνταν για χρόνια στο αεροδρόμιο Πάφου ως Εργάτες Αερολιμένα Β (Αχθοφόροι), ο μεν πρώτος για σχεδόν 12 χρόνια και ο δεύτερος για σχεδόν 15 χρόνια, και των οποίων η απασχόληση δεν διέπετο από θεσμοθετημένους κανονισμούς αλλά συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και ότι η απασχόληση τους διέπετο από το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο.  Παρατηρήθηκε στην υπόθεση εκείνη πως η πρόσληψη, η υπηρεσία και απόλυση τους όπως και ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, το Ταμείο Προνοίας και το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης [*623]και Ευημερίας που ίσχυαν, είχαν έντονο το στοιχείο της συντεχνιακής διάστασης και διέποντο από την αντίληψη σχέσης ιδιωτικού δικαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι οι αιτητές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας ούτε και μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στη Δημοτική Υπηρεσία όπως καθορίζεται από το άρθρο 53 του Ν 111/85, εφόσον ρητά εξαιρούνται απ’ αυτήν. Οι δύο αιτητές προσλήφθηκαν από την τριμελή επιτροπή που καθορίζεται από το άρθρο 56 του Ν 111/85 και παρόλο που εργοδοτήθηκαν για αρκετά χρόνια από τους καθ’ ων η αίτηση και εντάχθηκαν στο μόνιμο και συντάξιμο προσωπικό των καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί επ’ ουδενί λόγω ότι αυτοί ανήκουν στη Δημόσια η τη Δημοτική Υπηρεσία. Συναφώς παρατηρώ ότι για αυτούς δεν υπήρχαν οποιαδήποτε σχέδια υπηρεσίας εγκεκριμένα ή μη, ούτε δημοτικοί κανονισμοί που ίσχυαν γι’ αυτούς αλλά ούτε και υπόκεινται στην πειθαρχική εξουσία του Δημοτικού Συμβουλίου όπως οι Δημοτικοί Υπάλληλοι σύμφωνα με το άρθρο 57 του Ν 111/85. Προσλήφθηκαν χωρίς συγκεκριμένα καθήκοντα και στη συνέχεια τους ανατίθεντο καθήκοντα από τους εργοδότες τους ανάλογα με τις ανάγκες των εργοδοτών. Η άποψη της εργοδοτούσας αρχής για το status των αιτητών, αντικειμενικά κρινόμενη, δεν μπορεί να είναι άλλη από το ότι τους θεωρούσαν τουλάχιστον κάτι διαφορετικό από τους δημοτικούς υπαλλήλους. Δεν τέθησαν ενώπιον μου στοιχεία αναφορικά με το κατά πόσο οι σχέσεις του εργοδότη Δήμου με τους εργοδοτουμένους εργάτες του διέπεται από συλλογικές συμβάσεις ή όχι. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι ότι οι αιτητές δεν ανήκουν στη Δημόσια Υπηρεσία, εφόσον δεν έχουν προσληφθεί ποτέ από την Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας, δεν ανήκουν στη Δημοτική Υπηρεσία καθότι ρητά εξαιρούνται απ’ αυτή και υπό τις περιστάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εργάτες που απασχολούνται τακτικώς εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή των νομικών προσώπων ή οργανισμών που προνοούνται στο άρθρο 122 του Συντάγματος.

Η σχέση των εργοδοτουμένων-αιτητών με τον εργοδότη καθ’ ου η αίτηση Δήμο, κατά την εκτίμησή μου, έχει τα χαρακτηριστικά της ιδιωτικής εργοδότησης, δηλαδή της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο.

Κατά συνέπεια κρίνω ότι η σχέση αιτητών και καθ’ ων η αίτηση είναι σχέση που διέπεται από το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου η [*624]προσφυγή των αιτητών με την οποία ζητείται η ακύρωση της προαγωγής άλλων συναδέλφων τους, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και υπό τις περιστάσεις δεν το θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο