(2005) 4 ΑΑΔ 878
[*878]11 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΝΔΡΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 4ΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ Ε.Φ.,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1142/2004)
Στρατός της Δημοκρατίας ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Κατά πόσο δύναται να επιβάλει πειθαρχική ποινή σε βάρος μέλους της Εθνικής Φρουράς όχι ο διοικών αξιωματικός της μονάδας στην οποία το μέλος ανήκει, αλλά ο διοικητής της μονάδας στην οποία υπηρετούσε το μέλος όταν διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζωνιά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1079/2001, ημερ. 11.12.2002,
Σάντης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3321,
Αριστείδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 704/2000, ημερ. 10.1.2002.
Προσφυγή.
Σ. Οικονομίδης, για τον Aιτητή.
[*879]Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Διοικητής του 4ου Συντάγματος Πεζικού (4ου ΣΠ), στις 24.11.04, τιμώρησε τον αιτητή με τετραήμερη κράτηση επειδή έκρινε ότι από την 1η μέχρι την 31.7.04, δεν ασκούσε τον προβλεπόμενο ουσιαστικό έλεγχο στη διαχείριση του ΚΨΜ του Λόχου του. Ο αιτητής υπηρετούσε κατά το χρόνο της επιβολής της πειθαρχικής ποινής στο 226ΤΠ και ο λόγος ακυρότητας που προτείνεται αφορά στην αρμοδιότητα του Διοικητή του 4ουΣΠ.
Τα μέρη συζήτησαν το θέμα και σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο έγινε η αναφορά ή ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής διέπραξε το παράπτωμα αλλά αυτή η πτυχή αναδεικνύεται δευτερεύουσα. Εν τέλει, η θέση του αιτητή είναι πως τη διάγνωση της διάπραξης του παραπτώματος και την επιβολή της ποινής θα μπορούσε να την κάμει μόνο ο τότε διοικών αξιωματικός του, δηλαδή ο διοικητής του 226ΤΠ. Επικαλέστηκε συναφώς τα πιο κάτω από την απόφαση του Νικολάου Δ. στη Λοΐζος Ζωνιά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 1079/01 ημερομηνίας 11.12.02:
«Έχω επιπλέον τη γνώμη πως ακόμα και αν ο αιτητής ανήκε τότε στο 611 Τάγμα Πεζικού, για να είχε αρμοδιότητα ο διοικητής της εν λόγω μονάδος θα έπρεπε βάσει του Καν. 6(2) ο αιτητής να ανήκε στη μονάδα και κατά τον χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση».
Οι καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά στην απόφαση του Νικήτα Δ., στην Ανδρέας Σάντης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3321 και του Αρτέμη Δ., στην Ανδρέας Αριστείδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 704/00 ημερομηνίας 10.1.02, υποστήριξαν πως αρμόδιος ήταν ο διοικών αξιωματικός κατά το χρόνο διάπραξης του κατ’ ισχυρισμόν παραπτώματος και, πάντως, όχι εκείνος υπό τον οποίο, μετά από μετάθεση κατά την πορεία της πειθαρχικής διαδικασίας που δεόντως τροχιοδρομήθηκε, υπάχθηκε πλέον ο αιτητής.
Παραθέτω πρώτα τους συζητηθέντες Κανονισμούς των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.
«5(1) Δια τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών “διοικών [*880]αξιωματικός” σημαίνει τον διοικητήν της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενον μέλος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος».
«6(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ’ ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους.
6(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερόμενου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
Οι πιο πάνω Κανονισμοί, όπως τους κατανοώ, δεν δημιουργούν πειθαρχικά όργανα με κάποιας μορφής γενική αρμοδιότητα προς διάγνωση πειθαρχικών παραπτωμάτων και επιβολή πειθαρχικών ποινών. Όπως προκύπτει, στοχεύουν στην ανάθεση αυτής της αρμοδιότητας στο φυσικό, θα έλεγα, φορέα της, δηλαδή σε εκείνον υπό τις άμεσες διαταγές του οποίου υπηρετεί ο κρινόμενος. Οι κανονισμοί είναι διαμορφωμένοι χωρίς κάλυψη του ενδεχόμενου μετάθεσης του κρινόμενου μετά την κατ’ ισχυρισμόν διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος ή την αναφορά ή τον ισχυρισμό γι’ αυτό. Το κενό όμως ή και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες δεν δικαιολογείται να οδηγήσουν και σε προεκτάσεις έξω από τη βασική στόχευση και δεν μπορούν να σημαίνουν πως, σε περίπτωση μετάθεσης, ο προηγούμενος διοικών αξιωματικός δικαιούται να παρεμβαίνει και να τιμωρεί πειθαρχικά μέλος της δύναμης με το οποίο δεν έχει πλέον ιεραρχική σχέση και ο οποίος υπάγεται ιεραρχικά σε άλλο διοικούντα αξιωματικό. Δεν μπορώ, λοιπόν, να συμφωνήσω πως εφόσον νομοτύπως υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός κατά τον Καν. 6(1), αποκτάται και διατηρείται οριστικώς από τον τότε διοικούντα αξιωματικό η αρμοδιότητα του Καν. 6(2). Την ποινή, κατά τον Κανονισμό 6(2), είναι ο διοικών αξιωματικός που μπορεί να την επιβάλει, αυτός, κατά την ερμηνευτική διάταξη, είναι ο διοικητής της μονάδος «εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενον μέλος» και η ανάγκη για δική του προσωπική έρευνα πρέπει να ικανοποιείται αναλόγως.
Σε συμφωνία, επομένως, προς την απόφαση στη Λοΐζος Ζωνιάς (ανωτέρω) καταλήγω πως αναρμοδίως επέβαλε ποινή στον αιτητή [*881]ο Διοικητής του 4ου ΣΠ.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο