MAHMOOD ADIL ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1452/2005, 13 Ιανουαρίου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1452/2005)

13 Ιανουαρίου 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MAHMOOD ADIL,

Αιτητής,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Π. Δάρρα με Χρ. Γαβριηλίδη, για τον Αιτητή.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ο αιτητής είναι παρών.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        Ο αιτητής,  που είναι νεαρός Πακιστανός, ήρθε στην Κύπρο στις αρχές του 2003 ως φοιτητής για να παρακολουθήσει διετή κύκλο σπουδών σε Κολλέγιο στη Λευκωσία.  Του δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής  μέχρι  30 Ιανουαρίου 2004.  Δεν ζήτησε παράταση.  Στις 29 Μαρτίου 2004 το Κολλέγιο ειδοποίησε το αρμόδιο Τμήμα ότι ο αιτητής  δεν προέβη σε ανανέωση της εγγραφής του, το ίδιο όπως και πολλοί άλλοι αλλοδαποί φοιτητές, χωρίς ωστόσο να παράσχει και πληροφόρηση αναφορικά με το κατά πόσο ο αιτητής είχε πραγματικά φοιτήσει προηγουμένως.  Θα ήταν και αυτό σημαντικό αφού, καθώς η πείρα δείχνει, η εγγραφή  σε σχολή μπορεί να αποτελέσει απλώς το πρόσχημα για διαμονή στην Κύπρο.

 

        Ο αιτητής κατέστη επομένως απαγορευμένος μετανάστης και κηρύχθηκε αναζητούμενος. Έπειτα, στις 16 Ιουλίου 2004, αποτάθηκε μέσω του δικηγόρου του για άδεια προσωρινής παραμονής «υπό το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα».  Αίτηση για πολιτικό άσυλο κατατέθηκε στις 23 Αυγούστου 2004.  Κατόπιν τούτου, επιτράπηκε στον αιτητή να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι τη λήψη οριστικής απόφασης.  Στις 28 Απριλίου 2005 η Υπηρεσία Ασύλου του έδωσε αρνητική απάντηση και εν συνεχεία αυτός κατέθεσε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

         Στις 5 Οκτωβρίου 2005, εκκρεμούσης της ιεραρχικής προσφυγής, ο αιτητής τέλεσε στο δημαρχείο Αραδίππου γάμο με γυναίκα Πολωνικής υπηκοότητας, τη Magdalena Kowalska, η οποία αφίχθη στην Κύπρο τον Απρίλιο του 2004.  Αίτημα της, ως πολίτιδας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  για  εργασία  στην  Κύπρο  εγκρίθηκε  στις  15  Νοεμβρίου  2004 και  της  παραχωρήθηκε  προσωρινή  άδεια   παραμονής  και εργασίας μέχρι 15 Νοεμβρίου 2009.

 

         Στις 26 Οκτωβρίου 2005 ο αιτητής παρουσιάστηκε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και, συμπληρώνοντας το σχετικό έντυπο, απέσυρε τη διοικητική προσφυγή του.  Έπειτα από αυτό, την 1 Νοεμβρίου 2005, συνοδευόμενος από τη σύζυγο του, επισκέφθηκε το Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λευκωσίας και ζήτησε άδεια παραμονής στην Κύπρο.  Επικαλέστηκε αυτή τη φορά την υπηκοότητα της συζύγου του.  Συνελήφθη  όμως τότε ως ευρισκόμενος παράνομα στην Κύπρο και οδηγήθηκε στα κρατητήρια.

 

        Ενημερώθηκε αμέσως η Διευθύντρια η οποία εξέδωσε αυθημερόν τα προσβαλλόμενα διατάγματα απέλασης και κράτησης.  Κείμενο απόφασης δεν υπάρχει.  Η απόφαση για την έκδοση τους εκφράζεται με μονογραφή και ημερομηνία στην ακόλουθη επιστολή, ημερ. 1 Νοεμβρίου 2005, του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας προς τον  Υπεύθυνο Κλιμακίου Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, επιστολή που προφανώς στάληκε και στη Διευθύντρια:

«Ο αναφερόμενος στο θέμα αλ/πός αφίχθηκε στην Κύπρο στις 25.2.03 με σκοπό να φοιτήσει στο CASA COLLEGE στη Λ/σία.  Στη συνέχεια αυτός διέκοψε τη φοίτηση του και ταυτόχρονα υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο.  Στις 10.2.05 υπέβαλε αίτηση για να εργαστεί στην εταιρεία CEILFLOOR.

 

Το αίτημα του για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε και στην συνέχεια υπέβαλε έφεση στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

Στις 5.10.05 ο αλ/πός τέλεσε πολιτικό γάμο με την Πολωνή υπήκοο KOWALSKA MAGDALENA, αρ. δ/ρίου ΑΕ 2074058 στο δημαρχείο Αραδίππου.  Να σημειωθεί ότι μάρτυρας στον εν λόγω γάμο όπως φαίνεται στο επισυνημμένο πιστοποιητικό γάμου είναι ο δικηγόρος Ντίνος Γαβριηλίδης.  Κατόπιν τούτο ο αλ/πός στις 26.10.05 μετέβη στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και απέσυρε την Διοικητική Προσφυγή που υπέβαλε.  Φ/φο της απόσυρσης επισυνάπτεται.

 

Την 1.11.05 ο αλ/πός προσήλθε στα γραφεία μας μαζί με την αλ/πή με σκοπό να υποβάλει αίτηση για να διευθετήσουν την παραμονή τους.  Αφού διαπιστώθηκε ότι αυτός ευρίσκετο παράνομα στην Κύπρο περί ώρα 0945 συνελήφθη και αφού καταγγέλθηκε η Π/Η 8/11 της ΥΑΜ Λ/σίας είναι σχετική, οδηγήθη και κρατείται στα Αστ. Κρ/ρια των Κ.Φ.

 

Ενόψει των πιο πάνω γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του εκδοθούν διατάγματα κράτησης απέλασης για να απελαθεί στη χώρα του.

 

Ο αλ/πός δεν είναι κάτοχος εισητηρίου επιστροφής στη χώρα του και καταβάλλονται προσπάθειες για εξασφάλιση του.

 

Φ/φο του δ/ρίου του καθώς και ένδειξεις Η.Υ. επισυνάπτονται, παρ.»

 

 

       Ο αιτητής υπέβαλε παράπονο  στην  Επίτροπο  Διοίκησης  η  οποία,   στις 2 Νοεμβρίου 2005, επικοινώνησε με τη Διευθύντρια και της ζήτησε να αναστείλει την απέλαση κατά τη διάρκεια της εξέτασης του παραπόνου.  Ο φάκελος στάληκε στην Επίτροπο στις 3 Νοεμβρίου 2005.  Επιστράφηκε  στη Διευθύντρια στις 10 Νοεμβρίου 2005 μαζί με σχετική έκθεση που κατέληγε σε εισήγηση για επανεξέταση της περίπτωσης. 

 

       Στις 11 Νοεμβρίου 2005 η Διευθύντρια απέστειλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης σημείωμα αναφορικά με την υπόθεση, με σκοπό την έγκριση της απέλασης.  Αναφέρθηκε σχετικά στο άρθρο 71(1) του περί Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου του 2003, Ν. 92(Ι)/2003 (όπως τροποποιήθηκε), το οποίο προβλέπει ότι:

«Η απόφαση άρνησης ανανέωσης της άδειας διαμονής ή απέλασης από τη Δημοκρατία του κατόχου άδειας διαμονής λαμβάνεται, εκτός επειγουσών περιπτώσεων, από την αρμόδια αρχή με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού.  Ο ενδιαφερόμενος δύναται να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο ενώπιον του Υπουργού και να ακουστεί ως προς τους λόγους για την ανανέωση της άδειας διαμονής ή τη μη απέλαση του από τη Δημοκρατία.»

 

       Το ότι η Διευθύντρια ζήτησε την έγκριση του αρμόδιου Υπουργού για την απέλαση είχε ως λόγο την αναγνώριση ότι επρόκειτο περί προσώπου που ήταν σύζυγος υπηκόου χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνω συναφώς ότι η γνησιότητα του γάμου δεν είχε ως τότε αμφισβητηθεί με έναρξη διαδικασίας βάσει των άρθρων 7Α-7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε), για να διαπιστωθεί αν  ο γάμος  ήταν εικονικός.   Προσθέτω, σε σχέση με αυτή την πτυχή, και την άποψη της Διευθύντριας ότι η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Υπουργού δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απέλασης και επομένως μπορούσε να του τη ζητήσει μεταγενέστερα.  Πρόκειται όμως για σημείο το οποίο δεν θα χρειαστεί να αποφασίσω. 

 

      Ο αιτητής προβάλλει με την παρούσα προσφυγή ότι η απόφαση για την απέλαση του ήταν το αποτέλεσμα απαράδεκτων χειρισμών από μέρους της διοίκησης.  Παραπονείται, πρώτο, ότι  απώλεσε την ιδιότητα του ως αιτητής πολιτικού ασύλου με τέχνασμα του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Και, δεύτερο, παραπονείται ότι η Διευθύντρια δεν έλαβε υπόψη τον πρόσφατο γάμο του και, συνακόλουθα, την εν τέλει δυνατότητα για

παραχώρηση άδειας παραμονής στην Κύπρο σ΄ αυτή τη βάση.

 

        Ως προς το πρώτο, ο αιτητής ισχυρίζεται  πως στις 25 Οκτωβρίου 2005 επισκέφθηκε το Τμήμα για να δηλώσει το γάμο του ώστε να εξασφαλίσει άδεια παραμονής επειδή ήταν πια σύζυγος πολίτιδας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε του λέχθηκε ότι υπήρχε διαδικασία η οποία όμως προϋπέθετε την εγκατάλειψη του αιτήματος για πολιτικό άσυλο, δηλαδή την απόσυρση της εκκρεμούσης διοικητικής προσφυγής, για να του επιστραφεί και το διαβατήριο του το οποίο ήταν αναγκαίο για την προώθηση τέτοιας διαδικασίας.  Κατά  την  εκδοχή  του,  αυτός  ήταν  ο  λόγος  που  την επόμενη,  26 Οκτωβρίου 2005, μετέβη στα γραφεία της Αναθεωρητικής Αρχής  Προσφύγων  και  απέσυρε  τη   διοικητική  του  προσφυγή.  Όμως την 1 Νοεμβρίου 2005, όταν πήγε στο Τμήμα για τα περαιτέρω, τον συνέλαβαν για να τον απελάσουν. Παρατηρώ, ως προς αυτά, ότι στην προαναφερθείσα  επιστολή  του   Κλιμακίου  Λευκωσίας, ημερ. 1 Νοεμβρίου 2005,   δεν  γίνεται  αναφορά σε επίσκεψη  του  αιτητή   στο  Τμήμα   στις    25 Οκτωβρίου 2005.  Ωστόσο, καθώς μου φαίνεται, η εκδοχή του  υποστηρίζεται, τουλάχιστον μερικώς,  από  το  σημείωμα της   Διευθύντριας προς τον αρμόδιο Υπουργό, ημερ. 11 Νοεμβρίου 2005, αφού βεβαιώνεται ότι όντως ο αιτητής θα χρειαζόταν το διαβατήριο του για άδεια με βάση το γάμο του.  Στο σημείωμα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

     «Η Αστυνομία δεν αποδέχεται άλλη αίτηση εφόσον είτε εκδόθηκε άδεια παραμονής ως αιτητής ασύλου, είτε εκκρεμεί η έκδοση τέτοιας άδειας.

 

       Έχω μιλήσει και με τον Υπεύθυνο του Κλιμακίου Αλλοδαπών της Αστυνομίας στη Λευκωσία κο Α. Λεωνίδου για τη συγκεκριμένη περίπτωση ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι αυτή την πληροφόρηση δίνουν σε όσους απευθύνονται για να δηλώσουν το γάμο τους και αυτό έγινε και με το συγκεκριμένο ζεύγος.  Σημειώνω ότι το διαβατήριο πρέπει απαραίτητα να παρουσιάζεται για να γίνει δεκτή αίτηση για παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής αλλοδαπού πράγμα που επίσης αναφέρθηκε στον συγκεκριμένο αλλοδαπό.

 

        Υποθέτω δε ότι ακούγοντας τα ανωτέρω ο ίδιος ο αλλοδαπός επέλεξε να αποσύρει την αίτησή του για άσυλο για να πάρει το διαβατήριο του θεωρώντας ότι σίγουρα θα εξασφαλίσει άδεια ως σύζυγος Ευρωπαίας υπηκόου και εν πάση περιπτώσει γνωρίζοντας πλέον ότι αφού αυτή απερρίφθη ήδη από την Υπηρεσία Ασύλου μάλλον θα απερρίπτετο και από την Αναθεωρητική Αρχή σύντομα.»

 

 

      Έχω την άποψη πως οι περιστάσεις υπό τις οποίες αποσύρθηκε η διοικητική προσφυγή δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν σ΄ αυτή την προσφυγή.  Ανήκουν σε άλλο πλαίσιο, εκείνο του αιτήματος για πολιτικό άσυλο.  Λύση θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί με αίτημα για επαναφορά και επακόλουθα τον δικαστικό έλεγο της επ΄ αυτού διοικητικής απόφασης.  Αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.

 

       Ως προς τώρα τον τρόπο με τον οποίο η διοίκηση μεταχειρίστηκε τον αιτητή, όταν αυτός επικαλέστηκε τον γάμο του με υπήκοο χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορώ παρά να εκφράσω ανησυχία.  Προβλέπεται βέβαια διαδικασία με την οποία υποβάλλεται αίτημα για παραχώρηση άδειας σε αυτή τη βάση.  Και ο αλλοδαπός οφείλει να  την ακολουθήσει.  Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις αναμένεται από τη διοίκηση να τον ενημερώσει σχετικά  και να του δώσει την ευκαιρία να παρουσιάσει το αίτημα του.  Αυτό επιβάλλουν οι κανόνες χρηστής διοίκησης. Και είναι για όλους τους διοικουμένους το ίδιο, από όπου και αν προέρχονται.  Είναι εν προκειμένω σαφές πως η περίπτωση του αιτητή αντιμετωπίστηκε, ένεκα του ιστορικού του, ως μη γνήσια.  Αυτό φαίνεται από το ακόλουθο μέρος του προαναφερθέντος σημειώματος της Διευθύντριας:

       «Θεωρώ δε στην προκειμένη περίπτωση ότι η συμπεριφορά του αλλοδαπού που είχε καταστεί και προηγουμένως παράνομος διακόπτοντας τη φοίτησή του, και ακολούθως για να εξασφαλίσει περαιτέρω παραμονή υπέβαλε αρκετούς μήνες αργότερα αίτηση για άσυλο η οποία αφού απερρίφθη κατ΄ ουσίαν οπόταν διαπίστωσε ότι στενεύουν τα περιθώρια παραμονής του τέλεσε γάμο με Ευρωπαία υπήκοο που δεν γνώριζε μερικούς μήνες προηγουμένως (όπως προκύπτει από τις ημερομηνίες υποβολής της διοικητικής του προσφυγής – 15/6/05 – και την αίτηση της κας Kowalska για έκδοση άδειας με βάση το Νόμο 92(Ι)/2003 – 7/4/05) είναι επιβλαβής για τη Δημοκρατία γιατί πλήττει άμεσα τη μεταναστευτική μας πολιτική και πέραν τούτου η κατάχρηση των διαδικασιών ασύλου όπως πιστεύω ότι ισχύει στην περίπτωσή του έχει σοβαρά αρνητικές συνέπειες για το Κράτος.»

 

 

       Κατανοώ την ανησυχία της Διευθύντριας. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η μικρή μας χώρα είναι τεράστιο και η αντιμετώπιση του άκρως δυσχερής.  Τούτου όμως λεχθέντος, παραμένει το γεγονός ότι, όπως προανέφερα, μέχρι την έκδοση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης δεν είχε κινηθεί  διαδικασία για την αμφισβήτηση της  γνησιότητας του γάμου, όπως ορίζεται στα άρθρα 7Α-7Δ του Κεφ 105.  Θεωρώ επομένως ότι υπήρξε εν προκειμένω εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων, όπως αυτά εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα του  γάμου του αιτητή με υπήκοο χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δυνατότητας την οποία  αυτή η εξέλιξη  επακόλουθα του παρείχε για να ζητήσει από τη χώρα μας άδεια παραμονής και να τύχει απάντησης.

 

        Τα προσβαλλόμενα λοιπόν διατάγματα απέλασης και κράτησης δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθούν.  Ακυρώνονται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.  Έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

 

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                      Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο