ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1179/2003)
31 Μαρτίου, 2006
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28
ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΞΕΤΑΣΤΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ’ ων η Αίτηση.
________________________
Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, και Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 2/10/2003, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αιτητή για χορήγηση σ’ αυτόν σύνταξης ανικανότητας, με το αιτιολογικό ότι είναι ικανός για εργασία.
Σε συντομία, τα γεγονότα έχουν ως εξής:-
Ο αιτητής, μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, αφυπηρέτησε από τη Δύναμη την 1η Ιουνίου, 2000, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας). Σύμφωνα με την επιστολή του (τότε) Αρχηγού Αστυνομίας, ημερομηνίας 3/7/2000:-
«... μετά από σύσταση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 1.6.2000, βάσει του Κανονισμού 20(3) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89), αποφασίστηκε η αφυπηρέτηση σας από τις τάξεις της Αστυνομίας, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας) και αφυπηρετείτε από την ίδια ημερομηνία.»
Στις 12/12/2000, ο αιτητής υπέβαλε στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτηση, συνοδευόμενη από ΄Εκθεση Ειδικού Ορθοπεδικού, για σύνταξη ανικανότητας. Στην ΄Εκθεση, αναφέρονταν τα εξής:-
«Στις 24/4/2000 εκτός της αυχεναλγίας και της κεφαλαλγίας ο ασθενής παρουσίαζε και οσφυαλγία με ισχιαλγία δεξιά.
Ακολούθησε και πάλιν τις οδηγίες μου και το καλοκαίρι ασχολήθηκε με τα θαλάσσια μπάνια που τον βοήθησαν αρκετά.
Επειδή τα προβλήματα του εσυνεχίζοντο έντονα και δεν παρήρχοντο δεν επέστρεψε στην εργασίαν του και εξετάσθη υπό επιτροπής την 1ην/6/2000 που τον έκρινε ανίκανον για εργασία. Συνέχιζε να παρακολουθείται υπ’ εμού και δυστυχώς το γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων απαιτούσε νέες γνωματεύσεις για να τον εξετάσει νέα επιτροπή. Τούτο έγινε στις 2/11/2000 και τον παρέπεμψα στην έντυπο γνωμάτευση που συμπλήρωσα στις 27/7/2000. Εξετάσθη τελικά από επιτροπής στις 16/11/2000 και η επιτροπή αυτή σε αντίθεση με την επιτροπή που τον εξέτασε στις 1/6/2000 έκρινε ότι είναι ικανός να επιστρέψει στην εργασίαν του.
Σημειώνω ότι στις 29/9/2000 χορήγησα ιατρικά πιστοποιητικά και χορηγώ αναρρωτικήν άδεια στον ασθενή μέχρι τις 3/12/2000.
Επιμένω στην γνωμάτευση μου εκείνη και σήμερα συνιστώ να συνεχίσει την αναρρωτικήν άδειαν του μέχρι τις 21/1/2001 οπότε οι δύο επιτροπές θα κατορθώσουν να αποφασίσουν αν ο ασθενής μπορεί ή όχι να εξασκεί τα καθήκοντα του.
Κατά την δικήν μου γνώμη τούτο δεν μπορεί να γίνει και για αυτό προτείνω να συνταξιοδοτηθεί ή να αναλάβει υπηρεσίαν που να μην απαιτεί ειδικά προσόντα για εξειδικευμένα καθήκοντα.»
Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης, ο αιτητής παραπέμφθηκε και εξετάστηκε από Ορθοπεδικό Χειρουργικό Ιατροσυμβούλιο, το οποίο γνωμοδότησε ότι αυτός ήταν ικανός να ασκήσει το επάγγελμά του. Παράλληλα, του συνεστήθη όπως προσκομίσει σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό και εξεταστεί από άλλο αρμόδιο ιατροσυμβούλιο «για τον αναφερόμενο ίλιγγο» - προφανώς, είχε αναφέρει ή δηλώσει ότι υπέφερε και από ίλιγγο. Του ζητήθηκε να προσκομίσει έκθεση από νευρολόγο.
Στις 20/2/2001, ο αιτητής υπέβαλε ιατρική έκθεση από νευροχειρούργο, η οποία, όμως, δεν περιείχε οποιαδήποτε γνωμοδότηση κατά πόσο αυτός ήταν ή όχι ικανός να ασκήσει το επάγγελμά του. Συγκεκριμένα, η σχετική ερώτηση του εντύπου δεν είχε απαντηθεί, σημειωνόταν, όμως, ότι: «Για να είναι δυνατή μια γνωμάτευση και πρόγνωση, συνιστάται μαγνητική τομογραφία ΑΜΣΣ». Ως αποτέλεσμα, στις 5/3/2001, παραπέμφθηκε και εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο τον έκρινε ικανό να ασκεί το επάγγελμά του. Στη βάση αυτής της γνωμάτευσης, ο Εξεταστής Απαιτήσεων, στις 8/3/2001, αποφάσισε απόρριψη της αίτησής του.
Στη συνέχεια, στις 18/3/2001, ο αιτητής, με επιστολή του, υπέβαλε ένσταση και ζήτησε όπως η υπόθεσή του επανεξεταστεί. Το συνυποβληθέν με αυτή ιατρικό πιστοποιητικό ανέφερε τα εξής:-
«Με την γνωμάτευσή μου αυτήν, συνιστώ στον ως άνω ασθενή να αποφύγη να εργάζεται λόγω των προβλημάτων που έχει τόσον στον αυχένα όσον και στην οσφύ.
Εκφράζω μάλιστα και την απορία μου για τις αποφάσεις των ιατροσυμβουλίων που ενώ στις 1-6-2000 εκρίθη ανίκανος για εργασίαν στις 8-3-2001 εκρίθη ικανός για εργασίαν.
Κατά την δικήν μου γνώμη δεν μπορεί να εργασθή και συνιστώ να συνεχίζη την αγωγήν του και να αποφύγη την εργασίαν του μέχρι την 1-5-2001. Να εξετασθή και από Νευροχειρούργο.»
Το αίτημα για επανεξέταση απορρίφθηκε και ο αιτητής ενημερώθηκε αναλόγως.
Ακολούθησε παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, η οποία εισηγήθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων επανεξέταση της υπόθεσης. Η εισήγηση έγινε αποδεκτή.
Στα πλαίσια νέας εξέτασης, ο αιτητής, στις 22/9/2003, παραπέμφθηκε ενώπιον Νευροχειρουργικού Ιατροσυμβουλίου του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι αυτός είναι ικανός να ασκεί το επάγγελμά του. Καθώς προκύπτει από το σχετικό έντυπο, το Ιατροσυμβούλιο, για την κατάληξή του, μελέτησε την ακτινογραφία αυχένα και τις αξονικές τομογραφίες που προσκόμισε ο αιτητής.
Η αρμόδια Αρχή, υιοθετώντας την πιο πάνω γνωμάτευση, απέρριψε, για δεύτερη φορά, την αίτηση του αιτητή, πληροφορώντας τον σχετικά, με επιστολή της, ημερομηνίας 2/10/2003.
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση.
Προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική της απόφασης ημερομηνίας 8/3/2001, αποσύρθηκε - και ορθά - κατά το στάδιο των αγορεύσεων.
Λόγοι Ακύρωσης:
Για ακύρωση της επίδικης απόφασης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή πρόβαλε διάφορους λόγους. Αυτοί αφορούν στην έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και επαρκούς έρευνας της υπόθεσης, ως, επίσης, και στο ότι η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης, λόγω της έκδηλης αντίθεσης μεταξύ των γνωματεύσεων των Ιατροσυμβουλίων. Δεν προκύπτει, υπέβαλε, ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί τη διάσταση των απόψεων των Ιατροσυμβουλίων, δεδομένου μάλιστα ότι τα συμπτώματα που είχε ο αιτητής, όπως αυτά περιγράφονται στα έντυπα που συμπληρώθηκαν, δεν είναι διαφορετικά.
Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του ΄Αρθρου 26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), οι πράξεις της διοίκησης πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες και τούτο για να διαπιστώνεται, σε κάθε περίπτωση, η ορθή εφαρμογή του νόμου και να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Τι συνιστά έλλειψη αιτιολογίας είναι καλά νομολογημένο ότι εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης - (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η επάρκεια της αιτιολογίας, η οποία και καθιστά το δικαστικό έλεγχο εφικτό, δεν εξαρτάται πάντοτε από την έκταση του λεκτικού της απόφασης αλλά από την ουσία του περιεχομένου της - (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ.(Ε) 589). Παρέχεται, βέβαια, δυνατότητα συμπλήρωσης της ελλείπουσας αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου - (βλ. Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Με σαφήνεια απαιτείται να προκύπτει, μέσα από το διοικητικό φάκελο, τι ακριβώς είχε υπόψη του το αποφασίζον όργανο, όταν λάμβανε την απόφαση. Πρέπει, δηλαδή, από τα στοιχεία του φακέλου, να καταδεικνύονται αναντίλεκτα οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, αφού δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης σε σχέση με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης - (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).
Το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πολύ λακωνικό. Τα στοιχεία του φακέλου συμπληρώνουν την αιτιολογία στο βαθμό που αφορά στην απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 22/9/2003, δεν αιτιολογούν, όμως, τη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατροσυμβουλίου το οποίο έκρινε τον αιτητή ανίκανο για το επάγγελμα του αστυνομικού από 1/6/2000 και αυτής του Ιατροσυμβουλίου του 2003, το οποίο τον έκρινε ικανό για εργασία. Τα όσα παρατίθενται από τη Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 261/2000, 11/6/2001, εφαρμόζονται, ανάλογα, και στην παρούσα:-
«΄Εχω τη γνώμη πως οι διαπιστώσεις των Ιατρικών Συμβουλίων που έγιναν για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας, καθώς επίσης και του Ιατροσυμβουλίου που έκρινε πως η υγεία της αιτήτριας την καθιστούσε ανίκανη για εργασία ως τηλεφωνήτρια, με επακόλουθο να αφυπηρετήσει πρόωρα, δεν ελέγχονται δικαστικά. Η λειτουργία όμως της διοίκησης, που αναμένεται να είναι χρηστή, επέβαλλε, νομίζω, να δοθούν οι αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις ώστε να δικαιολογείται η έκδηλη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατρικού Συμβουλίου, που έκρινε την αιτήτρια ανίκανη για εργασία και συνέστησε πάραυτα την πρόωρη αφυπηρέτηση της, και των Ιατρικών Συμβουλίων που διαπίστωσαν ακριβώς το αντίθετο. Σε όλες τις εκθέσεις αναφέρονται συνοπτικά τα ίδια ιατρικά ευρήματα. Ερωτάται, λοιπόν, πώς και γιατί το αρμόδιο όργανο επέλεξε να βασιστεί στις γνωματεύσεις των τεσσάρων τελευταίων ιατροσυμβουλίων. Ποία η βαρύτητα του πρώτου Κυβερνητικού Ιατροσυμβουλίου, και γιατί αγνοήθηκε; Σ’ αυτά ενδεχομένως, υπάρχει απάντηση. Και βεβαίως η επιλογή της απόφασης ανήκει στη διοίκηση, εφόσο αιτιολογηθεί.»
Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υπέβαλε ότι η ΄Εκθεση του Ιατροσυμβουλίου, το οποίο έκρινε τον αιτητή ανίκανο για εργασία, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, αφού δεν τέθηκε ενώπιον των καθ’ ων με την αίτηση, ώστε να τεθεί υπόψη του Ιατροσυμβουλίου το οποίο θα εξέταζε τον αιτητή.
΄Εχω τη γνώμη ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν καθήκον να ερευνήσουν το ζήτημα, θέτοντας υπόψη του Ιατροσυμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή το 2003 την ΄Εκθεση, η οποία προϋπήρχε, αφού ήδη ο αιτητής, με την αίτησή του ημερομηνίας 12/12/2000, τούς γνωστοποίησε ότι είχε σταματήσει να εργάζεται ως αστυνομικός από 1/6/2000 για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας). ΄Ηταν σε γνώση τους ότι από άλλο κυβερνητικό Ιατροσυμβούλιο κρίθηκε ανίκανος για εργασία. Η επιλογή της απόφασης, αναντίλεκτα, ανήκει σ’ αυτούς, εφόσον, όμως, το ζήτημα διερευνηθεί σε βάθος και αιτιολογηθεί.
Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, ως αποτέλεσμα, ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο