EMIN KAYA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Υπόθεση Αρ. 149/2005, 13 Απριλίου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                    Υπόθεση Αρ. 149/2005

 

13 Απριλίου, 2006

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

EMIN KAYA,

Αιτητής,

 

ν.

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

Σ. Ασπρόφτας για Γ. Χριστοφίδη, για τον αιτητή

Γ. Χατζηχάννα, για τους καθ΄ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.  Ο αιτητής με την προσφυγή του ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

 

«1.  Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να κλείσουν το φάκελλο της αίτησης του για παροχή ασύλου και/ή να μην θεωρήσουν τον αιτητή ως αιτητή ασύλου και/ή να μην παρέχουν στον αιτητή άσυλο και/ή να εκδώσουν ένταλμα σύλληψης και/ή απέλασης και/ή να ακυρώσουν και/ή να εκδώσουν διάταγμα κράτησης και/ή απέλασης και/ή να εκδώσουν απόφαση της αναθεωρητικής αρχής προσφύγων που να απορρίπτει την διοικητική προσφυγή του αιτητή και να επικυρώνει την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας ασύλου, είναι άκυρος και/ή παράνομος και άνευ οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος ως πιο κάτω.

 

2.  Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 5.11.2004 που επεδόθη στον αιτητή στις 30.11.2004 είναι άκυρος και/ή παράνομος και/ή με πλάνη για τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και/ή λανθασμένη και/ή μη τεκμηριωμένη ως πιο κάτω αναλύεται.»

 

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι οι αιτούμενες θεραπείες κάτω από το (1) είναι πολλαπλές, αόριστες, ακαθόριστες και αναφέρονται σε περισσότερες της μίας διοικητικές πράξεις, όπως για παράδειγμα  απόφαση μη παροχής ασύλου και έκδοση εντάλματος απέλασης.  Τελικά, όπως προκύπτει και από τις θέσεις που προωθήθηκαν με βάση τις γραπτές αγορεύσεις, ο αιτητής φαίνεται να επιμένει και να προωθεί μόνο την αιτούμενη θεραπεία κάτω από το (2) πιο πάνω, δηλαδή την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική του προσφυγή για παραχώρηση ασύλου. 

 

Ως εκ τούτου θα εξετάσω την προσφυγή ως αίτηση εναντίον αυτής και μόνο της απόφασης.

 

 Ο αιτητής, είναι Κούρδος από την Τουρκία και, όπως φαίνεται από ισχυρισμό που πρόβαλε στην αρμόδια αρχή, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 7.3.03 και εισήλθε την ίδια ημέρα παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Στο παρελθόν, όπως ανέφερε, είχε έρθει και παρέμεινε στην κατεχόμενη Κύπρο άλλες τρεις φορές.  Ο ισχυρισμός του ήταν ότι έφυγε από την Τουρκία λόγω καταπίεσης που δεχόταν, επειδή είναι Κούρδος και λόγω του ότι ήταν μέλος του Ρ.Κ.Κ.

 

Στις 15.5.03 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου και ακολούθως αυτός κλήθηκε σε συνέντευξη, στην οποία του ζητήθηκε να φέρει όλα τα σχετικά με την αίτησή του έγγραφα.  Ακολούθησαν δύο  συνεντεύξεις από αρμόδιο λειτουργό του Κλάδου Ασύλου, ο οποίος ετοίμασε εισήγηση στον Προϊστάμενό του.  Στις 19.4.04  ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης και ετοιμάστηκε επιστολή με την απορριπτική απόφαση και αιτιολόγηση της απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου.  Η απόφαση της Υπηρεσίας επιδόθηκε στον αιτητή στις 9.6.04.  Ο αιτητής ακολούθως καταχώρησε διοικητική προσφυγή προς την Αναθεωρητική Αρχή και στις 5.11.04 η Αναθεωρητική Αρχή απέρριψε την προσφυγή.  Η απορριπτική απόφαση μαζί με επιστολή στάληκαν στον αιτητή στις 29.11.04 και επιδόθηκαν σε αυτόν στις 7.12.04.  Η απόφαση ήταν συνταγμένη στην Ελληνική γλώσσα και η καλυπτική  επιστολή στην Αγγλική, στην οποία αναφερόταν η απόφαση της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής και ενημερωνόταν ο αιτητής ότι μπορούσε εντός 75 ημερών να υποβάλει αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, πράγμα το οποίο και έπραξε με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

Παραπονείται ο αιτητής ότι δεν έτυχε ισότιμης μεταχείρισης με άλλους αιτητές, και ότι υπήρξε διάκριση σε βάρος του λόγω της γλώσσας και της φυλής του.  Αφού αναφέρεται σε πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, (όπως αυτός τροποποιήθηκε) και στα ατομικά δικαιώματα που περιέχονται στο Σύνταγμα, εστιάζει το παράπονό του και τη διάκριση στο γεγονός ότι, αφού η Αναθεωρητική Αρχή δικαιούται να καλεί ή όχι, ανάλογα με την περίπτωση, τους αιτητές, σημαίνει ότι αυτό μπορεί να καταλήξει σε δυσμενή διάκριση, διότι εκείνοι που καλούνται έχουν την ευκαιρία να έχουν διερμηνέα, ενώ εκείνοι που δεν καλούνται δεν έχουν αυτή την ευχέρεια.  Ως εκ τούτου στους καλούμενους εξηγείται η όλη διαδικασία, η απόφαση και όλα τα δικαιώματά τους, κάτι το οποίο στερούνται οι υπόλοιποι, όπως ο αιτητής, που δεν κλήθηκε.

 

 Παρατηρώ πως είναι εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής να καλέσει ή όχι τον αιτητή και δεν βλέπω πώς τούτο οδηγεί σε δυσμενή διάκριση.  Δεν θα ήταν δυνατόν εφόσον η Αρχή κρίνει ορθό να μη καλέσει συγκεκριμένο αιτητή να παρέχει σε αυτόν και διερμηνέα ταυτόχρονα.  Καταλήγω ότι αυτός ο λόγος ακυρότητας πρέπει να απορριφθεί.

 

Επίσης, παραπονείται ο αιτητής ότι έπρεπε να αιτιολογείται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής γιατί η υπόθεση του αιτητή ανατέθηκε και εξετάστηκε από συγκεκριμένο μέλος της Αρχής.

 

 Και αυτός ο λόγος ακυρότητας πρέπει να απορριφθεί. Η πρόνοια του περί Προσφύγων Νόμου, που αναφέρεται στην αρμοδιότητα που έχει οποιοδήποτε μέλος της Αρχής να ασκεί τις εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του, όταν αυτές του ανατεθούν, πουθενά δεν ορίζει ότι η ανάθεση θα πρέπει να αιτιολογείται και να επεξηγείται γιατί κάθε συγκεκριμένη υπόθεση ανατίθεται σε συγκεκριμένο μέλος.  Επισημαίνω ότι δεν υποβάλλεται στην παρούσα περίπτωση ότι το συγκεκριμένο μέλος που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο να πράττει τούτο.  Ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι ο διορισμός του για την εξέταση της περίπτωσης ήταν νομότυπος και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολόγηση. 

 

Άλλος λόγος  ακυρότητας που προβάλλεται, είναι παράβαση του άρθρου 3 του Συντάγματος και σχετικών νόμων, με το οποίο ως επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας καθορίζονται η Ελληνική και η Τουρκική.  Εφόσον, ισχυρίζεται ο αιτητής , ο ίδιος ήταν Κούρδος από την Τουρκία και η γλώσσα του ήταν η Τουρκική, η απόφαση όφειλε να ήταν στην Τουρκική, σύμφωνα με το Σύνταγμα.

 

Παρατηρώ ότι η αναφορά στο πιο πάνω άρθρο σε Τούρκο και Έλληνα γίνεται σε σχέση με Τουρκοκύπριο και Ελληνοκύπριο που είναι  πολίτες της Δημοκρατίας. Είναι αυτοί  που έχουν το δικαίωμα να τους επιδίδονται στη  δική τους γλώσσα, ως γλώσσα της Δημοκρατίας επίσημα έγγραφα.  Το γεγονός ότι ο παρών αιτητής ετύγχανε να έχει ως γλώσσα του την Τουρκική, χωρίς να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν του έδιδε τέτοιο δικαίωμα, όπως προνοείται στο άρθρο 3 του Συντάγματος.  Η γλώσσα, στην οποία του δόθηκε ήταν μία από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Και αυτός ο λόγος ακυρότητας απορρίπτεται.

 

Γενικά παρατηρώ και επισημαίνω ότι, οποιοδήποτε παράπονο προβάλλει ο αιτητής, είτε αναφορικά με παροχή διερμηνέα, είτε αναφορικά με τη γλώσσα, στην οποία του δόθηκε η απόφαση ή οι επιστολές, δεν φαίνεται να ευσταθεί και δεν φαίνεται ακόμη να έχει επηρεάσει καθ΄οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματά του και τις ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προβεί, αφού έχει προβεί σε όλες αυτές τις ενέργειες. Είχε δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο και προφανώς, τουλάχιστο σε ορισμένα στάδια κατ΄επιλογή του εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.  Περαιτέρω, σαφώς γνώριζε το δικαίωμα του για ιεραρχική προσφυγή, αφού υπέβαλε τέτοια προσφυγή και ακόμη περισσότερο το δικαίωμα του για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτηση ακυρώσεως, αφού υπέβαλε τέτοια αίτηση που είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Κατά συνέπεια όλων των πιο πάνω όλοι οι λόγοι ακυρότητας κρίνονται ως ανυπόστατοι και η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

 

                                                                               Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

/Χ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο