ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α, Υπόθεση Αρ. 883/2004, 19 Απριλίου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                        (Υπóθεση Αρ. 883/2004)

 

19 Απριλίου, 2006

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Α. Ευαγγέλου, για τον Αιτητή.

Ε. Ζαχαριάδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Γεώργιος Χατζησάββας, αιτητής στην παρούσα προσφυγή, αφυπηρέτησε την 12.5.2000 από τη θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (Κλίμακα Α15) και έλαβε συνταξιοδοτικά ωφελήματα με βάση τις συντάξιμες απολαβές της θέσης.

 

Με επιστολή της, ημερομηνίας 10.4.2001, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) πληροφόρησε τον αιτητή ότι η από 1.2.1996 αναδρομική προαγωγή του είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ιωάννης Σολωμού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 784/1999, ημερομηνίας 5.3.2001 και κατά συνέπεια η αφυπηρέτηση του θεωρείται πλέον ότι έγινε από τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (Κλίμακα Α13).  Συνέπεια τούτου ήταν η αναθεώρηση και μείωση της σύνταξης του αιτητή.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο στις  5.12.2002 αποφάσισε, ως θέμα γενικής πολιτικής, την καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε κρατικούς υπαλλήλους στην κλίμακα της θέσης που αφυπηρέτησαν παρά το γεγονός ότι η προαγωγή τους ακυρώθηκε δυνάμει δικαστικής απόφασης μετά την αφυπηρέτηση τους υπό την προϋπόθεση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας γνωματεύει εκάστοτε ότι η κάθε περίπτωση εμπίπτει στο σκεπτικό της γνωμοδότησης στην περίπτωση Ανδρέα Φυλακτού.

 

Μετά από γνωμάτευση-υπόδειξη του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα προς τον Υπουργό Οικονομικών και το Γενικό Λογιστή (επιστολές ημερ. 18.3.2004 και 29.7.2003) το θέμα τέθηκε εκ νέου ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο με νέα απόφαση του ημερ. 22.10.2003 ακύρωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του ημερ. 5.12.2002.  Ο αιτητής ειδοποιήθηκε από το Γενικό Λογιστήριο με επιστολή ημερ. 8.9.2003 ότι η μηνιαία σύνταξη του θα μειώνετο στη βάση της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, Κλίμακα Α13.

 

Η υλοποίηση της πιο πάνω απόφασης καθυστέρησε λόγω και των παραστάσεων που προέβη ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του.  Τελικά ειδοποιήθηκε το Μάιο του 2004.

 

Εναντίον της διοικητικής αυτής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή με την οποία προβάλλονται διάφοροι λόγοι που, κατ’ ισχυρισμό, οδηγούν σε ακύρωση της επίδικης πράξης.

 

Κατ’ αρχήν προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή η θέση ότι η σύνταξη αποτελεί δικαίωμα και δεν είναι δυνατό να επηρεαστεί ή να τύχει παραβίασης.  Επίσης ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η σύνταξη υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες που ισχύουν την ημερομηνία αφυπηρέτησης του δημοσίου υπαλλήλου.

 

Συμφωνώ με όλα όσα ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρει πιο πάνω.  Δεν έχω όμως αντιληφθεί γιατί παραβιάσθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την αφυπηρέτηση του αιτητή, ακύρωσε την προαγωγή του με προφανή συνέπεια αυτός να επανέλθει πίσω στην προτεραία θέση του Ανώτερου Λειτουργού.  Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου «εξαφάνισε» εξ υπαρχής την διοικητική απόφαση της προαγωγής του αιτητή και θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ.  Επομένως ο αιτητής την ημέρα της αφυπηρέτησης του θεωρείται ότι κατείχε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κλίμακα Α13.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι ήταν ορθή η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία αποφάσισε, έχοντας υπόψη την υπόθεση Ανδρέα Φυλακτού, τη συνέχιση της καταβολής στον αιτητή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών στη βάση της Κλίμακας Α15.  Γιατί αυτό θα ήταν σύμφωνο με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας που καθιερώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Το Άρθρο 28 του Συντάγματος καθιερώνει την αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλοντας στη διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. (Βλέπε: Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125 και Δημοκρατία ν. Ελένη Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534).

 

Στην παρούσα υπόθεση όμως οι περιστάσεις μεταξύ της υπόθεσης του αιτητή και της υπόθεσης Ανδρέα φυλακτού δεν είναι όμοιες.  Όπως αναφέρεται και στη γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ο Ανδρέας Φυλακτού κατά την επανεξέταση από την ΕΔΥ διορίστηκε ως υπεράριθμος στη θέση και έτσι θεωρείται ότι την κατείχε δικαιωματικά, σε αντίθεση με τον αιτητή ο οποίος δεν έτυχε διορισμού έστω και ως υπεράριθμος. (Βλέπε: επιστολές του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 18.7.2003 και 12.3.2003).  Καταλήγω, κατά συνέπεια, ότι δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πρώτη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν νόμιμη και δεν είχε εξουσία να την ανακαλέσει γιατί άλλως θα παραβίαζε τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Το πλήρες πρακτικό του Υπουργικού Συμβουλίου με το οποίο έχουν ανακληθεί οι αποφάσεις του με αρ. 56.919 και 56.920, ημερ. 5.12.2002 έχει ως εξής:-

 

«72.  Το Συμβούλιο αποφάσισε να ακυρώσει τις Αποφάσεις με αρ. 56.919 και 56.920 με ημερ. 5.12.2002 αφού οι περί Συντάξεων Νόμοι του 1997 έως 1999 περιέχουν ρητές διατάξεις για το ύψος της συντάξεως ή του χορηγήματος που δικαιούται οποιοδήποτε πρόσωπο.

 

Με την Απόφαση με αρ. 56.919 το Συμβούλιο ενέκρινε τη συνέχιση της καταβολής συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στο Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (κλ. Α15) κ. Γιώργο Χ’Σάββα από τις 10.4.2001, ημερομηνία κατά την οποία είχε επανέλθει με επιστολή της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (κλ. Α13).

 

Με την Απόφαση με αρ. 59.920 το Συμβούλιο, ως θέμα γενικής πολιτικής, αποφάσισε να εγκρίνει την καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε κρατικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τα απώλεσαν, λόγω δικαστικής απόφασης μετά την αφυπηρέτησή τους, με την προϋπόθεση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωματεύσει ότι οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν στο σκεπτικό της γνωμοδότησης της περίπτωσης Ανδρέα Φυλακτού.»

 

Από την πιο πάνω διατύπωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία ανακάλεσε προγενέστερες προκύπτει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο θεώρησε ως παράνομες διοικητικές πράξεις αυτές που έχει ανακαλέσει.  Και αυτό φυσικά είναι ορθό αφού έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου (Κεφ. 311) (Νόμος 97(1)/97).

 

Η εισήγηση του αιτητή ότι επρόκειτο περί νομίμων πράξεων δεν ευσταθεί.  Οι ανακληθείσες πράξεις ήταν παράνομες γιατί έρχονταν σε πλήρη αντίθεση προς τις πρόνοιες του νόμου και ιδιαίτερα του άρθρου 4 που έχει ως εξής:-

 

«4.-(1)  Σύνταξη, εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα και άλλα ωφελήματα χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου στους κρατικούς υπαλλήλους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

(2)  Σύνταξη, εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα χορηγούμενο δυνάμει του Νόμου αυτού υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες που ισχύουν την ημερομηνία αφυπηρέτησης του κρατικού υπαλλήλου.»

 

Νοουμένου ότι η προαγωγή του αιτητή είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την αφυπηρέτηση του, ο τελευταίος νομότυπα και εκ των πραγμάτων επανήλθε στην προτέρα της προαγωγής θέση του αυτή του Ανώτερου Λειτουργού στην Κλίμακα Α13.  Κατά συνέπεια και σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 4 του νόμου, συνέχιση παροχής σύνταξης στην κλίμακα Α15 θα παραβίαζε τις πρόνοιες του νόμου.

 

Η ανάκληση των μη νόμιμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή.  Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση νόμου αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα.  Παράνομη χαρακτηρίζεται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσης της (Βλέπε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1925-1959, σελ. 21).  Στην υπόθεση Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100 στη σελίδα 105 αναφέρονται τα εξής:-

 

«Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε, εφ’ όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου (Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27.  Βλέπε επίσης Hawai Hotels Ltd. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835).

 

Στην παρούσα υπόθεση οι ανακληθείσες αποφάσεις ήταν παράνομες.  Η συνταξιοδότηση του αιτητή στην Κλίμακα Α15 δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένο δικαίωμα του ούτε η ανάκληση της ως αποκοπή της σύνταξης.  Με την ανάκληση υπήρξε συμμόρφωση της διοίκησης στις πρόνοιες του νόμου και της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η ανάκληση έγινε μέσα σε σύντομο και εύλογο υπό τις περιστάσεις χρόνο.

 

Τέλος, ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την, κατ’ ισχυρισμό, έλλειψη αιτιολογίας.  Ήδη έχουμε παραθέσει το κείμενο της επίδικης απόφασης.  Από το ίδιο το κείμενο της επίδικης απόφασης προκύπτει και η αιτιολογία ότι αυτή λήφθηκε προς συμμόρφωση προς το νόμο.  Εν πάση περιπτώσει αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα τη γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                                                       (Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο