ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 108/2005, 25 Μαϊου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 108/2005

 

25 Μαϊου, 2006

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Αιτητής,

 

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθών η αίτηση.

 

------------------

 

Ι. Νικολάου με Ελ. Γαβριήλ (κα)  για τον αιτητή

Ελ. Παπαγεωργίου, (κα), Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα,  για τους καθών η αίτηση

Γ. Μηχανικός, για Ιωάννη Λεοντίου (ενδιαφερόμενο μέρος 1)

Στ. Αμπίζας, για Μαρίνα Χριστοδούλου (ενδιαφερόμενο μέρος 2)

 

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά όπως η απόφαση των καθών η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερ. 27/11/04 και με την οποία προάχθηκαν στη Μόνιμη Θέση Αρχιδεσμοφύλακα, Φυλακές, από 15/11/04 τα ε.μ. Ιωάννης Λεοντίου και Μαρίνα Χριστοδούλου, αντί του ιδίου, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης με επιστολή του ημερ. 13/9/04 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) ζήτησε την πλήρωση 3 θέσεων Αρχιδεσμοφύλακα, η οποία θέση είναι θέση προαγωγής. Έτσι η Ε.Δ.Υ. επιλήφθηκε του θέματος σε σχετική συνεδρία της στην οποία κλήθηκε και παρέστη ο Διευθυντής Φυλακών ο οποίος σύστησε για προαγωγή τα δυο ε.μ. καθώς και τρίτο άτομο του οποίου όμως την προαγωγή δεν προσβάλλει ο αιτητής.  Αφού η Ε.Δ.Υ. εξέτασε και η ίδια το θέμα με βάση τα ενώπιον της στοιχεία (προσωπικούς φακέλους και φακέλους ετησίων εμπιστευτικών εκθέσεων) και δεχόμενη τη σύσταση του Διευθυντή Φυλακών, έκρινε ότι τα τρία αυτά πρόσωπα υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και τους πρόσφερε προαγωγή η οποία, αφού έγινε αποδεκτή, καθορίστηκε να αρχίζει από τις 15/11/04.  Η επιλογή του ε.μ. 1 ήταν ομόφωνη, του δε ε.μ. 2 κατά πλειοψηφία.  Στις 2/2/05 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ

Στην προσφυγή του ο αιτητής διατυπώνει κάπου 18 λόγους γιατί η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να επιτύχει.  Με τη γραπτή του όμως αγόρευση προώθησε και ανάπτυξε τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

(1)  Η σύσταση του Διευθυντή δε συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων/αναιτιολόγητη/παράνομη και άκυρη.

(2)  Έλλειψη αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας που να συνάδει με τις νομολογιακές αρχές.

 

Αναφορικά με τον πρώτο πιο πάνω λόγο, είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή Φυλακών, όπως αυτή είναι καταγραμμένη στα πρακτικά ημερ. 15/10/04 (τεκμ. 3 στην ένσταση) είναι παντελώς αναιτιολόγητη και ότι εσφαλμένα ο Διευθυντής ανάφερε ότι τα ε.μ. υπερέχουν του αιτητή αφού τόσο ο αιτητής όσο και τα ε.μ. έχουν αξιολογηθεί ισάξια στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις για τα έτη 1993-2003.  Παραθέτει ο συνήγορος τη βαθμολογία εκάστου έτους για να δείξει ότι για την πιο πάνω περίοδο ο αιτητής είχε συνολικά 86 (Ε) και 1 (ΠΙ) όπως ακριβώς είχαν και τα ε.μ.    Επικαλείται ο συνήγορος μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και την υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.  Ενόψει του ότι στην τελευταία αυτή υπόθεση έγινε ανασκόπηση της υφιστάμενης μέχρι τότε νομολογίας αναφορικά με το θέμα αυτό της σύστασης του προϊσταμένου ενός τμήματος και τη σημασία αυτής, δε θα ασχοληθώ με την καθεμιά από τις άλλες υποθέσεις στις οποίες έγινε αναφορά. 

 

Η ουσία της απόφασης στην υπόθεση Μοδίτης (πιο πάνω) είναι ότι «η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων».  Μπορεί ο Διευθυντής κατά τη σύσταση του να αναφέρεται μόνο προς τον συστηνόμενο χωρίς να προβαίνει ρητά σε σύγκριση με αναφορά στους άλλους υποψηφιους.  Αν αυτοί δεν ήσαν ισοδύναμοι και πράγματι υπερείχε ο συστηνόμενος το γεγονός ότι δεν έγινε ρητή αναφορά στους υπόλοιοπους δε θα δημιουργούσε πρόβλημα.  Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν και άλλοι ακριβώς ή περίπου ισοδύναμοι υποψήφιοι, πρέπει η σύσταση να είναι τέτοια που να μη προσθέτει κάτι στο συστηνόμενο με τρόπο που να δείχνει ότι οι άλλοι υστερούν.  Σχετικό επί του σημείου αυτού είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την σελ. 720 της προαναφερθείσας υπόθεσης Μοδίτης, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ. ανάφερε τα εξής:

 

«Όσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε.  Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά.  Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει.  Κατ’ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς.  Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι.  (βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833)........»

 

Στρεφόμενος στη δική μας περίπτωση και αφού εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς, έχω καταλήξει, για τους λόγους που εξηγώ πιο κάτω, να δεχθώ ως βάσιμη τη θέση της πλευράς του αιτητή, ότι δηλαδή η σύσταση έγινε με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.  Αποφεύγω να παραθέσω το κείμενο της σύστασης.  Αναφέρω απλώς, για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης των όσων αναφέρει στη σύσταση του ο Διευθυντής Φυλακών, ότι ο αιτητής ήταν υποψήφιος με αρ. 21, το ε.μ. 1 με αρ. 19 και το ε.μ. 2 με αρ. 22.  Από τη στιγμή που ο αιτητής και τα ε.μ. είχαν πανομοιότυπη βαθμολογία στις προαναφερθείσες ετήσιες εκθέσεις, τότε ο τρόπος με τον οποίο σύστησε ο Διευθυντής τα ε.μ. αλλά όχι τον αιτητή, αφήνει να νοηθεί ότι ο τελευταίος υστερούσε σε αξία, κάτι όμως που είναι αντίθετο με την όλη εικόνα των εν λόγω εκθέσεων.  Ακόμα και αν υστερούσε σε μερικά «Εξαίρετος» ο αιτητής, τότε και πάλιν θα μπορούσε αυτός να θεωρηθεί περίπου ισοδύναμος με αυτούς που συγκέντρωναν τη βαθμολογία «Εξαίρετος» σε όλους τους τομείς αξιολόγησης. (βλ. μεταξύ άλλων Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431 και Αντώνης Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα κα, Α.Ε. 3851, 3857 και 3869 ημερ. 20/9/95). 

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθών η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο