ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΚΑΡΗ ν. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.377/2005, 12 Μαΐου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.377/2005)

 

12 Μαΐου, 2006

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΚΑΡΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

 

Καθ΄Ου η Αίτηση.

 

_________

 

Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.

Ν. Χατζηϊωάννου, τον Καθ΄Ου η Αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η Αιτήτρια εισήχθη στην υπηρεσία του Καθ΄Ου η Αίτηση (ΟΚΓΒ) την 1.10.1987 στη θέση Γραφέα 2ης Τάξης στην οποία και υπηρέτησε μέχρι την 1.1.1991.  Από 1.1.1991 η θέση αυτή μετονομάστηκε σε θέση Λογιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης.  Τα τελευταία χρόνια απασχόλησε τον ΟΚΓΒ όσο και την Αιτήτρια το κατά πόσο, για σκοπούς διάρκειας υπηρεσίας στην κλίμακα Α7 της θέσης Λογιστικού Λειτουργού, η υπηρεσία της στη θέση αυτή θεωρείται ότι άρχεται από την τοποθέτηση της στη θέση Λογιστικού Λειτουργού την 1.1.1991 ή, καθ΄όσον επρόκειτο περί μετονομασίας, καλύπτει και την υπηρεσία της στη θέση Γραφέα, 2ης Τάξης. Σε συγκεκριμένη επιστολή της Αιτήτριας ημερομηνίας 23.7.2002 με την οποία ζητούσε όπως η εν λόγω υπηρεσία της αναγνωρισθεί ως άνω, ο ΟΚΓΒ απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 26.7.2002 ότι η τοποθέτησή της στην κλίμακα Α7 είχε γίνει σε προσωρινή βάση και ότι ο καθορισμός της ημερομηνίας τοποθέτησης της στην εν λόγω θέση "θα γίνει εφόσον ληφθούν οι ανάλογες νομικές ή και άλλες διευκρινίσεις επί του θέματος".  Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ήδη γνωματεύσει ότι κρίσιμη ημερομηνία ήταν η ημερομηνία μετονομασίας της θέσης.  Το Συμβούλιο του ΟΚΓΒ όμως σε συνεδρία του ημερομηνίας 2.8.2002 θεώρησε το αίτημα της Αιτήτριας δίκαιο και επεδίωξε να το προωθήσει.  Ζήτησε και τις γνώμες των νομικών του συμβούλων οι οποίες ήσαν υποστηρικτικές της δικής του άποψης.  Δεν εδόθη όμως  απάντηση στην Αιτήτρια, η οποία επανήλθε με νέες επιστολές ημερομηνίας 13.1.2003 και 30.4.2003.  Μεσολάβησε και διαδικασία πλήρωσης θέσης προαγωγής στην οποία η Αιτήτρια ήταν υποψήφια αλλά δεν επελέγη και καταχώρησε σχετική προσφυγή (340/2003) η οποία ήταν εν μέρει επιτυχής (Κακαρή ν. ΟΚΓΒ, 17.1.2005).  Η Αιτήτρια καταχώρησε και άλλη προσφυγή κατά της συνεχιζόμενης παράλειψης του ΟΚΓΒ να απαντήσει στο αίτημα της (1212/2003), η οποία ήταν επιτυχής (Κακαρή ν. ΟΚΓΒ, 20.1.2005).  Το Συμβούλιο το ΟΚΓΒ μελέτησε τότε το θέμα στα πλαίσια της επανεξέτασης της προαγωγής ως αποτέλεσμα της μερικώς ακυρωτικής απόφασης στην 340/2003.  Αποφάσισε δε, αποδεχόμενο την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα αντί εκείνη των νομικών συμβούλων του, ότι η υπηρεσία της Αιτήτριας στη θέση Λογιστικού Λειτουργού ήταν από την ημερομηνία μετονομασίας της θέσης, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να μην πληρούσε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για 15ετή υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού από την οποία τα 5 έτη στην κλίμακα Α7.  Αφ΄ενός μεν λοιπόν την απέκλεισε ως υποψήφια στην επανεξέταση, παρά το ότι την είχε θεωρήσει προσοντούχο κατά την αρχική διαδικασία, εφ΄ετέρου δε της απάντησε ότι το αίτημα της για αναγνώριση της υπηρεσίας της στη θέση Γραφέα απορρίπτετο.

 

Η Αιτήτρια καταχώρισε δύο προσφυγές.  Την ενώπιον μου, κατά της απόρριψης του αιτήματος της, και την 378/2005 κατά της απόφασης αποκλεισμού της ως μη προσοντούχου και επαναδιορισμού άλλης υποψήφιας στη διαδικασία επανεξέτασης.  Το γεγονός αυτό διέπει και προδικαστική ένσταση του ΟΚΓΒ ότι η καταχώριση δύο προσφυγών με το ίδιο αντικείμενο συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας καθ΄όσον, αν και ελήφθησαν δύο χωριστές αποφάσεις, εν τούτοις είναι συναφείς.

 

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση.  Αντικείμενο της προσφυγής αυτής είναι η απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για αναγνώριση γενικά της υπηρεσίας της, αίτημα που είχε υποβληθεί πριν και ανεξάρτητα από τη διαδικασία προαγωγής.  Αντικείμενο της προσφυγής 378/2005 είναι η προαγωγή της άλλης υποψήφιας αντί της Αιτήτριας.  Μπορεί παρεμπιπτόντως στην προσφυγή εκείνη να εγείρεται το θέμα που εγείρεται στην προσφυγή αυτή, μόνο όμως με την προσφυγή εκείνη μπορεί η Αιτήτρια να πλήξει ευθέως την προαγωγή της συναδέλφου της.  Αναμφιβόλως, η απόφαση στην προσφυγή αυτή μπορεί να επηρεάσει τη στάση των διαδίκων και στην άλλη προσφυγή, αυτό όμως είναι άλλο θέμα.  Εν πάση περιπτώσει δε, δεν ευσταθεί η θέση του ΟΚΓΒ ότι, σε περίπτωση διαπίστωσης κατάχρησης της διαδικασίας, και οι δύο προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν.  Περιοριζόμενος στη μόνη ενώπιον μου αυτή προσφυγή, που είναι και η πρώτη χρονολογικά, δεν θα την απέρριπτα ως καταχρηστική, χωρίς να προκαταλαμβάνω την όποια άποψη ήθελε διατυπωθεί κατά της εκδίκασης της άλλης προσφυγής επί του κατά πόσο εκείνη θα ήταν καταχρηστική.

 

Υπάρχει και άλλη προδικαστική ένσταση του ΟΚΓΒ, ότι η προβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική προηγούμενης.  Δεν προσδιορίζεται επαρκώς ποια είναι η προηγούμενη απόφαση της οποίας, κατά την εισήγηση, η προσβαλλόμενη είναι βεβαιωτική.  Δεν μπορεί να υπάρχει όμως, εν πάση περιπτώσει, τέτοιο θέμα.  Η απόφαση στην 1212/2003, που συνιστά και δεδικασμένο, εδράζεται στο ότι ο ΟΚΓΒ δεν είχε επιληφθεί και δεν είχε αποφασίσει προηγουμένως επί του αιτήματος της Αιτήτριας.  Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για βεβαιωτική απόφαση.

 

Τρίτη προδικαστική ένσταση του ΟΚΓΒ ότι το αιτητικό της προσφυγής είναι ασαφές προφανώς οφείλεται σε παρανόηση, αφού από την ίδια τη διατύπωση της ένστασης στην αγόρευση φαίνεται ότι έχει υπ΄όψη την προσφυγή 378/2005 και όχι την ενώπιον μου, το αιτητικό της οποίας κάθε άλλο παρά ασαφές είναι.

 

Επί της ουσίας τώρα της προσφυγής, η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Αιτήτρια επικεντρώνεται στο πεπλανημένο, αναιτιολόγητο και αντιφατικό της απόφασης.  Γίνεται σχετικά παραπομπή στο ότι η ίδια η τοποθέτηση της Αιτήτριας από το Συμβούλιο του ΟΚΓΒ στις 19.3.2001 στην κλίμακα Α7 από 20.11.1996 είχε γίνει δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας που πρόβλεπε ανέλιξη στην κλίμακα Α7 μετά από υπηρεσία 9½ ετών, στη βάση δηλαδή του συνυπολογισμού της υπηρεσίας της στη θέση Γραφέα στην οποία και εξ άλλου εκτελούσε λογιστικά καθήκοντα.  Έπειτα, στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 29.1.2003, κατά την οποία είχαν γίνει οι προαγωγές που προσεβλήθησαν με την προσφυγή 340/2003, το Συμβούλιο είχε θεωρήσει την Αιτήτρια ως προσοντούχο στη βάση του συνυπολογισμού της υπηρεσίας της στη θέση Γραφέα, η δε Αιτήτρια δεν επελέγη αφού επροτιμήθησαν οι άλλες δύο υποψήφιες και ουδόλως ηγέρθη στην προσφυγή θέμα ότι δεν ήταν προσοντούχος.  Ακόμα, εισηγείται η Αιτήτρια, η προσβαλλόμενη απόφαση εβασίσθη αποκλειστικά στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που ήταν αναιτιολόγητη και αντίθετη με τις γνωματεύσεις και των δύο νομικών συμβούλων του ΟΚΓΒ.  Παρεβιάσθη έτσι, καταλήγει η εισήγηση, και η αρχή της καλής πίστης και της διοικητικής συνέπειας.

 

Είναι γεγονός, όπως παρατηρεί ο ΟΚΓΒ, ότι κατά την πρώτη διαδικασία της προαγωγής δεν είχε γίνει διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων, αφού το Συμβούλιο εξέλαβε και τους τρεις προταθέντες από την επιτροπή προσωπικού ως προσοντούχους, και ότι το Δικαστήριο στην ακυρωτική απόφαση στην 340/2003 δεν απασχόλησε το θέμα των προσόντων.  Το πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο των παραμέτρων αυτών.  Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο που να εμπόδιζε το Συμβούλιο να αναθεωρήσει κατά την επανεξέταση το θέμα των προσόντων, το ζητούμενο είναι κατά πόσο εδικαιολογήθηκε η αλλαγή άποψης από το Συμβούλιο και κατά πόσο αιτιολογήθηκε επαρκώς η άποψη ότι η υπηρεσία στη θέση Γραφέα δεν έπρεπε να υπολογισθεί ως υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού.

 

Φρονώ ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.  Μπορεί ο ΟΚΓΒ να είχε αναφέρει στην αιτήτρια στην επιστολή ημερομηνίας 26.7.2002 ότι η τοποθέτησή της από 20.11.1996 στην κλίμακα Α7 είχε γίνει σε προσωρινή βάση, η τοποθέτηση αυτή όμως όχι μόνο δεν ελέχθη, όταν ελήφθη η σχετική απόφαση, ότι θα ήταν επί προσωρινής βάσης, παρά μόνο εκ των υστέρων, αλλά και δεν ανετράπη παρά μόνο αφού παρήλθε χρόνος κατά τον οποίο η Αιτήτρια εύλογα θα μπορούσε να ανέμενε ότι η τοποθέτησή της αντανακλούσε την πραγματική κατάσταση πραγμάτων.  Να υπομνησθεί ότι το ίδιο το Συμβούλιο στη συνεδρία του της 2.8.2002 είχε θεωρήσει το αίτημα της Αιτήτριας δίκαιο και απεφάσισε να το προωθήσει, ενώ δεν έθεσε θέμα έλλειψης προσόντων της, κατά την πρώτη διαδικασία της προαγωγής, στη βάση του μη συνυπολογισμού της υπηρεσίας της ως Γραφέα.  Υπήρξε λοιπόν συνεπής συμπεριφορά του ΟΚΓΒ προς την οποία ήταν αντιφατική η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Εξετάζοντας τώρα την επάρκεια της αιτιολογίας για την τελική κατάληξη του Συμβουλίου να μην αναγνωρίσει την υπηρεσία της Αιτήτριας, διαπιστώνεται ότι αυτή βασίσθηκε αποκλειστικά στην προτίμηση της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα αντί στις γνωματεύσεις των δύο νομικών τουυ συμβούλων.  Ενώ όμως οι γνωματεύσεις εκείνες εξηγούσαν με πληρότητα τη θέση τους, η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δεν ήταν παρά μόνο μία λακωνική αναφορά της Δικηγόρου της Δημοκρατίας που εχειρίσθη το θέμα ότι "είναι η θέση μου ότι η ημερομηνία υπηρεσίας των επηρεαζομένων υπαλλήλων στις μετονομασθείσες θέσεις θεωρείται η ημερομηνία που μετονομάστηκαν οι θέσεις".  Θεωρώ ότι η απλή έκφραση θέσης, που μάλλον ως τέτοια παρά ως γνωμάτευση μπορεί να θεωρηθεί, στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση που στηρίχθηκε σε αυτή και μόνο της δέουσας αιτιολογίας και μάλιστα εν΄όψει του ότι η απόφαση συνιστούσε ανατροπή προηγούμενης στάσης του ΟΚΓΒ.  Η γνωμάτευση δεν περιέχει την παραμικρή εξήγηση για τη θέση που περιέχει και έτσι δεν παρέχει το νομικό έρεισμα που θα τη δικαιολογούσε και θα δικαιολογούσε και το Συμβούλιο να την υιοθετήσει.

 

Για το λόγο αυτό η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Ο ΟΚΓΒ θα καταβάλει £500 έξοδα στην Αιτήτρια.

 

 

 

                                                                   Δ. Χατζηχαμπής,

                                                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο