ΣΩΤΗΡΗΣ Α. ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 114/2004, 11 Αυγούστου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 114/2004)

 

 11 Αυγούστου, 2006

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΣΩΤΗΡΗΣ  Α.  ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΑΜΥΝΑΣ,

 

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός,  Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Σ. Οικονομίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται η εξής θεραπεία:-

 

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε εγγράφως στο ΓΕΕΦ στις 08/12/2003 και με την οποία προήγαγε τον Γεώργιο Πετάση από 1/10/2003 στο βαθμό του Ταγματάρχη αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

 

 

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκαν Αξιωματικοί με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού με απευθείας διορισμό - (Κ. 6 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2003, (οι «Κανονισμοί») - με βάση την ίδια διαδικασία και από την ίδια ημερομηνία. Το 2003 κατείχαν το βαθμό του Λοχαγού.  Επειδή πληρούσαν τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των Κανονισμών προϋποθέσεις κρίσης, συμπεριλήφθηκαν στη σχετική διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, με την οποία γνωστοποιήθηκαν τα ονόματα των Αξιωματικών που δικαιούνταν να κριθούν από το αρμόδιο για την περίπτωσή τους Συμβούλιο Κρίσεων.

 

Το Συμβούλιο Κρίσεων, με απόφασή του κατά την τακτική σύνοδό του για το έτος 2003, έκρινε, μεταξύ άλλων ομοιόβαθμών τους, και τους δυο ως προακτέους κατ’ εκλογήν και τα ονόματά τους συμπεριλήφθηκαν στον Πίνακα Λοχαγών των Σωμάτων του Στρατού Ξηράς Κριθέντων ως Προακτέων κατ’ Εκλογήν.

 

Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπονται από τους Κανονισμούς, τα ονόματα και των δύο περιλήφθηκαν στον οριστικό Πίνακα Λοχαγών των Σωμάτων του Στρατού Ξηράς Κριθέντων ως Προακτέων κατ’ Εκλογήν.  Σ’ αυτόν, ο αιτητής ήταν πέμπτος σε σειρά αρχαιότητας, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος τέταρτο.

 

Στη συνέχεια, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με επιστολή του, υπέβαλε στον Υπουργό Άμυνας τις προτάσεις του για την κατανομή των κενών θέσεων Αξιωματικών που ήταν δυνατό να πληρωθούν το 2003, από το βαθμό του Συνταγματάρχη μέχρι και το βαθμό του Υπολοχαγού.

 

Ο Υπουργός Άμυνας, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τον Κ. 45 των Κανονισμών και επειδή οι κενές θέσεις που ήταν δυνατό να πληρωθούν ήταν μόνο 21, αποφάσισε όπως αυτές κατανεμηθούν ως ακολούθως: 18 στο Στρατό Ξηράς, 2 στο Ναυτικό και μία στην Αεροπορία.  Οι λοχαγοί που κρίθηκαν προακτέοι ήταν συνολικά 45.

 

Μετά την κατανομή των κενών θέσεων των Αξιωματικών, ο Υπουργός Άμυνας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι διατάξεις του Κ. 46 των Κανονισμών, με απόφασή του ημερομηνίας 26/9/2003, προήγαγε αριθμό Αξιωματικών στον επόμενο βαθμό, από 1/10/2003, ανάλογα με τον αριθμό των κενών θέσεων που θα πληρώνονταν στον κάθε βαθμό, κατά κλάδο και τη διαβάθμιση της κρίσης του κάθε Αξιωματικού.  Στο βαθμό του Ταγματάρχη προάχθηκαν συνολικά 21 Λοχαγοί, από τους 45 που είχαν κριθεί ως προακτέοι κατ’ εκλογήν.  Μεταξύ αυτών δεν συμπεριλαμβάνονταν  αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Μεταγενέστερα, προέκυψε αριθμός κενών θέσεων, μεταξύ των οποίων και μία θέση Ταγματάρχη, την οποία ο Αρχηγός πρότεινε και έγινε δεκτό από τον Υπουργό Άμυνας όπως κατανεμηθεί στα Σώματα του Στρατού Ξηράς.

 

Στη θέση αυτή ο Υπουργός προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος από 1/10/2003, το οποίο στον Οριστικό Πίνακα Λοχαγών Σωμάτων του Στρατού Ξηράς Κριθέντων ως Προακτέων κατ’ Εκλογήν, μετά τις προαγωγές που προηγήθηκαν,  ήταν 1ο σε σειρά αρχαιότητας, ενώ ο αιτητής 2ος.

 

Ο αιτητής, με την προσφυγή του, επικαλείται σειρά νομικών λόγων, οι οποίοι, κατά την εισήγησή του, συνιστούν λόγους ακυρότητας.  Με τη γραπτή του όμως αγόρευση, αυτοί περιορίστηκαν σε τρεις.

 

Με τον πρώτο λόγο, προβάλλει το ανύπαρκτο της Επετηρίδας, η οποία επέδρασε καθοριστικά στην προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους αντί του ιδίου.  Τον ισχυρισμό του αυτό τον στηρίζει στο γεγονός ότι, με το ενδιαφερόμενο μέρος, διορίστηκαν στο στρατό ως Αξιωματικοί μετά τη δημοσίευση της Κ.Δ.Π. 157/91 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, συνεπώς, τα ονόματά τους δεν συμπεριλαμβάνονταν στις Επετηρίδες, που ήταν Παραρτήματα των εν λόγω Κανονισμών.

 

Σύμφωνα με τον Κ. 15(6) των Κανονισμών, (όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 157/91):-

 

«(6)  Οι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων (Τροποποιητικών) Κανονισμών Επετηρίδες των Αξιωματικών εμφαίνονται στα Παραρτήματα Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ και Η των παρόντων Κανονισμών και ενημερώνονται κατάλληλα, ανάλογα με τις εκάστοτε μεταβολές που επέρχονται.»

 

 

 

Ούτε από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης αλλά ούτε και από οποιαδήποτε άλλη διάταξη των Κανονισμών προκύπτει ανάγκη δημοσίευσης των οποιωνδήποτε μεταβολών επέρχονται στις Επετηρίδες των Αξιωματικών μετά το 1991.  Εκείνο το οποίο απαιτείται είναι οι Επετηρίδες να ενημερώνονται ανάλογα με τις μεταβολές και δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν ήταν ενημερωμένες.

 

Στην υπόθεση Παπακυριακού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65, σε σχέση με το ζήτημα της Επετηρίδας, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 69)

 

"Νέα Επετηρίδα εκδόθηκε με την Κ.Δ.Π. 157/91 ημερομηνίας 17 Απριλίου 1991, εκκρεμούσας της εκδίκασης πρωτόδικα της παρούσας υπόθεσης.  Ας σημειωθεί ότι η Κ.Δ.Π. 157/91 - εκδοθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο όπως ορίζει ο νόμος - επέφερε διάφορες τροποποιήσεις στους εν ισχύι κανονισμούς ανάμεσα στις οποίες και αντικατάσταση του Καν. 15(6) της Κ.Δ.Π. 90/90 ο οποίος αφορούσε την Επετηρίδα.  Το αποτέλεσμα αυτής της αντικατάστασης ήταν το εξής:  Ενώ με το προηγούμενο καθεστώς οι Επετηρίδες καταρτίζονταν και ετηρούνταν από το αρμόδιο Υπουργείο, με το νέο καθεστώς οι Επετηρίδες τέθηκαν πλέον ως μέρος των ιδίων των Κανονισμών, ενσωματωμένες σε αυτούς ως παραρτήματα παρότι η ενημέρωσή τους, ανάλογα με τις εκάστοτε μεταβολές, θα συνέχιζε όπως και προηγουμένως."

 

 

 

Ένας άλλος λόγος ακυρότητας που προβάλλεται είναι ότι δεν υπάρχει επικύρωση των Πινάκων των κριθέντων για προαγωγή, όπως προβλέπεται από τον Κ. 42(1) των Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 90/90):-

 

«42. - (1)  Με βάση την κατά την παράγραφο (2) του Κανονισμού 40 απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Ανώτατου Συμβουλίου Κρίσεων οι κριθέντες Αξιωματικοί αναγράφονται σε αντίστοιχους πίνακες, οι οποίοι, αφού υπογραφούν από τον Πρόεδρο και τα μέλη του, υποβάλλονται αυτοί του Συμβουλίου Κρίσεων στον Υπουργό για κύρωση και αυτοί του Ανώτατου Συμβουλίου Κρίσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο για κύρωση:

 

Νοείται ότι συντάσσονται ξεχωριστοί πίνακες προακτέων κατ’ εκλογήν, προακτέων κατ’ αρχαιότητα και παραμενόντων στον ίδιο βαθμό, κατά βαθμό και κατά Κλάδο οι οποίοι και καθορίζουν τη νέα σειρά τους στην Επετηρίδα, εφόσο προαχθούν:»

 

 

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, για να καταδείξουν το ανεδαφικό του πιο πάνω ισχυρισμού, επεσύναψαν στη γραπτή τους αγόρευση τα Παραρτήματα Γ και Δ.  Πρόκειται για την Απόφαση του Υπουργού Άμυνας για κύρωση των Πινάκων των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που κρίθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του για το έτος 2003 και Πίνακα Λοχαγών Σωμάτων του Στρατού Ξηράς Κριθέντων ως Προακτέων κατ’ Εκλογήν.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Τα παραρτήματα Γ και Δ βεβαιώνουν ότι  δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη, όπως εισηγείται ο αιτητής.  Ανεξάρτητα, άλλωστε, από τα πιο πάνω, όπως ορθά υπέδειξε το ενδιαφερόμενο μέρος, η κύρωση των Πινάκων αποτελεί προϋπόθεση σύνταξης του οριστικού Πίνακα των κριθέντων για προαγωγή - (Τεκμήριο 2 στην ένσταση).

 

Τελευταίος λόγος που προβάλλεται για ακύρωση είναι η πλάνη ως προς την καταλληλότητα του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους.  Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, ισχυρίζεται ο αιτητής, ήταν αποτέλεσμα εφαρμογής του Κ. 14(2)(β) των Κανονισμών, ο οποίος, όμως,  δεν τυγχάνει εφαρμογής, αφού δεν υπάρχει απόφαση, από την οποία να προκύπτει ότι καθορίστηκε η σειρά καταλληλότητας του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, όπως και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε αρχαιότητα.  Δεν υπάρχει κοινός κατάλογος και τούτο επειδή παρακάθισαν σε διαφορετικές εξετάσεις - (ο αιτητής ανήκει στο Σώμα Υλικού Πολέμου ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος στο Δικαστικό Σώμα) - και δεν μπορούσε να γίνει σύγκριση μεταξύ τους, στη βάση της βαθμολογίας που εξασφάλισαν.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

 

Η αρχαιότητα του Αξιωματικού σε κάθε βαθμό προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ. 14 των Κανονισμών, από την ημερομηνία του διορισμού ή της προαγωγής του στο βαθμό αυτό.  Τηρουμένης της διάταξης αυτής, η αρχαιότητα του Αξιωματικού που διορίζεται με απευθείας διορισμό, δηλαδή με βάση τις διατάξεις του Κ. 6  των Κανονισμών, όπως είναι η περίπτωση του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους στην παρούσα προσφυγή, καθορίζεται με βάση τη σειρά καταλληλότητας, στην οποία κατατάσσεται από ειδική επιτροπή επιλογής που προβλέπεται στον Κανονισμό αυτό.

 

Σύμφωνα με τα πρακτικά της Ειδικής Επιτροπής Επιλογής, που είχε συσταθεί το έτος 1991 για να κατατάξει τους υποψηφίους για πρόσληψη στις δυο κενές θέσεις που προκηρύχτηκαν για το Δικαστικό Σώμα και για το Σώμα Υλικού Πολέμου σε σειρά καταλληλότητας, προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ψηλότερη τελική βαθμολογία από τον αιτητή.  Συγκεκριμένα, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε βαθμολογία 96, ενώ ο αιτητής είχε βαθμολογία 90.

 

 

Τα Τεκμήρια 9 και 10 στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση αποτελούν κείμενο απόφασης, από το οποίο προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε σειρά καταλληλότητας του αιτητή.  Η καταλληλότητά τους προκύπτει από τη βαθμολογία τους και, εφόσον και οι δύο ανήκουν στην ίδια Επετηρίδα - (Επετηρίδα των Αξιωματικών Σωμάτων Στρατού Ξηράς) - ορθά, στη βάση της βαθμολογίας, τοποθετήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος ως αρχαιότερος. Το γεγονός ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος δεν περιλαμβάνονται σε κοινό κατάλογο δεν επηρεάζει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφού και οι δύο αξιολογήθηκαν από την ίδια Επιτροπή, αυτή του Κ. 6(3) των Κανονισμών, στη βάση των ιδίων κριτηρίων. 

 

Ο γενικός ισχυρισμός του αιτητή ότι, σύμφωνα με πάγια τακτική ή και εσωτερικούς Κανονισμούς του Στρατού, το Σώμα Υλικού Πολέμου προηγείται, από πουθενά δεν υποστηρίζεται, ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω συζήτηση.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                              Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π, /ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο