ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 697/2004, 701/2004, 775/2004, 2 Οκτωβρίου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 697/2004, 701/2004, 775/2004)

 

 

2 Οκτωβρίου, 2006

 

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

(Υπόθεση Αρ. 697/2004)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

                                    Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                    Καθ΄ ης η αίτηση.

 

 

 

 (Υπόθεση Αρ. 701/2004)

 

ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΕΣΙΗΤΗ,

                                    Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                    Καθ΄ ης η αίτηση.

 

 

 

 (Υπόθεση Αρ. 775/2004)

 

ΜΑΡΙΝΑ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

                                    Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                    Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην υπόθεση 697/2004.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην υπόθεση 701/2004.

Ε. Χρυσοστομίδου, για την Αιτήτρια στην υπόθεση 775/2004.

Λ. Ουστά, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Κ. Κενεβέζος, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής και οι αιτήτριες στις παρούσες προσφυγές προσβάλλουν την απόφαση ημερ. 5.4.04 της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής ΕΔΥ) με την οποία διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη (1) Αντρέα Αντωνιάδη, (2) Μαρία Παύλου – Γεωργίου, (3) Φίλιππο Κατράνη, (4) Δημήτρη Μαυρομμάτη, (5) Στέλλα Μολέσκη, (6) Χριστίνα Παραδεισιώτη, (7) Μιχάλη Τσαγκάρη, (8) Σταύρη Ττόφα, (9) Μάριο Χατζηδαμιανού και προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος (10) Σταύρο Γ. Σταύρου στη μόνιμη θέση Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο από την 1.6.04. Σε κάποιο στάδιο η προσφυγή αρ. 701/04 εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 4, 5, 7, 8 και 9 αποσύρθηκε και παρέμεινε μόνο εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3, 6 και 10. Οι προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν έχουν κοινό πραγματικό υπόβαθρο το οποίο συνοψίζεται πιο κάτω.

 

Η διαδικασία επιλογής ανάμεσα στις 364 αιτήσεις των υποψηφίων, ξεκίνησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία σύστησε ως καταλληλότερους για τις υπό πλήρωση θέσεις 40 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους αιτητές, εξαιρουμένου του αιτητή στην προσφυγή αρ. 697/04. Οι προσοντούχοι υποψήφιοι κλήθηκαν να παρακαθίσουν σε γραπτές εξετάσεις  σε τέσσερα θέματα (γλωσσική ικανότητα, διαγραμματική ικανότητα, αναλυτική σκέψη, αριθμητική ικανότητα). Είχε προαποφασιστεί και ανακοινωθεί στους υποψήφιους ότι η σχετική βαρύτητα, όσον αφορά τη συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων, θα ήταν 60% για την γραπτή εξέταση, 35% για την προφορική εξέταση και 5% για την κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή «της διετούς λογιστικής/ελεγκτικής πείρας μετά από την απόκτηση του επαγγελματικού προσόντος». Ανάμεσα στους υποψήφιους που συγκέντρωσαν τουλάχιστον 65 μονάδες στη γραπτή εξέταση και πέρασαν στην επόμενη φάση της προφορικής εξέτασης ήταν τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη που εξασφάλισαν  την ακόλουθη σειρά κατάταξης σύμφωνα με τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης:

 

Ονομα υποψηφίου

Αποτέλεσμα

γραπτής εξέτασης

Βαθμολογία

προφορικής  εξέτασης

Γιώργος Θεοδώρου

Αιτητής στην υπόθεση 687/04

45ος

Πολύ Καλός – 17

Μαρία Χριστίνα Μεσιήτη

Αιτήτρια στην υπόθεση 701/2004

13η

Σχεδόν Εξαίρετη – 29

Μαρίνα Θεοχάρους

Αιτήτρια στην υπόθεση 775/2004

58η

Εξαίρετη – 31

Αντρέας Αντωνιάδης

Ενδιαφερόμενο Μέρος 1

30ος

Εξαίρετος – 34

Μαρία Παύλου-Γεωργίου

Ενδιαφερόμενο Μέρος 2

74η

Εξαιρετική – 31

Φίλιππος Κατράνης

Ενδιαφερόμενο Μέρος 3

41ος

Εξαίρετος – 35

Δημήτρης Μαυρομμάτης

Ενδιαφερόμενο Μέρος 4

6ος

Σχεδόν Εξαίρετος – 29

Στέλλα Μολέσκη

Ενδιαφερόμενο Μέρος 5

Σχεδόν Εξαίρετη – 29

Χριστίνα Παραδεισιώτη

Ενδιαφερόμενο Μέρος 6

34η

Σχεδόν Εξαίρετη – 29

Μιχάλης Τσαγκάρης

Ενδιαφερόμενο Μέρος 7

12ος

Σχεδόν Εξαίρετος – 30

Σταύρη Ττόφα

Ενδιαφερόμενο Μέρος 8

10η

Πάρα Πολύ Καλή – 24

Μάριος Χατζηδαμιανού

Ενδιαφερόμενο Μέρος 9

4ος

Σχεδόν Εξαίρετος – 26

Σταύρος Γ. Σταύρου

Ενδιαφερόμενο Μέρος 10

67ος

Εξαίρετος – 33

 

 

Οι υποψήφιοι στη συνέχεια, υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση  και η αξιολογική κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση τους αιτιολογήθηκε και αποτιμήθηκε με αντίστοιχη βαθμολογία, η οποία αναφέρεται  στον πιο πάνω πίνακα.

 

Ακολούθως η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στη συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα προκαθορισμένα κριτήρια και τους κατέταξε με βάση τη συνολική τους βαθμολογία σε πίνακα προτεραιότητας. Η αξιολόγηση των διαδίκων είχε ως εξής:

 

«(Α/Α 73) Θεοδώρου, Γιώργος : Καλός (βαθμ. 63.7) (Αιτητής στην 697/04)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως πολύ καλός με βαθμολογία 17. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 41,7 με κατάταξη 45ος στις εξετάσεις. Κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Arts in Accounting and Finance  από το 1993. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 2 Οκτωβρίου 1997.

 

(Α/Α 165) Μεσιήτη, Μαρία-Χριστίνα : Σχεδόν Εξαίρετη (Βαθμ. 75,4) (Αιτήτρια στην 701/04)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη με βαθμολογία 29. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία της ήταν 46,4 με κατάταξη στις εξετάσεις 13η. Κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Science in Business, Finance and Economics από το 1996. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Master of Science in Accounting and Finance από το 1997. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 15 Οκτωβρίου 2001. Οι υπηρεσιακές της εκθέσεις κατά τα τέσσερα εξάμηνα της δοκιμαστικής της περιόδου είχαν την αξιολόγηση : 6ΠΙ, 6ΠΙ, 6ΠΙ, 6ΠΙ. Οι υπηρεσιακές της εκθέσεις κατά τα τελευταία δύο χρόνια είχαν την εξής αξιολόγηση: 7Ε 1Δ/Ε, 4Ε 4ΠΙ.

 

(Α/Α Θεοχάρους, Μαρίνα : Σχεδόν Εξαίρετη (Βαθμ. 76.2) (Αιτήτρια στην 775/04)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως εξαίρετη με βαθμολογία 31. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία της ήταν 40,2 με κατάταξη 58η στις εξετάσεις. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Master in Business Administration από το 2003. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 17 Απριλίου 2001. Οι υπηρεσιακές της εκθέσεις κατά τα τέσσερα εξάμηνα της δοκιμαστικής της περιόδου είχαν την αξιολόγηση : 6ΠΙ, 6ΠΙ, 6ΠΙ, 6ΠΙ. Οι υπηρεσιακές της εκθέσεις κατά τα τελευταία δύο χρόνια είχαν την εξής αξιολόγηση : 7Ε 1Δ/Ε, 7Ε 1 Δ/Ε.

 

(Α/Α 16) Αντωνιάδης, Ανδρέας : Σχεδόν Εξαίρετος (Βαθμ. 77.5) (Ενδ. Μέρος 1)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως εξαίρετος με βαθμολογία 34. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 43.5 με κατάταξη 30ος. Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τη 1η Φεβρουαρίου 2003. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Economic and Social Studies in Accounting and Finance and Economic Studies από το 1998.

 

(Α/Α 45) Γεωργίου-Παύλου, Μαρία : Πάρα Πολύ Καλή (βαθμ. 70) (Ενδ. Μέρος 2)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως εξαίρετη με βαθμολογία 31. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία της ήταν 39.0 με κατάταξη 74 στις εξετάσεις. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. είναι κάτοχος πτυχίου Οικονομικών Επιστημών από το 1995. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

 

(Α/Α 104) Κατράνης, Φίλιππος : Σχεδόν Εξαίρετος (Βαθμ. 76,8) (Ενδ. Μέρος 3)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως εξαίρετος με βαθμολογία 35. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 41,8 με κατάταξη στις εξετάσεις 41ος. δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων-Λογιστική από το 1999. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 17 Σεπτεμβρίου 2002.

 

(Α/Α 159) Μαυρομμάτης, Δημήτρης : Σχεδόν Εξαίρετος (Βαθμ. 77,5) (Ενδ. Μέρος 4)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετος με βαθμολογία 29. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 48,5 με κατάταξη στις εξετάσεις 6ος. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Science with First Class Honours in Actuarial Science από το 1998. Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τη 1η Αυγούστου 2002.


 

(Α/Α 176) Μολέσκη, Στέλλα : Εξαίρετη (Βαθμ. 84,6) (Ενδ. Μέρος 5)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη με βαθμολογία 29. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία της ήταν 55,6 με κατάταξη στις εξετάσεις 1η. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Arts in Economic and social Studies, Accounting and Finance από το 1998. Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τη 1η Ιουλίου 2002.

 

(Α/Α 220) Παραδεισιώτη, Χριστίνα : Σχεδόν Εξαίρετη (Βαθμ. 76,8) (Ενδ. Μέρος 6)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη με βαθμολογία 29. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία της ήταν 42,8 με κατάταξη στις εξετάσεις 34η. Κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 16 Νοεμβρίου 1998.

 

(Α/Α 298) Τσαγκάρης, Μιχάλης : Σχεδόν Εξαίρετος (Βαθμ. 76, 6) (Ενδ. Μέρος 7)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετος με βαθμολογία 30. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 46,6 με κατάταξη στις εξετάσεις 12ος. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων-Λογιστική από το 1998. Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τη 1η Ιανουαρίου 2002.

 

(Α/Α 305) Ττόφα, Σταύρη : Σχεδόν Εξαίρετη (Βαθμ. 75,8) (Ενδ. Μέρος 8)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως πάρα πολύ καλή με βαθμολογία 24. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία της ήταν 46,8 με κατάταξη στις εξετάσεις 10η. Κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Science with Honours in Management Sciences, Class Two, Division Two από το 1996. Είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants από τις 15 Οκτωβρίου 1999.

 

(Α/Α 330) Χατζηδαμιανού, Μάριος : Σχεδόν Εξαίρετος (Βαθμ. 76,4) (Ενδ. Μέρος 9)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετος με βαθμολογία 26. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 50,4 με κατάταξη στις εξετάσεις 4ος. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Arts with Honours, Second Class, Division Two, in Economic and Social Studies specializing in Accounting and Finance από το 1998. Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τη 1η Μαρτίου 2002.

 

(Α/Α 281) Σταύρου, Σταύρος : Πάρα Πολύ Καλός (Βαθμ. 72,5) (Ενδ. Μέρος 10)

Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως εξαίρετος με βαθμολογία 33. Στη γραπτή εξέταση η σταθμισμένη βαθμολογία του ήταν 39,5 με κατάταξη στις εξετάσεις 67ος. Δεν κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς ελεγκτικής/λογιστικής πείρας. Είναι μέλος του Association of Chartered Accountants από τις 15 Οκτωβρίου 2001. Είναι κάτοχος πτυχίου Bachelor of Business Administration (cum laude) in Accounting από το 1997. Είναι μέλος του Institute of Chartered Accountants in England and Wales από τη 1η Ιουλίου 2002.»

 

Ο αιτητής στη 697/04 κατετάγη 43ος στη συνολική κατάταξη και δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των συστηνομένων προς την ΕΔΥ. Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 24.3.04 έλαβε γνώση επιστολής του συγκεκριμένου αιτητή με την οποία ζητούσε να περιληφθεί στους υποψηφίους που θα υποβάλλονταν σε προφορική εξέταση ενώπιον της. Η ΕΔΥ δεν τον συμπεριέλαβε στον τελικό κατάλογο με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω καθώς και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι το αίτημα του Θεοδώρου Γεώργιου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέλαβε στον προκαταρκτικό κατάλογο, που στη συνέχεια κλήθηκαν για να προσέλθουν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, 40 υποψηφίους που πληρούσαν τα προκαθορισμένα κριτήρια. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι υποψήφιοι, του Θεοδώρου Γεωργίου περιλαμβανομένου, είχαν ενημερωθεί για τη βαρύτητα των κριτηρίων αυτών και προσήλθαν στις διαδικασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς επιφύλαξη.»

 

 

Η ΕΔΥ, αφού ενέκρινε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δέχτηκε τους υποψηφίους του τελικού καταλόγου σε προφορική εξέταση κατά την οποία είχε κληθεί να παραστεί και ο Γενικός Λογιστής προκειμένου να δώσει σύσταση.  Ο Γενικός Λογιστής αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση τους ως ακολούθως:

 

«ΜΕΣΙΗΤΗ Μαρία-Χριστίνα: (Αιτήτρια στην 701/04) Πολύ καλή. Πολύ καλό το επίπεδο γνώσεών της για θέματα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Εδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις σε αρκετές ερωτήσεις, σε μερικές, όμως, παρουσίασε αδυναμία. Κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ήταν αβέβαιη και διστακτική. Αρκετά καλή χρήση της γλώσσας. Εχει ευχάριστη προσωπικότητα.

 

ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ Μαρίνα: (Αιτήτρια στην 775/04) Πολύ καλή. Διαθέτει ευρείες εμπειρίες σχετικές με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Οι απαντήσεις της, όμως, στις διάφορες ερωτήσεις που τέθηκαν, αν και ήταν αρκετά καλές, δεν ήταν ολοκληρωμένες. Μερικές από τις απαντήσεις της τις χαρακτήριζε η γενικολογία. Αν χρησιμοποιούσε λιγότερες Αγγλικές εκφράσεις στην προφορική εξέταση θα ήταν καλύτερη. Είναι ήρεμη, ψύχραιμη και έχει αυτοπεποίθηση.

 

ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ Ανδρέας: (Ενδ. Μέρος 1) Εξαίρετος. Με σοβαρότητα και αυτοπεποίθηση απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που τέθηκαν και ικανοποίησε απόλυτα με τις εξαίρετες γνώσεις του. Εχει εμπειρίες από τον ιδιωτικό τομέα, κριτική ικανότητα και οι απόψεις του είναι σαφείς και πλήρεις. Χειρίζεται τη γλώσσα με άνεση. Είναι ψύχραιμος, ήρεμος, με ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΠΑΥΛΟΥ Μαρία: (Ενδ. Μέρος 2) Εξαίρετη. Απάντησε εξαιρετικά καλά στις διάφορες ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Βλέπει τα θέματα σφαιρικά, έχει γλωσσική επάρκεια και επικοινωνεί με σιγουριά και πειστικό τρόπο. Εχει συγκροτημένη σκέψη και αυτοπεποίθηση. Ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

 

ΚΑΤΡΑΝΗΣ Φίλιππος: (Ενδ. Μέρος 3) Εξαίρετος. Αξιοποιεί πολύ αποτελεσματικά τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Προβαίνει σε σφαιρική θεώρηση των θεμάτων, τα παρουσιάζει με κριτική διάθεση και αιτιολογεί τις θέσεις του με πειστικότητα. Σε πολύ ψηλό επίπεδο βρίσκεται η γλωσσική του επάρκεια. Είναι σοβαρός και γενικά είναι ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

 

ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ Δημήτρης: (Ενδ. Μέρος 4). Εξαίρετος. Με άνεση, αυτοπεποίθηση και ευχέρεια λόγου έπεισε με τις απαντήσεις του για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεών του σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Αντικρίζει τα θέματα σφαιρικά και με ευθυκρισία. Οι απαντήσεις του ήταν ολοκληρωμένες και πλήρως αιτιολογημένες. Είναι σοβαρός με συγκροτημένη προσωπικότητα.

 

ΜΟΛΕΣΚΗ Στέλλα: (Ενδ. Μέρος 5) Εξαίρετη. Οι απαντήσεις που έδωσε στις διάφορες ερωτήσεις που της τέθηκαν ήταν εξαίρετες. Βλέπει τα θέματα σφαιρικά και με ευθυκρισία, αιτιολογεί πλήρως τις θέσεις της με εύστοχα πάντοτε επιχειρήματα. Εχει γλωσσική επάρκεια και γι΄ αυτό επικοινωνεί με άνεση και σιγουριά. Είναι ευγενής και έχει αυτοπεποίθηση.

 

ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗ Χριστίνα: (Ενδ. Μέρος 6) Εξαίρετη. Οι γνώσεις και οι εμπειρίες της στον ιδιωτικό τομέα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης είναι εξαίρετες. Βλέπει τα θέματα σφαιρικά, τα αναλύει και με ορθά πάντοτε επιχειρήματα τεκμηριώνει απόλυτα τις θέσεις της. Στις απαντήσεις της τη βοήθησε πολύ η γλωσσική της επάρκεια και ευγλωττία. Είναι ήρεμη, ψύχραιμη και έχει αυτοπεποίθηση.

 

ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ Μιχάλης: (Ενδ. Μέρος 7) Εξαίρετος. Οι απαντήσεις του στα ερωτήματα που του τέθηκαν σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης ήταν απόλυτα ορθές και πλήρως ολοκληρωμένες. Επικοινωνεί με σιγουριά και άνεση. Τεκμηριώνει τις θέσεις του με εύστοχα επιχειρήματα. Ανετη χρήση της γλώσσας. Είναι σοβαρός, ώριμος και έχει αυτοπεποίθηση.

 

ΤΤΟΦΑ Σταύρη: (Ενδ. Μέρος 8) Εξαίρετη. Αξιοποιεί πολύ αποτελεσματικά τις γνώσεις και τις εμπειρίες της. Προβαίνει σε σφαιρική θεώρηση των θεμάτων, τα διερευνά με κριτική διάθεση και αιτιολογεί τις θέσεις της με πειστικότητα και ισχυρή επιχειρηματολογία. Εχει άνεση στη χρήση της γλώσσας. Είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα με αυτοπεποίθηση.

 

ΧΑΤΖΗΔΑΜΙΑΝΟΥ Μάριος: (Ενδ. Μέρος 9) Εξαίρετος. Εχει υψηλού επιπέδου κατάρτιση σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Με ευγλωττία και άριστη γλώσσα εξέθεσε τις απόψεις του, τις οποίες τεκμηρίωσε κατά τρόπο εξαίρετο και πειστικό. Οι απαντήσεις του διακρίνονταν για την ακρίβεια και σαφήνειά τους. Είναι σοβαρός με ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ Σταύρος: (Ενδ. Μέρος 10) Εξαίρετος. Εχει πλούσιες εμπειρίες και γνώσεις (από τον κρατικό τομέα όπου υπηρετεί) σχετικές με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Βλέπει τα θέματα σφαιρικά, τα αναλύει από όλες τις πλευρές και δικαιολογεί τις θέσεις του με πειστικά επιχειρήματα. Διαθέτει ευχέρεια λόγου και επικοινωνεί με άνεση. Είναι ώριμος, με αυτοπεποίθηση.»

 

 

 

Η ΕΔΥ ακολούθως σύγκρινε τους υποψηφίους λαμβάνοντας υπόψη τα προσόντα τους και τα λοιπά στοιχεία των αιτήσεων, τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους για τους δημοσίους υπαλλήλους, την απόδοση των υποψηφίων στη προφορική εξέταση τόσο ενώπιον της όσο και ενώπιον της Συμβουλευτικής καθώς και τη σύσταση του Γενικού Λογιστή. Έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των υπόλοιπων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει διορισμό/προαγωγή στην επίδικη θέση. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι αιτητές ήταν κάτοχοι του πλεονεκτήματος, ενώ από τα ενδιαφερόμενα μέρη το κατείχαν μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη   6 και 8. Η ΕΔΥ αιτιολόγησε παρόλα αυτά την επιλογή τους ως εξής:

 

«Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι οι 14 από τους υποψηφίους που δεν επιλέγηκαν διαθέτουν το πλεονέκτημα, το οποίο δε διαθέτουν ορισμένοι υποψήφιοι που επιλέγηκαν, αλλά σημείωσε ότι οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν σε πολύ υψηλότερο από αυτούς επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση (Εξαίρετος έναντι των Καλών ή Πολύ καλών εν λόγω υποψηφίων) και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Λογιστή.

 

Τέλος η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι τόσο οι επιλεγέντες, με εξαίρεση την Παραδεισιώτη Χριστίνα, για την οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά πιο κάτω, όσο και ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν διαθέτουν πανεπιστημιακά διπλώματα, τα οποία είναι όλα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Σ΄ ό,τι αφορά την υποψήφια Παραδεισιώτη Χριστίνα, η οποία επιλέγηκε και δε διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, αξιολογήθηκε σε υψηλό επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και, επιπλέον, έχει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Λογιστή.»

 

 

Με τις προσφυγές οι αιτητές έθεσαν και προώθησαν ζητήματα σε σχέση τόσο με την διαδικασία στη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και με τον τρόπο με τον οποίο η ΕΔΥ στάθμισε τα δεδομένα αποδίδοντας μεγάλη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Ολοι οι αιτητές βάλλουν κατά του χαμηλού ποσοστού μονάδων που δόθηκαν στο πλεονέκτημα και κατά της αιτιολογίας  των αποτελεσμάτων των συνεντεύξεων. 

 

Προσφυγή αρ. 697/04

 

Οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο αιτητής ανάγονται στο στάδιο πριν από τον αποκλεισμό του, αφού δεν ήταν στη λίστα των 40 προσώπων που συστήθηκαν για τη ΕΔΥ. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ δεν ερεύνησε δεόντως το αίτημα του να συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο, εξηγώντας περαιτέρω γιατί η προφορική συνέντευξη αποτέλεσε το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής και γιατί ο ίδιος που κατείχε το πλεονέκτημα, ενώ είχε αποδώσει εξαιρετικά και στα γραπτά, αποκλείστηκε. Επικαλείται τη δυνατότητα της ΕΔΥ να δεχθεί ενώπιον της πολλαπλάσιο αριθμό υποψηφίων από αυτό που προτείνει η Συμβουλευτική δυνάμει του άρθρου 34(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

 

 Ο αιτητής, αναφορικά με το πλεονέκτημα, παραπονείται ότι δεν ήταν νόμιμη ή λογική η αριθμοποίηση του ως κριτηρίου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, παρακάμπτοντας έτσι την ανάγκη της ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του. Στην Κουντούρη κ.α. ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 1436/99 κ.α., ημερ. 22.5.2001, ο Νικολάου Δ. αποφάσισε ότι η μη θεσμικά προβλεπόμενη αριθμοποίηση κριτηρίων είναι επιτρεπτή αλλά ότι η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σ΄ αυτά ελέγχεται, όπως σε κάθε περίπτωση. (Βλ. επίσης Μ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 9/2003, ημερ. 28.3.2005) Διαφοροποιείται η περίπτωση αριθμοποίησης των επιπλέον προσόντων των μη προβλεπομένων από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης.

 

 Αυτή η άποψη επικροτήθηκε κατ΄ έφεση: βλ. Ελισσαίου ν. Α.Η.Κ. (2004) 3 ΑΑΔ 412. Στην προκείμενη περίπτωση, παρουσιάζεται πρόβλημα εξ αιτίας της συμπερίληψης του πλεονεκτήματος στην αριθμοποίηση, χωρίς μάλιστα αιτιολόγηση για την αποτίμηση του με μόνο 5 μονάδες όταν για τη μη επιλογή υποψηφίου που διαθέτει πλεονέκτημα χρειάζεται, σύμφωνα με τη νομολογία, ειδική αιτιολογία λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του. Δεν παραγνωρίζω βέβαια το γεγονός ότι το διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται στα στοιχεία κρίσης. Όμως αυτή η βαρύτητα πρέπει να αντικατοπτρίζει και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε συνδυασμό με τη φύση των καθηκόντων της θέσης. Ο πυρήνας της θέσης δεν ήταν τα διοικητικά αλλά τα λογιστικά καθήκοντα, στην άσκηση των οποίων όπως ρητά εξειδικεύει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, η διετής λογιστική /ελεγκτική πείρα ως πλεονέκτημα, είχε βαρύνουσα σημασία. Επίσης οι γραπτές εξετάσεις που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική, αν και αναδεικνύονται από τη νομολογία σε αντικειμενικό μέσο αξιολόγησης κάποιων ικανοτήτων ή γνώσεων των υποψηφίων και παρά το ότι προκαθορίστηκε η βαρύτητα τους στο 60% της αξιολόγησης, η ΕΔΥ δεν φαίνεται να συνυπολόγισε την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές στο στάδιο του τελικού καταλόγου, ενώ έλαβε σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων που διεξήχθησαν επίσης από τη Συμβουλευτική.

 

Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς ο αιτητής που κατετάγη 45ος στα γραπτά με βαθμολογία 41,7 και κατείχε και το πλεονέκτημα δεν συστήθηκε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 2 που κατετάγη 74η (βαθμολογία 39) και του ενδιαφερόμενου μέρους 10 που κατετάγη 67ος (βαθμολογία 39,5) και δεν διέθεταν το πλεονέκτημα. Διαπιστώνω ότι εν προκειμένω η αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος σε 5 μόνο μονάδες, πέραν του ότι στερείται νομικού ερείσματος, επέδρασε καταλυτικά στον αποκλεισμό του αιτητή από το short list και δυσμενώς στη συγκριτική αξιολόγηση του τουλάχιστον έναντι των δυο συγκεκριμένων ενδιαφερομένων μερών, δεδομένου ότι αυτός συγκέντρωσε συνολική βαθμολογία 63,7 έναντι 70 και 72,5 των ενδιαφερομένων μερών 2 και 10 αντίστοιχα.

 

Η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ δυνάμει του άρθρου 33(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου μπορεί να ασκηθεί θετικά για υποψηφίους που διέθεταν το πλεονέκτημα ή διακρίθηκαν στις γραπτές εξετάσεις από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως είναι ο αιτητής. (Δρ Ιωάννης Αγγελή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Δρ Σωτήρης Καλογήρου ν. Δημοκρατίας Υποθ. αρ. 1035/98 ημερ. 26.1.2000). Το γεγονός επίσης ότι η διαφορά του αιτητή στην τελική κατάταξη από τον τελευταίο υποψήφιο που προτάθηκε από τη Συμβουλευτική στον προκαταρκτικό κατάλογο ήταν μικρή αφού ο αιτητής (43ος) συγκέντρωνε βαθμολογία 63.7 ενώ ο 40ος μόλις 67, θα έπρεπε να προβληματίσει την ΕΔΥ.

 

Η ΕΔΥ περιορίστηκε να υιοθετήσει αυτούσια τη βαθμολόγηση των κριτηρίων που εφάρμοσε η Συμβουλευτική, θεωρώντας ότι εφόσον ο αιτητής είχε ενημερωθεί για τη βαρύτητα των κριτηρίων εκ των προτέρων και προσήλθε στη διαδικασία ανεπιφύλαχτα, δεν δικαιούται να παραπονείται εκ των υστέρων για τη μη συμπερίληψη του στον κατάλογο. Ωστόσο η συμμετοχή του αιτητή στη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους έστω και αν ήταν ενημερωμένος για τη βαρύτητα των κριτηρίων, δεν του αποστερεί τη δυνατότητα να θέτει θέμα  παρανομίας στον τρόπο βαθμολόγησης του πλεονεκτήματος ή αξιολόγησης της απόδοσης του στις γραπτές εξετάσεις. Δεν είναι εξάλλου λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στην διαδικασία αξιολόγησης του με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία. Δεν θεωρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής εδώ προσκρούουν με οποιοδήποτε τρόπο στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.  

 

Προσφυγή 701/2004

 

Πριν ασχοληθώ με τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν, σημειώνω μόνο για σκοπούς αναφοράς ότι στο Παράρτημα Ν και Ν1 της ένστασης, όπου καταγράφονται η γενική αξιολόγηση και η  κατάταξη κατά σειρά συνολικής βαθμολογίας των υποψηφίων, εκ παραδρομής,  δεν πιστώθηκαν στην αιτήτρια οι 5 μονάδες για την κατοχή του πλεονεκτήματος.  Ωστόσο, δεν εγείρεται από το δικηγόρο της αιτήτριας, οπότε και δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω.

 

Εξαρχής πρέπει να αναφέρω ως αξιοσημείωτο και καθολικό γεγονός  ότι συγκρίνοντας την απόδοση των υποψηφίων στις γραπτές εξετάσεις με αυτή στις συνεντεύξεις τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ, σε πολλές περιπτώσεις αυτές είναι αντιστρόφως ανάλογες. (Βλ. Παράρτημα 1 στην αγόρευση της καθ’ ης η αίτηση). Δηλαδή όσοι υποψήφιοι εξασφάλισαν ψηλότερη βαθμολογία στα γραπτά είχαν μειωμένη απόδοση στα προφορικά και ανάποδα. Η αιτήτρια στις γραπτές εξετάσεις κατετάγη 13η (77.4%) υπερέχοντας εμφανώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 1 που κατετάγη 30ος (72.52%), του ενδιαφερόμενου μέρους 2 που κατετάγη 74η (65.05%), του ενδιαφερόμενου μέρους 3 που κατετάγη 41ος (69.73%), του ενδιαφερόμενου μέρους 6 που κατετάγη 34η (71.3%) και του  ενδιαφερόμενου μέρους 10 που κατετάγη 67ος (65.77%). Η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη τονίσει τη σημασία των γραπτών εξετάσεων ως ασφαλή δείκτη της αξίας των υποψηφίων. (Αναστασιάδου-Vantieghem ν. Δημοκρατίας (1994) 4(Β) ΑΑΔ 959, Μιχαηλίδου Χρυστάλλα ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Α) ΑΑΔ 263).

 

Στις συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ η αιτήτρια χαρακτηρίστηκε ως σχεδόν εξαίρετη (29) και πολύ καλή αντιστοίχως έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 1 - εξαίρετος (34), του ενδιαφερόμενους μέρους 2 - εξαίρετη (31), του ενδιαφερόμενου μέρους 3 -εξαίρετος (35), του ενδιαφερόμενου μέρους 6 - σχεδόν εξαίρετη (29) και εξαίρετη αντίστοιχα, και του ενδιαφερόμενου μέρους 10 - εξαίρετος (35).

 

Είναι επίσης γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα, ενώ από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος  6 το διέθετε. Η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, αν και δεν απαιτείτο από το νόμο να είναι αιτιολογημένη, ωστόσο η αξία της ως μη αιτιολογημένης δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις η σύσταση μοιάζει αυθαίρετη. (Γερμανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 805/99 ημερ. 22.5.01). Φαίνεται λοιπόν ότι οι εντυπώσεις από τις προφορικές συνεντεύξεις ανάγονται στο κριτήριο που αποτέλεσε τον καθοριστικό δείκτη επιλογής για την ΕΔΥ, αφού αποτέλεσαν και την αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Η νομολογία ωστόσο, έχει δεχθεί ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος. (Δημοκρατία κ.α. ν. Γερμανού κ.α., ΑΕ 3242 και 3254, ημερ. 21.3.05).

 

 Εγείρεται επομένως ως θέμα, το κατά πόσο η διαφορά στην εντύπωση που απεκόμισαν η Συμβουλευτική και η ΕΔΥ ήταν τέτοια που  μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητικό λόγο προτίμησης των ενδιαφερομένων μερών.

 

Τα σχόλια για την απόδοση της αιτήτριας στη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής ήταν τα ακόλουθα:

 

«Μεσιήτη Μαρία – Χριστίνα: Σχεδόν εξαίρετη (βαθμ. 29). Διακρίνεται για ευστροφία πνεύματος, υψηλού επιπέδου κριτική ικανότητα, αποφασιστικότητα και υπευθυνότητα. Είναι άριστα καταρτισμένη στο γνωστικό αντικείμενο. Διατυπώνει τις σκέψεις της με ευχέρεια και σαφήνεια, και τις τεκμηριώνει με επιστημονικότητα. Ωριμη και θετική.»

 

 

 

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων η απόδοση χαρακτηρίστηκε εξαίρετη και τους αποδόθηκαν 31-35 βαθμοί η Συμβουλευτική ανέφερε τα εξής:

 

 

«Η κατάρτισή του στο γνωστικό αντικείμενο είναι άριστη. Αναλύει τα θέματα με επιστημονικότητα και εκθέτει τις απόψεις του με ευχέρεια, σαφήνεια και πειστικότητα. Διακρίνεται για ευθυκρισία, οξυδέρκεια, συντονισμό και υπευθυνότητα. Θετικός και ώριμος.»

 

 

 

Θεωρώ ότι τα όσα κατέγραψε η Συμβουλευτική ως αξιολογική κρίση στην περίπτωση των ενδιαφερομένων μερών δεν δικαιολογούν τον υπέρτερο βαθμό που τους αποδόθηκε συγκρίνοντας τα με τα όσα αντιστοίχως είπε για την αιτήτρια. Διακρίνω επομένως αδυναμίες στην αιτιολογία που δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Αντιμετωπίζοντας δε τον σχολιασμό και το βαθμό ως μια αδιαχώριστη ενότητα, ως προς τις συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής, η απόδοση της αιτήτριας συγκριτικά με των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3 και 10 ήταν αμυδρά κατώτερη ενώ με του ενδιαφερόμενου μέρους 6 ίδια. Η απόδοση της στη συνέντευξη της ΕΔΥ χαρακτηρίστηκε ως πολύ καλή, οπότε η διαφορά  από την εξαίρετη εντύπωση που έκαναν τα ενδιαφερόμενα  πρόσωπα είναι πιο αισθητή.

 

Στα γενικότερο όμως πλαίσιο των άλλων κριτηρίων, δεν θεωρώ ότι ήταν τέτοια που να μπορεί να την επικαλεστεί αυτοτελώς η ΕΔΥ ως νόμιμη αιτιολογία για την επιλογή κυρίως των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3 και 10 που υστερούσαν ως προς τα προσόντα, αφού δεν διέθεταν το πλεονέκτημα. Η ακύρωση ως προς τα συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα μέρη για τους πιο πάνω λόγους καθίσταται αναπόφευκτη. Ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος 6 όμως θεωρώ ότι η ΕΔΥ δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, αναφερόμενη στη καλύτερη αξιολόγηση της στη συνέντευξη ενώπιον της, αφού ισοβαθμούσε μεν στο κριτήριο των προσόντων (ως κάτοχος του πλεονεκτήματος) και της απόδοσης στην συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την αιτήτρια, υπερείχε δε στη συνολική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με 76,8 έναντι 75,4 βαθμών με τους οποίους συστήθηκε η αιτήτρια.


 

Προσφυγή αρ. 775/04

 

Τις πιο πάνω αδυναμίες που εντόπισα στην αιτιολογία των συνεντεύξεων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαπιστώνω και αναφορικά  με τη βαθμολογία της απόδοσης της αιτήτριας στην παρούσα προσφυγή. Η απόδοση της σχολιάστηκε ως εξής:

 

«(Α/Α 77) Θεοχάρους, Μαρίνα: Εξαίρετη (Βαθμ. 31)

Η κατάρτισή της στο γνωστικό αντικείμενο είναι άριστη. Αναλύει τα θέματα με επιστημονικότητα και εκθέτει τις απόψεις της με ευχέρεια, σαφήνεια και πειστικότητα. Διακρίνεται για ευθυκρισία, οξυδέρκεια, δυναμισμό και υπευθυνότητα. Θετική και ώριμη.»

 

 

 

Με τα ίδια ακριβώς σχόλια αιτιολογήθηκε η εξαίρετη απόδοση των ενδιαφερομένων μερών 1, 3 και 10, που ωστόσο βαθμολογήθηκαν υπέρτερα από την αιτήτρια. (Βαθμολογούνται με 34, 35 και 33 αντίστοιχα), γεγονός που λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ κατά τη λήψη της τελικής απόφασης.  Η όποια διαφοροποίηση στη βαθμολογία τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν φαίνεται να δικαιολογείται.    

 

Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι ο πιο πάνω έλεγχος σε καμία περίπτωση δεν γίνεται με πρόθεση επέμβασης στην υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος οργάνου σχετικά με τη βαθμολογία των υποψηφίων, αλλά επιβάλλεται λόγω εμφανών κενών στην αιτιολογία.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι  ΕΔΥ παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως το  θέμα της κατοχής του προσόντος «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» και ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 6 και 7 δεν φαίνεται να το κατείχαν.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέφερε σχετικά:

 

«Οσον αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους της απαιτούμενης πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι τα διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι που είναι μέλη Αγγλόφωνων Σωμάτων Επαγγελματικών Λογιστών.»

 

 

Το κριτήριο αυτό πληρούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Παύλου- Γεωργίου και Παραδεισιώτη (μέλη Association of Chartered Certified Accountants) και το ενδιαφερόμενο μέρος Τσαγγάρης (Institute of Chartered Accountants in England and Wales). Έστω και αν το συγκεκριμένο κριτήριο υιοθετήθηκε μεταγενέστερα στα αποδεκτά τεκμήρια πολύ καλής γνώσης της αγγλικής με σχετική εγκύκλιο, επρόκειτο για εφαρμογή ενός ενιαίου, αδιαίρετου και ορθού κριτηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί.

 

Ούτε ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια αναφορικά με το ότι «υπάρχει ενδεχόμενο ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή κάποια από αυτά να είχαν απολέσει την ιδιότητα του μέλους Σώματος Επαγγγελματιών Λογιστών αν δεν είχαν ανανεώσει την ετήσια συνδρομή τους». Πρόκειται για αόριστο και γενικό ισχυρισμό που  παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Στις αιτήσεις όλων των ενδιαφερομένων μερών υπήρχαν αυτά τα πιστοποιητικά συμμετοχής τα οποία κατά τεκμήριο επιβεβαίωναν τη συνδρομή του συγκεκριμένου προσόντος, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα από την ΕΔΥ.

 

Η αιτήτρια στη συνέχεια παραπονείται σχετικά με τη παραγνώριση του πλεονεκτήματος της από την ΕΔΥ. Η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα και είχε μια σαφή υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών 1, 2, 3, 4, 5, 7, 9, 10 που δεν το κατείχαν. Για τη σημασία του πλεονεκτήματος καθώς και την υποβαθμολόγηση του από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με 5 μονάδες μόνο, ισχύουν  τα όσα ανέφερα στις σελ. 13 και 14 πιο πάνω. Το αν ήταν εύλογη όμως η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών έναντι της αιτήτριας από την ΕΔΥ με βασικό κριτήριο την εξαίρετη επίδοση τους στη συνέντευξη έναντι της πολύ καλής απόδοσης της αιτήτριας, το αν δηλαδή δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο κριτήριο της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ, εξαρτάται από το ισοζύγιο των λοιπών κριτηρίων.

 

Θα εξετάσω την εικόνα της αιτήτριας σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη έναντι των οποίων είχε μια σαφή υπεροχή στα προσόντα (αποτιμήθηκε σε 5 μονάδες μόνο), αφού δεν κατείχαν το πλεονέκτημα.

 

Σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος 1, η αιτήτρια  είχε μέση βαθμολογία στη γραπτή εξέταση 67,3 έναντι 72,57 και καθώς βαθμολογήθηκε χαμηλότερα από αυτόν στην προφορική εξέταση παρά την πανομοιότυπη αξιολόγηση τους, υστερούσε οριακά στη συνολική αξιολόγηση/βαθμολογία  των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική.

 

Σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος 2 η αιτήτρια έλαβε ψηλότερη βαθμολογία στα γραπτά (67,3 έναντι 65,05) και είχαν ακριβώς την ίδια απόδοση στη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η συνολική της βαθμολογία ήταν αρκετά καλύτερη από αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους  (76,2, έναντι 70).

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος 3 είχε ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία στα γραπτά (69,73) ενώ βαθμολογήθηκε καλύτερα στην προφορική εξέταση, με 35 έναντι 31 της αιτήτριας.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος 4 ήταν 6ος στα γραπτά με σαφώς καλύτερη βαθμολογία από αυτή της αιτήτριας (80,81) και έλαβε 29 βαθμούς (σχεδόν εξαίρετος) για την απόδοση του στα προφορικά με αποτέλεσμα η συνολική του βαθμολογία να είναι 77,5 ελαφρώς καλύτερη από της αιτήτριας.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος 5 ήρθε πρώτη στα γραπτά  και παρά το ότι αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη με 29 βαθμούς στη συνέντευξη έναντι της εξαίρετης απόδοσης που είχε η αιτήτρια, έλαβε συνολικά καλύτερη βαθμολογία από τη Συμβουλευτικής (84,6).

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος 7 συγκέντρωσε οριακά καλύτερη συνολική βαθμολογία από την αιτήτρια (76,8 έναντι 76,2), απέδωσε αρκετά καλύτερα στις γραπτές εξετάσεις ενώ χαρακτηρίστηκε σχεδόν εξαίρετη έναντι του «εξαίρετη» της αιτήτριας στις συνεντεύξεις.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος 9 ήταν 4η στα γραπτά ενώ η αιτήτρια 58η και χαρακτηρίστηκε σχεδόν εξαίρετη με 26 βαθμούς έναντι των 31 βαθμών τη αιτήτριας στα προφορικά. Η συνολική της βαθμολογία ήταν 76,4 έναντι του 76,2 της αιτήτριας.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος  10, που ήταν δημόσιος υπάλληλος όπως και η αιτήτρια, ήρθε 67ος στα γραπτά με χαμηλότερη βαθμολογία από αυτή της αιτήτριας ενώ για την απόδοση του στη συνέντευξη έλαβε 33 βαθμούς παρά το ότι αξιολογήθηκε ως εξαίρετος με την ίδια ακριβώς αιτιολογία όπως και η αιτήτρια. Η συνολική του αξιολόγηση αποτιμήθηκε με 72,5 βαθμούς αρκετά χαμηλότερη από της αιτήτριας (76,2).

 

Από τα πιο πάνω θεωρώ ότι στις περιπτώσεις των ενδιαφερομένων μερών 2 και 10, η απόδοση στις συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ κατέστη το μοναδικό και αυτοτελές  κριτήριο επιλογής τους.  Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι φανερό ότι η ΕΔΥ υπερεκτίμησε το κριτήριο των συνεντεύξεων και ότι η καλύτερη απόδοση των ενδιαφερομένων μερών στη συνέντευξη ενώπιον της, υποκατέστησε την αιτιολογία παραμερισμού του πλεονεκτήματος της αιτήτριας. Η στάση της ΕΔΥ είναι νομολογιακά ανεπίτρεπτη.

 

Συνοπτικά θα πρέπει να αναφερθώ σε ακόμη ένα λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε, σε σχέση με την ακυρότητα της σύστασης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προανέφερα, η σύσταση του Γενικού Λογιστή ως αναιτιολόγητη δεν μπορούσε να έχει ιδιαίτερη αξία. Παρατηρώ όμως ότι στην περίπτωση της σύστασης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους 10, αυτή συγκρούεται με τα αντικειμενικά στοιχεία των  φακέλων διότι η αιτήτρια, η οποία εργαζόταν από 2.8.99 στο Γενικό Λογιστήριο, υπερείχε ελαφρώς σε αξία και αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ είχε σαφή υπεροχή σε πρόσθετα προσόντα και το πλεονέκτημα. Με δεδομένη δε και την καλύτερη αξιολόγηση της από τη Συμβουλευτική, η σύσταση ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος 10 καθίσταται άκυρη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αρ. 697/04 επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Η προσφυγή αρ. 701/04 επιτυγχάνει μόνο ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 2, 3 και 10 μόνο. Η προσβαλλόμενη απόφαση  με την οποία επιλέγηκαν τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη ακυρώνεται. Τα έξοδα να επιμεριστούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με το βαθμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στην υπόθεση.

 

Η προσφυγή αρ. 775/04 επιτυγχάνει μόνο ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη 2 και 10. Η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία επιλέγηκαν τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη ακυρώνεται. Τα έξοδα να επιμεριστούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με το βαθμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στην υπόθεση.

 

                                                            Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο