ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1025/2004, 17 Νοεμβρίου 2006
print
Τίτλος:
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1025/2004, 17 Νοεμβρίου 2006
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1025/2004, 17 Νοεμβρίου 2006

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1025/2004)

 

17 Νοεμβρίου, 2006

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

 

Καθ’ ου η αίτηση.

 

 

Κ. Χ” Ιωάννου, για την Αιτήτρια.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ’ου η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η αιτήτρια) προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή το Διάταγμα του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ο Επίτροπος), με αρ. 8/2004 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20/8/2004, με το οποίο επιβλήθηκαν τροποποιήσεις στο Υπόδειγμα Προσφοράς Διασύνδεσης της αιτήτριας.

 

(α) Τα γεγονότα.

Η αιτήτρια, η οποία είχε καθοριστεί με τον περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο (αρ. 19(Ι)/2002) και την Κ.Δ.Π. 163/2003 της 28/2/2003 ως οργανισμός με σημαντική ισχύ στις αγορές διασύνδεσης και παροχής σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων, όφειλε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 54 του πιο πάνω Νόμου να δημοσιεύσει και να υποβάλει στον Επίτροπο Υποδείγματα Προσφορών Διασύνδεσης.

 

Ο τελευταίος πληροφόρησε την αιτήτρια στις 31/3/2004 ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 του πιο πάνω Νόμου 19(Ι)/2002 και το άρθρο 11(3) του περί Φορητότητας Αριθμών (Τηλεπικοινωνιών) Διατάγματος του 2003 (Κ.Δ.Π. 565/2003), η αιτήτρια όφειλε να προσφέρει την υπηρεσία δρομολόγησης κλήσεων και να δημοσιεύσει τους σχετικούς όρους και προϋποθέσεις.

 

Κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών, τελικά η αιτήτρια ενημέρωσε γραπτώς τον Επίτροπο στις 30/7/2004 ότι το τέλος παροχής της υπηρεσίας δρομολόγησης κλήσεων από το δίκτυο σταθερής ανερχόταν σε 0,0836 σεντ ανά κλήση και στις 9/8/2004 ότι το τέλος παροχής δρομολόγησης κλήσεων μέσω του δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου GSM ανερχόταν σε 0,018 σεντ ανά κλήση/μήνυμα.

 

Ο Επίτροπος ζήτησε διευκρινίσεις σε σχέση με την πρόθεση της αιτήτριας να προσφέρει υπηρεσία δρομολόγησης κλήσεων με συνδρομητικούς αριθμούς κινητής τηλεφωνίας που της είχαν εκχωρηθεί πρωτογενώς, καθώς και για την απουσία από το κείμενο της 30/7/2004 προνοιών για δρομολόγηση σύντομων μηνυμάτων ή μηνυμάτων πολυμέσων. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο την απάντηση της αιτήτριας της 12/8/2004:

 

“Αναφορικά με την επιστολή σας με αριθμό αναφοράς 05.09.005, ημερομηνίας 10 Αυγούστου 2004 για το πιο πάνω θέμα, σας διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:

 

1.    Στις προτεινόμενες τροποποιήσεις στο Παράρτημα 1 του Υποδείγματος Προσφοράς Διασύνδεσης (παράγραφος 1.10.4) και με βάση τη διαστασιοποίηση του δικτύου κινητής τηλεφωνίας της ΑΤΗΚ, η υπηρεσία δρομολόγησης κλήσεων και κατ’ επέκταση η υπηρεσία διαβίβασης κλήσεων θα προσφέρονται από το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας της ΑΤΗΚ μόνο για συνδρομητικούς αριθμούς κινητής τηλεφωνίας που έχουν πρωτογενώς εκχωρηθεί στην ΑΤΗΚ. Οι υπηρεσίες δρομολόγησης και διαβίβασης κλήσεων προς αριθμούς κινητής τηλεφωνίας που έχουν πρωτογενώς εκχωρηθεί σε άλλους παροχείς θα προσφέρονται από το Δημόσιο Δίκτυο Σταθερής Τηλεφωνίας της ΑΤΗΚ.

 

2.    Σύντομα Μηνύματα (SMSs) τα οποία θα παραλαμβάνονται από τα διεθνή τηλεφωνικά κέντρα του κάθε Μέρους προερχόμενα από δίκτυα του εξωτερικού θα δρομολογούνται στο δίκτυο στο οποίο βρίσκεται ο παραλήπτης αφού πρώτα το δίκτυο στο οποίο ανήκει πρωτογενώς η αρίθμηση προβεί σε διερεύνηση φορητότητας.

 

Μηνύματα Πολυμέσων (MMS) δεν δρομολογούνται μέσω των διεθνών τηλεφωνικών κέντρων αλλά μέσω δικτύων IP και με βάση συμφωνίες που πραγματοποιεί το κάθε Μέρος με εταιρείες στο εξωτερικό. Τα MMS που προέρχονται από δίκτυα του εξωτερικού θα δρομολογούνται στο αντίστοιχο κέντρο MMS του δικτύου στο οποίο ανήκει πρωτογενώς η αρίθμηση. Το κέντρο αυτό θα προβεί σε διερεύνηση φορητότητας και θα προωθήσει το μήνυμα στο κέντρο MMS του δικτύου στο οποίο βρίσκεται ο παραλήπτης.

 

Η ΑΤΗΚ προτείνει όπως η υλοποίηση και τα τέλη για τη δρομολόγηση σύντομων μηνυμάτων και μηνυμάτων πολυμέσων από δίκτυα του εξωτερικού αποτελέσουν θέματα εμπορικής συμφωνίας μεταξύ της ΑΤΗΚ και της SCANCOM.

 

Όπως έχουμε σημειώσει και στην επιστολή μας με αριθμό αναφοράς RARG01-0101 και ημερομηνία 30 Ιουλίου 2004 λόγω της ιδιαιτερότητας και πολυπλοκότητας του θέματος η ΑΤΗΚ θεωρεί χρήσιμο όπως διευθετηθεί συνάντηση με λειτουργούς του ΓΕΡΗΕΤ για τις απαραίτητες επεξηγήσεις, πριν την έκδοση του τροποποιητικού διατάγματος από το ΓΕΡΗEΤ.”

 

 

Επειδή δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, στις 20/8/2004 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα αρ. 8/2004 με το οποίο επιβλήθηκαν από τον Επίτροπο διάφορες τροποποιήσεις στο Υπόδειγμα Προσφοράς Διασύνδεσης της αιτήτριας, αναφορικά με τις υπηρεσίες διασύνδεσης και δρομολόγησης κλήσεων, τα τεχνικά πρότυπα και τα τέλη παροχής των πιο πάνω υπηρεσιών.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος γιατί,

 

(i)                 Εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο,

(ii)               Εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 20(ιζ) του Νόμου 112(Ι)/2004, και

(iii)             Στερείται αιτιολογίας.

 

(i)     Η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι επειδή ο Νόμος 19(Ι)/2002, αλλά και ο προγενέστερος περί Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Διορισμός, Αρμοδιότητες, Ίδρυση και Λειτουργία Γραφείου) Νόμος του 2001 (Ν. 91(Ι)/2001) με βάση τους οποίους είχαν διοριστεί ο Επίτροπος και ο Βοηθός Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, καταργήθηκαν, δεν είναι δυνατή η παραμονή σε ισχύ των διορισμών των κ.κ. Πύργου και Κάκουρα στις αντίστοιχες θέσεις του Επιτρόπου και Βοηθού Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων που προβλέπονται στο άρθρο 5 του ισχύοντος πλέον Νόμου 112(Ι)/2004. Σύμφωνα με την αιτήτρια, ο νέος Νόμος 112(Ι)/2004 έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, περιέχει αυξημένες εξουσίες και αρμοδιότητες για τον Επίτροπο και το Βοηθό Επίτροπο και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι δυνατό να διασωθεί ο διορισμός τους με νομοθετική διάταξη, αλλά θα έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 5, δηλαδή να γίνουν νέοι διορισμοί από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν διαβουλεύσεων με την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Συνεπώς είναι η θέση της αιτήτριας ότι η έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος έγινε από αναρμόδιο όργανο.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο διορισμός του Επιτρόπου και του Βοηθού Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων έγινε με βάση το άρθρο 3 του προϊσχύσαντος Νόμου 19(Ι)/2002 με μια διαδικασία παρόμοια με αυτήν που προβλέπεται στο άρθρο 5 του ισχύοντος Νόμου 112(Ι)/2004, για τον Επίτροπο και Βοηθό Επίτροπο Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Η εξουσία διορισμού ανήκε στο Υπουργικό Συμβούλιο και προϋπέθετε, όπως και ο νέος Νόμος 112(Ι)/2004 διαβουλεύσεις με την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Όμως το άρθρο 161 του Νόμου 112(Ι)/2004 περιέχει μεταβατικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων τα εδάφια (9) και (10) που προβλέπουν τα ακόλουθα:

 

“(9) Από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας καταργείται ο περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2002.

 

(10) Οποιοδήποτε πιστοποιητικό, άδεια, Κανονισμός, Διάταγμα, Απόφαση, Διορισμό ή άλλο έγγραφο που έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του προαναφερόμενου στο εδάφιο (9) του παρόντος Νόμου, ή Κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτού, ο οποίος καταργείται, συνεχίζει να ισχύει ή να υφίσταται μέχρι την αντικατάσταση ή λήξη αυτού και τεκμαίρεται ότι το περιεχόμενο του εν λόγω πιστοποιητικού, άδειας, Κανονισμού, Διατάγματος, Απόφασης, Διορισμού ή άλλου εγγράφου, ικανοποιεί πλήρως τους όρους ή απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, ή τεκμαίρεται ότι έχει εκδοθεί βάσει του παρόντος Νόμου, εκτός αν υπάρχουν ρητές πρόνοιες στον παρόντα Νόμο περί του αντιθέτου, περίπτωση κατά την οποία ισχύουν οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου.”

 

 

Το εδάφιο (10) πιο πάνω προνοεί ρητά ότι οποιοσδήποτε διορισμός που είχε εκδοθεί με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος Νόμου 19(Ι)/2002, συνεχίζει να ισχύει ή να υφίσταται μέχρι την αντικατάσταση ή λήξη αυτού και τεκμαίρεται ότι το περιεχόμενο του ικανοποιεί πλήρως τους όρους και τις απαιτήσεις του Νόμου 112(Ι)/2004, ή τεκμαίρεται ότι έχει εκδοθεί βάσει αυτού του Νόμου, εκτός σε περίπτωση ρητών αντίθετων προνοιών, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

 

Ενόψει των πιο πάνω θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο διορισμός του Επιτρόπου και Βοηθού Επιτρόπου με τους προϊσχύσαντες Νόμους 91(Ι)/2001 και 19(Ι)/2002, παρέμεινε ισχυρός και κάτω από το νομικό καθεστώς του Νόμου 112(Ι)/2004, ο οποίος διατήρησε τις προϋποθέσεις διορισμού των δύο αξιωματούχων μετονομάζοντας τις αντίστοιχες θέσεις, μέσα στα πλαίσια εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, σε Επίτροπο και Βοηθό Επίτροπο Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, χωρίς ουσιαστική μεταβολή των αρμοδιοτήτων τους.

 

Συνακόλουθα η εισήγηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

(ii) Η παραβίαση του άρθρου 20(ιζ) του Νόμου 112(Ι)/2004.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Επίτροπος προχώρησε στον καθορισμό των τελών της υπηρεσίας δρομολόγησης κλήσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 20(ιζ) του Νόμου 112(Ι)/2004, το οποίο όμως δεν του παρέχει μια τέτοια εξουσία. Προς ενίσχυση της πιο πάνω θέσης η αιτήτρια επικαλέστηκε την απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20 και την απόφαση του Δικαστή Χατζηχαμπή στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 905/2003 της 13/9/2005.

 

Αντίθετα οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα Δ.Ε. 8/2004 καταργήθηκε με το μεταγενέστερο περί Αναθεωρήσεως του Υποδείγματος Προσφοράς Διασύνδεσης της ΑΤΗΚ, Διάταγμα του 2005 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8/4/2005 ως Α.Δ.Π. 347/2005 και γι’ αυτό η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενό της, η δε αιτήτρια στερείται έννομου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης με αποτέλεσμα, όπως και στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 53/2004 της 22/6/2005, η προσφυγή να απορριφθεί.

 

Αναφορικά με την ουσία και πιο συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά στο επιχείρημα της αιτήτριας για υπέρβαση των προνοιών του άρθρου 20(ιζ), οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Επίτροπος υιοθέτησε χωρίς καμιά διαφοροποίηση τα τέλη που εισηγήθηκε η ίδια η αιτήτρια. Περαιτέρω υποβλήθηκε ότι η επέμβαση του Επιτρόπου στο θέμα των τελών αποσκοπούσε στην αποτροπή θυματοποίησης μιας συγκεκριμένης κατηγορίας συνδρομητών που κατείχαν αριθμούς κινητής τηλεφωνίας που δεν είχαν εκχωρηθεί πρωτογενώς στην αιτήτρια αλλά σε άλλους παροχείς, επιβάλλοντας τη δρομολόγηση και αντίστοιχη χρέωση και γι’ αυτή την ομάδα κλήσεων, χωρίς να επιβαρύνονται οι εναλλακτικοί παροχείς με πρόσθετο τέλος.

 

Το επιχείρημα των καθ’ων η αίτηση ότι η δίκη καταργήθηκε λόγω της κατάργησης του επίδικου διατάγματος από την Α.Δ.Π. 347/2005, όπως συνέβη στην Υπόθ. Αρ. 53/2004 (πιο πάνω), δεν ευσταθεί γιατί σε εκείνη την περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε ότι από τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί δεν στοιχειοθετήθηκε, έστω και εκ πρώτης όψεως, οποιοδήποτε ζημιογόνο κατάλοιπο που θα επέβαλλε τη συνέχιση της δίκης. Στην παρούσα περίπτωση όμως υπάρχει ισχυρισμός στη γραπτή απάντηση της αιτήτριας ότι η αιτήτρια υπέστη ζημιά από την εφαρμογή του προσβαλλόμενου διατάγματος γιατί ο Επίτροπος υπέβαλε τέλος που ήταν κάτω της αξίας της προσφερόμενης υπηρεσίας, εμποδίζοντας την αιτήτρια να προβεί σε υψηλότερη χρέωση. Στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973 η Ολομέλεια έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο αρκείται σε μόνο την εμφάνιση των πραγμάτων και αφήνει την προσφυγή να προχωρήσει όπου ενδέχεται ότι μπορεί να προκύψει θέμα αποζημιώσεων, αποφεύγοντας να εκφέρει συγκεκριμένη άποψη πάνω στο θέμα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Χατζηχαμπής, Δ. στην παρόμοια προσφυγή αρ. 905/2003 (πιο πάνω) τόνισε ότι,

 

     “Προδικαστική ένσταση του Επιτρόπου ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου καθ’ όσον το επίδικο διάταγμα έχει καταργηθεί δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την ΑΤΗΚ παρατηρεί ότι το διάταγμα κατηργήθη από 1.1.2005 και η ΑΤΗΚ έχει υποστεί ζημιά για το διάστημα μέχρι τότε λόγω του ότι τα καθορισθέντα με το διάταγμα τέλη ήσαν πολύ πιο κάτω του κόστους ώστε να έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή. Φρονώ ότι η θέση αυτή καταδεικνύει επαρκώς το ενδεχόμενο ζημιογόνου καταλοίπου του διατάγματος που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης.”

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως φαίνεται και από το επίδικο διάταγμα επιβολής τροποποιήσεων, ο Επίτροπος προχώρησε στον καθορισμό τελών για την υπηρεσία δρομολόγησης κλήσεων, κατά τον ακόλουθο τρόπο:

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Τέλη Παροχής Υπηρεσιών Διασύνδεσης

 

Στο τέλος του παραρτήματος 2 του εν ισχύ Υποδείγματος Προσφοράς Διασύνδεσης προστίθεται η Παράγραφος 5 ως εξής:

 

     «5 Τέλη Υπηρεσίας Δρομολόγησης Κλήσεων

 

     Τέλος παροχής Υπηρεσίας δρομολόγησης       0,0836 σεντ/κλήση

     κλήσεων μέσω του Σταθερού Δημοσίου

     Δικτύου Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών της

     ΑΤΗΚ

 

     Τέλος παροχής Υπηρεσίας δρομολόγησης       0,018 σεντ/κλήση/

     κλήσεων μέσω του Δημοσίου Δικτύου                μήνυμα

    Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών GSM της

    ΑΤΗΚ

 

Ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων θα αποφασίσει για το δικαιολογημένο των τελών της Υπηρεσίας Δρομολόγησης Κλήσεων βάσει του άρθρου 24(α) του Νόμου μετά το πέρας του κοστολογικού ελέγχου της ΑΤΗΚ διατηρώντας το δικαίωμα να αναπροσαρμόσει αυτά αναδρομικά κατ’ εφαρμογή του άρθρου 60(3) του Νόμου.»”

 

 

Στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (πιο πάνω) η πλήρης Ολομέλεια, ερμηνεύοντας το άρθρο 19(1)(ρ) του Νόμου 19(Ι)/2002, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το επίμαχο άρθρο 20(ιζ) του Νόμου 112(Ι)/2004, επεσήμανε ότι ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα να καθορίζει τιμές λιανικής πώλησης πάνω σε ένα σταθερό επίπεδο, αλλά έχει εξουσία μόνο να καθορίζει και ρυθμίζει με διάταγμα το πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμών. Όπως σημειώθηκε στην πιο πάνω απόφαση,

 

“Συμφωνούμε με την ερμηνεία που δίδει ο δικηγόρος της αιτήτριας στο επίμαχο άρθρο. Οι διατάξεις του είναι ρητές και δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας, παρά αυτής που μεταδίδει η σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται από το Νομοθέτη. Ο Επίτροπος έχει δικαίωμα να καθορίζει και ρυθμίζει πλαίσιο χρεώσεων. Με αυτή τη φράση και εμείς αντιλαμβανόμαστε να σημαίνει πως ο Επίτροπος καθορίζει και ρυθμίζει, με αναφορά στα ισχύοντα στην αγορά, το πλαίσιο των χρεώσεων, και σ’ αυτή την εξουσία περιλαμβάνεται και το μέγιστο της αρμοδιότητας του, που είναι ο καθορισμός κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής. Δεν έχει δικαίωμα ως εκ τούτου να ορίζει τις τιμές λιανικής πώλησης.”

 

 

Από την πιο πάνω απόφαση φαίνεται ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό τιμών των υπηρεσιών της αιτήτριας ανήκει αποκλειστικά στην αιτήτρια και εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση ο Επίτροπος καθόρισε στο “Παράρτημα 2” του επίδικου διατάγματος του συγκεκριμένα σταθερά τέλη των προσφερόμενων από την αιτήτρια υπηρεσιών δρομολόγησης κλήσεων, ο προβαλλόμενος συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης είναι βάσιμος.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ’ων η αίτηση καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο