Jashiashvili Lali κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 7

(2006) 4 ΑΑΔ 7

[*7]11 Ιανουαρίου, 2006

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. LALI JASHIASHVILI,

2. ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1507/2005)

 

 

Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Η εξουσία του κράτους να απελαύνει αλλοδαπούς και τα όρια δικαστικού ελέγχου της ― Ειδικά η εμφιλοχώρηση πλάνης, ως λόγος επέμβασης του αναθεωρητικού δικαστηρίου ― Περιστάσεις της διαπίστωσης πλάνης της διοίκησης κατά την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στην κριθείσα περίπτωση.

Με την προσφυγή ζητήθηκε η ακύρωση την διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν εναντίον της αιτήτριας αρ. 1 από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Είναι καλά νομολογημένο ότι η εξουσία μιας χώρας να επιτρέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της είναι συνυφασμένη με την εδαφική κυριαρχία της. Το Κράτος δεν έχει υποχρέωση να επιτρέπει την είσοδο ή την παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στο έδαφός του. Αντίθετα, έχει δικαίωμα να απελαύνει οποιοδήποτε αλλοδαπό, χωρίς όμως το δικαίωμα αυτό να είναι απόλυτο. Αρκεί να ασκείται με καλή πίστη, οπότε το δικαστήριο δεν επεμβαίνει.

[*8]2.        Από το φάκελο εν προκειμένω, καταδεικνύεται ότι τη Διευθύντρια απασχόλησε ιδιαίτερα το καθεστώς της αιτήτριας μετά την απόσυρση της αίτησής της για πολιτικό άσυλο, αλλά και ο ισχυρισμός της, ότι για την απόσυρση της αίτησής της παραπλανήθηκε. Θεώρησε την απόσυρση του αιτήματος για πολιτικό άσυλο τη βάση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ενώ, ταυτόχρονα, αποδέχθηκε ότι για την απόσυρσή του, η αιτήτρια παραπλανήθηκε, γι’ αυτό και ανέστειλε το διάταγμα απέλασης μέχρι να εξεταστεί το αίτημά της από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Δεν είναι, όμως, το ζητούμενο τώρα εάν, βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την απόρριψη του αιτήματός της για πολιτικό άσυλο, δικαιολογείται η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, αλλά το κατά πόσο το βάθρο, στο οποίο στήριξε η Διευθύντρια την απόφασή της για την έκδοσή τους, αναιρείται λόγω πλάνης.

     Από το αιτιολογικό της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, διαπιστώνεται ότι η Διευθύντρια, κατά την έκδοσή τους, τελούσε υπό πλάνη, αφού θεωρούσε την αιτήτρια παράνομο μετανάστη και, ταυτόχρονα, πρόσωπο του οποίου η αίτηση για πολιτικό άσυλο έπρεπε να εξεταστεί. Η πλάνη, η οποία εμφιλοχώρησε στους συλλογισμούς της Διευθύντριας, καθιστά τα επίδικα διατάγματα παράνομα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Balalas a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2127,

Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583,

Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976,

Nicolas v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 228,

Παπαϊωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.

Προσφυγή.

Δ. Κακουλλής, για τους Αιτητές.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*9]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η νομιμότητα διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν εναντίον της αιτήτριας Αρ. 1 από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), στις 16/11/2005.

Η αιτήτρια Αρ. 1, (η «αιτήτρια»), αλλοδαπή από τη Γεωργία, ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο ως επισκέπτρια στις 23/11/2000. Της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής επισκέπτη μέχρι 7/12/2000, έκτοτε, όμως, παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο.

Στις 9/8/2005 και ενώ βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο, υπέβαλε αίτηση, για να παραμείνει στη Δημοκρατία ως πολιτικός πρόσφυγας. Για την υποβολή του αιτήματος, εκδόθηκε βεβαίωση - (Confirmation of Submission of Application for Refugee Status).

Στις 30/8/2005, η αιτήτρια τέλεσε, στο Δημαρχείο Αραδίππου,  πολιτικό γάμο με τον Ελληνοκύπριο Κώστα Χατζηθωμά - (αιτητή 2). Ένα μήνα αργότερα, στις 28/9/2005, επισκέφθηκε τα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου και απέσυρε το αίτημά της για πολιτικό άσυλο, γιατί, καθώς δήλωσε, δεν αντιμετώπιζε φόβο δίωξής της στη χώρα της και γιατί παντρεύτηκε με Ελληνοκύπριο. 

Στις 15/11/2005, παρουσιάστηκε στα γραφεία του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας, για τους σκοπούς της άδειας παραμονής της. Εκεί διαπιστώθηκε ότι, μετά την απώλεια της ιδιότητας της αιτήτριας πολιτικού ασύλου, παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί.

Στις 16/11/2005, η αιτήτρια, με επιστολή του συνηγόρου της προς τη Διευθύντρια, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η απόσυρση του αιτήματός της για πολιτικό άσυλο έγινε καθ’ υπόδειξη της Αστυνομίας και ότι, στην πραγματικότητα, η ζωή της, εάν επιστρέψει στη χώρα της, κινδυνεύει. Για να αποσύρει την αίτησή της, παραπλανήθηκε από υπαλλήλους της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Λευκωσίας. Κατέληγε με την παράκληση διερεύνησης των πιο πάνω και διευθέτησης, ώστε να της δοθεί άδεια παραμονής, ως σύζυγος Κύπριου πολίτη. Την ίδια μέρα, 16/11/2005, εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια διατάγματα κράτησης/απέλασης, για το λόγο ότι η αιτήτρια είναι απαγορευμένη μετανάστης, δυνάμει του Άρθρου 6, εδάφιο (1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Το διάταγμα, όμως, απέλασης ταυτόχρονα ανεστάλη, ενόψει των ισχυρισμών ότι η αιτήτρια παραπλανήθηκε για να αποσύρει το αίτημά της για πολιτικό άσυλο. Στο φάκελο της αιτήτριας κατα[*10]γράφονται τα εξής:-

«Η αλλοδαπή είναι απαγορευμένη μετανάστρια λόγω παράνομης παραμονής σχεδόν 5 χρόνων η οποία μάλιστα επεχείρησε να νομιμοποιήσει το καθεστώς της υποβάλλοντας αίτηση για άσυλο και στη συνέχεια και αφού τέλεσε γάμο και θεώρησε ότι θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την παραμονή της λόγω του γάμου απέσυρε την αίτηση ασύλου. Η κατάχρηση των διαδικασιών ιδιαίτερα αυτών του ασύλου έχει δυσβάστακτες συνέπειες για τη Δημοκρατία και πλήττουν σοβαρά τη μεταναστευτική πολιτική του Κράτους και το δημόσιο συμφέρον, ιδιαίτερα ενόψει της έξαρσης του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης μέσω των κατεχομένων. Ο ισχυρισμός ότι αυτή συζεί με τον νυν σύζυγό της από το 2001 παραμένει ατεκμηρίωτος. Ουδέποτε τέθηκε ενώπιον οποιασδήποτε αρχής οποιοδήποτε στοιχείο για τέτοια συμβίωση ούτε επεδιώχθηκε η εξασφάλιση άδειας παραμονής λόγω αυτής. Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις που δημιουργούν αμφιβολία για τη γνησιότητα του γάμου όπως η παράνομη παραμονή της αλλοδαπής που παρόλο που νομιμοποιήθηκε προσωρινά μέσω της διαδικασίας ασύλου η ίδια γνώριζε ότι η εν λόγω νομιμοποίηση έχει ημερομηνία λήξης, η μεγάλη διαφορά ηλικίας και το πολύ πρόσφατο του γάμου εντούτοις δεν θεωρώ αναγκαίο να υπεισέλθω σε περαιτέρω διερεύνηση της γνησιότητας/εικονικότητας του γάμου γιατί προέχει το καθεστώς της απαγορευμένης μετανάστριας και είναι η θέση μου ότι η τέλεση γάμου εν γνώσει και των δύο μερών ότι η αλλοδαπή δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία δεν νομιμοποιεί αυτόματα και από μόνος του το καθεστώς της παραμονής της.

Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω και ενόψει του ισχυρισμού ότι η αλλοδαπή παραπλανήθηκε για να αποσύρει την αίτησή της για άσυλο και όντως κινδυνεύει αν επιστρέψει στη χώρα της δεν προτίθεμαι να επιτρέψω εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι να εξεταστούν οι εν λόγω ισχυρισμοί της από την Υπηρεσία Ασύλου.

Παρ. να απαντήσουμε ανάλογα.

                                                                        16-11-05»

Ο φάκελος της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο επανανοίχθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και νέα αίτησή της, ημερομηνίας 24/11/2005, γιατί η προηγούμενη δεν κατέστη δυνατό να εξευρεθεί άμεσα, εξετάστηκε στην ουσία της. Στις 30/11/2005, το αίτημά της για πολιτικό [*11]άσυλο απορρίφθηκε, γιατί οι λόγοι για τους οποίους αυτή εγκατέλειψε τη χώρα της δε σχετίζονται με βάσιμους και δικαιολογημένους φόβους δίωξης. Η απόφαση επιδόθηκε στην αιτήτρια την 1/12/2005.

Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια και ο σύζυγός της - αιτητής 2 - ζητούν δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι τα διατάγματα, τα οποία εξέδωσε η Διευθύντρια, είναι άκυρα, παράνομα, αδικαιολόγητα και/ή στερούνται νομικού αποτελέσματος και ότι η σύλληψη και κράτηση της αιτήτριας είναι παράνομη, αυθαίρετη, στερείται δε νομικού αποτελέσματος.

Για ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων, οι αιτητές προβάλλουν διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και/ή πλάνης περί το νόμο. Η διακριτική ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση δεν ασκήθηκε καλόπιστα και/ή ασκήθηκε, χωρίς προηγουμένως να διαπιστωθούν τα ορθά πραγματικά περιστατικά. Προβάλλουν, επίσης, ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και στερείται αιτιολογίας. Η απόφαση, επίσης, παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα των αιτητών να ζήσουν ως οικογένεια, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»).

Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου των αιτητών στόχευε στο να καταδείξει ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο είναι πανομοιότυπο ή ταυτόσημο με το Άρθρο 8 της Σύμβασης και προστατεύει την οικογενειακή ζωή.

Αντίθετη ήταν η θέση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι υποστήριξαν το αιτιολογημένο της απόφασης, στη βάση του γεγονότος ότι η αιτήτρια είναι απαγορευμένη μετανάστρια, λόγω παράνομης παραμονής της στην Κύπρο. Η απόφαση, υποστήριξαν, λήφθηκε στη βάση του καθεστώτος της αιτήτριας. Ο γάμος της με Ελληνοκύπριο, από μόνος του, εν γνώσει της ιδίας αλλά και του συζύγου της ότι αυτή δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, δε νομιμοποιεί αυτόματα το καθεστώς της παραμονής της.

Είναι καλά νομολογημένο ότι η εξουσία μιας χώρας να επιτρέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της είναι συνυφασμένη με την εδαφική κυριαρχία της. Το Κράτος δεν έχει υποχρέωση να επιτρέπει την είσοδο ή την παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στο έδαφός του. Αντίθετα, έχει δικαίωμα να απελαύνει οποιοδήποτε [*12]αλλοδαπό - (Balalas a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2127) - χωρίς όμως το δικαίωμα αυτό να είναι απόλυτο. Αρκεί να ασκείται με καλή πίστη, οπότε το δικαστήριο δεν επεμβαίνει.

Στην υπόθεση Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, αναφέρονται, χαρακτηριστικά, τα εξής:- (σελ. 2587)

“The right to review conferred by Article 146 is not confined to nationals or citizens of the country but extends to everyone, provided administrative action affects a legitimate interest of his in the sense of para. 2 of Art. 146. The discretion of the authorities, on the other hand, to exclude an alien is not abridged by the fact that its exercise is subject to judicial review. By the terms of the Aliens and Immigration Law, Cap. 105, the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State; but not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may be conferred by convention or bilateral treaty, has no right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens. There is nothing before me to suggest that the Immigration authorities acted except in good faith. So long as they act in good faith the State is the sole arbiter of the evaluation of the material bearing on an application for entry in exercise of its sovereign right to exclude aliens.”

Ανάλογα αναφέρονται και στην υπόθεση Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976. Τονίστηκε εκεί ότι:- (σελ. 985)

“A state has a discretionary power to decide whether to expel an alien present in its territory, but this power must be exercised in such a way as not to infringe the rights under International Convention of the person concerned - (see Agee v. The United Kingdom, Application No. 7729/76, 7 D.R., p. 164 at pp. 172-173; Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701.”

Αναφορικά με το πότε επεμβαίνει το δικαστήριο κατά τον ακυρωτικό έλεγχο, στην υπόθεση Nicolas v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 228, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 236)

[*13]«Η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον ουσιαστικό έλεγχο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει στα γεγονότα και την εκτίμησή τους, αν τα συμπεράσματα της Διοίκησης είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή δεν είναι εύλογα, ή αν η Διοίκηση υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, αφού λάβει υπόψη του το σύνολο των στοιχείων. Christoforos Constantinides v. The Republic of Cyprus, through the Minister of Finance and/or The Director of Customs & Excise (1988) 3(C) C.L.R. 2375 και Petros Matsas v. The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1988) 3(B) C.L.R. 1448.”

Παραπονείται η αιτήτρια ότι, με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, παραβιάζεται το δικαίωμά της για οικογενειακή ζωή (Άρθρο 15 του Συντάγματος, Άρθρο 8 της Σύμβασης).

Πότε παραβιάζεται η οικογενειακή ζωή έχει απασχολήσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Balalas a.o. v. Republic, πιο πάνω. Κρίθηκε ότι η άρνηση των Αρχών να επιτρέψουν την παραμονή του αλλοδαπού συζύγου της αιτήτριας δεν αποτελούσε επέμβαση στο συνταγματικό δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 15, επειδή η οικογένεια μπορούσε να διατηρηθεί και εκτός της Δημοκρατίας. Σημαντικό επίσης είναι ότι η Σύμβαση, με το Άρθρο 8, δεν αναγνωρίζει την de jure έννοια της οικογένειας, αλλά αναφέρεται στην de facto οικογενειακή ζωή (βλ. Nicolas v. Δημοκρατίας κ.ά., πιο πάνω).

Στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια, από 8/12/2000, παρέμενε παράνομα στην Κύπρο και μόλις στις 9/8/2005 αποτάθηκε στις Αρχές για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής, επικαλούμενη τη διαδικασία παραχώρησης πολιτικού ασύλου. Αργότερα, με την τέλεση του γάμου της, αποσύρει την αίτησή της για πολιτικό άσυλο και επιδιώκει να παραμείνει ως σύζυγος Ελληνοκύπριου πολίτη. Προκύπτει, από το σημείωμα της Διευθύντριας, ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης της αιτήτριας εκδόθηκαν με βάθρο ότι αυτή, μετά την απόσυρση της αίτησής της για πολιτικό άσυλο, κατέστη απαγορευμένη μετανάστης.

Από το φάκελο, καταδεικνύεται ότι τη Διευθύντρια απασχόλησε ιδιαίτερα το καθεστώς της αιτήτριας μετά την απόσυρση της αίτησής της για πολιτικό άσυλο αλλά και ο ισχυρισμός της ότι, για την απόσυρση της αίτησής της, παραπλανήθηκε. Θεώρησε την απόσυρση του αιτήματος για πολιτικό άσυλο τη βάση για την έκδοση [*14]των επίδικων διαταγμάτων, ενώ, ταυτόχρονα, αποδέχθηκε ότι, για την απόσυρσή του, η αιτήτρια παραπλανήθηκε, γι’ αυτό και ανέστειλε το διάταγμα απέλασης μέχρι να εξεταστεί το αίτημά της από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Δεν είναι, όμως, το ζητούμενο τώρα εάν, βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την απόρριψη του αιτήματός της για πολιτικό άσυλο, δικαιολογείται η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, αλλά το κατά πόσο το βάθρο, στο οποίο στήριξε η Διευθύντρια την απόφασή της για την έκδοσή τους, αναιρείται λόγω πλάνης. Στην Παπαϊωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, σε σχέση με το ζήτημα της πλάνης περί τα πράγματα, αναφέρεται ότι αυτή αποτελεί παρανομία, η οποία εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον «ειρμό των σκέψεων» του αρμόδιου διοικητικού οργάνου την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 188:-

«Πλάνη είναι η ανυπαρξία πραγμάτων: 263, 440 - 442 (50). Μη νόμιμος θεωρείται η πράξις, εφ’ όσον η αιτιολογία της καταδείκνυται πεπλανημένη κατά την αντικειμενικήν αυτής υπόστασιν, ...»

Από το αιτιολογικό της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, θεωρώ ότι η Διευθύντρια, κατά την έκδοσή τους, τελούσε υπό πλάνη, αφού θεωρούσε την αιτήτρια παράνομο μετανάστη και, ταυτόχρονα, πρόσωπο του οποίου η αίτηση για πολιτικό άσυλο έπρεπε να εξεταστεί. Η πλάνη, η οποία εμφιλοχώρησε στους συλλογισμούς της Διευθύντριας, καθιστά τα επίδικα διατάγματα παράνομα.

Η διαπίστωση του παράνομου των διαταγμάτων καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μου με τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας.

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Τα επίδικα διατάγματα ακυρώνονται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο