Νικολάου Νικόλας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 260

(2006) 4 ΑΑΔ 260

[*260]21 Μαρτίου, 2006

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

    ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 61/2005)

 

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Υπερωριακή απασχόληση των μελών ― Πότε χορηγείται υπερωριακό επίδομα και πότε ανάλογος χρόνος ανάπαυσης ― Ερμηνεία του Καν.17(3)(α) των περί Αστυνομίας Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89) ― Διαπιστώθηκε παραβίασή του στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης του αιτήματός του, να του καταβληθεί η αξία των υπερωριών που συσσωρεύθηκαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Γίνεται από τον αιτητή εισήγηση για παράβαση του Κανονισμού 17(3)(α) των περί Αστυνομίας Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 51/1989.

Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ευθέως θέμα ερμηνείας του Κανονισμού 17(3)(α). Είναι κατά πρώτο επιλογή της Αστυνομικής διοίκησης κατά πόσο θα παραχωρήσει στον αστυνομικό χρόνο ανάπαυσης ή πληρωμή για τις υπερωρίες του.  Αν όμως επιλέξει να παραχωρήσει χρόνο ανάπαυσης, αυτό δεν μπορεί να γίνεται σε απροσδιόριστο χρόνο ούτε να αναβάλλεται επ’ άπειρο ώστε ουσια[*261]στικά ο χρόνος ανάπαυσης να μετατρέπεται σε συσσωρευμένη άδεια. Κάτι τέτοιο θα καταργούσε την έννοια του χρόνου ανάπαυσης ως αναγκαία ανάλογης για την κούραση που ο αστυνομικός υπέστη ως εκ της υπερωριακής απασχόλησής του. Η οποιαδήποτε λοιπόν επιλογή της Αστυνομικής διοίκησης να παραχωρήσει χρόνο ανάπαυσης αντί πληρωμή υπερωριών, πρέπει να γίνεται σε εύλογα σύντομο χρόνο μετά από την υπερωριακή υπηρεσία, άλλως προκύπτει ότι η διοίκηση επιλέγει την καταβολή πληρωμής στην οποία πλέον ο αστυνομικός έχει δικαίωμα.

Εδώ πέρασαν χρόνια αφ’ ότου ο Αιτητής υπηρέτησε υπερωριακά. Δεν μπορούσε να ισχυρίζεται πλέον η Αστυνομική διοίκηση ότι διατηρούσε τη δυνατότητα επιλογής. Η μόνη της επιλογή και υποχρέωση ήταν πλέον η καταβολή πληρωμής για τις υπερωρίες.  Η άρνηση της να πράξει τούτο ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη ως αντιβαίνουσα τον Κανονισμό 17(3)(α).

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Γεωργιάδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 4(B) A.A.Δ.800.

Προσφυγή.

Μ. Ιωαννίδης, για LicaLawPartnersOrphanides, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠHΣ, Δ.: Ο Αιτητής είναι αστυφύλακας. Ζήτησε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας να του καταβληθεί η αξία των υπερωριών υπηρεσίας του που συσσωρεύθησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και που η Δημοκρατία δέχεται ότι ανέρχονται σε 1703, συνολικής αξίας £5.435,28. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας απέρριψε το αίτημα και ο Αιτητής με την προσφυγή του προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης αυτής.

Προσβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η έλλειψη αιτιολογίας.  Κατά δεύτερο λόγο γίνεται εισήγηση για παράβαση του Κανονισμού 17(3)(α) των περί Αστυνομίας Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 51/1989, ο οποίος προνοεί:

[*262]"Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντα Κανονισμού, όταν μέλος της Δύναμης για το οποίο ισχύει η πιο πάνω παράγραφος (2) παραμένει σε καθήκον μετά το πέρας της φάσης του καθήκοντος ή ανακαλείται σε υπηρεσία μεταξύ δύο φάσεων καθήκοντος, θα χορηγείται σ’ αυτό υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας."

Ο Αιτητής εισηγείται ουσιαστικά ότι ο ίδιος μπορεί να επιλέξει αν θα ζητήσει πληρωμή των υπερωριών ή χρόνο ανάπαυσης, ή εν πάση περιπτώσει ότι η επιλογή από την Αστυνομική διοίκηση να του παραχωρήσει χρόνο ανάπαυσης αντί πληρωμή δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη δική του συμφωνία. Η Δημοκρατία εισηγείται ότι είναι αυτή και μόνο ως εργοδότης που μπορεί να επιλέξει μεταξύ των δύο. Τόσο ο Αιτητής όσο και η Δημοκρατία παραπέμπουν στην απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., στην υπόθεση Γεωργιάδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 4(B) A.A.Δ. 800. Εκεί εκρίθη ότι υπήρχε δικαίωμα σε πληρωμή των υπερωριών και ήταν επιτυχής η προσφυγή εναντίον της απόρριψης αιτήματος για τέτοια πληρωμή. Δεν απασχόλησε όμως το θέμα που ενδιαφέρει εδώ. Να σημειωθεί ότι στην υπόθεση εκείνη ο Αιτητής είχε αποβιώσει μετά την καταχώρηση της προσφυγής και αυτή συνέχισε στο όνομα των διαχειριστών της περιουσίας του. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, θα μπορούσε να λεχθεί, δεν υπήρχε θέμα επιλογής αφού η επιλογή της παραχώρησης χρόνου ανάπαυσης δεν προσφέρετο.

Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ευθέως θέμα ερμηνείας του Κανονισμού 17(3)(α). Η θεώρησή μου με οδηγεί στην κατάληξη ότι είναι κατά πρώτο επιλογή της Αστυνομικής διοίκησης κατά πόσο θα παραχωρήσει στον αστυνομικό χρόνο ανάπαυσης ή πληρωμή για τις υπερωρίες του. Αν όμως επιλέξει να παραχωρήσει χρόνο ανάπαυσης, αυτό δεν μπορεί να γίνεται σε απροσδιόριστο χρόνο ούτε να αναβάλλεται επ’ άπειρο ώστε ουσιαστικά ο χρόνος ανάπαυσης να μετατρέπεται σε συσσωρευμένη άδεια. Κάτι τέτοιο θα καταργούσε την έννοια του χρόνου ανάπαυσης ως αναγκαία ανάλογης για την κούραση που ο αστυνομικός υπέστη ως εκ της υπερωριακής απασχόλησής του. Εξ ου και ο συσχετισμός στον Κανονισμό του χρόνου ανάπαυσης προς την υπερωριακή εργασία ως εργασία πέραν της φάσης του καθήκοντος, που είναι το καθημερινό εξάωρο, ή ως εργασία μεταξύ δύο φάσεων καθήκοντος. Η οποιαδήποτε λοιπόν επιλογή της Αστυνομικής διοίκησης να παραχωρήσει χρόνο ανάπαυσης αντί πληρωμή υπερωριών πρέπει να γίνεται σε εύλογα σύντομο χρόνο μετά από την υπερωριακή υπηρεσία, άλλως προκύπτει ότι η [*263]διοίκηση επιλέγει την καταβολή πληρωμής στην οποία πλέον ο αστυνομικός έχει δικαίωμα.

Εδώ πέρασαν χρόνια αφ’ ότου ο Αιτητής υπηρέτησε υπερωριακά. Δεν μπορούσε να ισχυρίζεται πλέον η Αστυνομική διοίκηση ότι διατηρούσε τη δυνατότητα επιλογής. Η μόνη της επιλογή και υποχρέωση ήταν πλέον η καταβολή πληρωμής για τις υπερωρίες. Η άρνηση της να πράξει τούτο ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη ως αντιβαίνουσα τον Κανονισμό 17(3)(α).

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στον Αιτητή.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο