Δίας Λτδ (Εκδοτικός Οίκος) ν. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 4 ΑΑΔ 312

(2006) 4 ΑΑΔ 312

[*312]11 Απριλίου, 2006

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 19, 24, 25, 26, 28, 35 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΛΤΔ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 452/2005)

 

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ― Κατά πόσο παραβιάζονται από τον τρόπο ρύθμισης της εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της Αρχής ― Υιοθέτηση της δεσμευτικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικών κυρώσεων ― Κατά πόσο είναι υποχρεωτική κατά τη διαδικασία επιβολής των κυρώσεων η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης.

Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παράβαση ουσιώδους τύπου ― Η υπογραφή απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου μόνο από τον Πρόεδρο της, κρίθηκε ως επουσιώδης παρατυπία στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της καταδίκης τους και της σε βάρος τους επιβολής διοικητικής χρηματικής ποινής ύψους Λ.Κ.3.000, για παράβαση εκ μέρους του ραδιοφωνικού σταθμού «ΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ» των Αρθρων 33(2)(α) και 34(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου Αρ. 7(Ι)/98.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Όσον αφορά το ζήτημα της ισχυριζόμενης παραβίασης των αρχών [*313]της φυσικής δικαιοσύνης το παρόν δικαστήριο είναι δεσμευμένο από την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 A.A.Δ. 134. Στην υπόθεση εκείνη εξετάστηκαν ουσιαστικά όλοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται και στην παρούσα υπόθεση.

     Κρίθηκε πως, δεδομένου ότι η διαδικασία που ακολουθεί η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου είναι διαδικασία διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου ότι, ως θέμα πολιτικής του Κράτους, ζητήματα παράβασης των ρυθμιστικών προνοιών του Νόμου στον ευαίσθητο και σημαντικό τομέα της Ραδιοτηλεόρασης ανατίθενται σε ειδική ανεξάρτητη δημόσια Αρχή και ότι οι αποφάσεις της Αρχής αυτής υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διασφαλίζεται επαρκώς η τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

2.  Σε σχέση με το ζήτημα της παράλειψης της καθ’ ης η αίτηση να συμβουλευτεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης αναφορικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σχετική είναι η απόφαση του Δικαστή Κωνσταντινίδη στη Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Aρ. 392/2003, ημερ. 19.9.2005.

     Υιοθετούνται τα όσα ανέφερε ο Δικαστής Κωνσταντινίδης στην 392/2003, πως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποχρεωτική η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης στη διαδικασία επιβολής διοικητικής κύρωσης, εφόσον στοιχειοθετείται παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, όπως συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση.

3.  Η απόφαση (επί της ουσίας) της 1.12.2004 εν προκειμένω όσον και η απόφαση για επιβολή κύρωσης ημερ. 9.2.2005, είναι επαρκώς αιτιολογημένες. Το γεγονός ότι οι δύο αποφάσεις υπογράφονται μόνον από τον Πρόεδρο της καθ’ ης η αίτηση αλλά και στις δύο αναφέρεται ποια μέλη της καθ’ ης η αίτηση ήταν παρόντα και τι έλαβε χώρα, δεν καθιστά τις αποφάσεις αυτές μεμπτές καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Εν πάση περιπτώσει και αν υπάρχει οποιαδήποτε παρατυπία, πρόκειται για τυπική παρατυπία που δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

[*314]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 A.A.Δ. 134,

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 392/2003, ημερ. 19.9.2005,

Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) v. Ιωαννίδου (2006) 3 A.A.Δ. 32.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή ζητείται δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 13.4.2005 και με την οποία η καθ’ ης η αίτηση έκρινε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους του Ραδιοφωνικού Σταθμού «ΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ» των αιτητών, του Αρθρου 33(2) (α) και του Αρθρου 34(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/1998 (όπως τροποποιήθηκε) και κατ’ επέκταση επέβαλε πρόστιμο £3.000,- στους αιτητές, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

Μεταξύ των λόγων για τους οποίους προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση περιλαμβάνονται και οι εξής:

(α)   Παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

(β)   Παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.

(γ)   Είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.

(δ)   Παραβιάζει το Αρθρο 11 του προαναφερόμενου Νόμου 7(Ι)/98, ο οποίος προβλέπει τη σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής που γνωματεύει και συμβουλεύει την καθ’ ης η αίτηση αναφορικά με την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της.

(ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και δεν [*315]υπάρχει πρακτικό της απόφασης αλλά μόνον υπογραφή από τον Πρόεδρο της καθ’ ης η αίτηση.

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση της καθ’ ης η αίτηση είναι σε συντομία τα εξής:

Η καθ’ ης η αίτηση εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους του Ραδιοφωνικού Σταθμού «ΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ» πιθανές παραβάσεις των Αρθρων 33(2) (α), 33(2) (β) και 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98 (όπως τροποποιήθηκε) καθώς και των παραγράφων Ε.4, ΣΤ.1, ΣΤ.5(α) (ι) και ΣΤ.5(α) (ιιι) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, όπως αυτός εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Αφού η καθ’ ης η αίτηση εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία αναφορικά με ραδιοφωνικές εκπομπές του προαναφερόμενου σταθμού που έγιναν στις 27 και 28.11.2003 και αφού έλαβε υπόψη της τα όσα οι αιτητές υπέβαλαν στην καθ’ ης η αίτηση, αναφορικά με τις προαναφερόμενες εκπομπές, έκρινε ότι στις 27 και 28.11.2003, σε συγκεκριμένες εκπομπές, έγιναν παραβάσεις των προαναφερόμενων άρθρων του Νόμου 7(Ι)/98 (όπως τροποποιήθηκε) και των προαναφερομένων παραγράφων του σχετικού Κώδικα ο οποίος συνιστά παράρτημα των προαναφερόμενων κανονισμών του 2000. Στη συνέχεια η καθ’ ης η αίτηση έδωσε ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν πριν την επιβολή κυρώσεων. Η προαναφερόμενη απόφαση λήφθηκε την 1.12.2004 και στις 9.2.2005 η καθ’ ης η αίτηση επέβαλε στον προαναφερόμενο σταθμό συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους £3.000.

Θεωρώ ως τους πιο σημαντικούς ισχυρισμούς των αιτητών εκείνους που αφορούν στην παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση καθώς και εκείνους που αφορούν στην άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της καθ’ ης η αίτηση χωρίς την προηγούμενη συμβουλή και γνωμοδότηση Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Όσον αφορά το ζήτημα της ισχυριζόμενης παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης θεωρώ πως το παρόν δικαστήριο είναι δεσμευμένο από την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134. Στην υπόθεση εκείνη εξετάστηκαν ουσιαστικά όλοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται και στην παρούσα υπόθεση, ότι δηλαδή η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ενεργεί αυτεπάγγελτα υπό διαφορετικές [*316]ιδιότητες, δηλαδή τις ιδιότητες του Κατηγόρου και του Δικαστή αλλά και του εισπράττοντος, τελικά, το πρόστιμο που η ίδια επιβάλλει. Αυτή η διαδικασία, κατά τους αιτητές, παραβιάζει τον κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης ότι ουδείς μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης αλλά και τον κανόνα ότι ο κριτής πρέπει να είναι αμερόληπτος και αντικειμενικός, που εξυπακούει ότι (ο κριτής) δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε συμφέρον στο αποτέλεσμα της ενώπιον του διαδικασίας.

Η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προαναφερόμενες υποθέσεις έκρινε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης οι οποίοι εμπεριέχονται στο Αρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Αρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κρίθηκε στην υπόθεση εκείνη πως, δεδομένου ότι η διαδικασία που ακολουθεί η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου είναι διαδικασία διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου ότι, ως θέμα πολιτικής του Κράτους, ζητήματα παράβασης των ρυθμιστικών προνοιών του Νόμου στον ευαίσθητο και σημαντικό τομέα της Ραδιοτηλεόρασης ανατίθενται σε ειδική ανεξάρτητη δημόσια Αρχή και ότι οι αποφάσεις της Αρχής αυτής υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διασφαλίζεται επαρκώς η τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υπέβαλε πως το παρόν δικαστήριο μπορεί να διαχωρίσει τη θέση του από την προαναφερόμενη απόφαση της πλειοψηφίας και ουσιαστικά να ακολουθήσει το σκεπτικό της απόφασης της μειοψηφίας στις προαναφερόμενες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό εφόσον μόνον η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει την εξουσία να ανατρέψει προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας.

Σε σχέση με το ζήτημα της παράλειψης της καθ’ ης η αίτηση να συμβουλευτεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης αναφορικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σχετική είναι η απόφαση του αδελφού Δικαστή Κωνσταντινίδη στη Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Aρ. 392/2003, ημερ. 19.9.2005, η οποία βέβαια δεν είναι δεσμευτική. Στην υπόθεση εκείνη ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης εξέτασε τις πρόνοιες του Αρθρου 11(1) του Νόμου 7(Ι)/98, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του Κανονισμού 10 των περί της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 154/99). [*317]Σύμφωνα με το Αρθρο 11(1) «η Αρχή συστήνει Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης για να την συμβουλεύει στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της». Ο αδελφός Δικαστής παρατήρησε τα εξής αναφορικά με το εγειρόμενο ζήτημα:

«Ανεξάρτητα από το ζήτημα της γενικότερης εμβέλειας του Αρθρου 11 του Νόμου, στην οποία δεν χρειάζεται να επεκταθώ, δεν έχει τεκμηριωθεί η αντίληψη πως ήταν υποχρεωτική η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη διαδικασία προς επιβολή, εφόσον στοιχειοθετείται παράβαση, διοικητικής κύρωσης. Για την οποία ο Κανονισμός 41 της Κ.Δ.Π. 10/2000, στον οποίο δεν έγινε καν αναφορά, περιλαμβάνει λεπτομερείς πρόνοιες.»

Μετά την προαναφερόμενη απόφαση εκδόθηκε, από την Ολομέλεια, η απόφαση στην Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) v. Ιζαμπέλ Ιωαννίδου (2006) 3 A.A.Δ. 32, στην οποία κρίθηκε ότι, αναφορικά με τον Κανονισμό 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99, η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση Επιτροπών Κρίσεως, ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση. Αποφασίστηκε ότι η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. συνιστούσε επιβαλλόμενη από το Νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελούσε προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.. Παρατηρώ όμως πως στην υπόθεση εκείνη, στο Αρθρο 13(1) του σχετικού Νόμου 68(Ι)/96, προβλέπεται ρητά πως το Συμβούλιο (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) αποφασίζει για την ισοτιμία και την αντιστοιχία τίτλων σπουδών, «αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών». Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανάλογη πρόνοια στο προαναφερόμενο Αρθρο 11 του Ν. 7(Ι)/98 και υπό τις περιστάσεις υιοθετώ τα όσα ανέφερε ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης στην 392/2003, πως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποχρεωτική η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης στη διαδικασία επιβολής διοικητικής κύρωσης, εφόσον στοιχειοθετείται παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, όπως συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση. Θεωρώ πως η προκείμενη περίπτωση είναι διαφορετική από την περίπτωση που είχε ενώπιόν της η Ολομέλεια στην ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. v. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ. 32.

Αφού κατέληξα στα προαναφερόμενα συμπεράσματα αναφορικά με τους ισχυρισμούς για παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και παράβαση των προνοιών του προαναφερόμενου [*318]Αρθρου 11, εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, παρατηρώ πως και οι υπόλοιποι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των αιτητών είναι ανυπόστατοι. Συγκεκριμένα θεωρώ τόσο την απόφαση (επί της ουσίας) της 1.12.2004 όσον και την απόφαση για επιβολή κύρωσης ημερ. 9.2.2005, ως επαρκώς αιτιολογημένες. Πρόκειται για αποφάσεις, οι οποίες φανερώνουν το σκεπτικό και τους λόγους στους οποίους βασίστηκε η καθ’ ης η αίτηση, που εκδόθηκαν αφού δόθηκε πλήρης ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν τις θέσεις τους. Το γεγονός ότι οι δύο αποφάσεις υπογράφονται μόνον από τον Πρόεδρο της καθ’ ης η αίτηση αλλά και στις δύο αναφέρεται ποια μέλη της καθ’ ης η αίτηση ήταν παρόντα και τι έλαβε χώρα, δεν θεωρώ ότι καθιστά τις αποφάσεις αυτές μεμπτές καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Εν πάση περιπτώσει και αν υπάρχει οποιαδήποτε παρατυπία, πρόκειται για τυπική παρατυπία που δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης.

Τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρουν οι αιτητές, όπως η ισχυριζόμενη ανισότητα εναντίον τους, η ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα, η λανθασμένη σύσταση και λειτουργία της καθ’ ης η αίτηση και η πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, θεωρώ ότι δεν έχουν στοιχειοθετηθεί και ως εκ τούτου δεν μπορούν να επιτύχουν.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ορθό και δίκαιο να απορρίψω την προσφυγή και την απορρίπτω, με έξοδα εις βάρος των αιτητών.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο