Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και Άλλης (2006) 4 ΑΑΔ 560
print
Τίτλος:
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και Άλλης (2006) 4 ΑΑΔ 560

(2006) 4 ΑΑΔ 560

21 Ιουνίου, 2006

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146(1), 19, 25, 26 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 19(1)ρ, 21(γ) ΚΑΙ (ε), 22(1)

ΚΑΙ 74 ΤΟΥ Ν. 19(Ι)/02 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡ. 19 ΤΟΥ ΚΕΦ. 302,

ΟΠΩΣ ΘΕΣΠΙΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΟ Ν. 7(Ι)/04

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

     ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ         ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ    ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΩΝ,

Καθ’ων η Αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1005/2004)

 

 

Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Παροχή υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής Ρύθμισή της με διάταγμα του Επιτρόπου (Κ.Δ.Π. 564/03) που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 19 του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν.19(Ι)/02) Κατά πόσο το περιεχόμενο του διατάγματος υπερέβαινε την εξουσιοδότηση του Νόμου (ultra vires), κατά πόσο η ρύθμισή του καλυπτόταν από ανάλογο περιεχομένου διατάξεις του Νόμου και κατά πόσο η εφαρμογή του διατάγματος από τον Επίτροπο ήταν και η ίδια εσφαλμένη στην κριθείσα περίπτωση Ερμηνεία των συναφών διατάξεων.

Διοικητική Πράξη Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς απόφαση εκτός του πεδίου του δημοσίου δικαίου.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Το απαράδεκτο της προσβολής περισσοτέρων της μιας διοικητικών πράξεων με την ίδια προσφυγή.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υπόθεσεις:

Α.ΤΗ.Κ. v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεπικοινωνιών & Tαχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 20,

Α.ΤΗ.Κ. v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεπικοινωνιών & Tαχυδρομείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 905/2003, ημερ. 13.9.2005.

Προσφυγή.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια.

Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ’ oυ η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με τον περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2002 (Ν. 19(Ι)/2002) καθιερώθηκε ο θεσμός του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Το άρθρο 19 καθορίζει τις αρμοδιότητες, εξουσίες και καθήκοντα του Επιτρόπου και την άσκησή τους. Με διάταγμα (Κ.Δ.Π. 564/2003) εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 19, ο Επίτροπος καθόρισε τα διέποντα την παροχή υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής από Υπόχρεο Οργανισμό προς Δικαιούχο Οργανισμό. Η Α.ΤΗ.Κ., ως Υπόχρεος Οργανισμός, και η Scancom (Cyprus) Ltd, ως Δικαιούχος Οργανισμός, διαπραγματεύθησαν συμφωνία εθνικής περιαγωγής για την παροχή από την Α.ΤΗ.Κ. προς τη Scancom υπηρεσιών εθνικής περιαγωγής. Αν και συμφώνησαν στα περισσότερα θέματα, δεν κατέστη δυνατό να συμφωνήσουν σε όλα, και η Scancom ζήτησε την επέμβαση και απόφαση του Επιτρόπου επί των θεμάτων που παρέμεινε διαφωνία δυνάμει του άρθρου 12(1) του διατάγματος. Ο Επίτροπος ενεργοποίησε πάραυτα τη διαδικασία επίλυσης διαφορών που προνοείται στο άρθρο 12 και εξέδωσε την απόφαση του στις 13.8.2004. Ακολούθησε αυθημερόν υπογραφή της σχετικής συμφωνίας που συντάχθηκε στη βάση της απόφασης του Επιτρόπου, ο οποίος και την ενέκρινε, την οποία όμως η Α.ΤΗ.Κ. υπέγραψε με επιφύλαξη του δικαιώματος της να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης του Επιτρόπου. Στις 27.8.2004 ο Επίτροπος κάλεσε την Α.ΤΗ.Κ. να προβεί σε άμεση παροχή της εν λόγω υπηρεσίας προς τη Scancom στη βάση της υπογραφείσας συμφωνίας.

Η Α.ΤΗ.Κ. καταχώρησε προσφυγή κατά της απόφασης του Επιτρόπου ημερομηνίας 13.8.2004 και κατά της αναφερόμενης ως επακόλουθης απόφασης του ημερομηνίας 27.8.2004 "με την οποία επέβαλε την άμεση παροχή υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής χωρίς να προηγηθούν οι δοκιμές και έλεγχος που προνοούνται στη συμφωνία". Είναι η θέση της Α.ΤΗ.Κ. ότι το διάταγμα (Κ.Δ.Π. 564/2003), δυνάμει του οποίου ενήργησε ο Επίτροπος, εξεδόθη χωρίς εξουσία καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που παρέχει στον Επίτροπο το άρθρο 19 του Νόμου όπως και το άρθρο 20(1) του Ν. 112(Ι)/2004 ο οποίος αντικατέστησε το Ν. 19(Ι)/2002. Το διάταγμα, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Α.ΤΗ.Κ., επιβάλλοντας υποχρέωση παροχής υπηρεσίας εθνικής περιαγωγής και διαπραγμάτευσης συμφωνίας, περιλαμβανομένων των αφορώντων τη φύση, ποιότητα, γεωργραφική κάλυψη και αρχές υπολογισμού των τελών τους, και παρέχοντας εξουσία στον Επίτροπο να επιλύει διαφορές κατά τη διαπραγμάτευση και εφαρμογή τέτοιας συμφωνίας, ήταν ultra vires του Άρθρου 11 το οποίο δεν παρείχε τέτοιες εξουσίες και αρμοδιότητες στον Επίτροπο, όπως και του άρθρου 20(1) του ισχύοντος πλέον Ν. 112(Ι)/2004. Μάλιστα το άρθρο 34 του Ν. 112(Ι)/2004, εισηγείται ο κ. Χατζηϊωάννου, προνοεί το ίδιο διαδικασία επίλυσης διαφορών και υπερισχύει έτσι του διατάγματος, έστω και αν αυτό διατηρήθηκε σε ισχύ με το Ν. 112(Ι)/2004. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Χατζηϊωάννου εισηγείται ότι το άρθρο 20(1)(ιζ) του Ν. 112(Ι)/2004, που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 19(1)(ρ) του Ν. 19(Ι)/2002, παρέχουν στον Επίτροπο εξουσία να καθορίζει "πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου ανώτατου και κατώτατου ορίου τιμών", και όχι εξουσία καθορισμού τιμών, που καθόρισε ο Επίτροπος στην προκειμένη περίπτωση, όπως και έχει ερμηνευθεί στις υποθέσεις Α.ΤΗ.Κ. v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεπικοινωνιών & Tαχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 20 και Α.ΤΗ.Κ. v. Επιτρόπου Pύθμισης Tηλεπικοινωνιών & Tαχυδρομείων κ.ά., Yπόθ. Aρ. 905/2003, ημερ. 13.9.2005. Ο κ. Χατζηϊωάννου εισηγείται περαιτέρω ότι ο Επίτροπος ενήργησε και έξω από τα πλαίσια της διαφοράς των μερών, που αφορούσε μόνο το ύψος των χρεώσεων, αφού άλλαξε την ήδη συμφωνηθείσα μεθοδολογία της χρέωσης. Και τέλος, ότι, με την απόφασή του της 27.8.2004 που επέβαλλε την άμεση παροχή της εν λόγω υπηρεσίας χωρίς να προηγηθούν οι έλεγχοι που ήσαν αναγκαίοι προς ταυτοποίηση των κλήσεων για σκοπούς τιμολόγησης, ανέτρεψε την ίδια τη συμφωνία που επέβαλε, αφού ο Όρος 5.7.2 αυτής προνοούσε για τέτοιους ελέγχους πριν την έναρξη παροχής της υπηρεσίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Επίτροπο εισηγείται ότι ο Επίτροπος είχε εξουσία να ρυθμίσει με διάταγμα τα της διασύνδεσης με τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και τα της πρόσβασης σε αυτά δυνάμει του άρθρου 19(1)(π) του Ν. 19(1)/2002. Αυτό περιλάμβανε και την εξουσία του για καθορισμό τιμών, που εξ άλλου ήταν το ζητούμενο στη διαφορά που ζητήθηκε η επέμβασή του. Ούτε, εισηγείται ο κ. Τριανταφυλίδης, μπορεί να τίθεται θέμα υπερίσχυσης του άρθρου 34 του Ν. 112(Ι)/2004 έναντι του διατάγματος, αφού το άρθρο 34 αφορά γενικά την εξουσία του Επιτρόπου για επίλυση διαφορών και όχι ειδικά ως προς θέματα εθνικής περιαγωγής για τα οποία υπερισχύουν οι εξειδικευμένες πρόνοιες του άρθρου 12 του διατάγματος. Κατά τα λοιπά, ο κ. Τριανταφυλλίδης εισηγείται ότι ο Επίτροπος δεν ενήργησε έξω από τα πλαίσια της διαφοράς αφού ο καθορισμός των τιμών εξυπακούει εφαρμογή της μεθοδολογίας που προβλέπεται στο άρθρο 7 του διατάγματος.

Η κατάληξή μου είναι ότι το διάταγμα δεν εξεδόθη ultra vires του Νόμου. Το άρθρο 19(1)(π) δίδει ευρύτατη εξουσία στον Επίτροπο να ρυθμίζει "τα της διασύνδεσης με τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, και τα της πρόσβασης σ’ αυτά". Στο Μέρος Όγδοο του Νόμου γίνεται λεπτομερέστατη πρόνοια στα αφορώντα τη διασύνδεση και πρόσβαση σε δίκτυα, περιλαμβανομένων της υποχρέωσης παροχής διασύνδεσης και διαπραγμάτευσης σχετικής συμφωνίας όπως και του ρόλου του Επιτρόπου στο πλαίσιο αυτό. Απλή αναφορά ιδιαίτερα στα άρθρα 40-44 και 47 αποκαλύπτει το εύρος της ρύθμισης του θέματος και την αντίστοιχη εξουσία του Επιτρόπου ως προς την αποτελεσματικότητα του νόμου. Και συγχρόνως τη νομιμότητα του διατάγματος ως ρυθμίζοντος τα της εν λόγω διασύνδεσης και πρόσβασης.

Αβάσιμη είναι όμως και η εξειδικευμένη εισήγηση του κ. Χατζηϊωάννου ότι η εξουσία του Επιτρόπου δυνάμει του Νόμου περιορίζεται στον καθορισμό πλαισίου τιμών και όχι τιμών διασύνδεσης και πρόσβασης. Η εισήγηση, εξ ου και η αναφορά στη σχετική νομολογία, βασίζεται στην αντίληψη ότι σχετικό επί του προκειμένου είναι το άρθρο 19(1)(ρ). Εδώ όμως δεν είναι σχετικό το άρθρο 19(1)(ρ), το οποίο αφορά τον καθορισμό πλαισίου τιμών των δημοσίων παροχέων προς το κοινό "προς διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού, και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας", αλλά το άρθρο 19(1)(τ) το οποίο αφορά ειδικά τα των συμφωνιών διασύνδεσης μεταξύ των δημόσιων παροχέων.  Και το άρθρο 19(1)(τ) παρέχει ρητά εξουσία στον Επίτροπο να εξετάζει και αποφασίζει, σε σχέση με τέτοιες συμφωνίες, "κατά πόσο τα προβλεπόμενα στη συμφωνία ποσά τελών είναι δικαιολογημένα, σε περίπτωση που το άλλο μέρος στη συμφωνία δε συμφωνεί με τον παροχέα ως προς το ύψος αυτών και παραπέμπει το θέμα για εξέταση και απόφαση από τον Επίτροπο". Το άρθρο 19(1)(τ) λοιπόν προβλέπει ειδικά στην περίπτωση τέτοιων συμφωνιών για τον καθορισμό του ύψους των ίδιων των ποσών τελών και όχι για πλαίσιο τιμών όπως το άρθρο 19(1)(ρ). Σχετικό προς τούτο εξ άλλου είναι και το άρθρο 19(5)(α)(β)(γ).

Χωρίς έρεισμα είναι και οι υπόλοιπες εισηγήσεις του κ. Χατζηϊωάννου. Είναι ορθή η επιχειρηματολογία του κ. Τριανταφυλλίδη ότι, με δεδομένη πλέον ως εκ των ως άνω την εξουσία του Επιτρόπου να καθορίσει τις τιμές σε περίπτωση διαφωνίας, η μεθοδολογία καθορισμού των τελών που προνοείται στο άρθρο 7 του διατάγματος δεν μπορεί να αποκλείει επέκταση του Επιτρόπου σε οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να είναι σχετικό για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας του να αποφασίζει αν το ύψος των ποσών τελών είναι δικαιολογημένο.

Ως προς το άρθρο 34, εκτός του ότι αυτό όντως αφορά την εξουσία του Επιτρόπου για επίλυση διαφορών γενικά όπως παρατηρεί ο κ. Τριανταφυλλίδης, δεν βλέπω πως μπορεί να αποκλείει την παράλληλη και ειδική εφαρμογή του άρθρου 12 του διατάγματος. Εξ άλλου, η Α.ΤΗ.Κ. δεν παραπονείται ότι επηρεάσθησαν οποιαδήποτε δικαιώματα της ως εκ της διαδικασίας που ακολουθήθηκε βάσει του διατάγματος ή ως εκ του ότι ο Επίτροπος δεν ενήργησε δυνάμει του άρθρου 34, θέμα που εν πάση περιπτώσει όχι μόνο δεν ήγειρε κατά το σχετικό χρόνο παρά συμμετείχε στη διαδικασία συνεργαζόμενη πλήρως.

Τέλος, ως προς την επίσης προσβαλλόμενη ενέργεια του Επιτρόπου στις 27.8.2004 να καλέσει την Α.ΤΗ.Κ. να παρέχει άμεσα τη συμφωνηθείσα υπηρεσία, δεν θεωρώ ότι αυτή συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο υπόδειξη υποχρέωσης υλοποίησης της συμφωνίας της 13.8.2004, όπως είναι και το αναφερόμενο στη σχετική επιστολή θέμα. Το αν η Α.ΤΗ.Κ. ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη συμφωνία άμεσα ή όχι δεν ήταν καν θέμα δημοσίου δικαίου αλλά ερμηνείας και εφαρμογής της συμφωνίας, ο δε Επίτροπος, προβαίνοντας στην ενέργεια αυτή, δεν ασκούσε οποιαδήποτε διοικητική αρμοδιότητα που να επηρέαζε τα δικαιώματα της Α.ΤΗ.Κ.. Εξ άλλου, και αν η ενέργεια του Επιτρόπου μπορούσε να συνιστούσε διοικητική απόφαση, αυτή θα ήταν χωριστή εκείνης της 13.8.2004 και δεν θα μπορούσε να προσβάλλεται στην ίδια προσφυγή.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Α.ΤΗ.Κ. θα καταβάλει £500 έξοδα στον Επίτροπο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο