Θεοδώρου Γεώργιος και 'Αλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 625
print
Τίτλος:
Θεοδώρου Γεώργιος και 'Αλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 625

(2006) 4 ΑΑΔ 625

17 Ιουλίου, 2006

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

(Υπόθεση Αρ. 76/2004)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η Αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 124/2004)

ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η Αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 76/2004, 124/2004)

 

Διοικητικό Όργανο ― Αρχή της αμεροληψίας ― Το τεκμήριο επηρεασμού της αμερόληπτης κρίσης διοικητικού οργάνου από την νομολογία σε συνδυασμό και με ρητές νομοθετικές διατάξεις όπως αυτή του Αρθρου 69(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (N. 1/90) ― Περιστάσεις της στοιχειοθέτησης τεκμηρίου επηρεασμού της κρίσης του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. στην κριθείσα περίπτωση, λόγω συμμετοχής του σε διαδικασία επιλογής, στην οποία υποψήφια ήταν πρώην πελάτης του δικηγορικού του γραφείου.

Οι αιτητές ζήτησαν με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές την ακύρωση της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών, μετά από τρίτη επανεξέταση, για πλήρωση των επίδικων θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Στην Προσφυγή Aρ. 124/2004 η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης κακή σύνθεση της Ε.Δ.Υ. αφού ο Πρόεδρός της, ως δικηγόρος μέχρι πρόσφατα, υποστήριζε τα συμφέροντα του Ε.Μ. Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή.

Ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. μέχρι τον διορισμό του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., το καλοκαίρι του 2003, ασκούσε τη δικηγορία ως ο κύριος συνεταίρος στο Δικηγορικό του γραφείο Μάρκος Π. Σπανός και Σία. Το δικηγορικό γραφείο του ανέλαβε από το 1993 την υπόθεση του Ε.Μ. Ελισσαίου-Παντζιαρή. Η Μαρίλια Ελισσαίου-Παντζιαρή σε τρεις διαδοχικές προσφυγές της (Προσφυγές Aρ. 802/93, 573/96 και 576/98) ως αιτήτρια πέτυχε τις ακυρώσεις των τριών διαδοχικών αποφάσεων της Ε.Δ.Υ.. Και στις τρεις πιο πάνω προσφυγές της δικηγόροι της ήταν το δικηγορικό γραφείο Μάρκου Σπανού και Σία. Το ίδιο δικηγορικό γραφείο υπεράσπισε επίσης τις εφέσεις που καταχώρησαν τόσο η Δημοκρατία όσο και το τότε Ε.Μ. στην απόφαση στην Προσφυγή Aρ. 576/98. Οι εφέσεις αυτές είναι οι 2124 και 3130 και απόφαση σ’ αυτές εκδόθηκε στις 13.2.2003. Και στις εφέσεις αυτές το δικηγορικό γραφείο Μάρκου Σπανού και Σία εκπροσωπούσε την Μαρίλια Ελισσαίου-Παντζιαρή. Οι εφέσεις αυτές απορρίφθηκαν και έτσι επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που δικαίωσε την τότε αιτήτρια Ελισσαίου-Παντζιαρή. Επακολούθησε μετά την απόρριψη των εφέσεων επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. υπό την προεδρία πλέον του κ. Μάρκου Σπανού με τελικό αποτέλεσμα τον διορισμό της Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή και της Ερνεστίνας Σισμάνη.

Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα. Σύμφωνα δε με τη νομολογία η εξέταση τέτοιου θέματος μπορεί να γίνει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται προς απόφαση κατά πόσον συνάγεται έλλειψη αμεροληψίας γιατί κανένα τέτοιο στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Προέδρου της Ε.Δ.Υ., έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της, επειδή διόρισε το Ε.Μ. στην επίδικη θέση με την οποία επί σειρά ετών και σε σειρά προσφυγών που έχουν άμεση σχέση με την επίδικη θέση τον συνέδεε σχέση δικηγόρου-πελάτη.  Κρίνεται ότι η σχέση αυτή είναι ιδιάζουσα όπως διαγράφεται στη νομολογία. Κατά συνέπεια, αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παντζαρή-Ελισσαίου v. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1889,

Λεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 500/98 κ.ά., ημερ. 6.9.2000,

Δημοκρατία κ.ά. v. Παντζιαρή Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Louca v. Savva a.o. (1989) 3(A) C.L.R. 672,

Δημοκρατία v. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769,

Αναστασίου v. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616,

Τζιονή v. Δημοκρατία (2003) 3 Α.Α.Δ. 609.

Προσφυγή.

Ρ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 76/2004.

Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 124/2004.

Λ. Ουστά, για την Καθ’ ης η Αίτηση και στις δύο Προσφυγές.

Μ. Σπανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Ελισσαίου.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Σισμάνη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με διάταγμα του Δικαστηρίου, κατόπιν συναίνεσης των διαδίκων, οι δύο προσφυγές συνεκδικάζονται λόγω του γεγονότος ότι προσβάλλουν την ίδια διοικητική απόφαση και επίσης γιατί προβάλλουν κοινούς λόγους ακύρωσης.

Και οι δύο προσφυγές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε.Μ.) Μαρίλια Παντζιαρή-Ελισσαίου και Ερνεστίνα Σισμάνη στην θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου κατόπιν επανεξέτασης.

Το ιστορικό της υπόθεσης αρχίζει από το 1993. Με απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 28.6.1993, διορίστηκαν στην επίδικη θέση η Λεωνίδου Δέσπω και το Ε.Μ. στις παρούσες προσφυγές Σισμάνη Ερνεστίνα. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του, ημερ. 8.2.1995, ακύρωσε τους διορισμούς κατόπιν δύο προσφυγών που καταχώρησαν η Ευανθία Παντελή (αιτήτρια στην Προσφυγή Aρ. 124/04), και η Ελισσαίου (Ε.Μ. στις προσφυγές αυτές). Οι λόγοι για την πιο πάνω ακύρωση ήταν αφενός μεν η παράλειψη διενέργειας έρευνας όσον αφορά τα προσόντα της Λεωνίδου Δέσπως και αφετέρου η παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

Η Ε.Δ.Υ. μετά την ακυρωτική απόφαση προέβη σε επανεξέταση και με απόφαση της, ημερ. 17.4.1995, διόρισε αναδρομικά από 1.9.1993 τα ίδια πρόσωπα ως και προηγουμένως, δηλαδή τις Λεωνίδου Δέσπω και Σισμάνη Ερνεστίνα. Η Μαρίλια Παντζιαρή-Ελισσαίου (Ε.Μ. στην Προσφυγή Aρ. 124/04) καταχώρησε την προσφυγή 573/96. Στις 8.8.1997 το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ακύρωσε εκ δευτέρου τους διορισμούς για δύο λόγους, αφενός ότι η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων έπρεπε να γίνει σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και αφετέρου ότι η Ε.Δ.Υ. παρέβη τις διατάξεις του Αρθρου 33(6) του Ν. 1/90 αφού δεν είχε ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων και αιτιολογημένη έκθεση, λόγω του ότι τελούσε υπό πλάνη ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί. (Βλέπε: Παντζαρή-Ελισσαίου v. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) A.A.Δ. 1889).

Η Ε.Δ.Υ, προχώρησε ακολούθως σε δεύτερη επανεξέταση και με απόφαση της, ημερ. 16.1.1998, διόρισε αναδρομικά από 1.9.1993 τις Ευανθία Παντελή (αιτήτρια στην Προσφυγή Aρ. 124/04) και Ερνεστίνα Σισμάνη (Ε.Μ. στις παρούσες προσφυγές). Εναντίον των πιο πάνω διορισμών καταχωρήθηκαν οι Προσφυγές Aρ. 500/98 και 576/98 εκ μέρους των Δέσπω Λεωνίδου και Μαρίλιας Παντζιαρή-Ελισσαίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του, ημερ. 6.9.2000, ακύρωσε τους διορισμούς αφενός διότι η Ε.Δ.Υ. δεν διεξήγαγε επαρκή έρευνα με συνέπεια να υποπέσει σε ενδεχόμενη πλάνη ως προς το επίπεδο και το περιεχόμενο του μεταπτυχιακού της Ευανθίας Παντελή και αφετέρου οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των υποψηφίων που έλαβε η Ε.Δ.Υ. υπόψη δεν ήταν ενιαίο μέτρο κρίσεως. (Βλέπε: Λεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 500/98 και 576/98, ημερ. 6.9.2000).

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές καταχωρήθηκαν δύο εφέσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας και της Ευανθίας Παντελή. Οι εφέσεις όμως αυτές απερρίφθησαν. (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. v. Παντζιαρή Ελισσαίου (2003) 3 A.A.Δ. 168).

Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε ακολούθως στην τρίτη κατά σειρά επανεξέταση. Στις 19.3.2003 αποφάσισε κατ’ αρχή, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, να προβεί σε έρευνα, μέσω του Υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας ως προς τα επίπεδα των πανεπιστημιακών διπλωμάτων ή τίτλων Licence και Maitrice. Από τα αποτελέσματα της έρευνας της Ε.Δ.Υ. η τελευταία κατέληξε, στις 8.10.2003, ότι η Ευανθία Παντελή κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Έτσι κάλεσε όλους τους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένης της Ευανθίας Παντελή, σε προφορική εξέταση. Κατά την ίδια συνεδρία αποφάσισε επίσης ότι η Ευανθία Παντελή (αιτήτρια) κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας ενώ δεν το κατείχαν τα δύο Ε.Μ..

Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της, στις 5.12.2003, δέχθηκε τους 12 υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Αξιολόγησε τους δύο αιτητές στις δύο εκδικαζόμενες προσφυγές ως «Πολύ Καλή» ενώ τα Ε.Μ. ως «Εξαίρετα». Τελικά δε, στην ίδια συνεδρία επέλεξε τα Ε.Μ. ως τα καταλληλότερα.

Εναντίον της απόφασης της Ε.Δ.Υ. καταχωρήθηκαν οι δύο αυτές προσφυγές που συνεκδικάζονται. Κοινοί νομικοί λόγοι ακύρωσης είναι οι εξής:-

(α)   ότι η επανεξέταση έπρεπε να αρχίσει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

(β)   ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, και

(γ)   ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ως προς τα προσόντα του Ε.Μ. Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή.

Στην Προσφυγή Aρ. 124/2004 η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης κακή σύνθεση της Ε.Δ.Υ. αφού ο Πρόεδρος της ως δικηγόρος μέχρι πρόσφατα, υποστήριζε τα συμφέροντα του Ε.Μ. Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή.

Στην δε Προσφυγή Aρ. 76/2004 ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παραγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν του χωρίς καμιά αιτιολογία ως επίσης ότι καταχρηστικά η Ε.Δ.Υ. άφησε στον κατάλογο και τους 12 υποψηφίους αντί τους συστηθέντες 8.

Στην Προσφυγή Aρ. 124/2004 προβάλλεται, όπως ανέφερα, ο σημαντικότερος λόγος ακυρότητας, αυτός της αμεροληψίας και κατά συνέπεια της κακής σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου δηλαδή της Ε.Δ.Υ..

Είναι δεδομένο ότι Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ., ενός πενταμελούς οργάνου, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, ήταν ο κ. Μάρκος Σπανός.

Ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. μέχρι τον διορισμό του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., το καλοκαίρι του 2003, ασκούσε τη δικηγορία ως ο κύριος συνεταίρος στο Δικηγορικό του γραφείο Μάρκος Π. Σπανός και Σία. Το δικηγορικό γραφείο του ανέλαβε από το 1993 την υπόθεση του Ε.Μ. Ελισσαίου-Παντζιαρή. Η Μαρίλια Ελισσαίου-Παντζιαρή σε τρεις διαδοχικές προσφυγές της (Προσφυγές Aρ. 802/93, 573/96 και 576/98) ως αιτήτρια πέτυχε τις ακυρώσεις των τριών διαδοχικών αποφάσεων της ΕΔΥ. Και στις τρεις πιο πάνω προσφυγές της δικηγόροι της ήταν το δικηγορικό γραφείο μάρκου Σπανού και Σία. Το ίδιο δικηγορικό γραφείο υπεράσπισε επίσης τις εφέσεις που καταχώρησαν τόσο η Δημοκρατία όσο και το τότε Ε.Μ. στην απόφαση στην Προσφυγή Aρ. 576/98. Οι εφέσεις αυτές είναι οι 2124 και 3130 και απόφαση σ’ αυτές εκδόθηκε στις 13.2.2003 (Βλέπε πιο πάνω). Και στις εφέσεις αυτές το δικηγορικό γραφείο Μάρκου Σπανού και Σία εκπροσωπούσε την Μαρίλια Ελισσαίου-Παντζιαρή. Οι εφέσεις αυτές απορρίφθηκαν και έτσι επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που δικαίωσε την τότε αιτήτρια Ελισσαίου-Παντζιαρή. Επακολούθησε μετά την απόρριψη των εφέσεων επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. υπό την προεδρία πλέον του κ. Μάρκου Σπανού με τελικό αποτέλεσμα τον διορισμό της Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή και της Ερνεστίνας Σισμάνη.

Είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας στην Προσφυγή Aρ. 124/2004 ότι η συμμετοχή του κ. Μ. Σπανού στην όλη διαδικασία έκδοσης της επίδικης απόφασης συνιστά παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και της αμεροληψίας και ότι η παράβαση αυτή οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης απόφασης. Εισηγείται ότι η ιδιάζουσα σχέση που υπήρχε μεταξύ του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. και του Ε.Μ. Μαρίλιας Ελισσαίου-Παντζιαρή έπρεπε να είχε αποτελέσει λόγο εξαίρεσης του από τη σύνθεση της Ε.Δ.Υ. αφού η συμμετοχή του ήταν εκ των πραγμάτων ικανή να θέσει σε αμφισβήτηση την αμεροληψία του ιδίου και κατ’ επέκταση του διορίζοντος οργάνου.

Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα. (Βλέπε: Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, Louca v. Savva a.o. (1989) 3(A) C.L.R. 672).

Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία v. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, στις σελίδες 772-773 αναφέρονται τα εξής:-

«Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από το Συμβούλιο της Επικράτειας της Ελλάδας στην Yπόθεση Aρ. 1187/1950 (Τόμος 1950(α) σελ. 991) και υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kallouris v. Republic (1964) C.L.R. 313. To Συμβούλιο της Επικράτειας διατύπωσε την αρχή αυτή ως ακολούθως:

‘Τα όργανα, των οποίων απαιτείται κατά νόμον η σύμπραξις δια την παραγωγήν διοικητικής τινος πράξεως, δέον όπως παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως. Ο κανών ούτος δεν αποτελεί το περιεχόμενον ηθικού μόνον αιτήματος της Πολιτείας δικαίου, αλλά συνιστά και νομικήν επιταγήν, ής η παράβασις επάγει ακυρότητα, όταν δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέσις προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινόμενη υπόθεσις, ή συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργούσι τεκμήρια επηρεασμού του οργάνου, κλονίζοντα την πεποίθησιν του διοικουμένου επί του αδιάβλητον της κρίσεως αυτού.’»

Και πιο κάτω στη σελίδα 774 αναφέρονται τα εξής, μετά από εκτενή παράθεση κειμένου από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, στη σελίδα 111:-

«Η δημιουργία τεκμηρίου επηρεασμού της αμερόληπτης κρίσης όταν μέλη του συλλογικού οργάνου της Διοίκησης συνδέονται δια δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης με τα πρόσωπα που τους αφορά η κρινόμενη υπόθεση, γίνεται επομένως φανερή από την προαναφερθείσα νομολογία. Η ύπαρξη του τεκμηρίου αυτού υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία.

Πέραν τούτου, όμως, η νομολογιακή αυτή επιταγή, νομοθετήθηκε με το Αρθρο 69(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990-96, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«2. Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει να-

       (α)...................................................................................................

(β) μη αναλαμβάνει, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μη συμπράττει στην έκδοση πράξεων αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλο συμφέρον .......»

Σύμφωνα δε με τη νομολογία η εξέταση τέτοιου θέματος μπορεί να γίνει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. (Βλέπε: Αναστασίου v. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616 και Τζιονή v. Δημοκρατία (2003) 3 Α.Α.Δ. 609.)

Στην υπόθεση Σολωμού (πιο πάνω) ο Γενικός Διευθυντής ως προϊστάμενος σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας γραμματέας του. Τόσο ο πρωτόδικος Δικαστής όσο και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεώρησε τη σχέση του Γενικού Διευθυντή και της ιδιαιτέρας γραμματέως του ως «ιδιάζουσα» όπως η νομολογία και ο σχετικός νόμος προνοεί.

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχω κληθεί να αποφασίσω κατά πόσον συνάγεται έλλειψη αμεροληψίας γιατί κανένα τέτοιο στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Προέδρου της Ε.Δ.Υ., έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της, επειδή διόρισε το Ε.Μ. στην επίδικη θέση με την οποία επί σειρά ετών και σε σειρά προσφυγών που έχουν άμεση σχέση με την επίδικη θέση τον συνέδεε σχέση δικηγόρου-πελάτη. Είμαι της γνώμης ότι η σχέση αυτή είναι ιδιάζουσα όπως διαγράφεται στη νομολογία. Στην απόφαση της Ολομέλειας Σολωμού (πιο πάνω) στη σελίδα 775 προσδιορίζεται η ιδιάζουσα σχέση ως εξής:-

«Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Έκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη μας, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιάζουσα σχέση» έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγος της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην Ε.Δ.Υ. και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Επομένως, συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.»

(Βλέπε επίσης: Δημοκρατία v. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554).

Καταλήγω, κατά συνέπεια, ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης, με συνέπεια και οι δύο προσφυγές που συνεκδικάζονται να γίνουν αποδεκτές. Λόγω της κατάληξής μου αυτής δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ με οποιοδήποτε άλλο λόγο ακύρωσης που προβάλλονται είτε στη μία προσφυγή είτε στην άλλη.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο